Το τελικό προσχέδιο είναι έτοιμο. ενώ το επίσημο κείμενο που θα φέρει την υπογραφή 50 «γαλάζιων» βουλευτών αναμένεται να κατατεθεί στην Ολομέλεια την ερχόμενη εβδομάδα, αμέσως μετά την ψήφιση του κρατικού προϋπολογισμού.
Το κείμενο εργασίας περιλαμβάνει, μεταξύ... άλλων, και την «αναμόρφωση» του άρθρου 86 για την ποινική ευθύνη των υπουργών. Όπως έγραψε και το «Πρώτο Θέμα» της Κυριακής, η ΝΔ προτείνει να καταργηθούν οι εξεταστικές και προανακριτικές επιτροπές της Βουλής, καθώς οι εργασίες τους έχουν αποδειχθεί φιάσκο. Επίσης, προτείνεται η μείωση του αριθμού των βουλευτών, ώστε η Βουλή να λειτουργεί με 150 έως 200 βουλευτές ενώ αναφέρεται γενικά ο περιορισμός των βουλευτικών προνομίων.
Πέραν αυτού, προτείνεται η δημιουργία Συνταγματικού δικαστηρίου το οποίο θα αναλάβει και τον έλεγχο των «πόθεν έσχες» των βουλευτών. Αλλαγές προτείνονται και στο άρθρο 16, ώστε να δοθεί η δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων. Επιπροσθέτως, οι συντάκτες της πρότασης επιθυμούν να αποσυνδεθεί η αδυναμία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας με την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Για αυτό προτείνεται να εκλέγει ο λαός τον ΠτΔ, σε περίπτωση που η Βουλή δεν τα καταφέρει.
Πιο αναλυτικά, μεταξύ άλλων, προτείνεται:
-Μείωση του αριθμού των βουλευτών από 150 έως 200
-Καθιέρωση ασυμβίβαστου μεταξύ βουλευτή και υπουργού ή υφυπουργού
-Η Βουλή επιλαμβάνεται του θέματος της άρσης ή μη της ασυλίας Βουλευτή μόνον εφόσον εκείνος το ζητήσει -με σχετική αίτηση στη Βουλή για χορήγηση ασυλίας- μέσα σε συγκεκριμένη προθεσμία. Ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση η δίωξη του Βουλευτή εξελίσσεται χωρίς καμία, απολύτως, παρέμβαση της Βουλής.
-Προτείνεται ο περιορισμός στο ελάχιστο των βουλευτικών προνομίων χωρίς ωστόσο να υπάρχει περαιτέρω ανάλυση
-Δεν μπορεί να διορισθεί Πρωθυπουργός εκείνος ο οποίος έχει συμπληρώσει οκτώ, συνολικώς, πραγματικά χρόνια πρωθυπουργίας
-Ίδρυση δύο θέσεων επί θητεία υπηρεσιακών Υφυπουργών, Εξωτερικών και επί του Προϋπολογισμού αντιστοίχως. Η διάρκεια αυτή πρέπει να υπερβαίνει οπωσδήποτε την διάρκεια της τετραετούς κοινοβουλευτικής περιόδου. Έτσι, για παράδειγμα, θα μπορούσε να ορισθεί ως πενταετής. Ενώ η επιλογή των προσώπων που καταλαμβάνουν τέτοιες θέσεις επί θητεία Υπηρεσιακών Υφυπουργών θα γίνεται από την Βουλή, με αυξημένη πλειοψηφία.
-Ολοκληρωτική κατάργηση του θεσμού της αποσβεστικής προθεσμίας. με ρητή πρόβλεψη ότι ως προς τα ποινικά αδικήματα τα οποία τέλεσαν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τα μέλη της Κυβέρνησης και οι Υφυπουργοί υπόκεινται στους κοινούς περί παραγραφής κανόνες, που εφαρμόζονται έναντι όλων κατά τις ισχύουσες κάθε φορά ποινικές διατάξεις
-Στον ορισμό της δασικής έκτασης προτείνεται η « περαιτέρω προστασία εκτάσεων, εφόσον αυτές ήταν αναμφισβητήτως δάση ή δασικές εκτάσεις κατά την 11η Ιουνίου 1975, οπότε και τέθηκε σε ισχύ το Σύνταγμά μας. Το χρονικό αυτό σημείο επελέγη, προκειμένου τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία να είναι σχετικώς πρόσφατα και να επιτρέπουν την αποτύπωση της πραγματικής εικόνας του δασικού πλούτου της Χώρας. Αυτό σημαίνει ότι, για την θεμελίωση του δασικού ή μη χαρακτήρα μιας έκτασης, δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη στοιχεία προγενέστερα του χρόνου τούτου, π.χ. αεροφωτογραφίες του έτους 1940 ή και μεταγενέστερες.
Διαβάστε όλη την πρόταση:
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
επί της πρότασης των Βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας για την αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος, σύμφωνα με τα άρθρα 110 του Συντάγματος και 119 του Κανονισμού της Βουλής
I. Υπό το θεσμικό και πολιτικό καθεστώς του Συντάγματος του 1975, η Χώρα μας έχει βιώσει την μακροβιότερη και σταθερότερη δημοκρατική διακυβέρνηση στην συνταγματική ιστορία της. Τούτο και μόνον αναδεικνύει αφενός την κανονιστική αξία του Συντάγματος του 1975 και την ανάγκη υπεράσπισης στο μέλλον των βασικών χαρακτηριστικών του, για την περαιτέρω εμπέδωση της Δημοκρατίας μας. Και, αφετέρου, την κατεύθυνση την οποία πρέπει ν’ ακολουθεί, και στο μέλλον, η διαδικασία αναθεώρησής του, ώστε να μην αλλοιώνεται η θεσμική και πολιτική φυσιογνωμία του. Αλλά, όλως αντιθέτως, να προσαρμόζεται καταλλήλως στις αενάως μεταβαλλόμενες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, οι οποίες συνιστούν την υποδομή του κανονιστικού εποικοδομήματος του Συντάγματος, φυσικά υπό όρους αμφίδρομης επιρροής. Αυτήν ακριβώς την υπεύθυνη λογική φιλοδοξεί να υπηρετήσει και η συγκεκριμένη πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος, η οποία είναι προϊόν και απόσταγμα ενός μακροχρόνιου και γόνιμου διαλόγου, τόσο με την πολιτική κοινωνία όσο και με την κοινωνία των πολιτών.
Α. Η πρότασή μας συνιστά την αφετηρία της τέταρτης αναθεώρησης του Συντάγματος. Και θα ολοκληρωθεί με χρονικό ορίζοντα την όλη διάρκεια της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου, κατά πλήρη σεβασμό των διατάξεων του άρθρου 110 του Συντάγματος, όπως άλλωστε συνέβη και με τις τρεις προηγούμενες αναθεωρήσεις. Εκείνο όμως που την διαφοροποιεί, κατά κύριο λόγο, απ’ αυτές, είναι το γεγονός ότι συντελείται στο τέλος της βαθειάς κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που έπληξε τη Χώρα μας μετά το 2009 και η οποία είχε, δυστυχώς, αρνητική επιρροή και στους θεσμούς που οργάνωσε το Σύνταγμα.
Β. Οι προαναφερόμενες διαπιστώσεις αρκούν για να τεκμηριώσουν επαρκώς την αναγκαιότητα και την σκοπιμότητα της αναθεωρητικής πρωτοβουλίας που αναλαμβάνουμε σήμερα. Ειδικότερα:
1. Πρώτον, ορισμένες διατάξεις του αρχικού κειμένου του Συντάγματος του 1975 έχουν εμφανίσει σημεία θεσμικής και πολιτικής «κόπωσης», ύστερα από την σχετικώς μακρά εφαρμογή τους, λόγω της οφθαλμοφανούς μεταβολής των αντίστοιχων κοινωνικών και οικονομικών δεδομένων θέσπισής τους.
2. Δεύτερον, έχουν πια διαπιστωθεί κοινώς παραδεδεγμένες «αστοχίες» των προγενέστερων αναθεωρήσεων του Συντάγματος, που έχουν οδηγήσει ακόμη και σε σοβαρές δυσλειτουργίες του Πολιτεύματος, οι οποίες πρέπει να διορθωθούν το συντομότερο δυνατό. Επιπλέον, οι ως άνω αναθεωρήσεις του Συντάγματος –και πρωτίστως η τελευταία, του 2008- εξαιτίας των πολιτικών συνθηκών, υπό τις οποίες εξελίχθηκαν και της συνακόλουθης έλλειψης της απαραίτητης συναίνεσης, άφησαν εκτός του αναθεωρητικού τους πλαισίου συνταγματικές διατάξεις που από καιρό έπρεπε να έχουν ουσιωδώς τροποποιηθεί.
3. Τρίτον, και όπως επισημάνθηκε, η βαθειά κοινωνική και οικονομική κρίση –η οποία, σημειωτέον, αφορά όχι μόνον την Ελλάδα αλλά όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και, κυρίως, την Ευρωζώνη- καθιστά επιβεβλημένη την επέλευση εκείνων των αλλαγών στο κανονιστικό corpus του Συντάγματος, οι οποίες θα δρομολογήσουν την άμεση αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεών της, με προτεραιότητα το πεδίο του κοινωνικού κράτους δικαίου.
ΙΙ. Κατά την λογική ακολουθία των ως άνω διαπιστώσεων, οι βασικοί άξονες της πρότασής μας περί αναθεώρησης του Συντάγματος, σύμφωνα με την σειρά των αναθεωρητέων διατάξεων καθώς και σύμφωνα με την θέση ότι οι διατάξεις του άρθρου 110 είναι, στο σύνολό τους, μη αναθεωρητέες, είναι οι εξής:
Α. Θεσμοθέτηση πρόσθετων εγγυήσεων για την προστασία της εθνικής μας ταυτότητας και της ελληνικής γλώσσας.
Β. Περαιτέρω θωράκιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, και ιδίως εκείνων που αφορούν:
1. Τον τρόπο λειτουργίας των ηλεκτρονικών ΜΜΕ.
2. Την παιδεία, ώστε η Χώρα μας ν’ αποτελέσει κέντρο εκπαίδευσης και πολιτισμού για την ευρύτερη περιοχή.
3. Την ιδιοκτησία, προεχόντως δε την ακίνητη.
4. Το περιβάλλον, ώστε να τονωθούν η βιώσιμη ανάπτυξη και η ποιότητα ζωής.
Γ. Δημοκρατική οργάνωση και λειτουργία των Πολιτικών Κομμάτων κι εφοδιασμός τους με τ’ απαραίτητα εχέγγυα –αλλά κι επιφόρτισή τους με τις ανάλογες υποχρεώσεις- ώστε να συμβάλλουν πραγματικά στην υπεράσπιση του Δημοκρατικού Πολιτεύματος. Με παράλληλη ενίσχυση της διαφάνειας των οικονομικών τους και των οικονομικών των προσώπων που μετέχουν στον δημόσιο βίο, μελών τους ή μη.
Δ. Διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των θεσμών άμεσης δημοκρατίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον θεσμό του δημοψηφίσματος.
Ε. Εξορθολογισμός του τρόπου λειτουργίας της Εκτελεστικής Εξουσίας κι ενίσχυση των αντίστοιχων θεσμικών αντιβάρων, κυρίως μέσ’ από:
1. Την αποκατάσταση του ρυθμιστικού ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, με παράλληλη αλλαγή του καθεστώτος εκλογής του ώστε να διαθέτει την αναγκαία προς τούτο δημοκρατική νομιμοποίηση.
2. Την κατάλληλη κανονιστική ρύθμιση της οργάνωσης και λειτουργίας της Κυβέρνησης και της οριοθέτησης των σχέσεών της με τη Νομοθετική Εξουσία και τους Βουλευτές. Καθώς και μέσ’ από τον περιορισμό της διάρκειας των θητειών των κορυφαίων οργάνων της.
3. Την αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου των Ανεξάρτητων Αρχών προς την κατεύθυνση της διευκόλυνσης εκπλήρωσης της αποστολής τους.
ΣΤ. Ενίσχυση της Νομοθετικής Εξουσίας κατά την άσκηση του νομοθετικού της έργου και του κοινοβουλευτικού ελέγχου, κυρίως μέσ’ από:
1. Την περαιτέρω εμπέδωση της σταθερότητας του εκλογικού συστήματος και την θέσπιση ρυθμίσεων που διευκολύνουν την εξάντληση της συνταγματικώς προβλεπόμενης κοινοβουλευτικής περιόδου.
2. Την λελογισμένη μείωση του αριθμού των Βουλευτών και τον περιορισμό του ειδικού προστατευτικού καθεστώτος που τους διέπει, στα όρια όπου τούτο είναι απολύτως απαραίτητο για την επιτέλεση των συνταγματικώς προσδιορισμένων καθηκόντων τους.
3. Την υιοθέτηση ρυθμίσεων που καθιστούν ουσιαστική τόσο την άσκηση του νομοθετικού και του κοινοβουλευτικού έργου των Βουλευτών όσο και την απρόσκοπτη επικοινωνία της Βουλής με την κοινωνία των πολιτών.
Ζ. Περαιτέρω παγίωση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, κυρίως μέσ’ από:
1. Την εκ βάθρων αλλαγή του καθεστώτος της ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών.
2. Την απεξάρτηση του τρόπου εκλογής της Ηγεσίας της από την επιρροή της Εκτελεστικής Εξουσίας.
3. Την θεσμοθέτηση Συνταγματικού Δικαστηρίου με αμιγώς δικαστική σύνθεση.
4. Την σαφή οριοθέτηση της δικαιοδοσίας και των αρμοδιοτήτων μεταξύ Συμβουλίου της Επικρατείας και Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Η. Αναμόρφωση των διατάξεων του Συντάγματος που αφορούν την οικονομία, την ιδιωτική επενδυτική δραστηριότητα και τον κρατικό παρεμβατισμό, ώστε:
1. Να κινητροδοτηθούν οι μεγάλες και κρίσιμες για την εθνική οικονομία επενδύσεις, μέσω της θεσμοθέτησης σταθερού συστήματος –με ορίζοντα δεκαετίας- φορολόγησής τους.
2. Να ενισχυθεί, πάντοτε μέσα στα όρια της συνταγματικής νομιμότητας, η ιδιωτική πρωτοβουλία και ν’ αποκτήσει η κρατική παρέμβαση πραγματική αναπτυξιακή νοοτροπία.
3. Να επιλύονται, το ταχύτερο δυνατόν, οι σχετικές διαφορές από την Δικαιοσύνη προς διευκόλυνση των εκάστοτε νομίμως εκδηλούμενων επενδυτικών πρωτοβουλιών.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΠΡΟΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Βασιζόμενοι στις κατά τ’ ανωτέρω θεσμικές και πολιτικές θέσεις, οι υπογράφοντες Βουλευτές προτείνουμε να κινηθεί η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις των άρθρων 110 και 119επ. του Κανονισμού της Βουλής και να διαπιστωθεί, συνακόλουθα, η ανάγκη αναθεώρησης των άρθρων 2 (προσθήκη παρ. 3), 14 παρ. 9, 16 παρ. 1, 2, 5, 6, 7, 8 και προσθήκη νέων παρ. 9 και 11, 17 παρ. 1 και προσθήκη νέας παρ. 8, 23 παρ. 1, 24 παρ. 1 και 2 (συμπεριλαμβανομένης της υπ’ αυτήν ερμηνευτικής δήλωσης), 29 παρ. 1 και 2, 30 παρ. 1, εδ. β΄,32 παρ. 1, 3, 4 και 5, 35 παρ. 2 και 3, 37 παρ. 1, 2 και 4, 39, 41 παρ. 2 και 5, 42 παρ. 1, 44 παρ. 2 και 3, 49 παρ. 2 και 3, 51 παρ. 1, 53 παρ. 1 και 2, 54 παρ. 1 και 3, 56 παρ. 1, εδ. α΄, 58, 60 παρ. 2, 62, 63, 68 παρ. 2 και 3, 70 παρ. 6, 73 παρ. 3 και 4, 74 παρ. 1, 2 και 6, 75, 78 (προσθήκη παρ. 6 και 7), 79 (προσθήκη παρ. 9), 81 παρ. 1, 3 και 4, 86, 87 παρ. 3, 88 παρ. 2, εδ. γ΄, δ΄και ε΄, 90 παρ. 5, 95 (προσθήκη παραγράφου), 96 παρ. 5, εδ. α΄, 98 παρ. 1, εδ. β΄, 100, 101 (προσθήκη παρ. 4), 101Α παρ. 2, 102 παρ. 1, 106 παρ. 1, 2 (και προσθήκη νέας παραγράφου), 112 παρ. 1, 113, εδ. α΄, 115 παρ. 1, 117 παρ. 3 και 4, και 118 παρ. 3 και 5, για τους ειδικότερους λόγους που αναφέρονται σε καθεμιά απ’ αυτές τις διατάξεις και προς την κατεύθυνση, η οποία προσδιορίζεται κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα:
ΠΡΟΤΑΣΗ
1. Άρθρο 2 του Συντάγματος, προσθήκη παραγράφου 3
Κάτω από εξαιρετικά αντίξοες, πολλές φορές, συνθήκες στο διεθνές περιβάλλον, και με την κατά καιρούς εμφάνιση φαινομένων προκλητικής διαστρέβλωσης της ιστορικής αλήθειας, ενιαίος και αδιαίρετος ο Ελληνισμός, σ’ όλον τον Πλανήτη, υπερασπίζεται την πολύτιμη παρακαταθήκη της εθνικής μας υπόστασης και της γλωσσικής μας κληρονομιάς υπό όρους αδιάλειπτης συνέχειας. Είναι καιρός όμως και το Κράτος ν’ αναλάβει το ιστορικό εκείνο βάρος μιας τέτοιας υπεράσπισης, το οποίο του αναλογεί. Αυτός είναι ο λόγος, ο οποίος όχι μόνον αιτιολογεί αλλά κι επιβάλει την προσθήκη τρίτης παραγράφου στο άρθρο 2 του Συντάγματος, με την οποίαν αναγνωρίζεται πανηγυρικώς η υποχρέωση του Κράτους, πάντοτε με τήρηση των κανόνων διεθνούς δικαίου, να εγγυάται την προστασία της εθνικής μας ταυτότητας και της ελληνικής γλώσσας.
2. Άρθρο 14 παράγραφος 9 του Συντάγματος
Με την διάταξη αυτή επιδιώχθηκε η ουσιαστική κατοχύρωση της διαφάνειας και της πολυφωνίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Ωστόσο, η διατύπωσή της, σε συνδυασμό με την άποψη ορισμένων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την έννοια συγκεκριμένων ρυθμίσεων του ευρωπαϊκού δικαίου, είχε οδηγήσει σε διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις, οι οποίες είχαν προκαλέσει, με την σειρά τους, περαιτέρω δυσχέρειες εφαρμογής της συνταγματικής αυτής διάταξης, π.χ. σχετικά με τα ασυμβίβαστα όσων κατέχουν θεσμικές ιδιότητες σ’ επιχειρήσεις ηλεκτρονικών μέσων μαζικής ενημέρωσης και σ’ επιχειρήσεις που συνάπτουν συμβάσεις με το Δημόσιο ή με νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα για την εκτέλεση έργων ή προμηθειών ή την παροχή υπηρεσιών. Μεγάλο μέρος των ως άνω ερμηνευτικών διαφορών έχει πλέον επιλυθεί, ύστερα από την απόφαση του ΔΕΕ C-213/07 της 16.12.2008, η οποία έκρινε ως συμβατές με το ευρωπαϊκό δίκαιο τις κυριότερες ρυθμιστικές επιλογές των διατάξεων του άρθρου 14 παρ. 9 και της κατά καιρούς εκτελεστικής τους νομοθεσίας. Επομένως, υφίσταται ανάγκη αναθεώρησης της παραγράφου 9 του άρθρου 14, ώστε να προσαρμοσθούν αναλόγως οι ειδικότερες ρυθμίσεις της που αφορούν ιδίως το ιδιοκτησιακό καθεστώς, την οικονομική κατάσταση και τα μέσα χρηματοδότησης των μέσων μαζικής ενημέρωσης, την απαγόρευση της κατοχής δεσπόζουσας θέσης στην ραδιοτηλεοπτική αγορά και στον τύπο μέσω της συγκέντρωσης του ελέγχου περισσότερων μέσων ενημέρωσης της αυτής ή άλλης μορφής ή περισσότερων του ενός ηλεκτρονικών μέσων της αυτής μορφής και τις ασυμβίβαστες ιδιότητες των ιδιοκτητών, εταίρων, βασικών μετόχων ή διευθυντικών στελεχών τους. Και τούτο, προκειμένου να γίνουν περισσότερο σαφείς και αποτελεσματικές ως προς τους τρόπους ελέγχου και τις εγγυήσεις αποτροπής των τυχόν καταστρατηγήσεων, καθώς και προκειμένου να εμπεδωθούν οι προϋποθέσεις για την ουσιαστική ανάπτυξη του υγιούς ανταγωνισμού των φορέων που δραστηριοποιούνται στον χώρο των ηλεκτρονικών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.
3. Άρθρο 16 παρ. 1, 2, 5, 6, 7, 8 του Συντάγματος, και προσθήκη παραγράφων 9 και 11
Η παιδεία μας, η μεγαλύτερη επένδυση του Έθνους, στηρίζεται και πρέπει να στηρίζεται στα θεμέλια του ελληνικού ανθρωπιστικού πολιτισμού και, κατ’ επέκταση, του ευρωπαϊκού πολιτισμού, του οποίοι οι ρίζες ανάγονται στον ελληνικό πολιτισμό. Υπό το φως αυτής της διαπίστωσης προτείνεται η αναθεώρηση της παραγράφου 1 του άρθρου 16, ώστε και η κεφαλαιώδης αυτή διάσταση της παιδείας μας ν’ αποτυπωθεί στο Σύνταγμα με ρητή πλέον διάταξη. Περαιτέρω, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 16: «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση». Ενώ το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 8 του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι η «σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται». Στο πλαίσιο της πρότασης αυτής κρίνεται αναγκαία η σχετικοποίηση της απόλυτης απαγόρευσης δραστηριοποίησης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας όσον αφορά την παροχή ανώτατης εκπαίδευσης. Πυρήνα της προτεινόμενης συνταγματικής ρύθμισης αποτελεί η δυνατότητα ίδρυσης και λειτουργίας ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, αποκλειστικώς μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, από ιδιώτες, υπό την αυστηρή εποπτεία του Κράτους. Προς αυτή την κατεύθυνση προτείνουμε τις ακόλουθες αναθεωρητικές παρεμβάσεις:
α) Καταρχάς, η παράγραφος 5 του άρθρου 16 πρέπει ν’ αναθεωρηθεί, έτσι ώστε να μην λειτουργεί αποτρεπτικώς για την δημιουργία μη δημόσιων φορέων παροχής ανώτατης εκπαίδευσης. Για τον σκοπό αυτόν προτείνουμε την απάλειψη της λέξης «αποκλειστικά» από το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής και την προσθήκη του όρου «δημόσια» πριν από την φράση «ανώτατη εκπαίδευση». Με τον τρόπο αυτόν, οριοθετείται το πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης παραγράφου και δεν δημιουργεί προβλήματα στην εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν τους μη δημόσιους φορείς παροχής ανώτατης εκπαίδευσης. Επίσης, στην ίδια παράγραφο θα πρέπει να οριοθετηθεί η έννοια της ανώτατης εκπαίδευσης, ώστε να διευκολύνει την ορθολογική ανάπτυξή της, για ν’ αντανακλά τις νέες εξελίξεις που έχουν ως σήμερα συντελεσθεί στο πεδίο του πανεπιστημιακού και του τεχνολογικού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης.
β) Εξάλλου, στην παράγραφο 6 του άρθρου 16, και προκειμένου να προσδιορισθεί το πεδίο εφαρμογής της εν όψει της προτεινόμενης τροποποίησης της προηγούμενης παραγράφου, πρέπει να προστεθεί ο όρος «δημόσιων» πριν από τον όρο «ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων».
γ) Στην δε παράγραφο 7 προτείνουμε την κατάργηση της φράσης «από το Κράτος», προς εναρμόνιση με τα παραπάνω και προκειμένου να είναι συνταγματικώς ανεκτή η παροχή επαγγελματικής εκπαίδευσης όχι μόνον από το Κράτος, αλλά και από άλλους φορείς (π.χ. κοινωνικούς εταίρους), υπό κρατική, πάντοτε αυστηρή, εποπτεία.
δ) Δεδομένου ότι η παράγραφος 8 αποτελεί την βάση για την ανάπτυξη του συστήματος ιδιωτικής εκπαίδευσης στην Χώρα μας, πρέπει αυτή ν’ αναδιατυπωθεί προς την κατεύθυνση της αποσαφήνισης ότι η παιδεία παραμένει θεμελιώδες δημόσιο αγαθό. Και η παροχή της από μη δημόσιους φορείς, σ’ όλες τις βαθμίδες, γίνεται μόνον κατά παραχώρηση από το Κράτος και υπό αυστηρή εποπτεία τήρησης συγκεκριμένων προδιαγραφών και προϋποθέσεων. Ενώ είναι αναγκαίο ν’ απαλειφθεί το δεύτερο εδάφιό της, σύμφωνα με το οποίο απαγορεύεται η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες. Για την διασφάλιση της υψηλής στάθμης της παρεχόμενης ανώτατης εκπαίδευσης, κρίνεται σκόπιμη η πρόβλεψη, στην ίδια παράγραφο, ότι τα προσόντα των διδασκόντων στ’ ανωτέρω μη κρατικά ιδρύματα θα είναι ανάλογα μ’ εκείνα των κρατικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
ε) Παράλληλα, προτείνουμε την συμπλήρωση του άρθρου 16 με την προσθήκη νέας παραγράφου –κατά προτίμηση αρ. 9, μ’ αντίστοιχη αναρίθμηση της παρ. 9 σε παρ. 10- με την οποία θα κατοχυρώνεται συνταγματικώς το σύστημα διασφάλισης της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση, δημόσια ή μη. Με τον τρόπο αυτόν αναδεικνύεται η σημασία που αποδίδει η Πολιτεία στην ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης και στην αποτροπή φαινομένων αλλοίωσης της πεμπτουσίας της ανώτατης εκπαίδευσης. Ενώ, περαιτέρω, θεσμοθετείται το αναγκαίο συνταγματικό έρεισμα, ώστε η ανώτατη παιδεία της Χώρας μας ν’ ανταποκριθεί μ’ επιτυχία στις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού και διεθνούς εκπαιδευτικού περιβάλλοντος. Η αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος προς την προαναφερθείσα κατεύθυνση αποτελεί ώριμο αίτημα της ελληνικής κοινωνίας το οποίο, πέρα από το γεγονός ότι εναρμονίζεται με τα ισχύοντα στην πλειονότητα των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα συμβάλει, κατά μεγάλο βαθμό, στην ανάδειξη της Χώρας μας σε κέντρο παιδείας και πολιτισμού για ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή. Περαιτέρω, η υιοθέτηση αυτής της πρότασης διευρύνει τις εκπαιδευτικές επιλογές κι ευκαιρίες των νέων, συμβάλλει στην καταπολέμηση της παραπαιδείας και περιορίζει σημαντικά την «μετανάστευση» μεγάλου αριθμού Ελλήνων φοιτητών σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, η οποία επιφέρει οικονομική αιμορραγία στις οικογένειές τους και οδηγεί στην απώλεια ικανού και πολύτιμου επιστημονικού δυναμικού. Δεδομένου μάλιστα ότι, πολλοί απ’ όσους φοιτούν στην αλλοδαπή, προτιμούν τελικά να παραμείνουν εκεί και μετά το πέρας των σπουδών τους. Υπό τα δεδομένα λοιπόν αυτά η προωθούμενη αναθεώρηση του άρθρου 16, μέσω της ανάπτυξης υγιούς ανταγωνισμού με τα υφιστάμενα κρατικά πανεπιστήμια, αποβαίνει τελικά προς όφελος της ποιότητας των παρεχόμενων σπουδών και της παιδείας γενικότερα.
στ) Τέλος, προτείνουμε την πρόβλεψη, επίσης σ’ αυτοτελή παράγραφο –αρ. 11 μετά την κατά τ’ ανωτέρω αναρίθμηση- της υποχρέωσης του Κράτους για θεσμική κατοχύρωση κι ενίσχυση του εθελοντισμού, στο πλαίσιο της ανάγκης τόνωσης της ατομικής πρωτοβουλίας, της κοινωνικής αλληλεγγγύης και της κοινωνικής συνοχής.
4. Άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος, και προσθήκη παραγράφου 8
Κατά την ως τώρα ερμηνεία κι εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 17 παρ. 1 του Συντάγματος έχει γίνει δεκτό, ιδίως στο πλαίσιο της νομολογίας, ότι οι διατάξεις αυτές καλύπτουν την προστασία μόνον των εμπράγματων δικαιωμάτων.
α) Τούτο όμως έρχεται σε καταφανή αντίθεση προς τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου –κυρίως δε προς τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής- οι οποίες, όπως ερμηνεύονται κι εφαρμόζονται παγίως από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καλύπτουν την προστασία και των ενοχικών δικαιωμάτων. Κατά τούτο προτείνουμε την αναθεώρηση της παραγράφου 1 του άρθρου 17 του Συντάγματος, έτσι ώστε η έννοια της συνταγματικώς προστατευόμενης ιδιοκτησίας να περιλαμβάνει ρητώς και τα ενοχικά δικαιώματα, χωρίς όμως να παραγνωρίζεται η ιδιαιτερότητα της απαιτούμενης προστασίας των εμπράγματων δικαιωμάτων.
β) Περαιτέρω και η πνευματική δημιουργία και, κατά συνέπεια, η πνευματική ιδιοκτησία έχουν ανάγκη στις μέρες μας ιδιαίτερης προστασίας, με δεδομένο ότι οι ραγδαίες εξελίξεις της σύγχρονης τεχνολογίας επιτρέπουν παρεμβάσεις που οδηγούν, συχνά, ως και στην αποδυνάμωσή της. Για τον λόγο αυτόν προτείνουμε την αναθεώρηση της παραγράφου 1 του άρθρου 17 του Συντάγματος, έτσι ώστε στην έννοια της ιδιοκτησίας να περιλαμβάνεται ρητώς και η πνευματική της διάσταση.
γ) Πέραν τούτων, προτείνουμε την ρητή πρόβλεψη –κατά προτίμηση με την προσθήκη νέας παραγράφου 8- στο άρθρο 17 του Συντάγματος ότι οι διατάξεις του εφαρμόζονται και στην περίπτωση απαλλοτριώσεων που κηρύσσονται κατ’ εφαρμογήν της πολεοδομικής νομοθεσίας. Έτσι, το άρθρο αυτό θα καταλαμβάνει ρητώς όλες τις περιπτώσεις απαλλοτρίωσης. Η προσθήκη αυτή κρίνεται επιβεβλημένη, εξαιτίας των αμφισβητήσεων που έχουν αρκετές φορές εγερθεί, λόγω της πρακτικής αρμόδιων φορέων να κηρύσσουν αναγκαστική απαλλοτρίωση στις παραπάνω περιπτώσεις χωρίς να διαθέτουν τους απαιτούμενους πόρους για την καταβολή της αποζημίωσης στους δικαιούχους. Η πρακτική αυτή έχει ως αποτέλεσμα την δέσμευση της ιδιοκτησίας για μακρό χρονικό διάστημα, χωρίς αποζημίωση, πλήττοντας τελικά τον ίδιο τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Η προαναφερθείσα αδυναμία της διατύπωσης του άρθρου 17 του Συντάγματος καταδεικνύεται και από την σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, στο πλαίσιο της οποίας, και λόγω της υφιστάμενης διατύπωσης, το Δικαστήριο τούτο αναγκάσθηκε να κρίνει ότι οι διατάξεις του άρθρου 17 δεν εφαρμόζονται στις απαλλοτριώσεις που κηρύσσονται κατ’ εφαρμογήν της πολεοδομικής νομοθεσίας (ρυμοτομούμενα ακίνητα, απαλλοτριώσεις για τη δημιουργία δρόμων, κοινόχρηστων χώρων κ.λπ.).
Με την προτεινόμενη τροποποίηση διασφαλίζεται επαρκώς η προστασία του πυρήνα του ατομικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας, χωρίς να θίγεται, ούτε κατ' ελάχιστον, ο αντίστοιχος κοινωνικός του χαρακτήρας και, κατ’ επέκταση, η άσκησή του σύμφωνα με την κατά το Σύνταγμα αποστολή του.
5. Άρθρα 24 παρ. 1 και 2 κι ερμηνευτική δήλωση (και 117 παράγραφοι 3 και 4) του Συντάγματος
Το άρθρο 24 αποτέλεσε αντικείμενο αναθεώρησης το έτος 2001, σε μία προσπάθεια αφενός εξισορρόπησης και συγκερασμού της προστασίας των δασών και των δασικών εκτάσεων από καταστροφικές ανθρώπινες επεμβάσεις. Και, αφετέρου, της δυνατότητας τόσον της Νομοθετικής όσον και της Εκτελεστικής Εξουσίας ν’ ασκήσουν ακώλυτα και σύμφωνα με το Σύνταγμα τις αρμοδιότητές τους. Με την αναδιατύπωση που προωθήθηκε επετράπη, μεταξύ άλλων, η αλλαγή προορισμού και για τα ιδιωτικά δάση και τις ιδιωτικές δασικές εκτάσεις, ενώ ως τότε η ευχέρεια αυτή ίσχυε μόνον για τα δημόσια δάση. Σκοπός της αναθεώρησης αυτής ήταν κυρίως η αντιμετώπιση των αδιεξόδων στα οποία οδήγησε, σ’ αρκετές περιπτώσεις, ο απόλυτος χαρακτήρας της προϊσχύουσας μεταβολής, αλλά και η εξυπηρέτηση της οικείας δημόσιας ωφέλειας. Παράλληλα, τόσο πριν από το έτος 2001 όσον και μετά, η νομολογία, ερμηνεύοντας το άρθρο 24 σε συνδυασμό με το άρθρο 117 παράγραφος 3 και κάνοντας σημαντική προσπάθεια να περισώσει τον δασικό πλούτο της Χώρας, είχε οδηγηθεί, σ’ ορισμένες περιπτώσεις, σ’ ανελαστικές παραδοχές ως προς τις δασικές εκτάσεις, που παραγνώριζαν πραγματικές καταστάσεις διαμορφωμένες εδώ και δεκαετίες, μην εξυπηρετώντας πάντοτε το δημόσιο συμφέρον με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και καταλήγοντας συχνά σ’ ανεπιεικείς λύσεις. Για τους λόγους αυτούς χρειάζεται μια διορθωτικού χαρακτήρα παρέμβαση στα άρθρα 24 και 117 παράγραφοι 3 και 4 του Συντάγματος. Έτσι ώστε, χωρίς να θίγεται ούτε κατ’ ελάχιστον η συνταγματική προστασία δασών και δασικών εκτάσεων, να καταστεί δυνατή η αντιμετώπιση, δεσμευτικώς για το νομοθέτη και τα δικαστήρια, των όποιων ακραίων καταστάσεων.
α) Στο πλαίσιο αυτό προτείνουμε, κατά πρώτον, την περαιτέρω προστασία εκτάσεων, εφόσον αυτές ήταν αναμφισβητήτως δάση ή δασικές εκτάσεις κατά την 11η Ιουνίου 1975, οπότε και τέθηκε σε ισχύ το Σύνταγμά μας. Το χρονικό αυτό σημείο επελέγη, προκειμένου τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία να είναι σχετικώς πρόσφατα και να επιτρέπουν την αποτύπωση της πραγματικής εικόνας του δασικού πλούτου της Χώρας. Αυτό σημαίνει ότι, για την θεμελίωση του δασικού ή μη χαρακτήρα μιας έκτασης, δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη στοιχεία προγενέστερα του χρόνου τούτου, π.χ. αεροφωτογραφίες του έτους 1940 ή και μεταγενέστερες. Η λύση που προτείνουμε διευρύνει την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων, αφού οποιαδήποτε μεταβολή τους, μετά την 11η Ιουνίου 1975, λόγω πυρκαγιάς ή αποψίλωσης ή για οποιονδήποτε άλλον λόγο, δεν θα λαμβάνεται υπόψη. Και τα δάση ή οι δασικές εκτάσεις θα κηρύσσονται και θα παραμένουν υποχρεωτικώς αναδασωτέες, με την πρόβλεψη αυστηρών κυρώσεων στον σχετικό εκτελεστικό νόμο.
β) Με την σημερινή διατύπωση οι εκτάσεις αυτές είναι δυνατόν ν’ αλλάξουν προορισμό, όπως προβλέπει και το ισχύον Σύνταγμα στο άρθρο 24 παράγραφος 1, εδ. ε', εφόσον προέχει, για λόγους εθνικής οικονομίας, η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη χρήση, την οποία επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον. Κάνοντας την επιβαλλόμενη -και με βάση την αρχή της αναλογίας- διάκριση μεταξύ δασών και δασικών εκτάσεων προτείνουμε, προκειμένου για τις δασικές εκτάσεις, την υπαγωγή τους στην ίδια ρύθμιση μ’ εκείνη των περιπτώσεων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού της Χώρας, που καταστρώνεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 24. Έτσι ώστε σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις να θεωρείται μεν δεδομένη η συνδρομή δημόσιου συμφέροντος, αλλά να επιτρέπεται η μεταβολή του προορισμού των δασικών εκτάσεων μόνον με την ταυτόχρονη διασφάλιση όρων καλύτερης διαβίωσης.
γ) Επισημαίνεται ότι οι προτεινόμενες ρυθμίσεις συμβαδίζουν και με την «αρχή της αειφορίας» -ή της «βιώσιμης ανάπτυξης», ο όρος αυτός χρησιμοποιείται διεθνώς και πρέπει μάλλον να προκριθεί έναντι του πρώτου- που εισήχθη στο πλαίσιο της Αναθεώρησης του έτους 2001 (εδ. β', παρ. 1, άρθρο 24 Σ). Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης επιβάλλει μεν την διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος και για τις επερχόμενες γενεές, χωρίς όμως ν’ αποκλείει και την αξιοποίησή του, δηλαδή την λήψη εκείνων των μέτρων που είναι σε κάθε περίπτωση αναγκαία για την περαιτέρω ανάπτυξη, ιδίως οικονομική, της παρούσας γενεάς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο όχι μόνον δεν απαγορεύεται η αξιοποίηση του περιβάλλοντος αλλά, όλως αντιθέτως, εν όψει της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης και των άρθρων 5 παρ. 1, 17 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, αυτή επιβάλλεται, αρκεί να εξασφαλίζεται και η επιβίωση των μελλοντικών γενεών. Μ’ άλλες λέξεις, οι θεμιτές επεμβάσεις που μπορούν να γίνουν στο περιβάλλον δεν πρέπει να είναι τέτοιας έκτασης, ώστε να υποθηκεύεται το μέλλον των επερχόμενων γενεών. Και, πάντως, όλες οι περιπτώσεις μεταβολής του προορισμού των δασών και δασικών εκτάσεων θα πρέπει να γίνονται εντός των ορίων της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας.
6. Άρθρο 29 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος
Η σύγχρονη βαθειά οικονομική και, επέκεινα, κοινωνική κρίση έχει επηρεάσει ευθέως τον θεσμικό και πολιτικό ρόλο των Πολιτικών Κομμάτων. Και μάλιστα τόσον ως προς την δημοκρατική οργάνωση και λειτουργία τους όσον και ως προς τα οικονομικά τους και, ιδίως, τα οικονομικά και το «πόθεν έσχες» των Βουλευτών. Παρίσταται, λοιπόν, ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 29 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, προς την ακόλουθη κατεύθυνση:
α) Οι ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος, ενώ καθιερώνουν την αρχή ότι η οργάνωση και η δράση των πολιτικών κομμάτων οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, είναι εξαιρετικά αόριστες ως προς τις εγγυήσεις τήρησης της αρχής αυτής στο πεδίο της ίδρυσης και λειτουργίας τους στη συνέχεια. Για τον λόγο αυτόν προτείνουμε την αναθεώρηση της παρ. 1 του άρθρου 29 του Συντάγματος και την ευθεία σύνδεση των νέων διατάξεών του με τις, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, υπό αναθεώρηση διατάξεις του άρθρου 100 του Συντάγματος περί Συνταγματικού Δικαστηρίου, ώστε, πάντοτε βεβαίως χωρίς να θίγεται το θεμελιώδες πολιτικό δικαίωμα ίδρυσης πολιτικού κόμματος:
α1) Πρώτον, η ως άνω δικαστική αρχή, που θα δέχεται τις αιτήσεις ίδρυσης Πολιτικών Κομμάτων, να ελέγχει με ουσιαστικό τρόπο το αν και κατά πόσον το καταστατικό τους και τ’ ανάλογα εχέγγυα οδηγούν στην διαπίστωση ότι το υπό ίδρυση κάθε φορά Κόμμα δεσμεύεται επαρκώς να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Πολύ δε περισσότερο το αν και κατά πόσον το καταστατικό αυτό αντιτίθεται στην ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
α2) Δεύτερον, η ίδια ως άνω δικαστική αρχή να έχει την αρμοδιότητα από τη μια πλευρά ελέγχου της, μετά την ίδρυσή του Πολιτικού Κόμματος, δραστηριότητάς του αναφορικά με την πραγματική εξυπηρέτηση της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Και, από την άλλη πλευρά, επιβολής των κατάλληλων κυρώσεων, αν το in concreto Πολιτικό Κόμμα προδήλως, εμπράκτως και κατ’ εξακολούθηση στρέφεται εναντίον της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.
β) Το αίτημα για ουσιαστικό έλεγχο των οικονομικών των Πολιτικών Κομμάτων, ώστε να υπάρχει πλήρης διαφάνεια των δραστηριοτήτων τους ειδικώς σ’ ό,τι αφορά τις λειτουργικές και τις εκλογικές τους δαπάνες, εντάσσεται στην γενικότερη προσπάθεια για την ενίσχυση της διαφάνειας στον δημόσιο βίο και για την αποκατάσταση της σχέσης αξιοπιστίας κι εμπιστοσύνης ανάμεσα στην πολιτική κοινωνία και την κοινωνία των πολιτών. Στο ίδιο πλαίσιο ανήκει η επιδίωξη της εμπέδωσης της διαφάνειας και για τις αντίστοιχες δαπάνες των Βουλευτών και των υποψήφιων Βουλευτών, συμπεριλαμβανομένου και του «πόθεν έσχες» αυτών. Για τους λόγους αυτούς είναι αναγκαία η πρόβλεψη ότι βασική πηγή χρηματοδότησης των Πολιτικών Κομμάτων είναι ο κρατικός προϋπολογισμός, μ’ αυστηρότερους περιορισμούς ως προς την χρηματοδότηση από ιδιωτικές πηγές, οι οποίες συνιστούν την εξαίρεση. Η πρόβλεψη αυτή θα πρέπει να συνδυασθεί με την καθιέρωση συστήματος αποτελεσματικού ελέγχου τόσον του τρόπου απόκτησης των περιουσιακών στοιχείων των Βουλευτών μετά την εκλογή τους, όσο και των δαπανών τους. Αφού, κατά γενική παραδοχή, το σημερινό σύστημα ελέγχου, ουσιαστικώς από την ίδια την Βουλή, αφενός δεν απέδωσε τ’ αναμενόμενα αποτελέσματα. Και, αφετέρου, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη στους πολίτες, λόγω της σύμπτωσης σ’ αυτήν της ιδιότητας του ελέγχοντος και του ελεγχόμενου. Προτείνεται, συνεπώς, ν’ ανατεθεί η ελεγκτική αυτή αρμοδιότητα σε ειδικό τμήμα του Συνταγματικού Δικαστηρίου που, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, προβλέπεται να συσταθεί κατ’ αναθεώρηση του άρθρου 100 του Συντάγματος. Στο Δικαστήριο αυτή θ’ ανήκει, υπό τις ειδικότερες προϋποθέσεις που θα ορίσει εκτελεστικός νόμος, και:
β1) Ο έλεγχος της διαφάνειας των οικονομικών των Πολιτικών Κομμάτων. Ειδικότερα δε των λειτουργικών κι εκλογικών τους δαπανών, ώστε να περιορίζονται στο πλαίσιο που ορίζει ο νόμος. Εδώ εντάσσεται και η δυνατότητα απαγόρευσης της χρήσης ραδιοτηλεοπτικού χρόνου πέραν από τον προβλεπόμενο από το νόμο.
β2) Ο έλεγχος των προεκλογικών και λειτουργικών δαπανών των Βουλευτών και των υποψήφιων Βουλευτών.
β3) Ο ετήσιος έλεγχος το «πόθεν έσχες» των Βουλευτών και των μελών της Κυβέρνησης, καθώς και η επιβολή των σχετικών κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένης και της έκπτωσης από το βουλευτικό αξίωμα, ανάλογα με την βαρύτητα της παράβασης. Η τελευταία αυτή αρμοδιότητα του Συνταγματικού Δικαστηρίου θα μπορεί να επεκταθεί, με ειδικό νόμο, στον έλεγχο του «πόθεν έσχες» και άλλων κατηγοριών δημόσιων λειτουργών.
7. Άρθρα 30 παρ. 1, εδ. β΄, 32 παρ. 1, 3, 4 και 5, 35 παρ. 2 και 3, 39, 41 παρ. 2 και 5, 42 παρ. 1, 44 παρ. 2 και 3, και 49 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος
Η συνταγματική αναθεώρηση του 1986 αποψίλωσε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας από σημαντικές αρμοδιότητες, αποδυναμώνοντας αντιστοίχως τον ρυθμιστικό του ρόλο και οικοδομώντας ένα, σχεδόν αμιγώς, πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα διακυβέρνησης. Έτσι όμως αποστεώθηκε και η εξισορροπητική δύναμη εκείνων των θεσμικών και πολιτικών αντιβάρων, τα οποία κατά την αρχική μορφή του Συντάγματος του 1975 διασφάλιζαν, ιδίως σε κρίσιμες περιόδους όπως η σημερινή, την ομαλή κι αποτελεσματική άσκηση της Εκτελεστικής Εξουσίας σ’ επίπεδο κορυφής. Την κατάσταση αυτή επιδεινώνει, με την σειρά του, και ο τρόπος εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας. Συγκεκριμένα δε η ιδιόμορφη σύνδεση της εκλογής του με την διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών. Η οποία χρησιμοποιήθηκε, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, από την Αντιπολίτευση περισσότερο ως μέσο πρόκλησης βουλευτικών εκλογών παρά, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, ως διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας. Παρίσταται λοιπόν ανάγκη διορθωτικής αναθεώρησης των περί Προέδρου της Δημοκρατίας διατάξεων του Συντάγματος, τόσον ως προς την εκλογή του όσον και ως προς την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, προκειμένου ο θεσμός να διαδραματίσει τον κατά την φύση του και κατά την ορθολογική δημοκρατική λειτουργία του Πολιτεύματος ρυθμιστικό του ρόλο. Με βάση λοιπόν το ως άνω σκεπτικό προτείνουμε την αναθεώρηση των ακόλουθων διατάξεων του Συντάγματος:
α) Των διατάξεων του άρθρου 30 παρ. 1, εδ. β΄, 32 παρ. 1, 3, 4 και 5 και 41 παρ. 5, ως προς την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Και τούτο προκειμένου ν’ αποσυνδεθεί πλήρως το ενδεχόμενο μη εκλογής του από την καθ’ οιονδήποτε τρόπο διενέργεια βουλευτικών εκλογών. Πράγμα που μπορεί να επιτευχθεί είτε δια της άνευ περιορισμών επανάληψης της ως άνω τρίτης ψηφοφορίας, βεβαίως με την ίδια πάντα πλειοψηφία. Είτε δια της προσφυγής στο Εκλογική Σώμα, αλλ’ αποκλειστικώς για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας ευθέως απ’ αυτό, πλην όμως με υποψηφίους μόνον εκείνους, οι οποίοι είχαν παραδεκτώς προταθεί και είχαν μετάσχει στην αγόνως εξελιχθείσα εκλογική διαδικασία. Σ’ αυτή την περίπτωση είναι, προφανώς, αναθεωρητέο και το άρθρο 41 παρ. 5, δεδομένου ότι δεν θα τίθεται πλέον ζήτημα υποχρεωτικής διάλυσης της Βουλής. Επιπλέον, ο έλεγχος και η απόφανση ως προς το κύρος των αποτελεσμάτων της κατά τ’ ανωτέρω εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από το Εκλογικό Σώμα πρέπει ν’ ανατεθούν στο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο προτείνουμε να ιδρυθεί μέσω της αναθεώρησης του άρθρου 100 του Συντάγματος, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα.
β) Επιμέρους διατάξεων ως προς τις αρμοδιότητές του, ώστε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν’ ανακτήσει ορισμένες από εκείνες που είχαν καθιερωθεί κατά την αρχική διατύπωση κι εφαρμογή του Συντάγματος του 1975. Πρόκειται για τις διατάξεις:
β1) Του άρθρου 39, το οποίο καταργήθηκε μαζί με το προβλεπόμενο απ’ αυτές Συμβούλιο της Δημοκρατίας. Προτείνεται λοιπόν η επαναφορά του άρθρου τούτου, με μόνο στόχο όμως την καθιέρωση της αρμοδιότητας του Προέδρου της Δημοκρατίας να συγκαλεί, σε σοβαρές κατά την κρίση του εθνικές περιστάσεις, το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών των Κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή. Διευκρινίζεται, ότι η ως σήμερα πρακτική σύγκλησης του Συμβουλίου τούτου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δεν προβλέπεται από το Σύνταγμα αλλά στηρίζεται σε δημιουργηθείσα, κυρίως μετά το 1992, Συνθήκη του Πολιτεύματος, η εφαρμογή της οποίας όμως, όπως έχει καταδείξει η έκτοτε πολιτική εμπειρία, υπήρξε προβληματική.
β2) Του άρθρου 41 παρ. 2, με στόχο την αυστηρότερη οριοθέτηση της αρμοδιότητας της Κυβέρνησης να προτείνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας πρόωρη διάλυση της Βουλής για ανανέωση της λαϊκής εντολής. Έτσι η πρότασή μας αυτή βαίνει και προς την κατεύθυνση της, κατά το δυνατόν, ασφαλέστερης ολοκλήρωσης της τετραετούς βουλευτικής περιόδου, κατά το άρθρο 53 παρ. 1, εδ. α΄ του Συντάγματος.
β3) Του άρθρου 42 παρ. 1, προκειμένου ν’ ανακτήσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας την κυρωτική νομοθετική του αρμοδιότητα και να μην περιορίζεται πλέον στην απλή έκδοση και δημοσίευση των νόμων. Επισημαίνεται ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο προστίθεται και μια ακόμη ασφαλιστική δικλείδα ενίσχυσης του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, η οποία μάλιστα παρουσιάζει το σημαντικό πλεονέκτημα της αποτελεσματικής προληπτικής λειτουργίας της, κυρίως δια της οδού της ενδεχόμενης εκ των προτέρων –ήτοι προ της κατάθεσης του σχεδίου νόμου στη Βουλή- συνεννόησης μεταξύ Προέδρου της Δημοκρατίας και Κυβέρνησης.
β4) Του άρθρου 44 παρ. 2, προς την κατεύθυνση της εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας προκήρυξης δημοψηφίσματος όχι μόνο με πρωτοβουλία της Κυβέρνησης και της Βουλής αλλά: Πρώτον και με δική του, αποκλειστικώς, πρωτοβουλία μόνον όμως για κρίσιμα εθνικά θέματα, κατά το πρότυπο του αρχικού άρθρου 44 παρ. 2 του Συντάγματος. Η πρότασή μας αυτή είναι συνεπής προς την γενικότερη στόχευση της ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, προκειμένου ν’ αποκατασταθεί ο κατά το Σύνταγμα ρυθμιστικός του ρόλος. Δεύτερον, φυσικά υπό τις πρόσφορες προϋποθέσεις, και δια της οδού της λαϊκής πρωτοβουλίας. Και μάλιστα τόσον νομοθετικού δημοψηφίσματος όσον και δημοψηφίσματος για κρίσιμα εθνικά θέματα. Στόχος της πρότασης αυτής είναι, όπως αυτονοήτως προκύπτει από το περιεχόμενό της, ο πολλαπλασιασμός και η ενίσχυση των θεσμών άμεσης δημοκρατίας. Διευκρινίζεται, ότι ο αριθμός των πολιτών που θα μπορούν ν’ αναλάβουν μια τέτοια λαϊκή πρωτοβουλία θα πρέπει να προσδιορίζεται ως ποσοστό, και δη σημαντικό, του Εκλογικού Σώματος, για να μην συντρέχει κίνδυνος καταχρηστικής άσκησης του σχετικού δικαιώματος.
β5) Του άρθρου 44 παρ. 3, προκειμένου ν’ ανακτήσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας την αρμοδιότητά του ν’ απευθύνει διαγγέλματα δίχως την σύμφωνη γνώμη του Προέδρου της Κυβέρνησης. Η αρμοδιότητα αυτή εμφανίζεται ως αυτονόητη συνέπεια της κατά τ’ ανωτέρω ενίσχυσης του θεσμικού και πολιτικού ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας.
β6) Του άρθρου 35 παρ. 2 και 3, έτσι ώστε τούτο να προσαρμοσθεί, ως προς το ζήτημα της προσυπογραφής ή μη των πράξεων του Προέδρου της Δημοκρατίας, προς την προαναφερόμενη διεύρυνση του εν γένει πλαισίου των αρμοδιοτήτων του.
γ) Των διατάξεων του άρθρου 49 παρ. 2 και 3, ως προς τις ευθύνες του Προέδρου της Δημοκρατίας. Και τούτο για να καταστεί δυνατή, εφόσον κριθεί αναγκαίο, η προσαρμογή τους στις νέες ρυθμίσεις, οι οποίες θα προκύψουν μετά την αναθεώρηση των διατάξεων του άρθρου 86 του Συντάγματος περί ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα.
8. Άρθρα 51 παρ. 1, 53 παρ. 1 και 2, 54 παρ. 1 και 3, 56 παρ. 1, εδ. α΄, 58, 60 παρ. 2, 62, 63, 68 παρ. 2 και 3, 70 παρ. 6, 73 παρ. 3 και 4, 74 παρ. 1, 2 και 6, 75, 78, προσθήκη παραγράφων 6 και 7, και 79, προσθήκη παραγράφου 9, του Συντάγματος
Η βαθειά οικονομική και κοινωνική κρίση που βιώνει ο Ελληνικός Λαός έχει ασκήσει, όπως ήδη επανειλημμένως τονίσθηκε, καταλυτική επιρροή και στο πεδίο των θεσμών, ιδίως δε εκείνων της Νομοθετικής Εξουσίας. Οι κείμενες διατάξεις του Συντάγματος, ακόμη και μετά τις διαδοχικές αναθεωρήσεις τους, αποδεδειγμένως δεν επαρκούν πλέον προκειμένου η Νομοθετική Εξουσία να διαδραματίσει τον ρόλο της σύμφωνα με την αποστολή της και, πρωτίστως, ν’ αποτελέσει πραγματικό θεσμικό αντίβαρο στην παγιούμενη οιονεί «κυριαρχία» της Εκτελεστικής Εξουσίας και σε νομοπαραγωγικό, ακόμη, επίπεδο. Εξ ου και αναδεικνύεται προδήλως αναγκαία η ενίσχυση της Νομοθετικής Εξουσίας, ώστε ν’ ανταποκριθεί αποδοτικώς στις σύγχρονες προκλήσεις της θεσμικής και πολιτικής της αποστολής. Τούτο προϋποθέτει αναθεωρητική παρέμβαση ως προς τρεις κατηγορίες διατάξεων του Συντάγματος: Ήτοι πρώτον, ως προς τις διατάξεις του εκείνες που αφορούν την ανάδειξη και την συγκρότηση της Βουλής. Δεύτερον, ως προς τις διατάξεις του εκείνες που αφορούν το θεσμικό καθεστώς των Βουλευτών. Και, τρίτον, ως προς τις διατάξεις του εκείνες που αφορούν τον κοινοβουλευτικό έλεγχο και την, lato sensu, άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας της Βουλής και της αντίστοιχης νομοπαραγωγικής δραστηριότητας. Με γνώμονα τον κατά τ’ ανωτέρω θεσμικό και πολιτικό προσανατολισμό προτείνουμε την αναθεώρηση των ακόλουθων άρθρων του Συντάγματος, που ρυθμίζουν την οργάνωση και λειτουργία της Νομοθετικής Εξουσίας:
α) Κατά πρώτο λόγο των εξής άρθρων, τα οποία αφορούν την ανάδειξη και την συγκρότηση της Βουλής, ως κορυφαίου οργάνου της Πολιτείας, λόγω της αυξημένης δημοκρατικής της νομιμοποίησης.
α1) Του άρθρου 51 παρ. 1, προκειμένου να μειωθεί ο αριθμός των Βουλευτών, εφόσον αποφασισθεί αναθεωρητικώς ότι ο σημερινός αριθμός είναι μεγάλος. Τούτο μπορεί να επιτευχθεί μέσω της πρόβλεψης ότι ο αριθμός των Βουλευτών δεν μπορεί να είναι μικρότερος από εκατόν πενήντα ούτε μεγαλύτερος από διακόσιους. Σ’ αυτήν την περίπτωση προτείνουμε να κριθεί, συνδυαστικώς, αναθεωρητέο και το άρθρο 54 παρ. 3, ώστε ν’ αναπροσαρμοσθεί, εάν βεβαίως θεωρηθεί τελικώς απαραίτητο, το ποσοστό των Βουλευτών που εκλέγονται ενιαίως σ’ ολόκληρη την Επικράτεια. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της αναθεώρησης και του άρθρου 54 παρ. 3 –ενδεχομένως σε συνδυασμό με το άρθρο 53 παρ. 2- πρέπει να διευκρινισθεί, με συγκεκριμένη ρύθμιση, πως αντιμετωπίζεται το ζήτημα που δημιουργείται όταν, μετά την παραίτηση Βουλευτή Επικρατείας, παραιτούνται και όλοι οι αναπληρωματικοί του στον κατάλογο των ομοίων υποψηφίων Βουλευτών του οικείου Πολιτικού Κόμματος.
α2) Του άρθρου 53 παρ. 1 και 2, το οποίο καθιερώνει την ρύθμιση ότι οι Βουλευτές εκλέγονται για τέσσερα συνεχή έτη, που αρχίζουν από την ημέρα των γενικών εκλογών καθώς και την ρύθμιση περί αναπληρωματικών εκλογών. Η αναθεώρηση του άρθρου τούτου κρίνεται αναγκαία λόγω της, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, αναθεώρησης και του άρθρου 81 παρ. 3 και 4, προκειμένου να καθιερωθεί μια μορφή ασυμβιβάστου μεταξύ Βουλευτή και μέλους της Κυβέρνησης ή Υφυπουργού, για τους λόγους που αναλύονται εκεί. Πραγματικά, εφόσον καθιερωθεί το ασυμβίβαστο αυτό, η απόλυτη διατύπωση κυρίως του άρθρου 53 παρ. 1 ως προς την διάρκεια της θητείας του Βουλευτή καθίσταται ανεφάρμοστη στην πράξη. Οπότε, η ως άνω διατύπωση πρέπει να διαφοροποιηθεί, αντιστοίχως, κατά χρόνο. Συναφώς, πρέπει να κριθεί ως αναθεωρητέο και το άρθρο 60 παρ. 2, ιδίως ως προς την αδυναμία ανάκλησης της παραίτησης από το βουλευτικό αξίωμα, προφανώς για να προσαρμοσθεί στις αναθεωρημένες πλέον διατάξεις του άρθρου 81 παρ. 3 και 4, εφόσον βεβαίως δι’ αυτών προβλεφθεί και ανάκτηση της βουλευτικής ιδιότητας, εκ μέρους εκείνου που την απώλεσε για να μετάσχει στην Κυβέρνηση, μετά την καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποχώρησή του απ’ αυτήν. Περαιτέρω όμως η αναθεώρηση του άρθρου 53 παρ. 1 και 2 κρίνεται αναγκαία προκειμένου να καθιερωθεί συνταγματικώς η αρχή ότι η, για οιονδήποτε λόγο, πρόωρη διάλυση της Βουλής, ήτοι η διάλυσή της πριν την ολοκλήρωση της τετραετούς κοινοβουλευτικής περιόδου, συνεπάγεται εκλογή της νέας Βουλής μόνο για το χρονικά διάστημα που απομένει ως την συμπλήρωση της τετραετίας. Με μόνη εξαίρεση την περίπτωση όπου οι πρόωρες εκλογές προκηρύσσονται κατά το τελευταίο εξάμηνο της τετραετούς κοινοβουλευτικής περιόδου. Είναι προφανές ότι η πρότασή μας αυτή, όπως κι εκείνη περί αναθεώρησης του άρθρου 41 παρ. 2 κατά τ’ ανωτέρω, βαίνει προς την κατεύθυνση της, κατά το δυνατόν, ασφαλέστερης ολοκλήρωσης της τετραετούς κοινοβουλευτικής περιόδου.
α3) Του άρθρου 54 παρ. 1, ως προς το εκλογικό σύστημα. Και τούτο προς δύο κατευθύνσεις: Η πρώτη προσδιορίζεται από την ανάγκη ρητής καθιέρωσης μιας μορφής αναλογικού συστήματος, με δεδομένο το γεγονός ότι η ως τώρα κοινοβουλευτική μας εμπειρία έχει καταδείξει πως το αναλογικό σύστημα ανταποκρίνεται περισσότερο στις ανάγκες διεύρυνσης της δημοκρατικής νομιμοποίησης της Βουλής, συνακόλουθα δε της Κυβέρνησης, η οποία ούτως ή άλλως στηρίζεται στην εμπιστοσύνη της Βουλής. Και η δεύτερη προσδιορίζεται από την ανάγκη καθιέρωσης αποτελεσματικότερων εγγυήσεων για την αποφυγή της συχνής –και μάλιστα με αμιγώς κομματικά κριτήρια- αλλαγής του εκλογικού συστήματος. Έτσι θα μπορούσε να θεσπισθεί η αρχή ότι εν πάση περιπτώσει- και όχι μόνον ως προς την άμεση έναρξη ισχύος του σχετικού εκλογικού νόμου- η αλλαγή του εκλογικού συστήματος μπορεί να επέλθει μόνον δια νόμου, ο οποίος ψηφίζεται μ’ αυξημένη πλειοψηφία. Π.χ. των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των Βουλευτών.
α4) Του άρθρου 56 παρ. 1, εδ. α΄, προκειμένου να καταργηθεί το ισχύον σήμερα ασυμβίβαστο μεταξύ Βουλευτή και αιρετού μονοπρόσωπου οργάνου των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, πλην όμως πρώτου βαθμού και μόνον. Πραγματικά, η τρέχουσα πολιτική εμπειρία έχει καταδείξει ότι καταξιωμένα πρόσωπα, που έχουν εκλεγεί στην κορυφή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού, μπορούν να συνεισφέρουν πολλά και στον κοινοβουλευτικό στίβο. Και τούτο δίχως η παράλληλη άσκηση των καθηκόντων τους να θέτει εμπόδια στην αυτοδιοικητική τους αποστολή, ακριβώς λόγω της έκτασης των αρμοδιοτήτων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού και της δυνατότητας εσωτερικής οιονεί «αποκέντρωσης» των αρμοδιοτήτων της σ’ άλλα αιρετά όργανα των ως άνω οργανισμών.
α5) Του άρθρου 58, ως προς τον έλεγχο των βουλευτικών εκλογών και την εκδίκαση των διαφορών σχετικά με το κύρος τους. Η αναθεώρηση του άρθρου τούτου καθίσταται αναγκαία ενόψει της, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, πρότασής μας για την σύσταση Συνταγματικού Δικαστηρίου και την συνακόλουθη αναθεώρηση του άρθρου 100. Και τούτο διότι, σύμφωνα με την πρότασή μας αυτή, αναδιατάσσονται και οι αρμοδιότητες και η δικαιοδοσία του σήμερα λειτουργούντος Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, ύστερα από την συνταγματική μετεξέλιξή του.
β) Κατά δεύτερο λόγο των εξής άρθρων, τα οποία αφορούν τα καθήκοντα και δικαιώματα των Βουλευτών, καθώς και την οργάνωση και λειτουργία της Βουλής κατά την άσκηση των νομοθετικών της αρμοδιοτήτων και του κοινοβουλευτικού ελέγχου:
β1) Του άρθρου 62, το οποίο καθιερώνει τον θεσμό της βουλευτικής ασυλίας. Η διάταξη αυτή συνδέεται στενά με την διάταξη του άρθρου 61, η οποία θεσπίζει το ανεύθυνο των Βουλευτών για γνώμη ή ψήφο που έδωσαν κατά την άσκηση των βουλευτικών τους καθηκόντων. Οι δύο αυτές διατάξεις δημιουργούν ένα πλέγμα προστασίας του Βουλευτή, ώστε ν’ ασκεί ελεύθερα κι ανεμπόδιστα το λειτούργημά του, ανεπηρέαστος από καταχρηστικές απειλές και διώξεις, οι οποίες συχνά υποκρύπτουν πολιτικά κίνητρα ή γίνονται αβασάνιστα ή είναι προφανώς αστήρικτες. Ενώ, όμως, η διάταξη του άρθρου 61 είναι πλήρως δικαιολογημένη, καθώς είναι συνυφασμένη με την άσκηση των καθηκόντων του Βουλευτή, το άρθρο 62 εισάγει μια προνομιακή, σε σχέση με τους λοιπούς πολίτες, αντιμετώπιση του Βουλευτή, και μάλιστα για αδικήματα που δεν συνδέονται ευθέως με την βουλευτική ιδιότητα. Το γεγονός αυτό διαμορφώνει ένα υπέρμετρα ευρύ κι αδικαιολόγητα ευνοϊκό καθεστώς ασυλίας για τους Βουλευτές κατά την διάρκεια της θητείας τους –ακόμη και προκειμένου για αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου- η οποία δεν συνάδει με το κοινό περί δικαίου αίσθημα ούτε με την αρχή της ίσης μεταχείρισης των ουσιωδώς όμοιων περιπτώσεων.