Σελίδες

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011

Ελιά, ο "χρυσός" της Ελλάδας




Λιγότερο νερό έξι έως επτά φορές από το βαμβάκι και εννέα έως έντεκα φορές από το καλαμπόκι απαιτεί η ελιά.

Ποιες αλλαγές φέρνει η μέθοδος της πυκνής φύτευσης, που υιοθετείται σταδιακά σε όλη την Ευρώπη. Πως να πετύχετε μεγάλο περιθώριο κέρδους και απόσβεση σε διάστημα πενταετίας.

Από τον Κώστα Γιαννόπουλο
giannopoulos@kefalaio.gr

Έχετε σκεφτεί ότι το... χωραφάκι που κληρονομήσατε πριν από μερικά χρόνια, και το οποίο σήμερα έχει ίσως περιέλθει σε αχρηστία ή, στην καλύτερη περίπτωση, καλύπτει στοιχειωδώς τις διατροφικές ανάγκες σας για οπωρολαχανικά θα μπορούσε να μετατραπεί σε μια πρώτης τάξης πηγή εισοδήματος; Πώς;

Καλλιεργώντας ένα από τα αρχαιότερα δέντρα στον κόσμο, που υπήρχε πριν από την ανακάλυψη της γραφής, την ελιά. Και μπορεί ήδη από τα μινωικά χρόνια η Κρήτη να παρήγε λάδι, το οποίο αποθηκευόταν σε πήλινους πίθους και αμφορείς, ωστόσο σήμερα το πρόσταγμα στην καλλιέργεια ελιάς δίνει η Ισπανία.

Η «ελιά-νάνος», μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η μηχανική συγκομιδή ελαιοκάρπου δίχως την ανθρώπινη παρέμβαση, έχει κατακτήσει την τελευταία διετία τον αγροτικό κόσμο.

Και όχι άδικα, καθώς μέσω της νέας καλλιεργητικής μεθόδου μειώνεται δραματικά το κόστος παραγωγής, όπως και ο χρόνος συλλογής.

Πυκνή φύτευση
Όπως εξηγεί στο «Κ» ο τεχνικός υπεύθυνος της εταιρείας Geolivo, Θεόδωρος Αρβανίτης, το σύστημα πυκνής φύτευσης αποτελεί ένα πλήρως μηχανοποιημένο σύστημα, που εφαρμόζεται σε όλο τον παραγωγικό κύκλο της ελιάς, και μάλιστα στο πιο σημαντικό του σημείο, στη φάση της συγκομιδής.

Μεταξύ των τριών πιο εύκολα προσαρμοζόμενων ποικιλιών ελιάς με τη συγκεκριμένη μέθοδο είναι η Κορωνέικη i-38, η «σταρ» του ελληνικού ελαιώνα, που διαθέτει πολύ μικρό καρπό, είναι ευαίσθητη στο κρύο, αλλά αντέχει στο κυκλοκόνιο (συνήθης ασθένεια της ελιάς) και παράγει ταχύτερα μεγάλες αποδόσεις.

Όσον αφορά την πυκνότητα φύτευσης, αυτή θεωρείται ιδανική όταν:
Εξασφαλίζεται γρήγορη απόσβεση της επένδυσης.
Ο ελαιώνας διατηρείται παραγωγικός για πολλά χρόνια.
Καθίσταται εφικτή η αποτελεσματικότερη συλλογή.
Διευκολύνονται οι καλλιεργητικές εργασίες, ιδιαίτερα το κλάδεμα.

Όπως επισημαίνει ο κ. Αρβανίτης, οι πλέον χρησιμοποιούμενες πυκνότητες σήμερα είναι 166 ή 197 φυτά ανά στρέμμα, με τα τελευταία πειραματικά δεδομένα να δείχνουν ότι, καθώς αυξάνεται η πυκνότητα και μέχρι τα 250 περίπου δέντρα/στρέμμα, αυξάνεται γραμμικά και η παραγωγή, χωρίς να επηρεάζονται τα χαρακτηριστικά του καρπού.

Ποια είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων καθορίζεται η ενδεδειγμένη πυκνότητα φύτευσης; Η σύσταση, το προφίλ του εδάφους και η πιθανή παρουσία ή όχι μόνιμα υγρού εδάφους κάτω από τα 60-70 εκατοστά βάθους, το μικροκλίμα της περιοχής και, βέβαια, η επιλεγείσα ποικιλία.

Η διάταξη της γραμμών φύτευσης θα πρέπει να είναι από βορρά προς νότο και το μήκος τους θα πρέπει να περιορίζεται στα 200 περίπου μέτρα. Εφόσον το χωράφι έχει μεγαλύτερο μήκος, εκεί θα αφήνεται διάδρομος, πλάτους 6-7 μέτρων, έτσι ώστε να αδειάζει η μηχανή.

Ανάλογο περιθώριο πρέπει να αφήνεται και στο τέλος του χωραφιού, ενώ η μέγιστη κλίση του χωραφιού, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί η μηχανή συγκομιδής, δεν πρέπει να ξεπερνά το 15%.

Με το νέο σύστημα καλλιέργειας απαιτούνται 132 κυβικά μέτρα νερού ανά στρέμμα σε ετήσια βάση, λιγότερο από το βαμβάκι και εννέα έως έντεκα φορές λιγότερο από το καλαμπόκι. «Η ελιά στο υπερεντατικό σύστημα δεν είναι υδροβόρα καλλιέργεια, αλλά αποτελεί διέξοδο για οικολογική, αειφόρο και πράσινη ανάπτυξη», αναφέρει ο κ. Αρβανίτης.

Αναφορικά με τις απαιτούμενες μονάδες λίπανσης-θρέψης, η συνιστώμενη ποσότητα σε ετήσια βάση ανά στρέμμα είναι 11,7 κιλά άζωτο, 2-5 κιλά φώσφορο και 15 κιλά κάλιο σε επίπεδο διετίας για κάθε στρέμμα.

Οι απαιτήσεις σε άζωτο ανέρχονται στο 35% των απαιτήσεων του καλαμποκιού και περίπου στο 45% των αναγκών της βαμβακοκαλλιέργειας.
 
 
http://www.capital.gr/