Ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή ήταν από τους κορυφαίους σύγχρονους Ελληνες μαθηματικούς με διακρίσεις παγκοσμίως. Γεννήθηκε στο Βερολίνο το στις 13 Σεπτεμβρίου 1873 και πέθανε στο Μόναχο στις 2 Φεβρουαρίου του 1950. Με έργο στους τομείς των Μαθηματικών, Φυσικής και Αρχαιολογίας διακρίθηκε κυρίως στην πραγματική ανάλυση, την συναρτησιακή ανάλυση κα την θεωρία του μέτρου και της ολοκλήρωσης.
Ο πατέρας του Στέφανος ήταν νομικός από την Κωνσταντινούπολη και διπλωμάτης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ενώ η μητέρα του καταγόνταν από την Χίο. Ο ίδιος μεγάλωσε σε επιστημονικό και αριστοκρατικό περιβάλλον με ελληνορθόδοξη ανατροφή. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στις Βρυξέλλες όπου ο πατέρας του ήταν πρέσβυς και έτσι έμαθε να μιλάει εκτός της ελληνικής γλώσσας και τα γαλλική γλώσσα. Επίσης έμαθε να μιλάει τούρκικα και γερμανικά.
Την περίοδο των σπουδών του στο γυμνάσιο στις Βρυξέλλες άρχισε και η αγάπη του για τα Μαθηματικά. Εκεί κέρδισε την πρώτη θέση 2 διαδοχικές φορές σε διαγωνισμούς μαθηματικών. Μεταξύ 1891 και 1895 σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Βέλγιο. Μετά την αποφοίτησή του επισκέφτηκε τα Χανιά το 1895 όπου και γνωρίστηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και μετά και ένα χρονικό διαστημα στην Λέσβο εργάστηκε στο φράγμα του Ασουάν στην Αίγυπτο στην οποία επίσης μελέτησε μαθηματικά συγγράμματα και μετά από την παραμονή του εκεί αποφάσισε να εγκαταλήψει την δουλειά του μηχανικού και να αφοσιωθεί στα Μαθηματικά σπουδάζοντας στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου το 1900.
Μετακομίζοντας για το διδακτορικό του στο Γκέτινγκεν, ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα μαθηματικών στον κόσμο εκείνη την εποχή ήρθε σε επαφή με δύο μεγάλους μαθηματικούς σαν δάσκαλους τον Νταβίντ Χίλμπερτ (David Hilbert) και τον Φέλιξ Κλάιν (Felix Klein), δίδασκαν εκεί. Οι δύο σπουδαίοι μαθηματικοί επηρρέασαν πολύ τη ζωή και σταδιοδρομία του ως μαθηματικού. Ο Καραθεοδωρή αναγορεύτηκε το 1904 διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Γκέτινγκεν και αμέσως μετά ζήτησε να εργαστεί στην Ελλάδα. Οι αρμόδιοι όμως του απάντησαν ότι είχε ελπίδες να διοριστεί μόνο σαν δάσκαλος σε σχολεία της επαρχίας οπότε γύρισε στη Γερμανία, όπου τον επόμενο χρόνο (Μάρτιος 1905) αναγορεύτηκε υφηγητής των Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν. Στο ίδιο πανεπιστήμιο δίδαξε μέχρι το 1908 ενώ Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε την τότε 24χρονη Ευφροσύνη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Στέφανο και τη Δέσποινα.
Από το 1909 έως το 1920 δίδαξε Μαθηματικά σε διάφορα γερμανικά ακαδημαϊκά ιδρύματα: Αννόβερο, Μπρέσλαου (Βρότσλαβ στην σημερινή Πολωνία), Γκέτινγκεν και Βερολίνο. Η φήμη του ως μαθηματικού τον έφερε σε φιλική και επαγγελματική επαφή με άλλους μεγάλους συναδέλφους του της εποχής όπως ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, ο Μαξ Πλανκ (Max Plank), ο Σβαρτς, ο Φρομπένιους, ο Σμιτ, ο Ντάβιντ Χίλμπερτ, ο Κλάιν και άλλοι.
Ιδιαίτερη ήταν και η σχέση που συνέδεε τον Καραθεοδωρή με τον Άλμπερτ Αϊνστάιν. Οι δύο τους γνωρίστηκαν το 1915 και διατήρησαν μια επιστημονική σχέση με βαθειά αλληλοεκτίμηση και αλληλοσεβασμό ο ένας για τον άλλον. Εκείνη την περίοδο άρχισε και το ενδιαφέρον του Καραθεοδωρή για την Θεωρία της Σχετικότητας. Ο Αϊνστάιν πολλές φορές εκφράστηκε εγκωμιαστικά για τον Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή, τον οποίο αποκαλούσε σε κατ' ιδίαν συζητήσεις μεγάλο του δάσκαλο στη μαθηματική θωράκιση των θεωριών του, ενώ από επιστολές που έχουν βρεθεί που έστειλε ο ίδιος στον Καραθεοδωρή φαίνεται πως ο Ελληνας επιστήμονας είχε επηρρεάσει και βοηθήσει τον Αινστάιν στο να αναπτύξει την περίφημη αυτή θεωρία.
Το 1911, μετά από πρόσκληση του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο Καραθεοδωρή συμμετείχε στην επιτροπή επιλογής καθηγητών για το Πανεπιστήμιο Αθηνών και 2 χρόνια μετά έγινε καθηγητής της Α΄ έδρας της μαθηματικής επιστήμης του Πανεπιστημίου του Γκεντινγκεν, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1918. Το 1920, πάλι με πρόσκληση του Βενιζέλου, διοργάνωσε το Ιώνιο Πανεπιστήμιο της Σμύρνης. Η απόφαση του αυτή σε μία περίοδο που κατείε εξέχουσα θέση και είχε μέγιστη αναγνώριση στην Γερμανία δείχνει και την αγάπη του για την Ελλάδα.
Με την Μικρασιατική καταστροφή και την άλωση της Σμύρνης από τους Τούρκους, ο Καραθεοδωρή μπόρεσε να διασώσει τη βιβλιοθήκη και πολλά από τα εργαστηριακά όργανα του Ιονίου Πανεπιστημίου και να τα μεταφέρει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η δωρεά Καραθεοδωρή βρίσκεται μέχρι τις μέρες μας στο Μουσείο Φυσικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1922 διορίστηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1923 διορίσθηκε καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Απογοητευμένος όμως από την κατάσταση των ελληνικών πανεπιστημίων, εγκατέλειψε την Ελλάδα το 1924 και για να αναλάβει καθηγητική θέση στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, που εκείνο τον καιρό ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο πανεπιστήμιο της Γερμανίας και δίδασκαν σ' αυτό κορυφαία ονόματα. Το Νοέμβριο του 1926, έγινε μέλος στη νεοϊδρυθείσα Ακαδημία Αθηνών για την τάξη των Θετικών Επιστημών. Το 1928, ανταποκρινόμενος σε πρόσκληση από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και την Αμερικανική Μαθηματική Εταιρεία, επισκέφθηκε τις ΗΠΑ μαζί με την γυναίκα του για έναν σχεδόν χρόνο, για να δώσει διαλέξεις σε διάφορα αμερικανικά πανεπιστήμια, ανάμεσά στα οποία το Πανεπιστήμιο Πρίνστον, το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, το Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Ώστιν και άλλα.
Το 1930, πάλι μετά από πρόσκληση του Ελευθέριου Βενιζέλου, ανέλαβε καθήκοντα κυβερνητικού επιτρόπου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκη ενώ το 1932 επέστρεψε στο Μόναχο και παρέμεινε στην πόλη αυτή, ακόμα και μέσα στα δύσκολα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1945, διάφορα αμερικανικά πανεπιστήμια τον προσκάλεσαν για να εγκατασταθεί και να διδάξει στις ΗΠΑ, αλλά προτίμησε να μείνει στη Γερμανία, αφού ήταν ηλικιωμένος και είχε ήδη χάσει την σύντροφό του.
Τον Δεκέμβριο του 1949 έδωσε την τελευταία του διάλεξη στο Μόναχο. Πέθανε δύο μήνες αργότερα. Η σορός του ενταφιάστηκε στο Κοιμητήριο Waldfriedhof του Μονάχου.
Ένα άρθρο του ΓΙΆΝΝΗ ΔΙΟΝΥΣΊΟΥ