Οι
περισσότερες κυβερνήσεις γνωρίζουν πολλά για το χρέος τους, αλλά λίγα
πράγματα για τα περιουσιακά τους στοιχεία. Στον απόηχο της
χρηματοπιστωτικής κρίσης τού 2008, καθώς οι κυβερνήσεις κινητοποιήθηκαν
για να διαχειριστούν το δημόσιο χρέος τους, σε μεγάλο βαθμό αγνοούσαν τα
περιουσιακά στοιχεία τού δημοσίου. Ορισμένες χώρες, όπως....
οι χώρες τής Βαλτικής και η Πορτογαλία, έλαβαν μέτρα για να εκτιμήσουν τον πλούτο τους, αλλά οι περισσότερες δεν το έκαναν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, επέλεξαν να μην συμμετάσχουν σε μια πρωτοβουλία τού 2011 από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για να αξιολογηθεί το μέγεθος και η σύνθεση των κρατικών επιχειρήσεων στις χώρες-μέλη.
Αλλά μια καλύτερη κατανόηση των δημόσιων εμπορικών περιουσιακών στοιχείων -που ορίζονται ως κρατική περιουσία που παράγει κέρδος, όπως κρατικές επιχειρήσεις, ακίνητη περιουσία και δάση- θα μπορούσε να βοηθήσει να αποφέρει σημαντικά ποσά πλούτου για τις οικονομίες που αγωνίζονται για να ξαναμπούν στον σωστό δρόμο. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, οι οποίοι αντλούν στοιχεία από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και άλλες δημόσιες πηγές (και τα οποία θα δημοσιευθούν σε προσεχές βιβλίο μας, The Public Wealth of Nations [Ο Δημόσιος Πλούτος των Εθνών]), οι κεντρικές κυβερνήσεις από μόνες τους κατέχουν πολύ περισσότερα περιουσιακά στοιχεία από τις εμπορικές εταιρείες ιδιωτικών κεφαλαίων, hedge funds, συνταξιοδοτικά ταμεία, κρατικά επενδυτικά ταμεία, ή τους υπερ-πλούσιους. Η αξία των δημόσιων εμπορικών περιουσιακών στοιχείων είναι στην ίδια τάξη μεγέθους με το ετήσιο παγκόσμιο ΑΕΠ -και άνετα υψηλότερη από το παγκόσμιο δημόσιο χρέος. Εάν οι κεντρικές κυβερνήσεις διαχειρίζοντο τα περιουσιακά στοιχεία τους καλύτερα, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ετήσια απόδοση περίπου 3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, ή περισσότερο από τις ετήσιες παγκόσμιες επενδύσεις σε υποδομές, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών, της ενέργειας, της ύδρευσης και των τηλεπικοινωνιών. Κάθε ποσοστιαία μονάδα αύξησης στην ετήσια απόδοση του παγκόσμιου χαρτοφυλακίου θα δημιουργούσε το ισοδύναμο του ΑΕΠ τής Σαουδικής Αραβίας.
ΑΠΟΔΙΑΡΘΡΩΜΕΝΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Κατά μέσο όρο, ωστόσο, οι κυβερνήσεις κακοδιαχειρίζονται τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία τους. Αν και υπάρχουν μερικά παραδείγματα καλά διοικούμενων κρατικών επιχειρήσεων, ας πούμε όπως η Statoil στη Νορβηγία και η Volkswagen στην Γερμανία, οι περισσότερες κερδίζουν χαμηλότερες αποδόσεις από τις ιδιόκτητες ομολόγους τους. Οι περισσότερες κρατικές εταιρείες -όπως ο πετρελαϊκός γίγαντας Petrobras στην Βραζιλία, κρατικές τράπεζες στην Ινδία και κρατικές επιχειρήσεις στην Κίνα- φέρεται να είναι σπάταλες και διεφθαρμένες.
Άλλοι τύποι δημόσιων εμπορικών περιουσιακών στοιχείων, όπως η ακίνητη περιουσία, αποδίδουν ακόμα χειρότερα. Στο τεύχος Οκτωβρίου 2014 του Foreign Affairs, The Hellenic Edition, ο Francis Fukuyama εξέθεσε την κακοδιαχείριση στην Δασική Υπηρεσία των ΗΠΑ, την οποία ονόμασε «μια εξαιρετικά δυσλειτουργική γραφειοκρατία, που εκτελεί μια ξεπερασμένη αποστολή με λάθος εργαλεία». Ομοίως, το 2009, η κυβέρνηση της Λιθουανίας διαπίστωσε ότι η δική της δασική Υπηρεσία ήταν 30 φορές λιγότερο αποτελεσματική από όσο εκείνες των ξένων κρατικών ανταγωνιστών.
Πολλοί οικονομολόγοι βλέπουν αυτές τις ανεπάρκειες ως επιχειρήματα υπέρ της ιδιωτικοποίησης. Αλλά η ιδιωτικοποίηση εμπεριέχει τους δικούς της κινδύνους: Παρεοκρατικό καπιταλισμό, διαφθορά και δυσλειτουργικές ρυθμίσεις. Ευτυχώς, υπάρχει ένας τρίτος δρόμος: Οι κυβερνήσεις μπορούν να αναθέσουν το έργο τής επαγγελματικής διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων τους σε Ταμεία Εθνικού Πλούτου (National Wealth Funds).
ΕΔΡΑΙΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΟ
Τα Ταμεία Εθνικού Πλούτου αποτελούν τον τέλειο συμβιβασμό: Κρατούν την δημόσια περιουσία υπό κρατική ιδιοκτησία, ενώ ταυτόχρονα αποτρέπουν τις αδικαιολόγητες κυβερνητικές παρεμβάσεις. Το κράτος διορίζει τους ελεγκτές και την επιτροπή που είναι υπεύθυνη για το χαρτοφυλάκιο, και αποφασίζει ποια περιουσιακά στοιχεία θα πρέπει να πωληθούν όταν θα έχουν αναπτυχθεί αρκετά, αλλά δεν μπορεί να επηρεάσει το πώς θα διοικείται το ίδιο το Ταμείο. Αυτός ο αυστηρός διαχωρισμός εγγυάται ότι η πολιτική δεν θα παρεμβαίνει στην καλή διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων. Όταν οι κυβερνήσεις ελέγχουν τα δημόσια εμπορικά περιουσιακά στοιχεία, οι ευκαιρίες για καλύτερη διαχείριση αγνοούνται ή πέφτουν θύμα των πολιτικών παρεμβάσεων, των πελατειακών σχέσεων και της διαφθοράς.
Τα Ταμεία Εθνικού Πλούτου επιτρέπουν επίσης τις κυβερνήσεις να συνενώσουν τα εμπορικά περιουσιακά τους στοιχεία, κάτι που επιτρέπει στους επαγγελματίες διαχειριστές να δημιουργήσουν μια ολοκληρωμένη απογραφή και ένα επιχειρηματικό σχέδιο για τα περιουσιακά στοιχεία στο σύνολό τους. Το παγκοσμίως κορυφαίο Ταμείο Εθνικού Πλούτου, το Temasek τής Σιγκαπούρης, που ιδρύθηκε το 1974, μπορεί να υπερηφανεύεται για μια μέση ετήσια απόδοση 17%, μια επίδοση που είναι εντυπωσιακή ακόμη και για τον ιδιωτικό τομέα. Ένα άλλο επιτυχημένο Ταμείο, το αυστριακό Österreichische Industrieholding AG, ιδρυθέν το 1946 ώστε να εθνικοποιήσει την αυστριακή βιομηχανία, έγινε μια ανεξάρτητη εταιρεία συμμετοχών στην δεκαετία τού 1970 για να αποτρέψει αδικαιολόγητες κυβερνητικές παρεμβάσεις. Με το να απαγορεύεται ρητά να μετέχουν πολιτικοί στο διοικητικό συμβούλιο, το Ταμείο έχει καλύτερες επιδόσεις από όσο ο δείκτης ATX της αυστριακής χρηματιστηριακής αγοράς και καταβάλλει σημαντικά ετήσια μερίσματα στην αυστριακή κυβέρνηση.
Τα τελευταία χρόνια, πάνω από μια ντουζίνα άλλες χώρες έχουν δημιουργήσει τα δικά τους National Wealth Funds – για παράδειγμα, η Φινλανδία δημιούργησε το Solidium το 2008, και το Βιετνάμ δημιούργησε το SCIC το 2005- αλλά είναι ακόμη πολύ νωρίς για να αξιολογηθεί η επιτυχία τους. Ακόμα, είναι πιθανό ότι η επιτυχία των Ταμείων όπως το Temasek και το ÖIAG θα ενθαρρύνουν περισσότερες κυβερνήσεις να ιδρύσουν τέτοια Ταμεία και να τους δώσουν ακόμη περισσότερα περιουσιακά στοιχεία, όπως ακίνητη περιουσία. Το επόμενο λογικό βήμα θα είναι οι κυβερνήσεις να δημιουργήσουν παρόμοια Ταμεία σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, όπου υπάρχει ακόμα μεγαλύτερη συγκέντρωση περιουσιακών στοιχείων.
Ακόμη και αν οι κυβερνήσεις δεν ιδρύσουν αμέσως Ταμεία Εθνικού Πλούτου, θα πρέπει τουλάχιστον να χειριστούν τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία τους ως σαν να είναι εισηγμένες εταιρείες, κάνοντας διαφανείς τις πληροφορίες σχετικά με τα περιουσιακά τους στοιχεία. Για παράδειγμα, χώρες όπως η Αυστρία, η Φινλανδία, η Σιγκαπούρη και η Σουηδία, δημοσιεύουν ετήσιες εκθέσεις, αναλύοντας την αξία, την απόδοση και τις επιδόσεις των επιχειρήσεων κρατικής ιδιοκτησίας. Αλλά αποτελούν εξαιρέσεις. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών κρατούν κρυφές τις πληροφορίες αυτές, εάν έχουν μπει στον κόπο να συλλέξουν αυτά τα δεδομένα. Τη απουσία μεταρρυθμίσεων, οι χώρες αυτές θα αναγκαστούν να στηρίζονται σε φορολογικές αυξήσεις και περικοπές δημοσίων δαπανών για να πληρώσουν για ζωτικές βελτιώσεις των υποδομών και να ξαναφέρουν τα δημόσια οικονομικά τους σε καλή κατάσταση.
DAG DETTER, διευθύνων σύμβουλος της Whetstone και πρώην πρόεδρος της Stattum, της εταιρείας holding τής σουηδικής κυβέρνησης.
STEFAN FÖLSTER, διευθυντής τού Reform Institute και αναπληρωτής καθηγητής στο Royal Institute of Technology, στην Στοκχόλμη.
Το άρθρο αυτό προέρχεται από το επερχόμενο βιβλίο τους The Public Wealth of Nations: How Management of Public Assets Can Boost or Bust Economic Growth (Palgrave Macmillan).
http://www.hellasforce.com/
οι χώρες τής Βαλτικής και η Πορτογαλία, έλαβαν μέτρα για να εκτιμήσουν τον πλούτο τους, αλλά οι περισσότερες δεν το έκαναν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, επέλεξαν να μην συμμετάσχουν σε μια πρωτοβουλία τού 2011 από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για να αξιολογηθεί το μέγεθος και η σύνθεση των κρατικών επιχειρήσεων στις χώρες-μέλη.
Αλλά μια καλύτερη κατανόηση των δημόσιων εμπορικών περιουσιακών στοιχείων -που ορίζονται ως κρατική περιουσία που παράγει κέρδος, όπως κρατικές επιχειρήσεις, ακίνητη περιουσία και δάση- θα μπορούσε να βοηθήσει να αποφέρει σημαντικά ποσά πλούτου για τις οικονομίες που αγωνίζονται για να ξαναμπούν στον σωστό δρόμο. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, οι οποίοι αντλούν στοιχεία από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και άλλες δημόσιες πηγές (και τα οποία θα δημοσιευθούν σε προσεχές βιβλίο μας, The Public Wealth of Nations [Ο Δημόσιος Πλούτος των Εθνών]), οι κεντρικές κυβερνήσεις από μόνες τους κατέχουν πολύ περισσότερα περιουσιακά στοιχεία από τις εμπορικές εταιρείες ιδιωτικών κεφαλαίων, hedge funds, συνταξιοδοτικά ταμεία, κρατικά επενδυτικά ταμεία, ή τους υπερ-πλούσιους. Η αξία των δημόσιων εμπορικών περιουσιακών στοιχείων είναι στην ίδια τάξη μεγέθους με το ετήσιο παγκόσμιο ΑΕΠ -και άνετα υψηλότερη από το παγκόσμιο δημόσιο χρέος. Εάν οι κεντρικές κυβερνήσεις διαχειρίζοντο τα περιουσιακά στοιχεία τους καλύτερα, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ετήσια απόδοση περίπου 3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, ή περισσότερο από τις ετήσιες παγκόσμιες επενδύσεις σε υποδομές, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών, της ενέργειας, της ύδρευσης και των τηλεπικοινωνιών. Κάθε ποσοστιαία μονάδα αύξησης στην ετήσια απόδοση του παγκόσμιου χαρτοφυλακίου θα δημιουργούσε το ισοδύναμο του ΑΕΠ τής Σαουδικής Αραβίας.
ΑΠΟΔΙΑΡΘΡΩΜΕΝΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Κατά μέσο όρο, ωστόσο, οι κυβερνήσεις κακοδιαχειρίζονται τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία τους. Αν και υπάρχουν μερικά παραδείγματα καλά διοικούμενων κρατικών επιχειρήσεων, ας πούμε όπως η Statoil στη Νορβηγία και η Volkswagen στην Γερμανία, οι περισσότερες κερδίζουν χαμηλότερες αποδόσεις από τις ιδιόκτητες ομολόγους τους. Οι περισσότερες κρατικές εταιρείες -όπως ο πετρελαϊκός γίγαντας Petrobras στην Βραζιλία, κρατικές τράπεζες στην Ινδία και κρατικές επιχειρήσεις στην Κίνα- φέρεται να είναι σπάταλες και διεφθαρμένες.
Άλλοι τύποι δημόσιων εμπορικών περιουσιακών στοιχείων, όπως η ακίνητη περιουσία, αποδίδουν ακόμα χειρότερα. Στο τεύχος Οκτωβρίου 2014 του Foreign Affairs, The Hellenic Edition, ο Francis Fukuyama εξέθεσε την κακοδιαχείριση στην Δασική Υπηρεσία των ΗΠΑ, την οποία ονόμασε «μια εξαιρετικά δυσλειτουργική γραφειοκρατία, που εκτελεί μια ξεπερασμένη αποστολή με λάθος εργαλεία». Ομοίως, το 2009, η κυβέρνηση της Λιθουανίας διαπίστωσε ότι η δική της δασική Υπηρεσία ήταν 30 φορές λιγότερο αποτελεσματική από όσο εκείνες των ξένων κρατικών ανταγωνιστών.
Πολλοί οικονομολόγοι βλέπουν αυτές τις ανεπάρκειες ως επιχειρήματα υπέρ της ιδιωτικοποίησης. Αλλά η ιδιωτικοποίηση εμπεριέχει τους δικούς της κινδύνους: Παρεοκρατικό καπιταλισμό, διαφθορά και δυσλειτουργικές ρυθμίσεις. Ευτυχώς, υπάρχει ένας τρίτος δρόμος: Οι κυβερνήσεις μπορούν να αναθέσουν το έργο τής επαγγελματικής διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων τους σε Ταμεία Εθνικού Πλούτου (National Wealth Funds).
ΕΔΡΑΙΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΟ
Τα Ταμεία Εθνικού Πλούτου αποτελούν τον τέλειο συμβιβασμό: Κρατούν την δημόσια περιουσία υπό κρατική ιδιοκτησία, ενώ ταυτόχρονα αποτρέπουν τις αδικαιολόγητες κυβερνητικές παρεμβάσεις. Το κράτος διορίζει τους ελεγκτές και την επιτροπή που είναι υπεύθυνη για το χαρτοφυλάκιο, και αποφασίζει ποια περιουσιακά στοιχεία θα πρέπει να πωληθούν όταν θα έχουν αναπτυχθεί αρκετά, αλλά δεν μπορεί να επηρεάσει το πώς θα διοικείται το ίδιο το Ταμείο. Αυτός ο αυστηρός διαχωρισμός εγγυάται ότι η πολιτική δεν θα παρεμβαίνει στην καλή διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων. Όταν οι κυβερνήσεις ελέγχουν τα δημόσια εμπορικά περιουσιακά στοιχεία, οι ευκαιρίες για καλύτερη διαχείριση αγνοούνται ή πέφτουν θύμα των πολιτικών παρεμβάσεων, των πελατειακών σχέσεων και της διαφθοράς.
Τα Ταμεία Εθνικού Πλούτου επιτρέπουν επίσης τις κυβερνήσεις να συνενώσουν τα εμπορικά περιουσιακά τους στοιχεία, κάτι που επιτρέπει στους επαγγελματίες διαχειριστές να δημιουργήσουν μια ολοκληρωμένη απογραφή και ένα επιχειρηματικό σχέδιο για τα περιουσιακά στοιχεία στο σύνολό τους. Το παγκοσμίως κορυφαίο Ταμείο Εθνικού Πλούτου, το Temasek τής Σιγκαπούρης, που ιδρύθηκε το 1974, μπορεί να υπερηφανεύεται για μια μέση ετήσια απόδοση 17%, μια επίδοση που είναι εντυπωσιακή ακόμη και για τον ιδιωτικό τομέα. Ένα άλλο επιτυχημένο Ταμείο, το αυστριακό Österreichische Industrieholding AG, ιδρυθέν το 1946 ώστε να εθνικοποιήσει την αυστριακή βιομηχανία, έγινε μια ανεξάρτητη εταιρεία συμμετοχών στην δεκαετία τού 1970 για να αποτρέψει αδικαιολόγητες κυβερνητικές παρεμβάσεις. Με το να απαγορεύεται ρητά να μετέχουν πολιτικοί στο διοικητικό συμβούλιο, το Ταμείο έχει καλύτερες επιδόσεις από όσο ο δείκτης ATX της αυστριακής χρηματιστηριακής αγοράς και καταβάλλει σημαντικά ετήσια μερίσματα στην αυστριακή κυβέρνηση.
Τα τελευταία χρόνια, πάνω από μια ντουζίνα άλλες χώρες έχουν δημιουργήσει τα δικά τους National Wealth Funds – για παράδειγμα, η Φινλανδία δημιούργησε το Solidium το 2008, και το Βιετνάμ δημιούργησε το SCIC το 2005- αλλά είναι ακόμη πολύ νωρίς για να αξιολογηθεί η επιτυχία τους. Ακόμα, είναι πιθανό ότι η επιτυχία των Ταμείων όπως το Temasek και το ÖIAG θα ενθαρρύνουν περισσότερες κυβερνήσεις να ιδρύσουν τέτοια Ταμεία και να τους δώσουν ακόμη περισσότερα περιουσιακά στοιχεία, όπως ακίνητη περιουσία. Το επόμενο λογικό βήμα θα είναι οι κυβερνήσεις να δημιουργήσουν παρόμοια Ταμεία σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, όπου υπάρχει ακόμα μεγαλύτερη συγκέντρωση περιουσιακών στοιχείων.
Ακόμη και αν οι κυβερνήσεις δεν ιδρύσουν αμέσως Ταμεία Εθνικού Πλούτου, θα πρέπει τουλάχιστον να χειριστούν τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία τους ως σαν να είναι εισηγμένες εταιρείες, κάνοντας διαφανείς τις πληροφορίες σχετικά με τα περιουσιακά τους στοιχεία. Για παράδειγμα, χώρες όπως η Αυστρία, η Φινλανδία, η Σιγκαπούρη και η Σουηδία, δημοσιεύουν ετήσιες εκθέσεις, αναλύοντας την αξία, την απόδοση και τις επιδόσεις των επιχειρήσεων κρατικής ιδιοκτησίας. Αλλά αποτελούν εξαιρέσεις. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών κρατούν κρυφές τις πληροφορίες αυτές, εάν έχουν μπει στον κόπο να συλλέξουν αυτά τα δεδομένα. Τη απουσία μεταρρυθμίσεων, οι χώρες αυτές θα αναγκαστούν να στηρίζονται σε φορολογικές αυξήσεις και περικοπές δημοσίων δαπανών για να πληρώσουν για ζωτικές βελτιώσεις των υποδομών και να ξαναφέρουν τα δημόσια οικονομικά τους σε καλή κατάσταση.
DAG DETTER, διευθύνων σύμβουλος της Whetstone και πρώην πρόεδρος της Stattum, της εταιρείας holding τής σουηδικής κυβέρνησης.
STEFAN FÖLSTER, διευθυντής τού Reform Institute και αναπληρωτής καθηγητής στο Royal Institute of Technology, στην Στοκχόλμη.
Το άρθρο αυτό προέρχεται από το επερχόμενο βιβλίο τους The Public Wealth of Nations: How Management of Public Assets Can Boost or Bust Economic Growth (Palgrave Macmillan).
http://www.hellasforce.com/