Ὁ παλαιότερος ἀπ᾽ ὅλους τούς ἐκδότες μου ἐπισκέφθηκε κάποιες ἡμέρες τῶν Χριστουγέννων τήν Σλοβακία. Προκειμένου νά μετακινηθεῖ, χρησιμοποίησε ταξί καί ὁ Σλοβάκος ὁδηγός, ὅταν ἀντιλήφθηκε ὅτι ὁ πελάτης του ἦταν Ἕλληνας, ζήτησε νά προπληρωθεῖ! Σέ αὐτό τό σημεῖο ἐξευτελισμοῦ ἐφθάσαμε. Κάποτε τό ὄνομα Ἕλλην ἦταν τίτλος τιμῆς. Τώρα τόν κάναμε τίτλο ντροπῆς. Ἀΐπ!...
Αὐτό τουρκιστί σημαίνει ντροπή. Πού μᾶς ἀξίζει. Δέν ἀπέχουμε πολύ ἀπό τήν ἐποχή πού οἱ πάντες μιλοῦσαν γιά τήν Ἑλλάδα μέ θαυμασμό. Καί μέσα σέ δύο χρόνια τούς κάναμε νά μιλοῦν μέ ἀποτροπιασμό. Ἀποδειχθήκαμε, ὡς λαός καί ὡς πολιτική καί πνευματική ἡγεσία, μωρότεροι ἀπό τίς μωρές παρθένες τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς.
Πολλοί στρέφουν τά βέλη τῆς κριτικῆς τους –κι ὄχι πάντα ἄδικα– κατά τῆς νεολαίας, πού τά θέλει ὅλα ἕτοιμα, πού ἀπαιτεῖ δικαιώματα, χωρίς νά ἐπωμίζεται ὑποχρεώσεις. Πού εἶναι βαρήκοη ὅταν ἀκούει τή σάλπιγγα τοῦ καθήκοντος. Δέν πρέπει ὅμως νά μᾶς διαφεύγει ὅτι ἡ νεολαία πράττει αὐτά πού τή διδάσκεις. Καί δέν τή διδάσκουμε μέ τά λόγια μας ἀλλά κυρίως μέ τό παράδειγμά μας, πού δυστυχῶς στίς πλεῖστες τῶν περιπτώσεων εἶναι παράδειγμα πρός ἀποφυγή. Ἡ νεολαία διδάχθηκε ἀμάθεια• ἀπαντᾶ μέ ἀμάθεια. Διδάχθηκε ἀπάθεια• ἀπαντᾶ μέ ἀπάθεια. Διδάχθηκε ἀσέβεια καί ἀπρέπεια• μᾶς πληρώνει μέ τό ἴδιο νόμισμα. Δέν ἔμαθε τί ὀφείλει στούς νεκρούς, συνεπῶς δέν γνωρίζει πῶς πρέπει νά δράσει γιά νά δώσει στόν ἑαυτό της ὑπόσταση ζωῆς. Ἡ νεολαία φοβᾶται τή σύγκριση τοῦ παρόντος μέ τό παρελθόν.
Πάντως εἶναι λάθος νά ἀποστρέφει τήν κεφαλή ἀπό τό χθές, νά ἀρνεῖται τόν ὀφειλόμενο σεβασμό πρός τούς νεκρούς πού μᾶς χάρισαν μιά χώρα-παράδεισο καί πού μέ ἄστοχες ἐπιλογές τήν μετατρέψαμε σέ προάστιο τῆς κόλασης. Ἐπαναλαμβάνω ὅτι ἡ νεολαία πρέπει νά κάνει πίσω, γιά νά πάει ἐμπρός. Κάνοντας πίσω παίρνει φόρα γιά ἕνα μεγάλο ἅλμα. Ὄχι ὅμως στόν γκρεμό. Τό παρελθόν εἶναι συνετός ὁδηγός. Καί βαδίζοντας πρός τά ἐμπρός, νά βλέπει πάντα ἐμπρός καί μόνον ἐμπρός. Νά μή στρέφει τό βλέμμα πρός τά δεξιά οὔτε πρός τ᾽ ἀριστερά. Καί δέν τό ἐννοῶ πολιτικά.
Χωρίς βεβαίως καί νά τό ἀποκλείω.
Ἐκεῖνο πού ἀπορρίπτω εἶναι ἡ διαβουκόληση. Ἡ μετατροπή τῶν νέων σέ κοπάδι βοδιῶν πού ὁ ἐπιδέξιος βουκόλος μπορεῖ νά ὁδηγεῖ στή βοσκή ἤ στή σφαγή. Καί βουκόλοι μοντέρνας κοπῆς εἶναι κάποιοι ἐπιδέξιοι ἰνστρούχτορες πού ἐπωφελοῦνται ἀπό τή δικαιολογημένη λαϊκή ὀργή, γιά νά στρέψουν τούς νέους κατά τῆς ἱστορίας μας, κατά τῶν συμβόλων, κατά τῶν μνημείων μας. Ἡ ἱστορία εἶναι τό μόνο κλωνάρι πού μᾶς κρατάει ψηλά. Ἄν τό κόψουμε, θά πέσουμε χαμηλά. Καί ἔχουμε πέσει ἤδη. Ἄν κάποιοι σημαντικοί ἄνθρωποι στό ἐξωτερικό διατυπώνουν στόν παρόντα καιρό ἕνα λόγο θετικό γιά τήν Ἑλλάδα, δέν τήν ἐννοοῦν στά δικά μας νανικά μέτρα•ἐννοοῦν τήν Ἑλλάδα τῶν μεγάλων στιγμῶν τοῦ πρόσφατου καί τοῦ ἀπώτατου χθές. Οὐσιαστικά οἱ καλύτερες καταθέσεις μας εἶναι οἱ τόκοι τῶν προγόνων μας.
Ἀκούω κάποιους τόν τελευταῖο καιρό νά λένε μέ στόμφο πιγκουϊνικό πώς ἡ Ἑλλάς δέν εἶναι μάνα, εἶναι μητριά πού διώχνει τά παιδιά της μακριά. Ἄς μή συγχέουμε τήν Ἑλλάδα μέ τούς πολιτικούς της. Ἡ Ἑλλάς οὐδέποτε ὑπῆρξε ὠλεσίτεκνος, μητέρα φονεύουσα τά τέκνα της. Ὑπῆρξε πάντα, ὡς ἰδέα, μιά ἐμπνευστική δύναμη. Αὐτή τή δύναμη φροντίσαμε νά τήν κόψουμε, ὅπως ἡ Δαλιδά ἔκοψε τά μαλλιά πού ἔκαναν Τιτάνα τόν Σαμψών. Δαλιδά σήμερα εἶναι μιά ἀποχαυνωμένη παιδεία, μιά περισσότερο ἀποχαυνωτική τηλοψία, μιά νηπιάζουσα πνευματική ἀτμόσφαιρα πού κάνει τό ἀνερμάτιστο παιδί νά ὠλιγγιᾶ. Ὠλιγγία στά ἀρχαῖα ἑλληνικά ἦταν τό θρύμμα ἀλλά καί ἡ νύστα. Μέ μιά νυσταγμένη πνευματικά νεολαία, μακρά νυχτωμένη, καί πού δέν ξέρει πρός τά ποῦ καί πότε ξημερώνει, πῶς θά πᾶμε ἐμπρός;
Θά μοῦ ἦταν εὔκολο νά στρέψω τά πυρά μου κατά τῶν κακῶν Γερμανῶν –καί ἔχω εὔλογο λόγο γι᾽ αὐτό τούς πέντε ἐκτελεσμένους συγγενεῖς μου καί τήν καταστροφή τῆς οἰκογενειακῆς περιουσίας μου– ἀλλά δέν μοῦ ἀρέσει νά μεταθέτω εὐθύνες τοῦ τώρα στό ἀπώτερο χθές. Τά τοῦ χθές ἔπρεπε νά τά ποῦμε χθές. Ἀλλά ἀντί νά τά ποῦμε, προτιμήσαμε νά ἀλληλοσφαγοῦμε. Ὅταν συμβαίνει ἕνα κακό, εἶναι καλό νά λές «ἐγώ»… Ἐγώ φταίω γι᾽ αὐτό.
Ἄρα, ἐμεῖς φταῖμε γιά γερμανικές ἀγορές ἕξι δισεκατομμυρίων εὐρώ ἐτησίως, ὅταν θά μπορούσαμε νά τίς περιορίσουμε στό ἕνα τρίτο, ἄν προτιμούσαμε ἑλληνικά προϊόντα.
Ἐμεῖς φταῖμε ἄν τά προϊόντα μας δέν εἶναι τόσο καλά καί τόσο φθηνά ὅσο τά γερμανικά.
Ἐμεῖς φταῖμε γιά τόν «σουσουδισμό» μας νά προτιμᾶμε τό ξένο καί ὄχι τό ἐντόπιο, ἀκόμη καί ὅταν εἶναι καλύτερο καί συχνά φθηνότερο.
Δέν ἔχω λόγο νά συμπαθῶ τούς Γερμανούς λόγω τῶν ψυχικῶν τραυμάτων κι ἑνός σωματικοῦ πού μοῦ προκάλεσαν. Μπορῶ νά συνεννοηθῶ στή γλώσσα τους –ὄχι πάντα ἐπιτυχῶς– μέ ὅλους τούς Εὐρωπαίους. Μόνον γερμανικά ἀρνήθηκα νά προφέρω λέξη, παρότι ἔχω περιτρέξει ὅλη τή Γερμανία. Ὀφείλω, ὅμως, νά πῶ ὅτι πουθενά στή Γερμανία δέν μέ ἔχουν κλέψει στό λογαριασμό. Στήν Ἑλλάδα παντοῦ καί πολλαπλῶς.
Ἄν δέν ἀφήσουμε τή «μαγκιά» κι ἄν δέν στρωθοῦμε στή δουλειά, ἄν δέν νοικοκυρέψουμε τό σπίτι καί τό κράτος μας, ἄν κάθε νοικοκυριό δέν γίνει μιά μικρή –ἔστω– παραγωγική μονάδα, ὅσα δάνεια κι ἄν πάρουμε, ὅσες «συνταγές» κι ἄν μᾶς δώσει ἡ «Τρόικα», χαΐρι καί προκοπή δέν θά δοῦμε.
Οἱ Βυζαντινοί μας πρόγονοι εἶχαν μιά παροιμία πολλή χρήσιμη στήν παροῦσα δυσμενῆ συγκυρία:
«Οὐαί τῷ μή τοῖς ἰδίοις ὄνυξι ξυομένῳ» (= Ἀλίμονο σ᾽ ἐκεῖνον πού δέν ἔχει νύχια νά ξυστεῖ).
Οἱ ξένοι δέν πρόκειται νά κάνουν γιά μᾶς αὐτό πού δέν κάνουμε ἐμεῖς γιά τόν ἑαυτό μας. Ἀντί νά μᾶς ξύσουν, θά μᾶς γδάρουν.
sarantoskargakos.gr