Βρισκόμαστε μπροστά σε μια «νέα απόφαση» ή μήπως μπροστά στην κλιμακωτή ολοκλήρωση ενός «παλαιού στόχου»;
Η χθεσινή συνάντηση Σαρκοζί-Μέρκελ παρουσιάζεται από τα τοπικά αλλά και διεθνή ΜΜΕ ως κάτι καινούργιο, κάτι που προκάλεσε δήθεν έκπληξη. Πολλοί δηλώνουν μάλιστα απογοητευμένοι διότι είδαν να εξανεμίζεται η πιθανότητα συμφωνίας για έκδοση ευρωομολόγου, κάτι το οποίο θα έδινε –όπως λένε- ανάσα στις αγορές. Ποια είναι όμως η πραγματικότητα; Αποτέλεσε πράγματι έκπληξη η απόφαση των δύο ηγετών στο Παρίσι για μια πραγματική οικονομική διακυβέρνηση στην ευρωζώνη; Ή μήπως πρόκειται για την ολοκλήρωση κάποιων καλά σχεδιασμένων στόχων; ....
Ας δούμε τι δήλωνε ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Σημίτης πριν ενάμιση περίπου χρόνο (βλέπε εδώ), σε εκδήλωση της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας στο Μόναχο όπου ήταν κεντρικός ομιλητής:
“Οι εξελίξεις έθεσαν στην [Ευρωπαϊκή] Ένωση επιτακτικά ένα πολιτικό δίλημμα. Θα αποδεχτεί την αναγκαιότητα μιας οικονομικής διακυβέρνησης ή θα αρκεστεί να είναι διεκπεραιωτής πολιτικών που προέκυψαν από πολύπλοκες διαδικασίες συνεννόησης και συμβιβασμών; Από την απάντησή της θα εξαρτηθεί αν θα αποκτήσει ή όχι τη δυνατότητα να παίξει παγκόσμια πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Van Rompuy πρότεινε τον Φεβρουάριο του 2010 στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να συμφωνήσει σε μια κοινή διαδικασία για τη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την ανάπτυξη και την απασχόληση. «Το σημαντικό, τόνισε, είναι να προσδιορίσουμε το πώς θα υλοποιούμε τις αποφάσεις μας. Η διακυβέρνηση αποτελεί το κλειδί».
Οι αρχηγοί κρατών και πρωθυπουργοί της ευρωζώνης έκαναν σ’ αυτό το πνεύμα στις 25 Μαρτίου μια κοινή δήλωση όπου υπογραμμίζουν την αποφασιστικότητά τους για την προώθηση «ενός ισχυρού συντονισμού των οικονομικών πολιτικών στην Ευρώπη». Για τον σκοπό αυτό θεωρούν ότι «το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πρέπει να βελτιώσει την διακυβέρνηση της οικονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Αβέβαιο παραμένει εντούτοις τι επιδιώκεται συγκεκριμένα. Πρόκειται για μια ουσιαστική εναρμόνιση της οικονομικής πολιτικής ή απλώς για ένα νέο ζήτημα με το οποίο πρέπει να καταπιαστούν οι αρχηγοί των 27 κρατών-μελών;
Η Καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ έχει ήδη δηλώσει στα μέσα Φεβρουαρίου, «εμείς, (το Συμβούλιο), αποτελούμε την οικονομική διακυβέρνηση» που σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λισαβώνας θα πρέπει να δώσει στην Ένωση «τις αναγκαίες παροτρύνσεις για την ανάπτυξή της». Η πρόοδος θα ήταν μηδαμινή, αν ερμηνευθεί ο όρος «οικονομική διακυβέρνηση» κατ’ αυτό τον περιοριστικό τρόπο. Αναγκαία είναι η επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης ώστε να είναι σε θέση να αποφασίζει όχι μόνο ζητήματα νομισματικής πολιτικής αλλά και να καθορίζει τους βασικούς κανόνες της δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής καθώς και το μακροοικονομικό πλαίσιο.
Εξίσου αναγκαίο και τουλάχιστον ισοδύναμης σημασίας είναι ακόμη ένα βήμα: Η πραγματική δυνατότητα άσκησης του συντονισμού της οικονομικής πολιτικής που δεν θα ματαιώνεται στην πράξη από τις ενστάσεις κάποιου κράτους-μέλους. Αυθεντική διακυβερνητική συνεργασία θα μπορεί να επιτελεσθεί μόνο αν δεν υποκύπτει στις μέχρι σήμερα μακρόσυρτες διαδικασίες διαβούλευσης και απόφασης. Διαφορετικά η Ένωση θα σύρεται από κρίση σε κρίση, θα σκοντάφτει σε εμπόδια και επιπλοκές που θα συνδέονται με την αδυναμία των κρατών-μελών ν’ αντιδράσουν.
Η οικονομική διακυβέρνηση μπορεί να επιδιωχθεί είτε στο πλαίσιο της ΟΝΕ είτε μέσω μιας «ενισχυμένης συνεργασίας» στην οποία θα συμμετέχουν όσοι το επιθυμούν. Η μορφή αυτή συνεργασίας προβλέπεται ήδη από τη Συνθήκη. Είναι ο προτεινόμενος τρόπος για όσα κράτη θέλουν και επιδιώκουν στους κόλπους της Ένωσης να συνεργαστούν για την επέκταση των πεδίων δράσης της χωρίς να απαιτείται η τροποποίηση της Συνθήκης. Πολλοί σχολιαστές των τελευταίων εξελίξεων στην Ένωση έχουν προτείνει αυτό το δρόμο. Κοινή τους διαπίστωση είναι ότι «έξοδος από την κρίση σημαίνει πορεία προς τα εμπρός» προς την οικονομική διακυβέρνηση και την πολιτική ενοποίηση. Αυτό το στόχο θα πρέπει να επιδιώξουμε με σοβαρότητα και επιμονή”.
Αυτά δήλωνε λοιπόν πριν από ενάμιση χρόνο το αγαπημένο παιδί των Γερμανών, που είχε αναλάβει να …εκσυγχρονίσει την Ελλάδα, με το “colpo grosso” του χρηματιστηρίου, και να την βάλει άρον-άρον στη ζώνη του Ευρώ. Και ποια ήταν η άποψη των Αμερικανών, που δηλώνουν σήμερα απογοητευμένοι από το αποτέλεσμα της συνάντησης Σαρκοζί-Μέρκελ; Ας δούμε σχετικό σχόλιο του έγκριτου Foreign Affairs (βλέπε εδώ) πριν από τέσσερεις περίπου μήνες:
“Η δημιουργία του ευρωομόλογου είναι μια πολιτικά δύσκολη μετάβαση. Θα προχωρούσε την ΕΕ προς μια παραδοσιακή κατεύθυνση μοντέλου εθνικού κράτους, και θα απαιτούσε πολύ νηφάλια ανάλυση της απαραίτητης πολιτικής ώστε να πετύχει η νέα νομισματική και οικονομική ένωση. Και αν κρίνουμε από τις τελευταίες συναντήσεις τους, οι ευρωπαίοι ηγέτες δεν έχουν τη πολιτική θέληση για κάτι τέτοιο.
Ένα ευρωπαϊκό ομοσπονδιακό δημοσιονομικό σύστημα απαιτεί πολιτική συναίνεση, στήριξη, και ενθουσιασμό, από πλευράς Γαλλίας και Γερμανίας. Το πρόγραμμα της κοινής αγοράς του 1986, που απορύθμισε (ελευθέρωσε) τις αγορές προϊόντων, και η Συνθήκη του Maastricht του 1992, που δημιούργησε την νομισματική ένωση, ήταν πράξεις επαναστατικές, που όμως στηρίχτηκαν σε κοινή αποδοχή μεταξύ των χωρών. Σήμερα όμως, δεν βλέπουμε κάποια σύγκλιση απόψεων, όσον αφορά πολιτικές κρατικών δαπανών, φορολογίας, και δανεισμού.
Οι αγορές δεν βλέπουν τηn ΕΕ ως ένα κράτος. Όταν η ΕΕ αμφιταλαντεύεται και κωλυσιεργεί, οι αγορές δεν ξέρουν τι μέλλει γενέσθαι. Το ευρώ αποτελεί το μόνο νόμισμα στην ιστορία, που δεν συνδέεται με μια ευρύτερη δόμηση κράτους. Αν και αποτελεί τρομερό επίτευγμα, πάσχει από την απουσία στήριξης κάποιων πολιτικών θεσμών που θα διεύρυναν την μακροοικονομική αξία του. Η ΕΕ πρέπει να αλλάξει και να ξεφύγει από τη παρούσα νομισματική ένωση, που λες και σχεδιάστηκε για ένα κόσμο όπου οι ιδιώτες και το δημόσιο δεν υπερδανείζονται, και όπου οι αγορές ποτέ δεν αμφισβητούν την ικανότητά τους για εξόφληση. Θα πρέπει να υπάρξει μια νέα πολιτική και οικονομική συνοχή, την οποία οι διεθνείς αγορές θα εμπιστεύονται, αναγνωρίζοντάς την ως παρόμοια με αυτήν ενός έθνους κράτους.
Κάτι τέτοιο, για να γίνει, θα χρειαστεί πάνω απ όλα μια αλλαγή πλεύσης της Γερμανίας. Αυτό είναι που καθιστά το όλο εγχείρημα, απαραίτητο μεν, δύσκολο δε. Πάντως είναι η μόνη ελπίδα για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της Ευρώπης.”
Θα μπορούσα να παραθέσω πληθώρα αποδείξεων, που φανερώνουν, πως η τελευταία απόφαση των δύο κορυφαίων ηγετών της ΕΕ δεν ήταν παρά ένα πρώτο σκαλοπάτι προς τον τελικό στόχο των G7 ή G20, που είναι: η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ.
Η πραγματικότητα δεν μπορεί άλλο να κρυφτεί. Αυτές οι λεγόμενες «συσκέψεις» και τα δήθεν «έκτακτα συνέδρια» δεν είναι παρά μόνο κάποιες τυπικές συναντήσεις για τα μάτια της κοινής γνώμης…
Ποια είναι όμως η πραγματικότητα;
Η πραγματικότητα είναι, πως ο κάβουρας (ο απλός λαός) βράζει στο ζουμί του!
Ο μάγειρας (η παγκόσμια ελίτ) βράζοντας σιγά-σιγά το νερό (με όλες αυτές τις δήθεν διαβουλεύσεις) δεν έχει στόχο την …απόλαυση του κάβουρα (την εξεύρεση λύσης), αλλά αποκλειστικά την δική του ικανοποίηση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Θα τα καταφέρει τελικά ο μάγειρας να ολοκληρώσει το μαγείρεμα του κάβουρα ή θα βρεθεί μήπως και ο ίδιος στη χύτρα;
Πιστεύω πως αυτό σύντομα θα το δούμε, ευχόμενος μόνο να μην είμαστε κι εμείς από τη …μέσα πλευρά της χύτρας!