Ξεχάστε
τον παγωμένο χειμώνα. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές δηλώνουν πως έρχεται η
άνοιξη. Οι μετοχές ενισχύονται και τα σπρεντ μειώνονται. Ρίξτε μια
ματιά γύρω σας όμως αν το αντέχετε... Οι ομοιότητες με το Μεσοπόλεμο –
χρόνια απατηλών ελπίδων – πολλαπλασιάζονται δυσοίωνα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, τα διαδοχικά
κύματα του κραχ, που στην αρχή είχαν περιοριστεί σε όσους ήταν άμεσα εμπλεκόμενοι με τις χρηματοπιστωτικές αγορές, άρχισαν να σαρώνουν τις ζωές όλο και περισσότερων ανθρώπων. Η αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων γινόταν όλο και σκληρότερη. Οι σημερινοί, υπό καταδίωξη, τραπεζίτες είναι αξιοθρήνητες φιγούρες σε σχέση με τους ισχυρούς πλουτοκράτες με τα ημίψηλα καπέλα και το πούρο στο στόμα που ζωγράφιζε ο Τζορτζ Γκρος στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Είναι προτιμότερο να παραιτείσαι από έναν τίτλο ή, έστω, ένα μπόνους από το να βρίσκεσαι απαγχονισμένος σε ένα φανοστάτη, αλλά η λαϊκή οργή είναι ίδια.
Δυστυχώς, η οργή αυτή πάει χέρι χέρι με τη διαδεδομένη αλλά απατηλή πεποίθηση ότι για την κρίση μπορούν να πληρώσουν μόνο οι πλούσιοι, μια ιδέα που οι πολιτικοί – ως επί το πλείστον κοντόφθαλμα – δεν αποθαρρύνουν. Χρειάζεται επειγόντως να διευρυνθεί η φορολογική βάση σε πολλές χώρες. Ούτε αυτό γίνεται.
Τα πλήθη των μεταναστών και των προσφύγων που στα χρόνια της ευμάρειας γίνονταν ανεκτά, σήμερα θεωρούνται η αιτία της ανεργίας ή και μια πιθανή πηγή εξεγέρσεων. Η ανεκτικότητα, που πάντα ήταν εύθραυστη, δίνει τη θέση της στις απόρριψη. Οι δημαγωγοί κερδίζουν έδαφος σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες – κατά έναν παράξενο τρόπο μέχρι στιγμής κυρίως στον πλούσιο ακόμη Βορρά και όχι στο χειμαζόμενο Νότο. Μέχρι στιγμής...
Ο οικονομικός διάλογος όπου οι υποστηρικτές της λιτότητας καταφέρονται εναντίον εκείνων που θεωρούν ότι η στήριξη της απασχόλησης είναι το πρωταρχικό καθήκον σε τέτοιους καιρούς, θα ήταν πολύ οικείος σε όποιον έζησε στη δεκαετία του 1930. Θεωρείται αγένεια να κατηγορούμε τους εισηγητές του νέου δημοσιονομικού συμφώνου ότι ξέχασαν το δίδαγμα των γερμανικών επανορθώσεων μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά το σύμφωνο επαναλαμβάνει το ίδιο διανοητικό σφάλμα και αυτό πρέπει να λέγεται. Μπορεί να είναι απαραίτητο για να διασφαλιστεί η στήριξη της Γερμανίας, το ίδιο απαραίτητες όμως ήταν οι πολεμικές επανορθώσεις – ίσως και πιο δίκαιες – για να διασφαλιστεί η στήριξη της Γαλλίας στη Συνθήκη των Βερσαλιών του 1919. Αλλά αυτό δεν το καθιστά καλή ιδέα. Και επιπλέον η Γερμανία, που έχει ήδη τα δικά της δημογραφικά προβλήματα, δεν μπορεί να πληρώσει πλέον για όλα τα προβλήματα της Ευρώπης, όπως δεν μπορούν οι πλούσιοι να πληρώσουν για όλα τα προβλήματα του κόσμου.
Οι ΗΠΑ, κλονισμένες από το χρηματοπιστωτικό κραχ και όσα το ακολούθησαν, αποσύρονται σταδιακά από τις περιοδικές υπερπόντιες δραστηριότητές τους, αντιλαμβάνονται το πικρό κόστος και γίνονται εσωστρεφείς. Τα ωφελήματα της διεθνούς προβολής της αμερικανικής ισχύος τα αντιλαμβανόμαστε πάντα ευκολότερα όταν αυτή απουσιάζει.
Με τις αναδυόμενες χώρες να επανεξοπλίζονται, η διεθνής τάξη σαν σύνολο αποδυναμώνεται όπως είχε συμβεί και το 1930, όταν η Κοινωνία των Εθνών έχασε την αποτελεσματικότητά της. Η δυσκολία της παγκόσμιας κοινότητας να αντιμετωπίσει τη βίαιη καταστολή των αντικαθεστωτικών διαδηλώσεων στη Συρία και τις εξελίξεις στο Ιράν μας το θυμίζουν αυτό κατά τρόπο οδυνηρό. Παράλληλα βλέπουμε να πολλαπλασιάζονται κάποια μετριοπαθή παραδείγματα προστατευτισμού. Δεν απειλούν ακόμη την παγκόσμια εμπορική τάξη, αλλά η αποτυχία ενός γύρου συνομιλιών της Ντόχα και η ενίσχυση του μερκαντιλισμού στον αναπτυσσόμενο κόσμο δηλώνουν όχι μόνο ότι το ρεύμα αντιστράφηκε αλλά και ότι η Δύση χάνει τη βούληση αλλά και τη δυνατότητα να επιβάλλει τις ιδέες της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση χάνει εμφανώς την ισχύ της πάνω στα κράτη μέλη. Οι σύνοδοι κορυφής γίνονται ακόμα στις Βρυξέλλες αλλά δεν είναι πια οι Βρυξέλλες που χαράσσουν πολιτική.
Οι παράγοντες της επενδυτικής τραπεζικής μπορεί να βρίσκονται σε υποχώρηση, όμως οι ιδέες τους – όπως συχνά συμβαίνει – ζουν περισσότερο από τους γεννήτορες τους. Η αποκληθείσα ‘χρηματοπιστωτική μηχανική’ παραμένει μαζί μας, θέτοντας τα κίβδηλα θαύματά της στην υπηρεσία των κυβερνήσεων. Συνεπώς, παραμένει ισχυρή η πίστη – ακόμη ή και ιδίως μεταξύ εκείνων που μισούν τους τραπεζίτες – ότι μια χρηματοπιστωτική λύση, που περιλαμβάνει ‘τείχη προστασίας’, ‘μπαζούκας’, μόχλευση και απίθανα βουνά χρήματος, μπορεί να λύσει την κρίση του ευρώ. Αυτό δεν γίνεται. Όλα αυτά μπορούν να αγοράσουν χρόνο, όπως κάνει και η τερατώδους μεγέθους παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που πλημμυρίζει το τραπεζικό σύστημα με ρευστότητα – αλλά η αγορά χρόνου έχει κόστος.
Σε μεγάλο βαθμό συνεργαζόμενες, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες εφαρμόζουν συνταγές σε μια κλίμακα δίχως προηγούμενο για την παγκόσμια οικονομία οι οποίες συγκαλύπτουν το πρόβλημα. Η απο-μόχλευση βρίσκεται ακόμη στα πρώτα της στάδια και η μέρα ή η δεκαετία του απολογισμού παίρνει διαδοχικές αναβολές. Αυτό το ζεστό ντους ρευστότητας όχι μόνο βοηθά στην ενίσχυση των χρηματοπιστωτικών αγορών αλλά κρύβει και από τα θύματα του κραχ την έκταση των ζημιών που προκάλεσε αυτό. Και όπως είχαμε δει στην Ιαπωνία κατά τη δεκαετία του 1990, είναι δύσκολο για τις οικονομίες να ανακάμψουν πραγματικά μέχρι να αναγνωριστούν οι ζημιές.
Η αναγνώριση των ζημιών από το δημόσιο χρέος μπορεί να είναι απαραίτητη αλλά θα οδηγήσει σε βαθύτατες ανατροπές. Κάθε τράπεζα και κάθε κεντρική τράπεζα στηρίζεται στο μύθο του δημοσίου χρέους. Από τη στιγμή που πολλές κοινωνίες δεν έχουν άλλη λύση από το να κοινωνικοποιήσουν το μεγαλύτερο μέρος των ζημιών, περιμένουμε ότι η υπερχρέωση του δημοσίου σε πολλές φερέγγυες ακόμη χώρες θα φτάσει σε αναλογίες του ΑΕΠ πολύ υψηλότερες από τις σημερινές και πολλές τράπεζες θα περάσουν στο κράτος.
Επί του παρόντος, για την ευρωπαϊκή πολιτική τάξη ο βασικός στόχος της σωτηρίας του ευρώ τίθεται υπεράνω οποιουδήποτε άλλου. Δεν θα έπρεπε όμως να είναι αυτή η μόνη τους προτεραιότητα. Πολύ πιο σημαντικό είναι να διασφαλιστεί ότι θα επιβιώσουν της πολύς πιθανής πια διάρρηξης του ευρώ οι πλευρές της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δοκιμάστηκαν στην πράξη. Ήταν λάθος για τους ισχυρούς των Βρυξελλών και της Φρανκφούρτης να λένε το 2010 ότι η χρεοκοπία μιας τράπεζας στο ομολογιακό της χρέος θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε κρατικό χρεοστάσιο, ότι ένα κρατικό χρεοστάσιο θα φέρει το τέλος του ευρώ και ότι το τέλος του ευρώ σημαίνει το τέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η διαρκής ρητορική περί του ‘τέλους του κόσμου’ μπορεί να γίνει αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Σε τέτοιες συγκυρίες, ο πρώτος στόχος των πολιτικών πρέπει να είναι να μην κάνουν ζημιά. Να διασφαλίσουν ότι μια κακή έκβαση, αν γίνει αναπόφευκτη, δεν θα οδηγήσει υποχρεωτικά σε επιπτώσεις που θα είναι ακόμα χειρότερες. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί θα διαπιστώσουν ότι ο πρωταρχικός τους στόχος – η επανεκλογή τους – θα γίνει άπιαστος. Ας παρηγορηθούν με αυτό: η πολιτική φήμη δεν διασφαλίζεται από την υιοθέτηση προβληματικών πολιτικών που σε κρατούν βραχυπρόθεσμα στην εξουσία χωρίς να το αξίζεις. Δεν εκλέγουμε τους ηγέτες μας με σκοπό την επανεκλογή τουσ. Τους εκλέγουμε για να κάνουν δύσκολες επιλογές για λογαριασμό μας. Η φήμη στην ιστορία – καλή ή κακή – έχει μεγαλύτερη διάρκεια στο χρόνο από ένα αξίωμα.
http://www.banksnews.gr
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, τα διαδοχικά
κύματα του κραχ, που στην αρχή είχαν περιοριστεί σε όσους ήταν άμεσα εμπλεκόμενοι με τις χρηματοπιστωτικές αγορές, άρχισαν να σαρώνουν τις ζωές όλο και περισσότερων ανθρώπων. Η αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων γινόταν όλο και σκληρότερη. Οι σημερινοί, υπό καταδίωξη, τραπεζίτες είναι αξιοθρήνητες φιγούρες σε σχέση με τους ισχυρούς πλουτοκράτες με τα ημίψηλα καπέλα και το πούρο στο στόμα που ζωγράφιζε ο Τζορτζ Γκρος στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Είναι προτιμότερο να παραιτείσαι από έναν τίτλο ή, έστω, ένα μπόνους από το να βρίσκεσαι απαγχονισμένος σε ένα φανοστάτη, αλλά η λαϊκή οργή είναι ίδια.
Δυστυχώς, η οργή αυτή πάει χέρι χέρι με τη διαδεδομένη αλλά απατηλή πεποίθηση ότι για την κρίση μπορούν να πληρώσουν μόνο οι πλούσιοι, μια ιδέα που οι πολιτικοί – ως επί το πλείστον κοντόφθαλμα – δεν αποθαρρύνουν. Χρειάζεται επειγόντως να διευρυνθεί η φορολογική βάση σε πολλές χώρες. Ούτε αυτό γίνεται.
Τα πλήθη των μεταναστών και των προσφύγων που στα χρόνια της ευμάρειας γίνονταν ανεκτά, σήμερα θεωρούνται η αιτία της ανεργίας ή και μια πιθανή πηγή εξεγέρσεων. Η ανεκτικότητα, που πάντα ήταν εύθραυστη, δίνει τη θέση της στις απόρριψη. Οι δημαγωγοί κερδίζουν έδαφος σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες – κατά έναν παράξενο τρόπο μέχρι στιγμής κυρίως στον πλούσιο ακόμη Βορρά και όχι στο χειμαζόμενο Νότο. Μέχρι στιγμής...
Ο οικονομικός διάλογος όπου οι υποστηρικτές της λιτότητας καταφέρονται εναντίον εκείνων που θεωρούν ότι η στήριξη της απασχόλησης είναι το πρωταρχικό καθήκον σε τέτοιους καιρούς, θα ήταν πολύ οικείος σε όποιον έζησε στη δεκαετία του 1930. Θεωρείται αγένεια να κατηγορούμε τους εισηγητές του νέου δημοσιονομικού συμφώνου ότι ξέχασαν το δίδαγμα των γερμανικών επανορθώσεων μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά το σύμφωνο επαναλαμβάνει το ίδιο διανοητικό σφάλμα και αυτό πρέπει να λέγεται. Μπορεί να είναι απαραίτητο για να διασφαλιστεί η στήριξη της Γερμανίας, το ίδιο απαραίτητες όμως ήταν οι πολεμικές επανορθώσεις – ίσως και πιο δίκαιες – για να διασφαλιστεί η στήριξη της Γαλλίας στη Συνθήκη των Βερσαλιών του 1919. Αλλά αυτό δεν το καθιστά καλή ιδέα. Και επιπλέον η Γερμανία, που έχει ήδη τα δικά της δημογραφικά προβλήματα, δεν μπορεί να πληρώσει πλέον για όλα τα προβλήματα της Ευρώπης, όπως δεν μπορούν οι πλούσιοι να πληρώσουν για όλα τα προβλήματα του κόσμου.
Οι ΗΠΑ, κλονισμένες από το χρηματοπιστωτικό κραχ και όσα το ακολούθησαν, αποσύρονται σταδιακά από τις περιοδικές υπερπόντιες δραστηριότητές τους, αντιλαμβάνονται το πικρό κόστος και γίνονται εσωστρεφείς. Τα ωφελήματα της διεθνούς προβολής της αμερικανικής ισχύος τα αντιλαμβανόμαστε πάντα ευκολότερα όταν αυτή απουσιάζει.
Με τις αναδυόμενες χώρες να επανεξοπλίζονται, η διεθνής τάξη σαν σύνολο αποδυναμώνεται όπως είχε συμβεί και το 1930, όταν η Κοινωνία των Εθνών έχασε την αποτελεσματικότητά της. Η δυσκολία της παγκόσμιας κοινότητας να αντιμετωπίσει τη βίαιη καταστολή των αντικαθεστωτικών διαδηλώσεων στη Συρία και τις εξελίξεις στο Ιράν μας το θυμίζουν αυτό κατά τρόπο οδυνηρό. Παράλληλα βλέπουμε να πολλαπλασιάζονται κάποια μετριοπαθή παραδείγματα προστατευτισμού. Δεν απειλούν ακόμη την παγκόσμια εμπορική τάξη, αλλά η αποτυχία ενός γύρου συνομιλιών της Ντόχα και η ενίσχυση του μερκαντιλισμού στον αναπτυσσόμενο κόσμο δηλώνουν όχι μόνο ότι το ρεύμα αντιστράφηκε αλλά και ότι η Δύση χάνει τη βούληση αλλά και τη δυνατότητα να επιβάλλει τις ιδέες της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση χάνει εμφανώς την ισχύ της πάνω στα κράτη μέλη. Οι σύνοδοι κορυφής γίνονται ακόμα στις Βρυξέλλες αλλά δεν είναι πια οι Βρυξέλλες που χαράσσουν πολιτική.
Οι παράγοντες της επενδυτικής τραπεζικής μπορεί να βρίσκονται σε υποχώρηση, όμως οι ιδέες τους – όπως συχνά συμβαίνει – ζουν περισσότερο από τους γεννήτορες τους. Η αποκληθείσα ‘χρηματοπιστωτική μηχανική’ παραμένει μαζί μας, θέτοντας τα κίβδηλα θαύματά της στην υπηρεσία των κυβερνήσεων. Συνεπώς, παραμένει ισχυρή η πίστη – ακόμη ή και ιδίως μεταξύ εκείνων που μισούν τους τραπεζίτες – ότι μια χρηματοπιστωτική λύση, που περιλαμβάνει ‘τείχη προστασίας’, ‘μπαζούκας’, μόχλευση και απίθανα βουνά χρήματος, μπορεί να λύσει την κρίση του ευρώ. Αυτό δεν γίνεται. Όλα αυτά μπορούν να αγοράσουν χρόνο, όπως κάνει και η τερατώδους μεγέθους παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που πλημμυρίζει το τραπεζικό σύστημα με ρευστότητα – αλλά η αγορά χρόνου έχει κόστος.
Σε μεγάλο βαθμό συνεργαζόμενες, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες εφαρμόζουν συνταγές σε μια κλίμακα δίχως προηγούμενο για την παγκόσμια οικονομία οι οποίες συγκαλύπτουν το πρόβλημα. Η απο-μόχλευση βρίσκεται ακόμη στα πρώτα της στάδια και η μέρα ή η δεκαετία του απολογισμού παίρνει διαδοχικές αναβολές. Αυτό το ζεστό ντους ρευστότητας όχι μόνο βοηθά στην ενίσχυση των χρηματοπιστωτικών αγορών αλλά κρύβει και από τα θύματα του κραχ την έκταση των ζημιών που προκάλεσε αυτό. Και όπως είχαμε δει στην Ιαπωνία κατά τη δεκαετία του 1990, είναι δύσκολο για τις οικονομίες να ανακάμψουν πραγματικά μέχρι να αναγνωριστούν οι ζημιές.
Η αναγνώριση των ζημιών από το δημόσιο χρέος μπορεί να είναι απαραίτητη αλλά θα οδηγήσει σε βαθύτατες ανατροπές. Κάθε τράπεζα και κάθε κεντρική τράπεζα στηρίζεται στο μύθο του δημοσίου χρέους. Από τη στιγμή που πολλές κοινωνίες δεν έχουν άλλη λύση από το να κοινωνικοποιήσουν το μεγαλύτερο μέρος των ζημιών, περιμένουμε ότι η υπερχρέωση του δημοσίου σε πολλές φερέγγυες ακόμη χώρες θα φτάσει σε αναλογίες του ΑΕΠ πολύ υψηλότερες από τις σημερινές και πολλές τράπεζες θα περάσουν στο κράτος.
Επί του παρόντος, για την ευρωπαϊκή πολιτική τάξη ο βασικός στόχος της σωτηρίας του ευρώ τίθεται υπεράνω οποιουδήποτε άλλου. Δεν θα έπρεπε όμως να είναι αυτή η μόνη τους προτεραιότητα. Πολύ πιο σημαντικό είναι να διασφαλιστεί ότι θα επιβιώσουν της πολύς πιθανής πια διάρρηξης του ευρώ οι πλευρές της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δοκιμάστηκαν στην πράξη. Ήταν λάθος για τους ισχυρούς των Βρυξελλών και της Φρανκφούρτης να λένε το 2010 ότι η χρεοκοπία μιας τράπεζας στο ομολογιακό της χρέος θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε κρατικό χρεοστάσιο, ότι ένα κρατικό χρεοστάσιο θα φέρει το τέλος του ευρώ και ότι το τέλος του ευρώ σημαίνει το τέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η διαρκής ρητορική περί του ‘τέλους του κόσμου’ μπορεί να γίνει αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Σε τέτοιες συγκυρίες, ο πρώτος στόχος των πολιτικών πρέπει να είναι να μην κάνουν ζημιά. Να διασφαλίσουν ότι μια κακή έκβαση, αν γίνει αναπόφευκτη, δεν θα οδηγήσει υποχρεωτικά σε επιπτώσεις που θα είναι ακόμα χειρότερες. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί θα διαπιστώσουν ότι ο πρωταρχικός τους στόχος – η επανεκλογή τους – θα γίνει άπιαστος. Ας παρηγορηθούν με αυτό: η πολιτική φήμη δεν διασφαλίζεται από την υιοθέτηση προβληματικών πολιτικών που σε κρατούν βραχυπρόθεσμα στην εξουσία χωρίς να το αξίζεις. Δεν εκλέγουμε τους ηγέτες μας με σκοπό την επανεκλογή τουσ. Τους εκλέγουμε για να κάνουν δύσκολες επιλογές για λογαριασμό μας. Η φήμη στην ιστορία – καλή ή κακή – έχει μεγαλύτερη διάρκεια στο χρόνο από ένα αξίωμα.
http://www.banksnews.gr