Όλες οι παραπάνω εξελίξεις προκαλούν δικαιολογημένα έντονο προβληματισμό στην κυβέρνηση η οποία μετά από μια επικοινωνιακή καταιγίδα περί success story και άλλα συναφή βρίσκεται αντιμέτωπη με τη γυμνή και σκληρή πραγματικότητα.
Το πρώτο πρόβλημα έγκειται στο ότι η κατάθεση του προϋπολογισμού την Πέμπτη στη Βουλή από το υπουργείο Οικονομικών, βρίσκεται κυριολεκτικά στον αέρα καθώς, όπως δήλωσε ο Σάιμον Ο’ Κόνορ, εκπρόσωπος Τύπου του αντιπροέδρου της Κομισιόν, Ολι Ρεν, η τρόικα δεν συμφωνεί πλήρως με τις προβλέψεις του. Σε ό,τι αφορά τον προϋπολογισμό, επί της ουσίας, ο κ. Ο’ Κόνορ επιβεβαίωσε επισήμως κάτι που ήταν ήδη γνωστό: ότι, δηλαδή, τρόικα και Αθήνα διαφωνούν ως προς τις παρεμβάσεις που απαιτούνται το 2014 και επομένως οι δανειστές εντοπίζουν «δημοσιονομικό κενό».
Επομένως τίθεται εν αμφιβόλω το σύνολο των προβλέψεων και των μέτρων που συμπεριλαμβάνονται σε αυτόν μέχρι η τρόικα δώσει την έγκρισή της. Άρα θα πρέπει να περιμένουμε , στο προσεχές μέλλον , έναν συμπληρωματικό προϋπολογισμό με τα ακριβή στοιχεία ως προς την εξέλιξη των μεγεθών της ελληνικής οικονομίας αλλά και τα μέτρα που θα ληφθούν. Αυτή είναι άλλωστε και η συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών, όπως σημείωσε ο εκπρόσωπος. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή η Ελλάδα επιμείνει στις θέσεις της, τότε η επόμενη δόση από τα χρήματα του μηχανισμού στήριξης Ευρωζώνης και ΔΝΤ δεν θα μπορεί να καταβληθεί.
Τα δεύτερο πρόβλημα αφορά στο ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν κατάφερε να κλείσει ένα τουλάχιστον από τα δύο ανοιχτά μέτωπα , δηλαδή τη συμφωνία για το ύψος του δημοσιονομικού κενού και τα συνεπαγόμενα μέτρα και την εκκαθάριση των Ελληνικών Αμυντικών Βιομηχανιών (προαπαιτούμενα από την υποδόση του Ιουλίου). Η μη επίλυση των παραπάνω προβλημάτων ,με τρόπο που θα παρείχε τουλάχιστον τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να τον υποστηρίξει επικοινωνιακά, δημιουργεί τεράστιο πολιτικό κόστος στην κυβέρνηση. Η απώλεια αξιοπιστίας της κυβέρνησης σε πολιτικό κεφάλαιο φαίνεται ότι είναι σημαντική κάτι το οποίο ανιχνεύεται στη δυσαρέσκεια μέρους των κυβερνητικών βουλευτών.
Το τρίτο μεγάλο αγκάθι της κυβέρνησης αφορά στα σημαντικά ζητήματα , τα οποία είτε άμεσα είτε έμμεσα επηρεάζουν τα μέτρα που τελικά θα συμπεριληφθούν στον προϋπολογισμό , του νέου φόρου για τα ακίνητα και του πλειστηριασμού των ακινήτων πρώτης κατοικίας. Εδώ πραγματικά η κυβέρνηση πρέπει να υπερβεί έναν ύφαλο δεδομένων των άμεσων κοινωνικών επιπτώσεων που θα έχουν τα μέτρα αυτά.
Μέσα σε αυτό το κλίμα , γίνεται την Παρασκευή, η συνάντηση Σαμαρά –Μέρκελ , η οποία περισσότερο εντάσσεται σε μια διαδικασία ενημέρωσης της γερμανίδας καγκελαρίου παρά σε απαίτηση για οτιδήποτε άλλο.
Η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να επενδύει πάλι σε επικοινωνιακό επίπεδο , ειδικά με τις χθεσινές θερμές αναφορές της κ. Μέρκελ για τις ελληνικές προσπάθειες, ωστόσο είναι σαφές ότι ακόμη και στου Μαξίμου αμφισβητεί τη συνέχεια της γερμανικής πολιτικής.
Ο κ. Σαμαράς θα επιδιώξει να διαγνώσει (και όχι οτιδήποτε άλλο)τις διαθέσεις του Βερολίνου, και κατ’ επέκταση του πυρήνα της Ευρωζώνης, έναντι των ανοικτών ζητημάτων της χρηματοδότησης και της ελάφρυνσης του χρέους, όπως έχει δεσμευθεί το Eurogroup.
Σύμφωνα με τον γερμανικό Τύπο, η αντίδραση της καγκελαρίου είναι προβλέψιμη και στερεότυπη: θα επαινέσει τις προσπάθειες και τις θυσίες των Ελλήνων και μετά θα ενθαρρύνει την κυβέρνηση της Αθήνας να τηρήσει τις υποχρεώσεις της.
Συμπερασματικά , όπως είχαμε αναφέρει και σε προηγούμενο άρθρο μας, …παρά τις όποιες φιλότιμες προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης …πάλι οι Γερμανοί θα κερδίσουν τον αγώνα . Το ασφυκτικό πλαίσιο του Μνημονίου θα συνεχίσει να επιβάλλει την ασκούμενη πολιτική και η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να προσγειώνεται σε κατώτερα επίπεδα δεδομένου ότι και οι προβλέψεις για την άνευρη ανάκαμψη του ΑΕΠ το 2014 τίθενται εν αμφιβόλω ακόμη περισσότερο μετά την προσθήκη των νέων μέτρων τα οποία θα προκαλέσουν(ανεξάρτητα τη μορφή θα λάβουν) εκροή από το εισοδηματικό κύκλωμα περίπου 1,8 δις ευρώ.