Σελίδες

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

Πώς η Ευρώπη θα απαλλαγεί από το χρέος


eurosΤέσσερα χρόνια μετά την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης πολλοί αναρωτιούνται γιατί η ανάκαμψη παίρνει τόσο πολύ καιρό. Πράγματι ο αργόσυρτος ρυθμός ανάκαμψης της οικονομίας έχει προκαλέσει σύγχυση μεταξύ των ειδικών. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η παγκόσμια οικονομία θα έπρεπε να αναπτυχθεί κατά 4.4% το 2011 και κατά 4.5% το 2012. Όμως τα τελευταία νούμερα της Παγκόσμιας Τράπεζας δείχνουν ότι...
η ανάπτυξη έφτασε μόλις το 2.7% το 2011 και θα επιβραδύνει σε 2.5% φέτος – και το νούμερο αυτό ενδέχεται να αναθεωρηθεί καθοδικά.
Υπάρχουν δύο λόγοι που μπορούν να εξηγήσουν την απόκλιση ανάμεσα στις προβλέψεις και τα αποτελέσματα. Είτε οι ζημιές που προκάλεσε η χρηματοπιστωτική κρίση είναι πιο σοβαρές απ’ ό,τι συνειδητοποιεί ο κόσμος είτε η οικονομική συνταγή για την αντιμετώπισή της είναι λιγότερο αποτελεσματική απ' όσο πιστεύουν οι ηγεσίες.
Στην πραγματικότητα η σοβαρότητα της τραπεζικής κρίσης έγινε γρήγορα αντιληπτή. Γι’ αυτό και υιοθετήθηκαν μέτρα δημοσιονομικής τόνωσης των οικονομιών ύψους εκατοντάδων δις δολαρίων στο διάστημα 2008 - 2009, με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα, καθώς και με τη συμμετοχή της Βρετανίας και την απρόθυμη στήριξη της Γερμανίας. Έτσι είδαμε τη μείωση των επιτοκίων, τη διάσωση των αφερέγγυων τραπεζών, την εκτύπωση χρήματος, τη μείωση της φορολογίας και την ενίσχυση των δημοσίων δαπανών. Ορισμένες χώρες υποτίμησαν και το νόμισμά τους.
Μετά από αυτά τα μέτρα η καταβύθιση της παγκόσμιας οικονομίας ανακόπηκε και άρχισε η ανάκαμψη, μάλιστα ταχύτερα από ό,τι εκτιμούσαν οι προβλέψεις. Αλλά τα δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας μετέτρεψαν εν τω μεταξύ την τραπεζική κρίση σε δημοσιονομική κρίση και κρίση δημόσιου χρέους. Από το 2010 και εξής τα κράτη άρχισαν να  αυξάνουν τη φορολογία και να μειώνουν τις δημόσιες δαπάνες, λόγω της ενίσχυσης των φόβων για εθνικά χρεοστάσια. Σε εκείνο το σημείο η ανάκαμψη αντιστράφηκε.
Όπως μας λένε οι καθηγητές Κάρμεν Ράινχαρτ και Κένεθ Ρογκόφ στο αριστουργηματικό βιβλίο τους This Time is Different, δεν υπάρχει κανένας ασφαλής τρόπος για να βγεις γρήγορα από μια μεγάλη τραπεζική κρίση. Η κρίση προκαλείται από την ‘υπερχρέωση’ η οποία καθιστά τις οικονομίες ‘ευάλωτες σε κρίσεις εμπιστοσύνης’. Τότε τα κράτη πρέπει να σώσουν τις εμπορικές τράπεζες. Στη συνέχεια οι εμπορικές τράπεζες πρέπει να σώσουν τα κράτη. Και στο τέλος οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να σώσουν και τις εμπορικές τράπεζες και τα κράτη.
Όλα αυτά, σύμφωνα με τους Ράινχαρτ και Ρογκόφ, ενέχουν ‘μια παρατεταμένη και μεγάλη κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας’. Οι δύο ερευνητές υπολογίζουν ότι η μέση διάρκεια των μεταπολεμικών κρίσεων ήταν 4,4 χρόνια – ο χρόνος που χρειάζεται για να συντελεστεί η απαραίτητη απομόχλευση – μετά την οποία η κρίση εμπιστοσύνης τελειώνει και ξαναρχίζει η οικονομική ανάπτυξη.
Παρά ταύτα κάτι λείπει από αυτή την ιστορία. Η ανάκαμψη από τη Μεγάλη Ύφεση πήρε περίπου 10 χρόνια – το διπλάσιο χρόνο δηλαδή από ό,τι χρειάζονταν κατά μέσο όρο στον μεταπολεμικό κόσμο. Οι Ράινχαρτ και Ρογκόφ δίνουν δυο λόγους για αυτή τη διαφορά στους ρυθμούς ανάκαμψης: Στη Μεγάλη Ύφεση, λένε, η απάντηση στην κρίση άργησε πολύ ενώ παράλληλα ίσχυε ο κανόνας του χρυσού, πράγμα που σήμαινε ότι οι χώρες δεν μπορούσαν να βγουν από την ύφεση. Με άλλα λόγια η δημοσιονομική πολιτική και το καθεστώς της νομισματικής πολιτικής έχουν κρίσιμη επιρροή και στο βάθος της κατάρρευσης και στο χρόνο που χρειάζεται για να αρχίσει η ανάκαμψη της οικονομίας.
Κάτι ακόμα που πρέπει να έχουμε υπόψη μας είναι πως μεγάλες χρηματοπιστωτικές κρίσεις  έχουμε ξανά από τη δεκαετία του 1970 ενώ αντίθετα απουσιάζουν πλήρως από τις δεκαετίες του 1950 και 1960, όπου εφαρμόζονταν το κεϋνσιανό σύστημα διαχείρισης της οικονομίας και το σύστημα Μπρέτον Γουντς για τη διαχείριση των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Οι μεγαλύτερες μεταπολεμικές κρίσεις που  μελετήσαν οι Ράινχαρτ και Ρογκόφ σημειώνονται από το 1977 ως το 2001. Και οφείλονται στην άρση της ρύθμισης του τραπεζικού συστήματος και στην άρση των ελέγχων στις κεφαλαιακές ροές. Και είναι μικρότερες σε διάρκεια από την Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930 επειδή η συνταγή για την αντιμετώπιση τους δεν ήταν ανόητη.
Ο πρόεδρος της Ινδονησίας Σουσίλο Μπαμπάνγκ Γιουντογιόνο τόνισε ιδιαίτερα αυτό το σημείο στις αρχές Απριλίου, επισημαίνοντας στο Βρετανό πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον ότι το επιτυχές σχέδιο ανάκαμψης της Ινδονησίας μετά την ασιατική κρίση του 1997 ήταν εμπνευσμένο από το έργο του Κέινς. «Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι ο κόσμος θα μπορεί να αγοράζει και πως οι βιομηχανίες θα μπορούν να παράγουν».
Σήμερα πολλές κυβερνήσεις, ιδίως στην Ευρωζώνη, δείχνουν να έχουν ξεμείνει από πολιτικά εργαλεία. Με τη δημοσιονομική λιτότητα να αποτελεί τον καθολικό κανόνα, εγκαταλείπουν κάθε προσπάθεια να διασφαλίσουν ότι ο κόσμος θα μπορεί να αγοράζει και ότι οι βιομηχανίες θα μπορούν να παράγουν. Οι κεντρικές τράπεζες που είναι επιφορτισμένες με το καθήκον να διατηρούν τις οικονομίες ζωντανές δίνουν χρήμα αλλά το μεγαλύτερο μέρος αυτού του χρήματος παραμένει στον τραπεζικό τομέα και δεν μπορεί να αλλάξει τη στασιμότητα της κατανάλωσης και τη μείωση των επενδύσεων.
Επιπλέον η Ευρωζώνη αποτελεί ένα μικρό ‘χρυσό κανόνα’, όπου τα υπερχρεωμένα μέλη του δεν μπορούν να υποτιμήσουν το νόμισμά τους ακριβώς επειδή δεν έχουν νόμισμα για να υποτιμήσουν. Έτσι με δεδομένο το ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης και της Κίνας επιβραδύνουν, η παγκόσμια οικονομία μοιάζει καταδικασμένη να σέρνεται στον πάτο για κάποιο χρονικό διάστημα, με την ανεργία σε μερικές χώρες να φτάνει το 20% ή και να το ξεπερνά.
Από τη στιγμή που όλα τα εργαλεία της δημοσιονομικής, νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής έχουν μπλοκαριστεί, υπάρχει τρόπος να βγούμε από την παρατεταμένη ύφεση; Ο Τζον Γκινακόπλος του Πανεπιστημίου του Γέιλ υποστήριξε ότι η λύση είναι οι μεγάλες διαγραφές χρεών. Αντί να περιμένουμε να απαλλαγούμε από το χρέος μέσω χρεοστασίων,  οι κυβερνήσεις πρέπει να δώσουν οι ίδιες ‘εντολή για συγχώρεση χρέους’. Αυτό μπορεί να γίνει αν αγοράσουν προβληματικά δάνεια από τις τράπεζες και διαγράψουν μέρος του κεφαλαίου που θα έπρεπε να πληρώσουν οι δανειολήπτες μειώνοντας ταυτόχρονα τις απαιτήσεις εγγυήσεων των τραπεζών και την υπερχρέωση των δανειοληπτών. Στην Αμερική τα προγράμματα TALF και PPIP που εφαρμόστηκαν ήταν στην πραγματικότητα σχήματα συγχώρεσης του χρέους που αφορούσαν τους δανειολήπτες στεγαστικών δανείων μειωμένης εξασφάλισης, μόνο που η κλίμακα αυτών των προγραμμάτων ήταν πολύ περιορισμένη.
Η αρχή της συγχώρεσης του χρέους πρέπει σαφώς να εφαρμοστεί και για το δημόσιο χρέος, ιδίως στην Ευρωζώνη. Εκείνοι που φοβούνται το υπερβολικό δημόσιο χρέος είναι οι τράπεζες που έχουν υψηλή έκθεση σε αυτό. Τα κρατικά ομόλογα που ταξινομούνται στην κατηγορία των σκουπιδιών δεν είναι πιο ασφαλή από τα ιδιωτικά ομόλογα της ίδιας κατηγορίας. Πιστωτές και δανειολήπτες θα ήταν και οι δύο ωφελημένοι από μια ουσιαστική διαγραφή χρέους. Όπως επίσης και οι πολίτες που η ζωή τους καταστρέφεται από τις απελπισμένες προσπάθειες των κυβερνήσεών τους για απομόχλευση. Φιλοσοφικά, η προσέγγιση της συγχώρεσης του χρέους βασίζεται στην πεποίθηση ότι οι πιστωτές μοιράζονται την ενοχή για το χρεοστάσιο με τους δανειολήπτες από τη στιγμή που  έδωσαν τα προβληματικά δάνεια.
Το 1918 ο Τζον Μάιναρντ Κέινς ζήτησε τη διαγραφή των χρεών των Συμμάχων που προέκυψαν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. «Ποτέ δεν θα μπορέσουμε να κινηθούμε αν δεν ελευθερώσουμε τα χέρια μας απ’ αυτές τις χάρτινες χειροπέδες», είχε γράψει. Και το 1923 η έκκλησή του έγινε μια προειδοποίηση που οι σημερινοί πολιτικοί θα έπρεπε να αφουγκραστούν πολύ προσεκτικά: «Οι πιστοί του ιερού και απαραβίαστου χαρακτήρα των συμβάσεων είναι οι πραγματικοί πατέρες της επανάστασης».


 http://www.banksnews.gr/