Σελίδες

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Η Ελλάδα θα γίνει “Αργεντινή”, ή “Λετονία”;



Του Dani Rodrik, καθηγητή οικονομικών στο Harvard.
Η Ελλάδα κατάφερε και κέρδισε λίγο χρόνο με το νέο πακέτο οικονομικής στήριξης, όμως δεν έχει βγει ακόμη από τα «κόκκινα». Απομένει να αποδειχθεί αν τα ενισχυμένα μέτρα λιτότητας που εφαρμόζει η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου γίνουν αποδεκτά και βιώσιμα.
Το παρελθόν μας κάνει σκεπτικιστές. Σε μια δημοκρατία, όταν οι απαιτήσεις των αγορών και των ξένων επενδυτών συγκρούονται με αυτές των εργαζομένων, των συνταξιούχων, και της μεσαίας τάξης, συνήθως οι δεύτεροι είναι αυτοί που έχουν και τον τελευταίο λόγο.
Το ιστορικό σημείο αναφοράς παραμένει η έξοδος της Βρετανίας από τον κανόνα του χρυσού το 1931. Έχοντας μια οικονομία απελπιστικά μη ανταγωνιστική, η Βρετανία πάλεψε επί πολλά χρόνια με τον αποπληθωρισμό και την ανεργία. Οι βιομηχανίες της επλήγησαν, και οι εργασιακές συγκρούσεις έγιναν καθεστώς. Ακόμη και την ώρα που ο δείκτης της ανεργίας έφτασε στο 20%, η Τράπεζα της Αγγλίας ήταν υποχρεωμένη να διατηρεί υψηλά επιτόκια έτσι ώστε να αποφευχθεί η μαζική εκροή του χρυσού. Σταδιακά, οι αυξανόμενες πιέσεις από πλευράς των αγορών, οδήγησαν την χώρα στην αποσύνδεση από τον χρυσό τον Σεπτέμβριο του 1931.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο. Η μόνη διαφορά ήταν πως η Βρετανία ήταν μια δημοκρατική χώρα. Η εργατική τάξη διέθετε συνδικαλισμό, και τα πολιτικά δικαιώματα του πληθυσμού είχαν επεκταθεί κατά πολύ από την εποχή του Α`ΠΠ. Τα ΜΜΕ δημοσιοποιούσαν τις οικονομικές δυσχέρειες του απλού λαού, ενώ ένα ολόκληρο σοσιαλιστικό κίνημα περίμενε με τη σειρά του να αναλάβει τη διακυβέρνηση. Έτσι, παρά το ένστικτό τους, οι κεντρικοί τραπεζίτες και τα πολιτικά αφεντικά τους αντιλαμβάνονταν ότι δεν μπορούσαν πλέον να παραμένουν αδιάφοροι απέναντι στην ύφεση και στην υψηλή ανεργία.
Και το πιο σημαντικό ήταν ότι το ίδιο καταλάβαιναν και οι επενδυτές. Μόλις οι αγορές αρχίσουν να αμφιβάλλουν για την αξιοπιστία μιας κυβερνητικής δέσμευσης σε μια σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία, τότε μετατρέπονται σε παράγοντες αστάθειας. Με τη πρώτη ένδειξη δυσκολιών, οι επενδυτές και οι καταθέτες αρχίζουν τη μαζική έξοδο κεφαλαίων, συνεισφέροντας στη κατάρρευση του νομίσματος.
Κάτι τέτοιο είδαμε στην Αργεντινή, στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Το βασικό στοιχείο της οικονομικής στρατηγικής των Αργεντινών μετά το 1991 ήταν «ο νόμος της μετατροπής», που σύνδεσε το εθνικό νόμισμα με το αμερικανικό δολάριο με ισοτιμία 1/1, και συγχρόνως απαγόρευσε τους περιορισμούς στη ροή των κεφαλαίων.
Ο τότε υπουργός Οικονομικών Domingo Cavallo είχε οραματιστεί πως ο εν λόγω νόμος θα αποτελούσε κινητήριο μοχλό για την οικονομία της χώρας. Η στρατηγική πέτυχε αρχικά, δημιουργώντας την απαραίτητη σταθερότητα τιμών. Στο τέλος όμως της δεκαετίας, ο εφιάλτης επέστρεψε δριμύτερος.
Η οικονομική κρίση της Ασίας, σε συνδυασμό με την υποτίμηση στη Βραζιλία το 1999, οδήγησαν σε μια απελπιστικά μεγάλη υπερτίμηση του αργεντινού πέσο. Οι αμφιβολίες για το αν θα μπορέσει η χώρα να εξυπηρετήσει το εξωτερικό της χρέος πολλαπλασιάστηκαν, η εμπιστοσύνη κατέρρευσε, και η πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας έπεσε σε επίπεδα χαμηλότερα ακόμη και από πολλές αφρικανικές χώρες.
Στο τέλος, αυτό που έκρινε τη μοίρα της Αργεντινής, δεν ήταν η έλλειψη πολιτικής θέλησης, αλλά η ανικανότητα των πολιτικών της να επιβάλλουν σκληρά μέτρα λιτότητας στον πληθυσμό. Μάλιστα, προκειμένου να μπορέσει να τηρήσει τα συμφωνηθέντα με τους ξένους επενδυτές, η κυβέρνηση της Αργεντινής ήταν πρόθυμη να καταργήσει κάθε «συμβόλαιο» που είχε με τους δημόσιους υπαλλήλους, τους συνταξιούχους, τους καταθέτες, τα συνδικάτα, κλπ.
Οι επενδυτές όμως φοβήθηκαν, αμφιβάλλοντας αν ο λαός θα μπορέσει να αποδεχτεί τα σκληρά μέτρα που χρειάζονταν προκειμένου η χώρα να μπορέσει να εξοφλήσει τα δάνειά της. Και όσο οι διαδηλώσεις του κόσμου διογκώνονταν, τόσο αποδεικνύονταν πως οι επενδυτές είχαν δίκιο να ανησυχούν. Όταν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ παγκοσμιοποίησης και εσωτερικής πολιτικής, οι έξυπνοι ποντάρουν στην έδρα!
Ίσως όμως να υπάρχει και ένα εναλλακτικό μονοπάτι. Για παράδειγμα η Λετονία, που πρόσφατα βρέθηκε σε ανάλογη δυσχερή οικονομική κατάσταση, όπως εκείνη της Αργεντινής πιο παλιά. Η χώρα είχε αναπτυχθεί με μεγάλη ταχύτητα από το 2004 οπότε και εντάχθηκε στην ΕΕ, βασιζόμενη σε τεράστιο εξωτερικό δανεισμό, και σε μια εσωτερική «φούσκα» στην αγορά ακινήτων. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού της, καθώς και το δημόσιο χρέος της, είχαν φτάσει σε «ελληνικά» επίπεδα.
Το αποτέλεσμα ήταν πως η παγκόσμια οικονομική κρίση, σε συνδυασμό με την αναστροφή της ροής των κεφαλαίων, έριξαν την οικονομία της χώρας στα τάρταρα. Ο δανεισμός και οι τιμές των ακινήτων κατέρρευσαν, η ανεργία εκτοξεύτηκε στα ύψη, και το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 18% το 2009. Τον Ιανουάριο του 2009, η χώρα αντιμετώπισε τις χειρότερες λαϊκές διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις από την εποχή της πτώσης της Σοβιετικής Ένωσης.
Η Λετονία, όπως και η Αργεντινή, είχε μια σταθερή νομισματική ισοτιμία, και ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων. Από το 2005, το νόμισμά της ήταν σταθερά συνδεδεμένο με το ευρώ. Σε αντίθεση όμως με την Αργεντινή, οι πολιτικοί της κατάφεραν να τα βγάλουν πέρα χωρίς να το υποτιμήσουν, και χωρίς να επιβάλλουν περιορισμούς στη διακίνηση κεφαλαίων.
Αυτό που άλλαξε τις ισορροπίες πολιτικού κέρδους και κόστους, ήταν η προσδοκία της ένταξης στην ευρωζώνη, που ανάγκασε τους πολιτικούς της χώρας να απομακρύνουν κάθε απειλή απέναντι σ αυτό το σκοπό. Έτσι αυξήθηκε και η αξιοπιστία τους, παρά το τεράστιο πολιτικό και οικονομικό κόστος που είχαν να αντιμετωπίσουν.
Ποιον δρόμο θα ακολουθήσει η Ελλάδα; Αυτόν της Αργεντινής ή αυτόν της Λετονίας; Οι οικονομικές προοπτικές είναι σκούρες. Αν η ελληνική οικονομία δεν ανακάμψει, ο νέος δανεισμός απλά θα απαιτήσει ακόμη περισσότερη λιτότητα στο μέλλον. Και όσο πέφτει η εσωτερική ζήτηση, οι ιδιωτικοποιήσεις και η απελευθέρωση των επαγγελμάτων,  δεν θα φέρουν την πολυπόθητη ανάπτυξη.
Όπως έχουν αποδείξει οι εμπειρίες της Βρετανίας (παλιότερα) και της Αργεντινής και Λετονίας (πιο πρόσφατα), η πολιτική είναι αυτή που καθορίζει το όποιο αποτέλεσμα. Για να πετύχει λοιπόν το ελληνικό πρόγραμμα, η κυβέρνηση Παπανδρέου θα πρέπει να ξεπεράσει τον εαυτό της για να πείσει τους ψηφοφόρους ότι θα πρέπει να πονέσουν αν θέλουν ένα πιο φωτεινό μέλλον, και ότι τα σκληρά μέτρα στα οποία υποβάλλονται, δεν είναι μόνο για να ικανοποιηθούν οι ξένοι δανειστές.
S.A.-Project Syndicate


http://www.antinews.gr