Δεν πέρασαν μερικές ώρες και η έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ερχόταν να επιβεβαιώσει τη δραματική επιδείνωση των δεικτών φτώχειας στην Ελλάδα. Μάλιστα, το επιτελείο του Προβόπουλου έμεινε σε δύο σημεία: στην υπερκάλυψη του μνημονιακού στόχου για μείωση του κόστους εργασίας (δηλαδή στο ότι η κυβέρνηση μας έχει κόψει περισσότερα απ’ όσα της ζητούσαν) και στην ανάγκη προστασίας των παιδιών από τις συνέπειες της κρίσης!
• Η σωρευτική μείωση του κόστους εργασίας την τριετία 2010-2012 εκτιμάται στο 10,9% για το σύνολο της οικονομίας και στο 16,1% για τον επιχειρηματικό τομέα. Όμως την τριετία 2012-2014 η συνολική μείωση του κόστους εργασίας θα είναι 17,6%, τη στιγμή που η μνημονιακή δέσμευση ήταν ο περιορισμός του κατά 15%.
• Την περίοδο 2010-2013 οι μέσες ακαθάριστες αποδοχές στο σύνολο της οικονομίας έπεσαν κατά 20,6%, ενώ το κόστος εργασίας μειώθηκε κατά 18,5%. Οι μειώσεις μισθών μέσω επιχειρησιακών και ατομικών συμβάσεων μέχρι στιγμής αφορούν τουλάχιστον το 19% των μισθωτών του επιχειρηματικού τομέα, ενώ οι μειώσεις μέσω κλαδικών συμβάσεων αφορούν το 20%-25%.
• Μόνο το 2012 εκτιμάται ότι οι μέσες ονομαστικές προ φορολογίας αποδοχές των μισθωτών στο σύνολο της οικονομίας μειώθηκαν κατά 6,6%, ενώ η μείωση των μέσων πραγματικών αποδοχών έφθασε το 7,5%. Οι αντίστοιχες μειώσεις το 2011 ήταν 1,7% και 4,7%.
Αν αυτά δεν αποτελούν ήδη μια τεράστια «αύξηση της ανταγωνιστικότητας» που ευαγγελίζονταν οι δανειστές, τότε τι είναι;
Παρ’ όλα αυτά, οι επενδύσεις δεν ήρθαν και η ανεργία αυξήθηκε, με την ΤτΕ να εκτιμά ότι θα ανέβει κι άλλο μέσα στο 2013. Οι συνέπειες είναι όντως δραματικές. Μέσα σε ένα μόνο έτος κρίσης στη χώρα μας καταγράφηκε αύξηση της φτώχειας, που σε απόλυτους όρους κυμάνθηκε σε 6,9% (ή 43,1% την περίοδο της κρίσης).
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον η ΤτΕ σημαίνει συναγερμό για πρώτη φορά για «το πρόβλημα της προστασίας των παιδιών», σημειώνοντας μάλιστα ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένα από τα πιο επείγοντα ζητήματα δημόσιας πολιτικής στην Ελλάδα. Οι δείκτες για τις συνθήκες διαβίωσης του ελληνικού πληθυσμού καταγράφουν στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών όχι μόνο στον φτωχό πληθυσμό, αλλά και σε ικανό μέρος του μη φτωχού πληθυσμού.
Λέει κι άλλα βέβαια η ΤτΕ, τα οποία έρχονται σε ευθεία αντίθεση με όσα λέει το υπουργείο Οικονομικών. Για παράδειγμα, καταγράφει μια «ελεύθερη πτώση» 27,9% στις τιμές διαμερισμάτων και συνιστά μείωση της φορολογίας ακινήτων, αντί για την αύξηση που επιδίωκε ο Στουρνάρας.
Και επιπρόσθετα, στο πεδίο των εσόδων επισημαίνει ότι η μείωση των φοροαπαλλαγών θα φέρει πρόσθετα έσοδα μόνο 1 δισ. ευρώ (εδώ η ΤτΕ υπολογίζει με τα λογιστικά της Ε.Ε.) αντί για 2,3 δισ. ευρώ που υπολογίζει η κυβέρνηση.
Αναδεικνύοντας την επικινδυνότητα της οικονομικής κατάστασης που ζούμε, η ΤτΕ χαρακτηρίζει σχεδόν «επίτευγμα» το ότι κατά τους τελευταίους μήνες ικανοποιήθηκε πλήρως η ζήτηση μετρητών.. Ας είναι καλά το ΕLA βέβαια...
Επιπλέον, καταγράφηκε και περαιτέρω επιδείνωση στα κόκκινα δάνεια των τραπεζών: Τα δάνεια σε καθυστέρηση έφτασαν το 22,5% στο τέλος Σεπτεμβρίου 2012 από 16,0% στο τέλος του 2011. Εντονότερα αυξήθηκε ο λόγος των καταναλωτικών δανείων σε καθυστέρηση, που έφτασε το 36,3% τον Σεπτέμβριο του 2012 από 28,8% τον Δεκέμβριο του 2011.
Το μεγάλο κουίζ...
Ίσως όμως το μεγαλύτερο πρόβλημα, που δεν έχει επαρκώς αποτυπωθεί για την κυβέρνηση, να είναι αυτό της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Ακόμη και αν η ανακεφαλαιοποίηση ολοκληρωνόταν σήμερα, θα χρειάζονταν δύο τρίμηνα μέχρι να περάσουν τα κεφάλαιά της στην πραγματική οικονομία. Δηλαδή κοντά στα τέλη του 2013.
Κι όμως, το κακό είναι ότι η ανακεφαλαιοποίηση συναντά προβλήματα. Οι επικεφαλής της τρόικας, που φθάνουν στην Αθήνα, έχουν δεχθεί πιέσεις για ραντεβού με το προεδρείο της Ένωσης Τραπεζών, το οποίο θα τους υποβάλει μια σειρά από προβλήματα και περιπλοκές που προκύπτουν από το υφιστάμενο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης.
Οι τραπεζίτες θέλουν να δηλώσουν στους δανειστές ότι ο τρόπος με τον οποίο έχει προγραμματιστεί η ανακεφαλαιοποίηση δημιουργεί κινδύνους για το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και επομένως για το ελληνικό Δημόσιο. Υποστηρίζουν ότι, σε αντίθεση με την Ιρλανδία και την Ισπανία, οι ελληνικές συστημικές τράπεζες οδηγούνται στην ανακεφαλαιοποίηση με αρνητικές καθαρές θέσεις 10 δισ. ευρώ. Μια ζημία που προέκυψε από την απομείωση κατά 80% της αξίας των ελληνικών ομολόγων.
Αν λοιπόν, λένε οι τραπεζίτες, το ΤΧΣ δεν αναλάβει να καλύψει μέρος αυτής της αρνητικής καθαρής θέσης, κινδυνεύει να μη βρει επενδυτές διατεθειμένους να καλύψουν τις αυξήσεις κεφαλαίου και κυρίως να μην μπορέσει να πουλήσει στο μέλλον τις τράπεζες στις προβλεπόμενες τιμές.
Με την τρόικα όμως να μένει άκαμπτη στη στάση της (έστω και αν υπαναχωρήσει στο θέμα μιας παράτασης του χρόνου ανακεφαλαιοποίησης), το «καλό σενάριο» θα είναι να δοθεί μια παράταση 2-3 μηνών στην προθεσμία για τις αυξήσεις κεφαλαίου, ενώ οι τράπεζες έχουν ζητήσει παράταση έως τον Σεπτέμβριο. Με αυτά και με τ’ άλλα όμως, η ανακεφαλαιοποίηση οδεύει προς τα τέλη του χρόνου. Και μπορεί τα συμφέροντα των τραπεζιτών να βρίσκουν κάποιες διεξόδους, αλλά ο απλός κόσμος και οι επιχειρήσεις που καίγονται για δάνεια δεν βρίσκουν λύσεις.
«Ναι» στις απολύσεις
Μπορεί η κυβέρνηση να μην ιδρώνει από το γεγονός ότι περίπου 1.000.000 εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα έχασαν τη δουλειά τους (δεν ήταν δική της πολιτική ευθύνη, βλέπετε...), κόπτεται έντονα όμως για τις απολύσεις στο Δημόσιο, όπου το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης φοβάται πως, παρά τις καθησυχαστικές δηλώσεις της Κομισιόν, τα στελέχη του ΔΝΤ δεν θα ανταποκριθούν στα σχέδια «κινητικότητας» επί χάρτου που προτείνει.
Το πώς θα μπορέσει να αντιδράσει αν κάπου ανάμεσα στις γιορτές του Πάσχα ο Σαμαράς υποχρεωθεί να απολύσει 15.000 άτομα, είναι κάτι για το οποίο το επιτελείο της πλατείας Συντάγματος (και του Μαξίμου) δεν έχει καμία απάντηση, ιδιαίτερα διότι παραμύθιαζε τον κόσμο ότι δεν θα υπάρξει καμία απόλυση.
Το δεύτερο μέτωπο απολύσεων είναι στον τραπεζικό τομέα. Μέσα στη χρονιά υπολογίζεται ότι θα χάσουν τη θέση τους σχεδόν 10.000-15.000 τραπεζικοί υπάλληλοι, ενώ σε βάθος τριετίας, μέχρι το τέλος του 2015, ο αριθμός θα ανέβει περί τις 20.000 και πλέον, ενώ τα καταστήματα που θα βάλουν λουκέτο υπολογίζονται σε 400 και βάλε.
Το κόστος για την οικονομία θα είναι τεράστιο από την απώλεια εργασίας ενός από τα πλέον υγιή και ισχυρά κομμάτια του εργατικού δυναμικού της χώρας, που θα δει την ισχύ του να κόβεται κατά 30%, με αντίστοιχες επιπτώσεις στην καταναλωτική δραστηριότητα.
• Η σωρευτική μείωση του κόστους εργασίας την τριετία 2010-2012 εκτιμάται στο 10,9% για το σύνολο της οικονομίας και στο 16,1% για τον επιχειρηματικό τομέα. Όμως την τριετία 2012-2014 η συνολική μείωση του κόστους εργασίας θα είναι 17,6%, τη στιγμή που η μνημονιακή δέσμευση ήταν ο περιορισμός του κατά 15%.
• Την περίοδο 2010-2013 οι μέσες ακαθάριστες αποδοχές στο σύνολο της οικονομίας έπεσαν κατά 20,6%, ενώ το κόστος εργασίας μειώθηκε κατά 18,5%. Οι μειώσεις μισθών μέσω επιχειρησιακών και ατομικών συμβάσεων μέχρι στιγμής αφορούν τουλάχιστον το 19% των μισθωτών του επιχειρηματικού τομέα, ενώ οι μειώσεις μέσω κλαδικών συμβάσεων αφορούν το 20%-25%.
• Μόνο το 2012 εκτιμάται ότι οι μέσες ονομαστικές προ φορολογίας αποδοχές των μισθωτών στο σύνολο της οικονομίας μειώθηκαν κατά 6,6%, ενώ η μείωση των μέσων πραγματικών αποδοχών έφθασε το 7,5%. Οι αντίστοιχες μειώσεις το 2011 ήταν 1,7% και 4,7%.
Αν αυτά δεν αποτελούν ήδη μια τεράστια «αύξηση της ανταγωνιστικότητας» που ευαγγελίζονταν οι δανειστές, τότε τι είναι;
Παρ’ όλα αυτά, οι επενδύσεις δεν ήρθαν και η ανεργία αυξήθηκε, με την ΤτΕ να εκτιμά ότι θα ανέβει κι άλλο μέσα στο 2013. Οι συνέπειες είναι όντως δραματικές. Μέσα σε ένα μόνο έτος κρίσης στη χώρα μας καταγράφηκε αύξηση της φτώχειας, που σε απόλυτους όρους κυμάνθηκε σε 6,9% (ή 43,1% την περίοδο της κρίσης).
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον η ΤτΕ σημαίνει συναγερμό για πρώτη φορά για «το πρόβλημα της προστασίας των παιδιών», σημειώνοντας μάλιστα ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένα από τα πιο επείγοντα ζητήματα δημόσιας πολιτικής στην Ελλάδα. Οι δείκτες για τις συνθήκες διαβίωσης του ελληνικού πληθυσμού καταγράφουν στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών όχι μόνο στον φτωχό πληθυσμό, αλλά και σε ικανό μέρος του μη φτωχού πληθυσμού.
Λέει κι άλλα βέβαια η ΤτΕ, τα οποία έρχονται σε ευθεία αντίθεση με όσα λέει το υπουργείο Οικονομικών. Για παράδειγμα, καταγράφει μια «ελεύθερη πτώση» 27,9% στις τιμές διαμερισμάτων και συνιστά μείωση της φορολογίας ακινήτων, αντί για την αύξηση που επιδίωκε ο Στουρνάρας.
Και επιπρόσθετα, στο πεδίο των εσόδων επισημαίνει ότι η μείωση των φοροαπαλλαγών θα φέρει πρόσθετα έσοδα μόνο 1 δισ. ευρώ (εδώ η ΤτΕ υπολογίζει με τα λογιστικά της Ε.Ε.) αντί για 2,3 δισ. ευρώ που υπολογίζει η κυβέρνηση.
Αναδεικνύοντας την επικινδυνότητα της οικονομικής κατάστασης που ζούμε, η ΤτΕ χαρακτηρίζει σχεδόν «επίτευγμα» το ότι κατά τους τελευταίους μήνες ικανοποιήθηκε πλήρως η ζήτηση μετρητών.. Ας είναι καλά το ΕLA βέβαια...
Επιπλέον, καταγράφηκε και περαιτέρω επιδείνωση στα κόκκινα δάνεια των τραπεζών: Τα δάνεια σε καθυστέρηση έφτασαν το 22,5% στο τέλος Σεπτεμβρίου 2012 από 16,0% στο τέλος του 2011. Εντονότερα αυξήθηκε ο λόγος των καταναλωτικών δανείων σε καθυστέρηση, που έφτασε το 36,3% τον Σεπτέμβριο του 2012 από 28,8% τον Δεκέμβριο του 2011.
Το μεγάλο κουίζ...
Ίσως όμως το μεγαλύτερο πρόβλημα, που δεν έχει επαρκώς αποτυπωθεί για την κυβέρνηση, να είναι αυτό της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Ακόμη και αν η ανακεφαλαιοποίηση ολοκληρωνόταν σήμερα, θα χρειάζονταν δύο τρίμηνα μέχρι να περάσουν τα κεφάλαιά της στην πραγματική οικονομία. Δηλαδή κοντά στα τέλη του 2013.
Κι όμως, το κακό είναι ότι η ανακεφαλαιοποίηση συναντά προβλήματα. Οι επικεφαλής της τρόικας, που φθάνουν στην Αθήνα, έχουν δεχθεί πιέσεις για ραντεβού με το προεδρείο της Ένωσης Τραπεζών, το οποίο θα τους υποβάλει μια σειρά από προβλήματα και περιπλοκές που προκύπτουν από το υφιστάμενο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης.
Οι τραπεζίτες θέλουν να δηλώσουν στους δανειστές ότι ο τρόπος με τον οποίο έχει προγραμματιστεί η ανακεφαλαιοποίηση δημιουργεί κινδύνους για το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και επομένως για το ελληνικό Δημόσιο. Υποστηρίζουν ότι, σε αντίθεση με την Ιρλανδία και την Ισπανία, οι ελληνικές συστημικές τράπεζες οδηγούνται στην ανακεφαλαιοποίηση με αρνητικές καθαρές θέσεις 10 δισ. ευρώ. Μια ζημία που προέκυψε από την απομείωση κατά 80% της αξίας των ελληνικών ομολόγων.
Αν λοιπόν, λένε οι τραπεζίτες, το ΤΧΣ δεν αναλάβει να καλύψει μέρος αυτής της αρνητικής καθαρής θέσης, κινδυνεύει να μη βρει επενδυτές διατεθειμένους να καλύψουν τις αυξήσεις κεφαλαίου και κυρίως να μην μπορέσει να πουλήσει στο μέλλον τις τράπεζες στις προβλεπόμενες τιμές.
Με την τρόικα όμως να μένει άκαμπτη στη στάση της (έστω και αν υπαναχωρήσει στο θέμα μιας παράτασης του χρόνου ανακεφαλαιοποίησης), το «καλό σενάριο» θα είναι να δοθεί μια παράταση 2-3 μηνών στην προθεσμία για τις αυξήσεις κεφαλαίου, ενώ οι τράπεζες έχουν ζητήσει παράταση έως τον Σεπτέμβριο. Με αυτά και με τ’ άλλα όμως, η ανακεφαλαιοποίηση οδεύει προς τα τέλη του χρόνου. Και μπορεί τα συμφέροντα των τραπεζιτών να βρίσκουν κάποιες διεξόδους, αλλά ο απλός κόσμος και οι επιχειρήσεις που καίγονται για δάνεια δεν βρίσκουν λύσεις.
«Ναι» στις απολύσεις
Μπορεί η κυβέρνηση να μην ιδρώνει από το γεγονός ότι περίπου 1.000.000 εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα έχασαν τη δουλειά τους (δεν ήταν δική της πολιτική ευθύνη, βλέπετε...), κόπτεται έντονα όμως για τις απολύσεις στο Δημόσιο, όπου το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης φοβάται πως, παρά τις καθησυχαστικές δηλώσεις της Κομισιόν, τα στελέχη του ΔΝΤ δεν θα ανταποκριθούν στα σχέδια «κινητικότητας» επί χάρτου που προτείνει.
Το πώς θα μπορέσει να αντιδράσει αν κάπου ανάμεσα στις γιορτές του Πάσχα ο Σαμαράς υποχρεωθεί να απολύσει 15.000 άτομα, είναι κάτι για το οποίο το επιτελείο της πλατείας Συντάγματος (και του Μαξίμου) δεν έχει καμία απάντηση, ιδιαίτερα διότι παραμύθιαζε τον κόσμο ότι δεν θα υπάρξει καμία απόλυση.
Το δεύτερο μέτωπο απολύσεων είναι στον τραπεζικό τομέα. Μέσα στη χρονιά υπολογίζεται ότι θα χάσουν τη θέση τους σχεδόν 10.000-15.000 τραπεζικοί υπάλληλοι, ενώ σε βάθος τριετίας, μέχρι το τέλος του 2015, ο αριθμός θα ανέβει περί τις 20.000 και πλέον, ενώ τα καταστήματα που θα βάλουν λουκέτο υπολογίζονται σε 400 και βάλε.
Το κόστος για την οικονομία θα είναι τεράστιο από την απώλεια εργασίας ενός από τα πλέον υγιή και ισχυρά κομμάτια του εργατικού δυναμικού της χώρας, που θα δει την ισχύ του να κόβεται κατά 30%, με αντίστοιχες επιπτώσεις στην καταναλωτική δραστηριότητα.