Όχι, ρε συ, γείτονα,
νοικοκυραίε. Όχι, δεν έχω εσένα στο νου μου όταν λέω ότι πρέπει να
κάνομε λογιστικό έλεγχο του δημόσιου χρέους μας. Γιατί αν μίλαγα για
σένα και για τα πενήντα χιλιάρικα που κατά μέσο όρο έκλεβες κάθε χρόνο
από την εφορία, πες 500 χιλιάρικα στη δεκαετία, θα έχανα το χρόνο μου.
Γιατί αν λογαριάσομε ότι σαν κι εσένα είναι δυο-τρία εκατομμύρια
μικρομεσαίοι επαγγελματίες κι όλοι μαζί, κάτι βουτήξατε, τι θα
κερδίσομε? Πόσα μαζεύονται, όλα αυτά που βουτήξατε από το κοινό ταμείο,
από το παγκάρι, στη δεκαετία? Τρεις πέντε δεκαπέντε, ήτοι, σύνολο
ενάμισι δισεκατομμύριο. Τι να σας κάνω εσάς, φτωχοδιάβολοι, που άλλοι τα
φάγατε στην προίκα των κοριτσιών κι άλλοι τα αυγατίσατε? Τρέχα, γύρευε!
Να ροκανίσω τη ραχοκοκαλιά του εθνικού μας κορμού, εσάς που μου
ψηφίζετε δεξιά, κέντρο ή αριστερά? Για τις πενταροδεκάρες? Όχι προς
Θεού. Πόσο μάλλον τώρα, που λέμε: «Δεν Πληρώνω»!
Ούτε στους αξιοσέβαστους
θεωρητικούς οικονομολόγους και στους νομομαθείς απευθύνομαι, παρόλο που
έχουν πολύ καλά νομικά επιχειρήματα για να υποστηρίξουν τη στάση
πληρωμών υπέρ της Ελλάδας –και μάλιστα, εντός του ασφαλέστερου δυνατού,
σήμερα, νομισματικού περιβάλλοντος -του ευρώ, θα συμπλήρωνα. Όχι δεν θα
εμπλακώ σε αυτή τη συζήτηση κυρίως διότι με το θλιβερό και -όπως
αποδείχθηκε από τα πράγματα- δόλιο P.S.I.,
πολλών οι ευθύνες κρύφτηκαν κάτω από το χαλί, τα swaps ωρίμασαν ή
περιτυλίχθηκαν σε άλλα χρηματοοικονομικά εργαλεία. Τρέχα και γύρευε, κι
από δω. Τα ίχνη, βέβαια της προδοσίας έχουν μείνει γραμμένα στα κιτάπια
των κεντρικών και των εμπορικών μας τραπεζών κι αν δεν καταφέρουν να τα
καταστρέψουν οι ιταμοί, μαζί τους θα ασχοληθούν οι ιστορικοί του
μέλλοντος. Πάντως θάφτηκαν τα ίχνη -αυτός ήταν κι ο σκοπός- κάτω από το
κούρεμα, επί Παπαδημοκρατίας!
Επιμένω να
επικεντρώνομαι στο άλλο σκέλος της εξίσωσης. Αυτά που δανειστήκαμε που
πήγαν? Πήγαν όλα σε κοινή ωφέλεια? Όλοι μαζί τα φάγαμε? Ας μιλάμε όμως
για τα χοντρά ψάρια κι όχι για τον τελευταίο υπεργολάβο που
υπερτιμολόγησε τα στοκαρίσματα και τα βαψίματα της νομαρχίας -απευθείας
ανάθεση, ανταμοιβή για τις ψήφους που μάζεψε η γυναίκα του μπογιατζή για
τον κ. Νομάρχη. Όχι, ας μη χαθούμε πάλι στη μετάφραση. Ας μιλάμε γι’
αυτούς που προκαλέσανε τους αλόγιστους αμυντικούς εξοπλισμούς
για να πλουτίσουν παράνομα. Γι’ αυτούς που μας χρέωσαν την Ολυμπιάδα
διπλή και τρίδιπλη και ανήγαγαν την αισχροκέρδεια σε κοινωνική αρετή,
διαφημίζοντάς την, από τον καιρό εκείνο, μέσα από τις ραδιοσυχνότητες
που έχουν καταλάβει. Εποχές μαζικής εθνικής ονείρωξης. Ας μιλάμε γι’
αυτούς που μέχρι σήμερα λυμαίνονται τον δημόσιο πλούτο και ξοδεύουν
αβέρτα από τα γεμάτα σεντούκια τους για να αγοράζουν τη Βουλή μας, την
ψήφο μας και τις ζωές μας. Έτσι πορευόμαστε μέσα σε αυτή τη χυδαία
Τηλεδημοκρατία μας, όπου διαβιούμε...
Πόσα τρισεκατομμύρια φάγανε αυτοί, θέλω να ξέρω -και που τα έχουν κρυμμένα!
Μιλάω για τον ελέφαντα που είναι μέσα στο δωμάτιο και που κανένας δεν θέλει να μιλήσει γι’ αυτόν!
Αλλά πάλι κάναμε ότι δεν
τον είδαμε τον ελέφαντα μέσα στο δωμάτιο, πάλι άτολμοι σταθήκαμε με την
ψήφο μας και -να στο εξομολογηθώ, δε ντρέπομαι: ποτέ δεν πίστευα ότι
αξίζει ο κόπος να σηκωθείς από τον καναπέ σου και να πας να τους
μαυρίσεις όλους αυτούς που σε κοροϊδεύουν κάθε βράδυ, από τις οχτώ μέχρι
τις δέκα, από τα βοθροκάναλά τους.
Δεν αλλάζει ο κόσμος με
την ψήφο, πάντα έτσι δε σου έλεγα? Θυμάσαι που μας δίνανε κάποτε οι
κομματόσκυλοι, στο πανεπιστήμιο, τα δωρεάν αεροπορικά εισιτήρια για να
κατεβαίνομε στο νησί να τους ψηφίζομε? Κι εμείς πηγαίναμε την δωρεάν
αεροπλανάδα μας, πίναμε στο λιμάνι και τη βυσσινάδα μας -και το βραδάκι
παίρναμε το δρόμο του γυρισμού χωρίς καν να πάμε να τους καταψηφίσομε.
Θυμάσαι? Άι σιχτίρ, δεν τους λέγαμε!? Θυμάσαι!
Όμως το πράγμα ήταν διαφορετικό ετούτη τη φορά -γιατί στο λέω από καιρό: Έχομε πόλεμο, μωρό μου!
Πάλι αποτύχαμε, όμως,
μωρό μου, γιατί υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό συνελλήνων -τρομακτικά
μεγάλο- που από φόβο, από βλακεία ή από συμφέρον, πάλι κιότεψε απέναντι
στους μεγαλοεργολάβους που πουλάνε κι αγοράζουν τη ζωή μας τη σκυφτή. Αν
και συχνά σκέφτομαι ότι μπορεί και να τους αδικώ όλους αυτούς τους
συνέλληνες…
Διότι το ψάρι από το κεφάλι βρωμάει κι επειδή οι επικεφαλής του εγχειρήματος, ήταν κι ετούτη τη φορά οι κατώτεροι των περιστάσεων∙
ξανά και συνεχώς! Να, γιατί τη γλύτωσαν κι ετούτη τη φορά τα αρπακτικά!
Αλλά που θα πάει, θα έρθει η ώρα τους… Και των μεν και των δε…