Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

Ο δρόμος προς την οχλοκρατία
Tου Στεφανου Κασιματη / kassimatis@kathimerini.gr
Τι είναι οι «αγανακτισμένοι» της πλατείας Συντάγματος, που τόσο τους κολακεύουν οι πάντες, αφού πρώτα προσπάθησαν να τους αγνοήσουν; Μακάρι να ’ξεραν και οι ίδιοι. Είναι ένα ετερόκλητο πλήθος: φύρδην μίγδην όλοι οι απελπισμένοι με την αποτυχία του «συστήματος». Στο ένα άκρο της βεντάλιας βρίσκεις τριαντάρηδες, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν μέσα στον κόσμο της πλαστής ευημερίας των δανεικών, έμαθαν να τον θεωρούν φυσιολογικό και, τώρα, δεν τους αρέσει καθόλου το τέλος του. Τριαντάρηδες, που ζουν τον δικό τους Μάη του ’68 (άλλη υπερτιμημένη σαχλαμάρα κι αυτή...) και για τους οποίους πλέον η ουτοπία ταυτίζεται με τον διορισμό στο Δημόσιο. Στο άλλο άκρο, βρίσκεις τριαντάρηδες οι οποίοι έχουν καταλάβει τη μηδαμινή αξία στην αγορά εργασίας του εύκολου, του μαζικού, του «δημοκρατικού» πανεπιστημιακού πτυχίου και τώρα ευχαρίστως θα δέχονταν μια δουλίτσα στον ιδιωτικό τομέα με 700 ευρώ, αν υπήρχε για να τους προσφερθεί.
Καταλαβαίνω το αδιέξοδο στο οποίο έχουν βρεθεί, καταλαβαίνω και την οργή που γεννά μέσα τους η προοπτική τού τίποτα στη ζωή τους. Είναι όμως λύση το παιδαριώδες σύνθημα «Δεν φεύγουμε, αν δεν φύγει κυβέρνηση, τρόικα, χρέος»; Προφανώς, όχι – το σύνθημα είναι χρήσιμο μόνον για την εκτόνωση του θυμού και τίποτε περισσότερο. (Ανώφελο και αστείο, σαν την αντίδραση ενός παιδιού δέκα χρόνων, το οποίο, επειδή τσακώθηκε με τους γονείς του, αποφασίζει πολύ σοβαρά να φύγει από το σπίτι και να ζήσει μόνο του...) Και πώς θα φύγει το χρέος; Υπάρχει δυνατότητα να το καταργήσουμε μονομερώς; Τι επιπτώσεις θα μπορούσε να έχει κάτι τέτοιο στο μέλλον; Ποια είναι η σχέση της διόγκωσης του «επαχθούς και απεχθούς» χρέους με την εντυπωσιακή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου που σημειώθηκε κατά την ίδια περίοδο; Πώς συνέβη μέσα σε μία γενιά να περάσουμε από το αυτοκίνητο-εργαλείο, που ο πατέρας σου το κρατούσε για δεκαπέντε χρόνια, στο αυτοκίνητο-αξεσουάρ-γκομενοπαγίδα, που το αλλάζαμε κάθε τρία χρόνια; Πώς, τέλος πάντων, πρέπει να αναδιοργανώσουμε το κοινωνικο-οικονομικό μοντέλο μας για να αντεπεξέλθουμε;
Πιστεύω ότι αν ο πολιτικός λόγος των κομμάτων εξουσίας αντιμετώπιζε ευθέως και εντίμως αυτά τα ερωτήματα και άλλα παρεμφερή, δεν λέω ότι η κατάσταση σήμερα θα ήταν ρόδινη, θα εξακολουθούσε να είναι δύσκολη και επικίνδυνη, τουλάχιστον όμως δεν θα υπήρχε το σημερινό πολιτικό αδιέξοδο. Θα υπήρχαν αντιπαλότητες, οξύτητα, οργή από συνδικαλιστές και συντεχνίες, που ουσιαστικά είχαν ιδιοποιηθεί το Δημόσιο, αλλά θα υπήρχε και μία βάση κοινής λογικής, ώστε επάνω της να διαμορφωθούν κοινωνικές συναινέσεις και συμμαχίες για να διορθώσουμε την πορεία.
Αντ’ αυτού, ο πολιτικός λόγος που εξακολουθούν να εκπέμπουν τα μεγάλα κόμματα εξαντλείται σε άτολμες παραλλαγές των ίδιων βλακωδών συνθημάτων που αρθρώνουν χρόνια τώρα («ελπίδα», «ανάκτηση της αξιοπρέπειάς μας» κ. λπ.). Ετσι, λοιπόν, η πολιτική δεν κατορθώνει να εξηγήσει το πρόβλημα, ο κόσμος –είτε κατεβαίνει στο Σύνταγμα είτε όχι– εγκλωβίζεται στον παιδιάστικο ναρκισσισμό του θυμού του («να πάνε όλοι στον αγύριστο» κ. λπ.), οι δε πολιτικοί, όπως είδαμε προχθές το βράδυ, φεύγουν από τη Βουλή σαν τους κλέφτες με τον φακό από την πίσω πόρτα. Ως και η «μπαρουτοκαπνισμένη» Αριστερά έχει τρομάξει με τους κινδύνους που εγκυμονεί το αδιέξοδο! (Είδαμε, λ. χ., την Αλέκα Παπαρήγα να προειδοποιεί ότι η έξοδος από το ευρώ θα ήταν καταστροφική για τη χώρα και, αμέσως, να σπεύδει ο ανάγωγος Τσίπρας να περιμαζέψει τις λαφαζανιές των δικών του).
Ωστόσο, ολόκληρος ο αρχικός συλλογισμός βασίζεται σε μια θεωρητική προϋπόθεση: το αίσθημα ευθύνης των πολιτικών. Δυστυχώς, δεν διαθέτουν απ’ αυτό. Τριάντα χρόνια –με ελάχιστες εξαιρέσεις– έλεγαν ναι, ναι, ναι, σε όλα, με μόνο σκοπό να αποφύγουν το πρόσκαιρο πολιτικό κόστος. Και τώρα, που τους έρχεται όλο μαζί το κόστος στο κεφάλι τους, αυτοί δεν ξέρουν τι να κάνουν. Επόμενο δεν ήταν να έχουμε φθάσει εδώ; Οταν τόσα χρόνια ανέχεσαι, σχεδόν καθημερινά, εκατό κρατικοδίαιτους και βολεμένους «αγωνιστές» να αναστατώνουν την Αθήνα και δεν έχεις το θάρρος, λ. χ., να τους επιβάλεις να πορευθούν στο πεζοδρόμιο γιατί αλλιώς σε δέκα λεπτά θα τους έχεις μαζέψει μέσα, πώς να τα βάλεις τώρα με κάποιες δεκάδες χιλιάδες στην πλατεία Συντάγματος; Οταν μια ζωή πολιτεύεσαι αποφεύγοντας επιμελώς ακόμη και τις συγκρούσεις εκείνες με τις οποίες θα μπορούσες να πάρεις ολόκληρη την κοινωνία με το μέρος σου, πώς να μην τα κάνεις επάνω σου μπροστά σε αγανακτισμένους που μουτζώνουν, κλωτσούν και φτύνουν το αυτοκίνητό σου;
Οσο και αν διαφωνώ με τα κηρύγματα του Μίκη Θεοδωράκη, σε ένα τουλάχιστον συμφωνώ μαζί του: ότι αν οι «Αγανακτισμένοι» (πείτε τους, αν θέλετε, το κόμμα του «κανένα») φυσήξουν, οι ιθύνοντες θα φύγουν. Δεν εννοώ, βέβαια, ότι αυτό μπορεί να ισχύσει κατά κυριολεξία. Ομως, η διατύπωση υποδηλώνει το υπαρκτό πολιτικό κενό. Η πρόσφατη τροπή της κρίσης, με καθημερινές συγκεντρώσεις ακομμάτιστων πολιτών και τα προχθεσινά έκτροπα, αναδεικνύει την απουσία πολιτικού λόγου από τα δύο κόμματα εξουσίας (μέχρι πρότινος τουλάχιστον), πολιτικού λόγου που θα αγγίζει την ουσία του προβλήματος, επομένως θα αγγίζει και τις ευθύνες των ώς τώρα διαχειριστών. Ισως να πέφτω έξω, αλλά αν η αμηχανία του πολιτικού κόσμου μπροστά σε φαινόμενα τύπου «Αγανακτισμένων» συνεχιστεί, η πολιτική θα έχει αυτοκαταργηθεί και θα έχει ανοίξει τον δρόμο στην οχλοκρατία.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...