Τις τελευταίες δεκαετίες έχουμε όλοι διαβάσει επανειλημμένα στον Τύπο αξιολογήσεις των πανεπιστημίων και τη σειρά που κατέχουν σε παγκόσμια κλίμακα. Τα ελληνικά πανεπιστήμια, ανεξαιρέτως, δεν εμφανίζονται στα πρώτα 200 καλύτερα, και σπάνια στα πρώτα 300 του κόσμου, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν «νησίδες αριστείας» σε ορισμένα τμήματα. Η καταγεγραμμένη αυτή έλλειψη ποιότητας δεν μπορεί να οφείλεται αποκλειστικά στην ελλιπή χρηματοδότηση, διότι η επιχορήγηση της ανώτατης εκπαίδευσης ως ποσοστό του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ) από την πολιτεία είναι πάνω από τον μέσο όρο των κρατών της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανόμενης της Γερμανίας και της Γαλλίας. Το πρόβλημα της έλλειψης ποιότητας και......
ανταγωνιστικότητας εστιάζεται προφανώς αλλού. Ολοι λίγο - πολύ είμαστε γνώστες των ποικίλων προβλημάτων στα ελληνικά πανεπιστήμια: κακή διοίκηση, νεποτισμός στις προσλήψεις προσωπικού σε όλα τα επίπεδα, αναξιοκρατία, αδιαφάνεια, έλλειψη αξιολόγησης διδακτικού/ερευνητικού προσωπικού, εσωστρέφεια, καταλήψεις και διακοπές των μαθημάτων, βανδαλισμοί της ερευνητικής υποδομής, ατιμωρησία της παρανομίας κ.λπ.
Σε οποιαδήποτε ευνομούμενη χώρα, η ύπαρξη έστω και μόνο μιας από τις παραπάνω καταστάσεις θα είχε προβληματίσει πρωτίστως την πανεπιστημιακή κοινότητα, η οποία θα αναλάμβανε την εκπόνηση σχεδίων για την αναδιάρθρωση των ιδρυμάτων και θα πίεζε την πολιτεία για την άμεση εφαρμογή τους. Είναι καταφανές ότι σοβαρές πρωτοβουλίες δεν έχουν ληφθεί ή δεν ήταν δυνατό να ληφθούν, εξ ου και η παρούσα κατάσταση. Αντίθετα, το πανεπιστημιακό κατεστημένο συμπεριφέρεται σαν να ήταν ιδιοκτήτης και, παρά το γεγονός ότι ο Ελληνας φορολογούμενος πληρώνει αδρά για τις υπηρεσίες του, αρνείται το δικαίωμα στην κοινωνία οποιουδήποτε ρόλου στην αξιολόγηση του έργου των μελών του, τη λογοδοσία δηλαδή των πεπραγμένων στους πραγματικούς εργοδότες τους. Κύριο μέλημα των επισήμων πανεπιστημιακών εκπροσώπων (αλλά όχι της σιωπηλής πλειοψηφίας των διδασκόντων) έχει για χρόνια καταστεί η διατήρηση ενός απαράδεκτου status quo με τα προνόμια της ασυδοσίας και αυθαιρεσίας σε όλα τα επίπεδα.
Οι παραπάνω παθογένειες, βέβαια, δεν αναπτύχθηκαν δίχως την ενθουσιώδη συμμετοχή της πολιτείας. Η κομματικοποίηση των φοιτητών, ψήφιση ειδικών νόμων για την εκλογή των εκάστοτε «ημετέρων» σε θέσεις καθηγητών, ίδρυση νέων πανεπιστημίων/ΤΕΙ χωρίς σοβαρό προγραμματισμό και υποδομές για να εξυπηρετηθούν κομματικά συμφέροντα· και η θεσμοθετημένη «μικρο-διοίκηση» του υπουργείου όπου κάθε πανεπιστημιακή απόφαση, έστω και ασήμαντη, χρειάζεται την έγκριση της γραφειοκρατίας για να υλοποιηθεί, συνήθως με τεράστιες καθυστερήσεις, είναι παραδείγματα ενός αρτηριοσκληρωτικού συστήματος που δεν δύναται να λειτουργήσει και καταφανώς δεν λειτουργεί.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, μια θεσμική αναδόμηση των ΑΕΙ είναι επιβεβλημένη και επείγουσα, εάν θέλουμε οι διαρθρωτικές αλλαγές που επιχειρούνται σήμερα στο ελληνικό κράτος να αποκτήσουν μια υγιή βάση και μακροχρόνιο ορίζοντα. Το νομοσχέδιο που υπέβαλε στη Βουλή η υπουργός Παιδείας είναι ένα μεγάλο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Οι πυλώνες των αλλαγών περιλαμβάνουν: αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ, εξασφάλιση της δημόσιας χρηματοδότησης και κατανομή της με βάση την ποιότητα της λειτουργίας κάθε ιδρύματος και τις εθνικές προτεραιότητες, αξιολόγηση και κοινωνική λογοδοσία παντού, αναβάθμιση της ποιότητας σπουδών για κάθε φοιτητή, σύγχρονη και αποτελεσματική διοίκηση, και η επιστημονική αριστεία σε διεθνές επίπεδο, μεταξύ πολλών άλλων. Μια επισκόπηση των προτεινόμενων αλλαγών πείθει ότι δεν πρόκειται για βραχυπρόθεσμες διευθετήσεις, αλλά για κάθετες τομές στην πλειοψηφία των προβλημάτων που μαστίζουν τα ανώτατα ιδρύματα τις τελευταίες δεκαετίες. Επειδή ο χώρος δεν επιτρέπει διεξοδική συζήτηση όλων των παραπάνω θεμάτων, θα περιορισθώ σε δύο: τη σύγχρονη και αποτελεσματική διοίκηση, και την αξιολόγηση και κοινωνική λογοδοσία.
Ο σχεδιασμός στο νομοσχέδιο και για τα δύο αυτά θέματα, αν και καινοτόμος για την Ελλάδα, βασίζεται σε συστήματα που έχουν εφαρμοσθεί με επιτυχία επί δεκαετίες σχεδόν παγκοσμίως, και ειδικά στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ όπου τα πανεπιστήμιά τους κατέχουν τις πρώτες 20 - 50 θέσεις στις διάφορες αξιολογήσεις. Σ’ όλες τις περιπτώσεις (δημοσίων και ιδιωτικών ιδρυμάτων) η διοίκηση κατευθύνεται από σώμα εξωτερικών (εκτός ιδρύματος) εφόρων (Board of Trustees) που επιλέγονται με ποικίλους τρόπους, συμπεριλαμβανομένης και της κατ’ ευθείαν εκλογής από τους ψηφοφόρους της περιοχής όπου εδρεύει το πανεπιστήμιο. Τα κοινά χαρακτηριστικά των εφόρων είναι ότι προέρχονται από πολλές κοινωνικές ομάδες όπως γιατροί, δικηγόροι, επιχειρηματίες, πανεπιστημιακοί (αλλά όχι από το ίδιο ίδρυμα), διπλωμάτες, πρώην πολιτικοί, κ.λπ. Συμμετέχει και φοιτητής/φοιτήτρια, καθώς και ο/η Πρόεδρος της Συγκλήτου των καθηγητών, αλλά συνήθως χωρίς δικαίωμα ψήφου. Η συμμετοχή στο συμβούλιο θεωρείται κοινωνική προσφορά και σπάνια αμείβεται. Ως παράδειγμα αναφέρω ότι ο πρόεδρος του συμβουλίου του πανεπιστημίου Johns Hopkins, όπου υπηρετώ τα τελευταία 40 χρόνια, ήταν ο Michael Bloomberg, νυν δήμαρχος της Νέας Υόρκης, αλλά πρώην επιχειρηματίας από τη Βαλτιμόρη. Παρεμπιπτόντως, δώρισε 150 εκατ. δολ. στο πανεπιστήμιο και σήμερα το όνομα του έχει διαιωνισθεί μέσα από τη «Σχολή Φυσικής και Αστρονομίας Bloomberg». (Ν.Β. - έφοροι που είναι επιχειρηματίες μπορούν να συμβάλουν στην οικονομική ενίσχυση του ιδρύματος που υπηρετούν...). Μεταξύ των αρμοδιοτήτων του συμβουλίου, εκτός από την οικονομική διαχείριση, περιλαμβάνεται και η επιλογή και πρόσληψη του Πρύτανη (η Προέδρου), όπου τα κριτήρια συμπεριλαμβάνουν όχι μόνο την επιστημονική κατάρτιση και διάκριση των υποψηφίων αλλά επίσης τη διοικητική τους ικανότητα και ηγετικά προσόντα.
Το προτεινόμενο σχήμα του διοικητικού συμβουλίου στο νομοσχέδιο, αν και προβλέπει παρόμοιες αρμοδιότητες με αυτές των ιδρυμάτων του εξωτερικού, συνίσταται αρχικά από μέλη του Πανεπιστημίου τα οποία εν συνεχεία επιλέγουν και τα υπόλοιπα (εξωτερικά) μέλη. Υποθέτω ότι υπάρχουν νομικοί λόγοι για μια τέτοια διαδικασία που καθιστά το συμβούλιο όχι απόλυτα ανεξάρτητο. Μπορούν να εισαχθούν ασφαλιστικές δικλίδες ώστε να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ ειδικοτήτων (π.χ. περιορισμός σε κάτω των 15% για οποιοδήποτε επάγγελμα). Πάντως, το γεγονός ότι αποσυνδέεται η επιλογή του Πρύτανη από την παρούσα εκλογική παρωδία είναι πολύ θετικό στοιχείο και αξίζει αυτό το μοντέλο να δοκιμαστεί. Εάν υπάρξουν δυσλειτουργίες, τότε μπορούν να γίνουν διορθωτικές ρυθμίσεις στο μέλλον. Τέλος, σημειώνω ότι ένα παρόμοιο σχήμα διοίκησης λειτουργεί επιτυχώς στο (δημόσιο) Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδος τα τελευταία 5 χρόνια με συμμετοχή και επιχειρηματία και διπλωμάτη.
Σχετικά με το θέμα της αξιολόγησης, τα πράγματα και εδώ είναι πολύ απλά: εφαρμόζεται επιτυχημένα στα ΑΕΙ του υπόλοιπου κόσμου, και δεν υπάρχει λόγος τα ελληνικά ιδρύματα να εξαιρούνται. Εχω ακούσει τη δικαιολογία ότι «... στην Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει αντικειμενική αξιολόγηση...», αγνοώντας το γεγονός ότι σε άλλες χώρες υπάρχουν δοκιμασμένες διαδικασίες που παράγουν αδιάβλητα αποτελέσματα, με αντικειμενικούς δείκτες παραγωγικότητας (π.χ. Institute of Scientific Information - Web of Science), τις οποίες μπορούμε να επιλέξουμε και να τις εφαρμόσουμε. Δεν χρειάζεται εμείς να επανα-ανακαλύψουμε τον τροχό. Σαν παράδειγμα, στη Διοίκηση Διαστημικής του Johns Hopkins όπου χρημάτισα διευθυντής, με 600 περίπου άτομα σε όλες τις βαθμίδες, γίνεται ετήσια αξιολόγηση όλου του προσωπικού, και μετά από έλεγχο σε πολλαπλά διοικητικά επίπεδα, η τελική βαθμολογία είναι βασικός παράγοντας στη συζήτηση βελτίωσης της απόδοσης μεταξύ προϊστάμενου και του αξιολογούμενου (υποχρεωτική) καθώς και στον καθορισμό της ετήσιας αύξησης (η μη) μισθού. Οι προδιαγραφές, λοιπόν, που προτείνονται στο νομοσχέδιο για αξιολόγηση είναι ευθυγραμμισμένες με τη διεθνή πρακτική και πρέπει να υιοθετηθούν.
Τα κοινωνικά ιδρύματα, στην τελική ανάλυση, κρίνονται από τα αποτελέσματα που παράγουν και τα ευεργετήματα προς το κοινωνικό σύνολο, συγκρινόμενα με το κόστος της λειτουργίας τους. Εάν τα ελληνικά ΑΕΙ βρίσκονταν έστω και μέσα στα πρώτα 100 σε παγκόσμια κλίμακα, ίσως να μην υπήρχε το θέμα της βασικής αναδιάρθρωσης που επιχειρεί το υπό συζήτηση νομοσχέδιο. Η ελληνική κοινωνία δυσανασχετεί με τα αποτελέσματα της κατ’ όνομα «δωρεάν» παιδείας, με τα φροντιστήρια, ιδιαίτερα μαθήματα πλέον και σε φοιτητές/σπουδαστές, την συστηματική εμφάνιση παράνομης δράσης –ελέω «ασύλου»– σε πανεπιστημιακούς χώρους και πολλά άλλα. Η αλλαγή του συστήματος είναι επιβεβλημένη και το παρόν νομοσχέδιο αποτελεί ένα μεγάλο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Μπορεί να έχει ορισμένες ελλείψεις, αλλά ας μη ξεχνάμε το ρητό ότι «το τέλειο είναι ο εχθρός του καλού».
* Ο κ. Σταμάτης Κριμιζής είναι πρώην διευθυντής και τώρα επίτιμος διευθυντής της Διοίκησης Διαστήματος του Πανεπιστημίου Johns Hopkins των ΗΠΑ, πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Ερευνας και Τεχνολογίας της Ελλάδας και ακαδημαϊκός.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_31/07/2011_451109