ΝΙΚΗΤΑΣ ΧΙΩΤΙΝΗΣ
Τα τελευταία γεγονότα (ψήφιση μνημονίου) κάνουν πλέον φανερή την κατάντια της δήθεν Βουλής των Ελλήνων. Ας δούμε πρώτα τους δήθεν βουλευτές. Είναι δήθεν βουλευτές, γιατί δεν βουλεύονται (αναφέρομαι στην κατά τη γνώμη μου συντριπτική πλειονότητα). Άλλος δεν διαβάζει τι ψηφίζει – και είναι υποψήφιος πρωθυπουργός – άλλος προλαβαίνει να ρίξει μια ματιά, άλλη εμπιστεύεται τους «ειδικούς βουλευτές» και όλοι, επί ποινή διαγραφής, οφείλουν να υπακούσουν στην «κομματική γραμμή». Τότε τι κάνουν; Βαφτίσια, διορισμούς, μεταθέσεις φαντάρων, ελπίζουν και σε κάποιο σοβαρότερο ρουσφέτι – κρατικές προμήθειες κ.λπ. – αν έχουν τον τρόπο τους με τις διάφορες υπηρεσίες και με τους υπουργούς, καλύτερα βέβαια αν είναι οι ίδιοι υπουργοί. Αυτό που πάντως σίγουρα – ενδεχομένως οι περισσότεροι (το γράφω για να μη φάω καμιά μήνυση) – προσπαθούν και πετυχαίνουν, είναι να αυξήσουν τα έσοδά τους και τις περιουσίες τους. Βεβαίως υπάρχει το «πόθεν έσχες». Όμως αυτό δεν λαμβάνει υπ’ όψιν του τα ακόλουθα:
1. Ας πούμε ότι ο βουλευτής δεν πληρώνει τίποτα για την προεκλογική του εκστρατεία. Λοιπόν, τα εισοδήματα – μαζί με τις «επιτροπές» κ.λπ. – κυμαίνονται γύρω στις 90.000 ευρώ τον χρόνο. Αν υπολογίσουμε ότι οι βουλευτές χρειάζονται αρκετά κοστούμια, συνολάκια, κομμωτήρια και λίφτινγκ, θα πρέπει να ξοδεύουν για τα προς το ζην αυτών, ίσως και των οικογενειών τους, με τα κολέγια και τα γυμναστήρια, περίπου 80.000 ευρώ τον χρόνο.
Άρα τους μένουν για επενδύσεις το πολύ 10.000 ευρώ τον χρόνο, επί 4 χρόνια μάς κάνει 40.000 ευρώ κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Είναι δηλαδή σαφές πως μετά τη θητεία τους (και όχι μετά από κάθε χρόνο) δεν μπορούν να αγοράσουν παρά ημιυπόγειο δυάρι σε φτηνή περιοχή – πάντα με την υπόθεση πως δεν πλήρωσαν τίποτα για την προεκλογική τους καμπάνια. Εδώ παρακαλώ εντάξτε και τους παλαιούς βουλευτές. Δηλαδή, αυτοί που είναι βουλευτές για 20, π.χ., χρόνια, έχουν εξοικονομήσει 200.000 ευρώ, δηλαδή δικαιούνται τεσσάρι διαμέρισμα, όχι όμως καινούργιο και όχι σε ακριβή περιοχή – πάντα με την υπόθεση πως δεν πλήρωσαν τίποτα για την προεκλογική τους καμπάνια. Δεν δικαιούνται βέβαια να εμφανίζουν μετρητά στη Γερμανία ή αλλαχού. Για να δούμε όμως αυτούς τους μακροχρόνια βουλευτές: πόσοι από αυτούς μετά 20 χρόνια θητείας στη «Βουλή» απέκτησαν μόνο ένα τεσσάρι σε φτηνή περιοχή; Ότι υπάρχουν τέτοιοι, υπάρχουν και οφείλουμε να τους το αναγνωρίσουμε και να το αναδείξουμε – ιδιαιτέρως αν το κάνουν όχι γιατί είναι από αλλού δεσμευμένοι, αλλά γιατί έτσι θεωρούν το λειτούργημά τους. Αποτελούν όμως εξαίρεση.
2. Επειδή όμως η προεκλογική εκστρατεία έχει πολύ μεγάλο κόστος, ας σταθούμε λίγο σε αυτή: λοιπόν το κόστος, με σημερινά χρήματα, μιας μέσης καμπάνιας δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 100.000 ευρώ, σε μερικές δε περιφέρειες – όπως η Β’ Αθήνας – το παραπάνω μέσο κόστος είναι δραματικά μεγαλύτερο. Άρα, αν το πληρώσει μόνος του ο υποψήφιος, θα αντιμετωπίσει πρόβλημα επιβίωσης ως βουλευτής – μακριά από μας. Του το πληρώνουν φίλοι. Φαντάζεστε πως υπάρχουν πολλοί που πληρώνουν τόσα χρήματα χωρίς να περιμένουν αντάλλαγμα; Άρα, από χέρι, ο «βουλευτής» είναι δεσμευμένος.
Ας δούμε τώρα τη «Βουλή»:
1. Η Ελλάδα είναι η μόνη από τις ανεπτυγμένες χώρες που, αν κάποιος βουλευτής ψηφίσει εκτός κομματικής γραμμής ή απλώς δεν ψηφίσει νόμο που προτείνει υπουργός του κόμματός του, είτε διαγράφεται είτε γίνεται πρωτοσέλιδο. Στις ΗΠΑ, π.χ., κρίσιμες νομοθετικές προτάσεις του Ομπάμα οριακά πέρασαν ή δεν πέρασαν, από ψήφους του κόμματος που τον εξέλεξε πρόεδρο. Δεν προέκυψε ζήτημα. Απλώς προσάρμοσε τις προτάσεις του, για να γίνουν αυτές αποδεκτές από τους «δικούς» του. Εμείς προς τι άραγε έχουμε τους βουλευτές μας; Δες ανωτέρω: για να μαζεύουν ψήφους μέσω βαφτισιών, διορισμών κ.λπ., και μόνο.
2. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, όχι μόνο δείχνουμε να αποδεχόμαστε την κατάσταση, αλλά ωθούμεθα προς ολοένα και μεγαλύτερη υποβάθμισή της. Διαπιστώνοντας πως δήθεν πληρώνουμε ακριβά τους βουλευτές – γιατί δεν τους πληρώνουμε ακριβά· ο βουλευτής πρέπει να έχει οικονομική αυτονομία για να «βουλεύεται», αλλά να μπορεί βεβαίως και να βουλεύεται – αποδεχόμαστε να τους μειώσουμε, από 300 σε 200 σήμερα, σε λίγο καιρό σε ακόμα λιγότερους. Μα αυτό είναι ολοένα και μεγαλύτερη απαξίωση του κοινοβουλευτισμού.
Το ότι οι βουλευτές δεν βουλεύονται και έχουν – και έχουμε – δει στραβά τον αντιπροσωπευτικό τους ρόλο, δεν σημαίνει πως πρέπει να μειωθούν σε αριθμό ή και να καταργηθούν! Το ζήτημα δεν είναι οι μισθοί τους. Αν όλα δούλευαν σωστά – και νόμιμα και ηθικά – τα χρήματα που έχουν οι περισσότεροι συσσωρεύσει με διάφορους άλλους τρόπους θα έφταναν για να πληρώνουμε όχι 300, αλλά χιλιάδες αντιπροσώπους μας! (στους «άλλους τρόπους» περιλαμβάνω και τις «προίκες»: κανένας πλούσιος επιχειρηματίας δεν δίνει την κόρη του για το ονόρε, κανένας επιχειρηματίας δεν παντρεύεται βουλευτίνα μόνο για το ανάστημά της, καμιά συμβολαιογράφος δεν παντρεύεται υπουργό μόνο για την ομορφιά του). Να αλλάξουν – και να αλλάξουμε – νοοτροπία πρέπει, αν δεν θέλουμε να οδηγηθούμε σε θεσμοθέτηση ολιγαρχικών καθεστώτων, που θα μας αρέσουν κιόλας.
3. Η ποιότητα τώρα των βουλευτών: πόσοι νομίζετε πως είναι σε θέση, ακόμα και να έχουν δηλαδή καλή θέληση, να διαβάσουν και να καταλάβουν το «μνημόνιο» και τα διεθνώς τεκταινόμενα; Πόσοι υπουργοί Πολιτισμού, π.χ., είχαν και έχουν τα αντίστοιχα προσόντα; Κατηγορούμε τον «πνευματικό» κόσμο πως δεν επεμβαίνει. Πέραν του ότι δεν μπορεί να επέμβει ουσιαστικά, γιατί δεν ψηφίζουμε έναν από αυτούς για βουλευτή, αντί να ψηφίζουμε απλώς προβεβλημένους από τα ΜΜΕ (Μέσα Μαζικής Εξημέρωσης, κατά Πανούση) και πολιτευτές του σωλήνα; Πόσοι από τους υφισταμένους «αντιπροσώπους» μας έχουν κύρος πέραν της σκοπίμως μυθοποιημένης θέσης τους ως μελών του Κοινοβουλίου, πόσοι, αν χάσουν την έδρα τους, θα εξακολουθήσουν να ζουν με τον τρόπο που σήμερα ζουν, σαν αντιπρόσωποι του Θεού επί της Γης;
4. Ας δούμε όμως και τον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας σε σχέση με το σύνταγμά μας. Προβλέπεται διάκριση των εξουσιών σε Νομοθετική (βουλευτές), Εκτελεστική (υπουργοί) και Δικαστική (δικαστές). Τέτοια διάκριση όμως καταφανώς δεν υπάρχει – το ζήτημα έχει αρκούντως ήδη αναλυθεί. Επίσης προβλέπεται από το σύνταγμα και ο υπερκομματικός και ρυθμιστικός ρόλος του Προέδρου, που πολύ κακώς έχουμε αποδεχτεί ότι είναι «διακοσμητικός». Για παράδειγμα, δείτε το άρθρο 42 που ορίζει πως «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να αναπέμψει στη Βουλή νομοσχέδιο που έχει ψηφιστεί, εκθέτοντας και τους λόγους» – σε συνδυασμό με το άρθρο 52, που ορίζει πως «η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση λαϊκής κυριαρχίας τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργών της Πολιτείας», σε αντίθετη περίπτωση επιβάλλονται ποινικές κυρώσεις. Είμαστε όμως σήμερα μάρτυρες απόλυτης διάλυσης των πάντων, συμπεριλαμβανομένου του φιλότιμου και της τσίπας: κατάδηλη αναντιστοιχία κυβέρνησης και λαϊκού σώματος, οι «πολιτικοί» μας ψεύδονται ασυστόλως (αυτό δεν αφορά βεβαίως όλους), καταστρέφεται η Αθήνα και ο καθ’ ύλην αρμόδιος υπουργός δεν αποπέμπεται ως ανεπαρκής κ.λπ. Καημένε βάτραχε! (δες προηγούμενο σημείωμά μου, «Δημοκρατία και δουλεία»).
Και κάτι τελευταίο: αν ένας πολιτικός έπειτα από 50 χρόνια πλούσιων παροχών – μισθών κ.λπ. – παραιτηθεί για κάνα χρόνο από τον μισθό του, δεν σημαίνει ότι έπραξε το καθήκον του, μήτε καν συμβολικώς, όπως συνήθως πιπιλίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Δεν σώζεται η χώρα μ’ έναν μισθό, ούτε συμβολικώς ούτε πραγματικώς, ιδιαιτέρως όταν προσπαθεί έτσι κάποιος να αποποιηθεί τις κύριες ευθύνες του, που σχετίζονται με την ίδια την υπόσταση μιας χώρας. Και κάτι άλλο: πολιτική δεν γίνεται με πρόζα, γίνεται με εκ του νόμου – αλλά ενίοτε και με εκτός του γράμματος, αλλά όχι του πνεύματος, του νόμου – πολιτικές ενέργειες.
Είναι δύσκολο να πει κανείς τι πρέπει να γίνει. Μην ξεχνάμε ότι, ενώ τα περισσότερα – και σήμερα αναπτυγμένα – ευρωπαϊκά κράτη καταστάλαξαν σε οργανωτικές δομές μετά πορεία πολλών αιώνων (η πορεία τους αυτή άρχισε γύρω στον 7ο με 8ο αιώνα), εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να το κάνουμε μέσα σε λιγότερο από δύο αιώνες (από τον 19ο αιώνα). Είμαστε καταδικασμένοι όμως να πετύχουμε, ακόμα και με τον τρόπο που θεωρούσε ο Μαρξ τη μαμή της Ιστορίας (παρ’ ότι δεν συντάσσομαι με τον δρόμο αυτόν, γιατί θα είναι και αυτός σικέ, αν αναλύσουμε τις τελευταίες δήθεν λαϊκές εξεγέρσεις στη Βόρεια Αφρική και αλλού).
*O Δρ. Νικήτας Χιωτίνης είναι Αρχιτέκτων, Καθηγητής ΤΕΙ, Τμήματος Εσωτερικής Αρχιτεκτονικής και Σχεδιασμού Αντικειμένων.
topontiki