Σελίδες

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Είναι επαρκή τα κεφάλαια και η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών; - Σοβαρές ενδείξεις ότι στρατηγικά τα 11 δισεκ. του ΤΧΣ ίσως να μην είναι επαρκή αν αποτυπωθεί η πραγματική εικόνα των NPLs που αγγίζουν το 40% των δανείων ή 88 δισεκ. ευρώ.


Είναι επαρκή τα κεφάλαια και η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών;
Το ερώτημα αυτό υπό άλλες συνθήκες δεν θα επιδεχόταν ιδιαίτερης ανάλυσης για να απαντηθεί.
Τα κεφάλαια που επενδύθηκαν στο ελληνικό banking δηλαδή 30 δισεκ. ευρώ είναι επαρκή. 

Ωστόσο υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι στρατηγικά τα 11 δισεκ. ευρώ του ΤΧΣ που είναι το τρέχον κεφαλαιακό απόθεμα δεν είναι επαρκές αν αποτυπωθεί η πραγματική εικόνα των NPLs που αγγίζουν το 40% των δανείων ή 88 δισεκ. ευρώ.
Ως γνωστό τα κεφάλαια και η κεφαλαιακή επάρκεια από την μια πλευρά και η ρευστότητα από την άλλη είναι οι ισχυροί πυλώνες του τραπεζικού συστήματος.
Τα NPLs δηλαδή ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων φθάνει στο 30% με 31% σε σύνολο 222 δισεκ. ευρώ που είναι τα χορηγούμενα δάνεια στην Ελλάδα δηλαδή 68 δισεκ. ευρώ περίπου.
Ωστόσο ας μην τρέφονται αυταπάτες.
Αν αποτυπωθούν στην πραγματική τους διάσταση τα αναχρηματοδοτούμενα δάνεια του συστήματος σημαντικό μέρος αυτών δεν εξυπηρετείται.
Οι τράπεζες με τις αναχρηματοδοτήσεις μεταφέρουν στο μέλλον τα προβλήματα σε δάνεια κυρίως μικρομεσαίων επιχειρήσεων και μεγάλων εταιριών.
Αν τα αναχρηματοδοτούμενα δάνεια αξιολογούνταν με αυστηρά κριτήρια το βέβαιο είναι ότι θα εκτινασσόταν το NPLs του συστήματος στα 88 δισεκ. ευρώ ή 40% του συνόλου των δανείων.
Σε κάθε περίπτωση το 40% όσο και αν φαντάζει υπερβολικό αντικατοπτρίζει το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος στο ελληνικό banking.
Σε μια τέτοια περίπτωση είναι προφανές ότι οι κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών δεν θα ολοκληρωθούν με τα υφιστάμενα stress tests τα αποτελέσματα των οποίων θα δημοσιευθούν αρχές Δεκεμβρίου.
Έχει τονιστεί ότι το αποτέλεσμα των stress tests θα είναι 5 με 5,5 δισεκ. ευρώ η καθαρή επιβάρυνση και η μεικτή δηλαδή η αρχική επιβάρυνση του συστήματος θα είναι περίπου 10 με 11 δισεκ. ευρώ.
Τα 5 με 5,5 δισεκ. ευρώ είναι ένα διαχειρίσιμο κεφαλαιακό κόστος για τις ελληνικές τράπεζες.
Ωστόσο το πρόβλημα του ελληνικού banking δεν θα επιλυθεί με τα δρομολογημένα stress tests.
Η κορύφωση των NPLs πραγματοποιείται με ετεροχρονισμό φάσης.
Να ληφθεί υπόψη και μια ενδιαφέρουσα παράμετρος.
Στην Ελλάδα ο συντελεστής κάλυψης των προβληματικών δανείων είναι ο χαμηλότερος σε σχέση με Ιρλανδία, Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία.
Οι συγκρίσεις το επόμενο διάστημα θα εστιαστούν σε δομικά ζητήματα του banking.
Τώρα δεν τα αγγίζει κανείς, γιατί δεν επιθυμούν να ανοίξει ο ασκός του Αιόλου.
Και ενώ οι κεφαλαιακές ανάγκες δεν θα τελειώσουν με τα stress tests ούτε το πρόβλημα ρευστότητας έχει επιλυθεί.
Αξιολογώντας ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία εξάγεται το συμπέρασμα ότι από τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 έως τον Σεπτέμβριο του 2013 η καθαρή εισροή ήταν 12 δισεκ. ευρώ σε καταθέσεις.
Η καθαρή εκροή από τα 237,5 δισεκ. του Ιανουαρίου του 2010 είναι 75 δισεκ. ευρώ καθώς οι καταθέσεις έχουν κατέλθει στα 162 δισεκ. ευρώ.
Ταυτόχρονα μπορεί να μειώθηκε το ELA καθώς οι τράπεζες χρησιμοποίησαν όλα τα ομόλογα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για να βελτιώσουν την αξία των collaterals αλλά το πρόβλημα δεν έχει λυθεί.
Με την ολοκλήρωση των αμκ οι τράπεζες έλαβαν από το ΤΧΣ ομόλογα αντί cash στις αυξήσεις κεφαλαίου.
Τα ομόλογα αυτά ΑΑΑ πιστοληπτικής διαβάθμισης χρησιμοποιήθηκαν στην ΕΚΤ και έτσι ξαφνικά μειώθηκε το ELA που βοήθησε τις τράπεζες να μειώσουν το κόστος χρηματοδότηση τους από 2,5% στο 0,5% που είναι το τρέχον επιτόκιο του ευρώ καθώς κατά κύριο λόγω η ΕΚΤ χρηματοδοτεί το ελληνικό banking.
Ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι οι καταθέσεις δεν αναμένεται να διαφοροποιηθούν αισθητά μάλλον θα μειωθούν παρά θα αυξηθούν.
Μέχρι τώρα από τα 20-25 δισεκ. καταθέσεων που βρίσκονται στο εξωτερικό δεν έχει επιστρέψει σχεδόν τίποτε και αυτό αποδεικνύει ότι η Ελλάδα δεν έχει διαμορφώσει ένα περιβάλλον επενδυτικής εμπιστοσύνης.
Άρα τόσο σε επίπεδο κεφαλαίων όσο και σε επίπεδο ρευστότητας το ελληνικό banking παραμένει σε στρατηγική ομηρία.
Η κατάσταση αυτή φοβούμαστε ότι δεν θα αλλάξει για την επόμενη 2ετία τουλάχιστον και ως εκ τούτου η αγορά πρέπει να αποτιμήσει το εξής κίνδυνο.
Η ικανότητα προεξόφλησης μελλοντικών θετικών γεγονότων στο banking από την χρηματιστηριακή αγορά δεν θα είναι υψηλή.

Πέτρος Λεωτσάκος 


ΠΗΓΗ:www.bankingnews.gr