Σελίδες

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

Το Μάρκετινγκ άγνωστη λέξη στη γλώσσα της Ελληνικής Γεωργικής Πράξης

Του Πάνου Τσορμπατζόγλου
Η λογική της γεωργικής παραγωγής στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες παρέπεμπε σταθερά σ’ αυτό που στο μάρκετινγκ αναφέρεται ως «μάρκετινγκ της βιομηχανικής εποχής». «Παράγουμε όσα και ό,τι μπορούμε, μια και η ζήτηση τους είναι διασφαλισμένη». Η ένταξη μας στην ΕΟΚ ελάχιστα διαφοροποίησε τα πράγματα καθώς η διασφαλισμένη ζήτηση αντικαταστάθηκε από τη διασφαλισμένη πώληση, (λέγε με επιδότηση), πράγμα που διαιώνιζε τον εφησυχασμό του αγροτικού τομέα και κυρίως του παραγωγικού τμήματος του. Οι ραγδαίες αλλαγές που οι νέες συνθήκες απαιτούσαν, άφησαν παγερά αδιάφορους τους περισσότερους που είχαν την ευθύνη για την τύχη της αγροτικής οικονομίας μας, οικονομίας που αν μη τι άλλο πριν 50 χρόνια απασχολούσε σχεδόν το 40% του ενεργού πληθυσμού.


Για το μάρκετινγκ των πωλήσεων, το οικονομικό μάρκετινγκ, το κοινωνικό μάρκετινγκ, το ολιστικό μάρκετινγκ ή για όποιες άλλες θεωρίες εμφανίστηκαν και αφορούσαν στην επιστήμη αυτή ας μη γίνεται λόγος. Οι Έλληνες αγρότες, με ευθύνη του κράτους και της ηγεσίας τους, όλα τα τελευταία αυτά χρόνια επαναπαύονταν στις δάφνες των χρηματικών ροών της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής αδιαφορώντας για τα ορατά αδιέξοδα των «τεχνιτών» τιμών που απολάμβαναν λόγω της Ε.Ε., τιμών που δεν είχαν αντίκρισμα στις αγορές και τους πελάτες-καταναλωτές.
Όμως η ώρα της κρίσης έφτασε. Το 2013 τελειώνουν οριστικά όσα από τα «πρόσθετα» της Ε.Ε. διατηρούσαν σε ανεκτή οικονομική υγεία την αγροτική οικογένεια. Και όπως συνέβη στο σύνολο της Ελληνικής οικονομίας καλείται σήμερα και ο γεωργικός τομέας να δώσει λύση στα συσσωρευμένα προβλήματα των τελευταίων δεκαετιών με δράσεις και πρωτοβουλίες πρωτόγνωρες γι αυτόν. Που σε κάθε περίπτωση απαιτούν κόπο και θυσίες.
Η Ελληνική γεωργία είναι επείγον να αναδιαρθρωθεί ή καλύτερα να ανασυσταθεί.
Όχι όμως με την αγοραία και τρέχουσα σημασία των λέξεων.
Η υιοθέτηση πρακτικών, νοοτροπιών, αξιακών επιλογών και δράσεων που δεν έχουν να κάνουν με κατεστημένες λογικές είναι «εκ των ων ου άνευ».
Η γεωργία ακόμη και συρρικνωμένη στο 10,9% του ενεργού πληθυσμού, (2007), αποτελεί μια από τις ελάχιστες καταφυγές στην προσπάθεια απόκρουσης της επαπειλούμενης κατάρρευσης της χώρας, οικονομικής και κοινωνικής.
Η τόλμη, η φαντασία, η καινοτομία και η χρήση σύγχρονων μεθόδων στην ανάπτυξη ενός αποδεδειγμένα κερδοφόρου τομέα είναι μια από τις λίγες ρεαλιστικές δικλίδες διεξόδου στο αδιέξοδο της ύφεσης που ταλαιπωρεί ήδη μια πενταετία την Ελλάδα.
Κι εδώ φτάνουμε στο γιατί, το πώς και το πότε του ζητήματος.
Στα θεμελιώδη ερωτήματα που για να απαντηθούν θα πρέπει το σύνολο της γεωργικής δραστηριότητας να αντιμετωπιστεί με όρους και εργαλεία της σύγχρονης και παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Όπου ο ρόλος του μάρκετινγκ αναδεικνύεται κυρίαρχος.
Είναι καιρός ο γεωργικός τομέας, αυτός που χρήζει «ανασύστασης», να αντιμετωπιστεί σαν μια νέα υπό ίδρυση επιχείρηση που καλείται να δράσει και να προκόψει σε μια άκρως ανταγωνιστική αγορά. Να ξεχάσει τις παρωχημένες πρακτικές που την οδήγησαν σε κατάρρευση , να διαισθανθεί ότι οι εύκολες λύσεις και ο εφησυχασμός αποτελούν κακό παρελθόν και να παλέψει με όση δύναμη, τόλμη και μέσα διαθέτει για να κερδίσει τη θέση που μπορεί και δικαιούται να κατέχει.
Με τις προϋποθέσεις αυτές η «επιχείρηση» αγροτικός τομέας οφείλει να κάνει τα βήματα που όλες οι επιχειρήσεις, απανταχού της γης, οφείλουν κάνουν.
Να καθορίσει, συνειδητοποιώντας το χώρο και το χρόνο στον οποίο λειτουργεί το όραμα της, (vision). Αυτό σημαίνει να ορίσει εκ προοιμίου το τι θα ήθελε να είναι στο χώρο των γεωργικών προϊόντων, στην αγορά, κατ’ αρχήν, της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οποία και δραστηριοποιείται.
Στη συνέχεια να διευκρινίσει την «αποστολή» της (mission), δηλαδή να ξεκαθαρίσει τι θα παράξει, με ποιους και με τι τρόπο.
Κατόπιν να βάλει τους στόχους, (μερίδια αγοράς, ποιότητα προϊόντων, κόστοι, κ.α.) και τέλος να καταστρώσει τις στρατηγικές, τις τακτικές, τις επί μέρους δράσεις της κτλ.
Είναι ξεκάθαρο με όλα αυτά ότι μιλάμε για μια επιχειρηματική γεωργία που θα στοχεύει κυρίως στα οικονομικά αποτελέσματα βάζοντας σε δεύτερη μοίρα όλες τις άλλες παραμέτρους της (π.χ. παραγωγική γεωργία), χωρίς βέβαια να τις απαξιώνει τελεσίδικα.
Και φτάνουμε έτσι στο «δια ταύτα». Τι θα μπορούσε και θα θέλαμε να είναι η γεωργική παραγωγή μας; Τι θα φανταζόμασταν ως ρόλο της χώρας στην αγορά των γεωργικών προϊόντων της Ε.Ε.;
Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να γίνει το Delicatessen των τροφίμων για όλους τους Ευρωπαίους!
Μπορεί, γιατί το μειονέκτημα της μικρής γεωργικής οικογενειακής εκμετάλλευσης αντιστρέφεται σε πλεονέκτημα καθώς σ’ αυτήν υπάρχει η δυνατότητα να εφαρμοστούν και οι πιο λεπτομερείς εργασίες και φροντίδες που προαπαιτούνται για την παραγωγή υψηλής ποιότητας προϊόντων. Η, εκ των πραγμάτων, προστιθέμενη αξία θα καλυφθεί από τις υψηλές τιμές διάθεσης μια και η ποιότητα που θα συνοδεύει τα προϊόντα αυτά θα το επιτρέπει.
Όμως δεν είναι μόνον τα ποιοτικά προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας που μπορούν να «πάρουν θέση» στα ράφια του καταστήματος «Delicatessen» η Ελλάς! (Βιολογικό και πιστοποιημένο λάδι, κρασί, κηπευτικά, μέλι, κ.α.).
Προϊόντα «περιθωριακά» που δεν απαιτούν εκτάσεις και δεν χρειάζονται σε ποσότητες, ενώ απαιτούν λεπτομερή εργασία και ειδικές εδαφοκλιματικές συνθήκες, μπορούν εύκολα να παραχθούν στη χώρα μας μια και οι τιμές τους είναι ελκυστικές και ο ανταγωνισμός τους μικρός με την προϋπόθεση της πιστοποιημένης ποιότητας τους, (ειδικά κηπευτικά, κρόκος, τρούφα, μύρτιλλο, ιπποφαές, σαλιγκάρια κ.α.).
Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε μια μεγάλη σειρά μεσογειακών προϊόντων ειδικής «γεωγραφικής ένδειξης» που με την κατάλληλη ποιοτική πιστοποίηση, τυποποίηση και μεταποίηση μπορούν να κερδίσουν μερίδια «πλούσιας» αγοράς αρκεί να τύχουν της ανάλογης προβολής, (κηπευτικά, όσπρια, ζυμαρικά και άλλα προϊόντα μεταποίησης σιτηρών, ρύζια, κ.α.).
Ειδικά η μεταποίηση αποτελεί ένα από τους σοβαρότερους κλάδους της γεωργικής παραγωγής. Το έτοιμο μεσογειακό φαγητό μπορεί να «κερδίσει πόντους» αν προστεθεί στα χαρακτηριστικά του και η ένδειξη «Ελληνικό». Υπάρχουν πάμπολλες βιοτεχνικές μονάδες στη χώρα που εξειδικεύονται στην παραγωγή μεταποιημένων «σπεσιαλιτέ» τροφίμων. Με σωστή στήριξη, συντονισμό της προσπάθειας και με εφαρμογή μεθόδων μάρκετινγκ το κομμάτι αυτό της γεωργίας θα αποκτήσει την εξωστρέφεια που χρειάζεται και θα αποφέρει απροσδόκητα έσοδα στη χώρα και στους αγρότες που εμπλέκονται σ’ αυτό. Η μεταποίηση όμως των προϊόντων γεωργίας έχει και άλλες εφαρμογές πολλές από τις οποίες έχουν να επιδείξουν εκπληκτικά αποτελέσματα για όλους όσους μετέχουν στην προσπάθεια. Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά είναι η πρώτη ύλη για μια σειρά επιχειρήσεων, με εξαγωγικό, κυρίως, προσανατολισμό, που γράφουν, κυριολεκτικά, ιστορία στο χώρο τους. Η εξήγηση του φαινομένου βρίσκεται στην αποδέσμευση τους από την κρατική «φροντίδα» και στην συγκροτημένη, τολμηρή και καινοτόμο, (ακόμη και με όρους μάρκετινγκ) λειτουργία τους.
Κατόπιν αυτών προκύπτει βέβαια το ερώτημα αν οι προτάσεις που ακροθιγώς περιγράφηκαν παραπάνω είναι ρεαλιστικές και αν και κατά πόσο, εφόσον υιοθετηθούν, θα συμβάλουν στο αιτούμενο της ανασύστασης της Ελληνικής γεωργίας.
Κατά την άποψη μας η απάντηση είναι ναι.
Είναι προφανές ότι πολλές ακόμη πρωτοβουλίες χρειάζονται και πρέπει να ληφθούν για την συνολική ανόρθωση του γεωργικού τομέα στη χώρα μας.
Θέματα εκπαίδευσης, οργάνωσης νέων συλλογικοτήτων, χρηματοδότησης, ρυθμιστικού πλαισίου λειτουργίας του τομέα αλλά και θέματα νοοτροπιών, ευθύνης και έλεγχου του, πρέπει να τεθούν στην ημερήσια διάταξη.
Όμως η προσαρμογή της γεωργίας της Ελλάδας στη σύγχρονη πραγματικότητα και ανάγκες που έχουν ως προαπαιτούμενα την ιδιωτική πρωτοβουλία και επιχειρηματικότητα και την απρόσκοπτη λειτουργία όλων όσοι επιθυμούν να συμμετέχουν χωρίς αποκλεισμούς και προϋπάρχοντα στεγανά, είναι το πρώτο ζητούμενο.
Γιατί μόνον τότε θα μπορέσουν να εφαρμοστούν μέθοδοι και πρακτικές που συνάδουν με τις απαιτήσεις των καιρών όπως αυτές που ήδη προαναφέρθηκαν.
*Γεωτεχνικός, πρ. διευθυντικό στέλεχος επιχειρήσεων

 http://politicalreviewgr.blogspot.com/