Αλέξανδρος Τανασκίδης
Δεν είμαστε κάτι άλλο παρά οι αγώνες μας κι οι αγωνίες μας. Και κάτι ακόμη. Ίσως να είμαστε κι οι απαιτήσεις μας. Οι διεκδικήσεις μας.
Και τα «θέλω» μας. Και οι φωνές μας στους δρόμους, οι σκέψεις μας τα βράδια καθώς ζυμώνουμε το «αύριο» του κόσμου και το δικό μας.
Πέρασαν τρία χρόνια από την πρώτη γραμμή στο περιοδικό μας, από το...
πρώτο δειλό μας βγάλσιμο στον κόσμο. Πέρασαν και μοιάζει να μην έχουν
περάσει. Τριγύρω όλα μοιάζουν να μην έχουν κουνήσει πόδι καν. Ούτε χιλιοστό μπροστά. Ούτε βήμα παρακάτω. Μόνο προς τα πίσω. Προς τα παλιά. Προς εκείνα τα σάπια που αρκετοί από τους γονείς μας προσπαθούν να ξεχάσουν. Δεν ξέρω. Ειλικρινά δεν ξέρω. Παρά μονάχα οραματίζομαι. Ένα καλύτερο «σήμερα» γιατί για «αύριο» ούτε λόγος. Από παντού ξεπροβάλει ένα παράξενο μαύρο.
Από κάθε μικρή και μεγάλη γωνιά, ξετρυπώνει ένας αρουραίος πολιτικός ή
πολιτικάντης που ροκανίζει αργά και βασανιστικά το σκοινί. Κι ο ουρανός ολοένα στενεύει. Νοιώθεις να πλησιάζουν οι δύο άκρες του σκοινιού και εσύ δεν έχεις πλέον χώρο που να ακροβατήσεις.
Δεν με θυμάμαι να τα παρατάω. Δε με θυμάμαι να το βάζω κάτω. Και τώρα, με λύπη μου, με συλλαμβάνω που και που, να σωπαίνω και να σκέφτομαι. Με μια ψηφιακή στο χέρι, φέρνω βόλτες στους δρόμους και απαθανατίζω. Ένας
ζητιάνος εδώ, μια μάνα με ένα βυζανιάρικο πιο κάτω, δεν προφταίνεις να
πας στο παρακάτω τετράγωνο, να σου ένας σακάτης με κομμένο πόδι... Και παντού δίσκοι, πιατάκια, αυτοσχέδια κουτάκια, καπέλα γυρισμένα ανάποδα. Όλα περιμένουν ένα κέρμα. Κι όλα τα βλέματα περιμένουν μια ματιά σου. Αποστρέφομαι. Δεν θέλω άλλο να βλέπω τέτοια κατάντια. Αρκετή από αυτήν, είναι πλαστή. Κι αρκετή όμως, είναι αληθινή. Κι όλα ανήκουν στην...ανάπτυξη του έθνους.
Αυτής της χώρας που για μια ακόμη φορά, έχει την τραγική πρωτιά, να
ευημερούν οι αριθμοί και να ψυχορραγούν οι ανθρώποι... Σπασμένα κομμάτια
καρδιάς, πως να τα μαζέψεις σε μια χούφτα; Κι άμα τα καταφέρεις να τα
μαζέψεις, που να τα τοποθετήσεις να λάμψουν στο φως; Σε ποιο φως; Σε ποιον ήλιο; Κι αυτόν τον κλέψανε.
Κατηφορίζω
τη Ναυαρίνου τα πρωινά. Πάντα η ίδια μελωδία στην γωνιά της πλατείας.
Μία μπάντα από αντράκια κοντά στα είκοσι, έχουν πιάσει στασίδι στην
ελπίδα. Αράδιασαν τα μουσικά όργανα, ο καθένας ότι ξέρει και παίζουν. Κοροϊδεύουν τον καιρό. Σημαδεύουν στην σιωπή μου. Το
ξέρω καλά μέσα μου το τραγούδι. Και δεν το ψιθυρίζω. Γιατί; Περνάω από
δίπλα τους. Ο ένας γρατζουνά την κιθάρα, άλλος βαράει με νευρικότητα τα
ντράμς σαν να ξορκίζει ένα κακό που μας βρήκε όλους, το ίδιο,
απαράλλαχτο. Το δικό μου κακό, δεν διαφέρει σε τίποτε από το δικό τους. Δίπλα του ένας άλλος παίζει με τέτοια μαεστρία ένα βιολί που σε δακρύζει. Είναι μόλις 9 το πρωί και η πόλη φρενάρει να τους ακούσει. Τουλάχιστον στην δική μου σκέψη. Βγάζω ένα κέρμα και το πετάω στην ορθάνοιχτη θήκη του κοντραμπάσου που χάσκει πεινασμένη στο πεζοδρόμιο μπροστά τους. Σάμπως μου περίσσευαν; Όχι φυσικά. Απλώς,
όπως λίγο προσπαθείς να κερδίσεις χρόνο σε αυτή την λαίλαπα, έτσι λες
να δώσεις λίγο από σένα για να γίνει σιγά - σιγά πολύ. Ή έστω, αρκετό. Για ψωμί, για γάλα, για φαγητό. Εξάλλου, δεν πάνε τόσα χρήματα που δίνουμε, για κάτι άλλο. Κάτι δηλαδή ανούσιο, που μπορεί να μην είναι πρώτη τους ανάγκη.
Φτάνω
στην Τσιμισκή. Ένας άλλος νεαρός μπροστά μου, έχει μόλις απλώσει τις
κομμένες ολόφρεσκες τουλίπες και άλλα μυρωδάτα άνθη, σε μια πλαστική
λεκάνη πλυσίματος και θα τα πουλήσει. Ή έστω αυτό έχει βάλει στόχο. Πρέπει να φάει, άρα πρέπει να τα πουλήσει. Μηχανικά, ίσως όπως κάνει κάθε μέρα, αρχίζει να διαλαλεί την πραμάτια του. «Ένα ευρώ το ματσάκι, έλα πάρε. Πιο φτηνά πουθενά». Πράγματι, πιο φτηνά πουθενά. Γιατί τι; Έχει
μήπως ενοίκιο, φώτα, τηλέφωνα, νερά, υπαλλήλους να πληρώσει; Έχει
νοικιάσει μονάχα ένα όνειρο για το ευφήμο «σήμερα» και τα σχέδιά του
φτάνουν να καλύψουν ανάγκες μέχρι το μεσημέρι που θα πάει σε άλλη μεριά
της πόλης να συνεχίσει. Σταματώ, παίρνω ένα ματσάκι, αφήνω και κάτι
παραπάνω από το αντίτιμο. Δεν θέλω να κακιώσω κανέναν. Μόνο να, που δώσε
εδώ, δώσε εκεί, δεν θα μείνει για εμένα. Χαλάλι. Αλλά πονάει. Όλο αυτό το πάρε δώσε, πονάει. Και σε λυγίζει. Και σε κεραυνώνει. Δεν θέλω άλλο! Περνάω
τον δρόμο. Απέναντι άλλος κόσμος. Ή μπορεί και να τον ονειρεύομαι.
Κόσμος ήδη έχει βγει στους δρόμους. Μια σειρά κόσμου σε ένα στοπ για
ανεφοδιασμό στο μηχάνημα έξω από μια τράπεζα, ένα τσούρμο νέοι πριν πάνε
για μάθημα να χαζολογάνε στο κινητό, πιο κάτω ένας παππούς γρατζουνά
μια βραχνιασμένη λατέρνα. «Δώσε κάτι στον παππού», σε καρφώνει μέσα στα μάτια. Παρακαλάει. Τι λαός; Τι κόσμος; Σταματώ. Βγάζω
ένα πενηντάλεπτο. Ότι σώθηκε πριν φτάσω στην δουλειά μου. Τελικά, τρία
χρόνια προσπαθούμε. Να σταθούμε. Κάπου. Τώρα που; Μια ιδέα ουρανό ίσως
να βρούμε. Και εκεί να εναποθέσουμε το χαμόγελο που συν τοις άλλοις μας
έκλεψαν. Ή για να λέμε και τα σωστά, τους επιτρέψαμε να μας κλέψουν.
Κι ήρθε πιο κάτω να με καλημερίσει ένας πηχαίος τίτλος. «Κοινωνικό
μέρισμα σε ένα εκατομμύριο ευπαθείς συμπολίτες μοιράζει η Κυβέρνηση».
Πόση ακόμη κοροϊδία; Πόση ακόμη ξευτίλα να αντέξω; Λίγο μυαλό να έχεις,
βαμμένα χέρια με αίμα, μοιράζουν την λεία. Αυτά που αρπάξανε
από μένα και σένα και τα παιδιά με τη μουσική τους. Και τον παππού στην
λατέρνα αλλά και εκείνο τον νεαρό με τα ευωδιαστά λουλούδια. Και εκείνη
την ουρά που περίμενε να τραβήξει χρήματα στην τράπεζα απ' έξω.
Κοντοστέκεται η μνήμη. Τραβά χειρόφρενο η σκέψη. «Μα καλά, δεν
είναι αδικία να φορολογείσαι για το φάρμακο και να μην μπορείς να το
προμηθευθείς;»... Δεν είναι αδιανόητο να «χρεώνεσαι δημοτικά τέλη και να
μην δουλεύει πάλι το φανάρι;»... «Να πληρώνεις τόκους
στο δάνειο και να μην μπορείς να κάνεις διακανονισμό στην τράπεζα που
συνεισέφερες με ανακεφαλαιοποίηση;»... «Να έχεις πληρώσει ένα σκασμό
λεφτά για δημόσιο σχολείο και να πρέπει να ξαναπληρώσεις ιδιαίτερα
φροντιστήρια για να περάσει το καμάρι σου σε μια σχολή της προκοπής;»...
«Να δουλεύεις περισσότερο από όλους στην Ευρωζώνη και να πληρώνεσαι αν
και όποτε, με μισθούς πείνας;»... «Να πληρώνεις το Ταμείο σου νέος
χρόνια ολόκληρα και να κινδυνεύεις να μην πάρεις σύνταξη ποτέ;»... «Να
έχεις χρεωθεί ένα κάρο περικοπές για δημόσια συγκοινωνία και να
στοιβάζεσαι σαν σαρδέλα σε μόλις 5 δρομολόγια ανά γραμμή την ημέρα;»...
Κοντοστέκομαι. Εμείς όλοι, είχαμε - και θέλω να πιστεύω θα
συνεχίσουμε να έχουμε - αξιοπρέπεια. Αυτή μας έμεινε. Αυτή σώσαμε...
Κοιτώ τον εφημεριδοπώλη στα μάτια. Βαθιά. Του δίνω το ένα ευρώ της
εφημερίδας και συνεχίζω να τον κοιτώ... Σαν κάτι να θέλω να του πω. Κι
είναι πολλά. Όσα κι αυτά που μας κόψανε. Από όλους και από κάτι
κόψανε. Κι είμαστε πολλοί που μας πετσόκοψαν. Και είναι πολλά αυτά που
πήραν. Ολόκληρο καρβέλι. Για να έρθουν να μοιράσουν τώρα τι; Το
αντίδωρο;