Όταν βαριέμαι την άπειρη γνώση και γνώμη του Διαδικτύου στρέφομαι σε καθάρια νερά.
Σε αρχαίους κλασικούς και σύγχρονους αυθεντικούς.
Οι τελευταίοι δεν είναι πια πολλοί. Και φεύγουν ένας-ένας.
Σήμερα, ένας πολυεθνικός, εγκληματικός συρφετός έκανε κατάληψη στη χώρα για να απομυζήσει κάθε περίσσευμα πόρων που διαθέτει, για να ζήσει το «Δυτικό Όνειρο».
Φυσικά δεν αγαπά την Ελλάδα, αυτό ούτε σαν ανέκδοτο δεν στέκει, αλλά τρέφει βαθύ μίσος για την χώρα που του παρέχει διαμονή και επιβίωση, δολοφονώντας για το παραμικρό.
Υπάρχουν και οι γραβατωμένοι «φίλοι μας», σε διεθνείς οργανισμούς και φόρα, χωρίς μεγάλες διαφορές στον ψυχισμό από το άθλιο λαθρομετανασταριάτο, που παραφυλάνε αλλά ωςοικονομικοί δολοφόνοι αυτοί, να εκδώσει ο εκλεκτός τους τη Shopping List της εκποιούμενης ελληνικής περιουσίας.
Κάποτε όμως η Ελλάδα είχε γνήσιους φίλους, ...που υπερέβαιναν σε δύναμη ελληνικής ψυχής πολλούς ιθαγενείς.
Και αυτό το αποδείκνυαν με έργα και στάση ζωής, όχι με δηλώσεις – άλλωστε τα λόγια έχουν χάσει το νόημα τους όταν ο σημερινός πρωθυπουργός δηλώνει διαρκώς ότι «αγωνίζεται για την πατρίδα».
Ο σερ Πατρικ Λη Φερμορ που πέθανε χθες ήταν ένας από αυτούς.
Γι’ αυτό έχουν ιδιαίτερη αξία μερικές παρακαταθήκες του και το πρίσμα υπό το οποίο αποτιμούσε τα τής «δεύτερης πατρίδας του».
Αλλά και επειδή οι περισσότεροι, σαν τον καλό κ. Βαρουφάκη που πάλευε να πείσει τον Παπανδρέου να φορτώσει το χρέος που δημιούργησε ο πατέρας του στην ΕΚΤ, ψηλαφούν μόνο τα οικονομικά αίτια της κρίσης αγνοώντας τα πολιτισμικά.
Η Ελλάδα έχει αλλάξει, έλεγε ο Φερμορ, με κατεύθυνση όχι τη δημιουργία, αλλά την υπεράσπιση του κέρδους με όρους κατανάλωσης.
«Άνετα πούλμαν έχουν αντικαταστήσει τώρα τα σαραβαλιασμένα επαρχιακά λεωφορεία, μεγάλοι δημόσιοι δρόμοι διασχίζουν την καρδιά μακρινών χωριών και πλήθος ξενοδοχεία έχουν φυτρώσει», διαπίστωνε, όχι βεβαίως με χαρμόσυνη διάθεση.
Τοπία, μνημεία και οι άνθρωποι, οι οποίοι κάποτε δεν διέφεραν από αυτά, έχουν παραδοθεί ως θέαμα στον τουρισμό:
«Μοναστήρια και αρχαίοι ναοί όπου, χθες σχεδόν, έφτανες μόνον ύστερα από μια ασυντρόφευτη κουραστική αναρρίχηση, είναι τώρα σύντομοι σταθμοί ενός ιδιαίτερα οργανωμένου και άκοπου μαζικού τουρισμού. Για πρώτη φορά από τον καιρό του Ιουλιανού του Παραβάτη πλανιώνται ανάμεσα στους κίονες καπνοί και ο ταξιδιώτης πρέπει ν’ αποσυρθεί βαθιά στην ενδοχώρα για να μη φτάνει στ’ αυτιά του το ραδιόφωνο. Όλα αυτά είναι πηγή ενός φοβερά αναγκαίου εισοδήματος και χαρά για τους πολλούς· ο σπάνιος Έλληνας ή ξένος που διαφωνεί, μπορεί πάντοτε ν’ απομακρυνθεί μαζί με τα νεύρα του και ν’ αποσυρθεί στην ερημιά, εκτός βολής. Άλλωστε, σ’ αυτές ακριβώς τις ερημιές, που όλο και λιγοστεύουν, οδηγούν τις περισσότερες φορές τούτες τις σελίδες», έγραφε.
Στη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου Πολέμου πολέμησε στην Ελλάδα, ιδίως στην Κρήτη, όπου, μεταμφιεσμένος σε βοσκό, έζησε κρυμμένος στα βουνά πάνω από δύο χρόνια. Απήγαγε, σε συνεργασία με τους Έλληνες, τον Γερμανό διοικητή του νησιού, στρατηγό Κράιπε.
Τις νύχτες, ο αιχμάλωτος και ο Βρετανός αξιωματικός – απαγωγέας μιλούσαν για την ποίηση και απήγγειλαν στίχους από τον Οράτιο: «Τα πηγαίναμε πολύ καλά», έλεγε ο Φέρμορ. «Είναι παράξενο. Αλλά και οι δύο αισθανόμασταν παιδιά του ίδιου μεγάλου πολιτισμού, του ρωμαϊκού και του ελληνικού, που είχαν καταφέρει να κρατήσουν την Ευρώπη ενωμένη για περισσότερα από 1.000 χρόνια».
Ο Φέρμορ δεν θα είναι πια εδώ για να αντιτάξει σε εκείνους – Έλληνες και ξένους – που βάλλουν εναντίον της Ελλάδας και την αντιμετωπίζουν αφοριστικά, το εξίσου αφοριστικό σχόλιο του: «Όλοι αυτοί είναι γελοίοι…».
Αλλά η διαπίστωσή του θα στοιχειώνει την πορεία μας στα άγνωστα νερά :
«Δεν μ’ αρέσει που η Ελλάδα εκσυγχρονίστηκε. Στην πραγματικότητα, δεν συμφωνώ καθόλου με τον εκσυγχρονισμό. Έχει ομογενοποιήσει τα πάντα. Είσαι στην Αθήνα και νομίζεις ότι είσαι στο Λονδίνο. Το ίδιο παντού. Νομίζω πως η Ελλάδα έχασε κάτι από το παρελθόν της. Και οι άνθρωποι δεν είναι πια οι ίδιοι. Δεν τους βλέπω πια να τραγουδούν τα βράδια στις παρέες όπως παλιά»…