Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

Το Καλύτερο Και Το Χειρότερο: Πράγματα Που Βγήκαν Απ’ Το Σύνταγμα



ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΗ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Την ώρα που το μίσος σκυλεύει το πτώμα μιας κοινωνίας που στ’ αλήθεια ποτέ δεν ζούσε και καμιά τρομερή ζωή, και καθώς η οργή θολώνει μυαλά και αναγκάζει μπούρδες να γραφτούν, χοντράδες να ειπωθούν και βία, πολλή πολλή βία να πλημμυρίσει δρόμους, timelines και walls, ας κάνουμε ένα βηματάκι πίσω κι ας κουβεντιάσουμε το εξής: Το χειρότερο πράγμα που έκανε το «κίνημα» των «Αγανακτισμένων» και η εδώ και ένα μήνα (αφηρημένη, αόριστη) διαμαρτυρία ολόκληρου του Ελληνικού λαού στη χώρα, είναι
ότι πήρε τον (όποιο) διάλογο για την ασθένειά της και τον άλλαξε, τον μετέτρεψε σε μη-διάλογο για τα συμπτώματα. Στην αρχή με αθωότητα και αφέλεια, στη συνέχεια με ολοένα διογκούμενη ενσυνείδητη αφασία, μέχρι που φτάσαμε στο σήμερα, με τη χώρα ημιθανή, και εμάς να έχουμε ξεχάσει ποιο ήταν το θέμα της κουβέντας, το γιατί είμαστε όλοι εδώ και (κάνουμε ότι) συζητάμε.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα ανάποδα, κι ας ξεκινήσουμε από τα καλά.


φωτό: @biglebo

Το καλύτερο πράγμα που βγήκε από το Σύνταγμα

Όπως έχω ξαναγράψει, τα σημαντικότερα καλά της διαμαρτυρίας Ελλήνων πολιτών στο Σύνταγμα τον τελευταίο μήνα είναι δύο: Πρώτον, ότι πολίτες βγήκαν απ’ τα σπίτια τους και πήγαν σε ένα μέρος για να κάνουν (και να μιλήσουν για) πολιτική. Ακόμα κι αν το επίπεδο του διαλόγου ήταν/είναι νηπιακό και η εξαγωγή πολιτικού ή ιδεολογικού περιεχομένου από αυτή τη μη-ζύμωση ήταν/είναι εντελώς αδύνατη, το γεγονός αυτό από μόνο του είναι θετικό από κάθε άποψη, όπως είναι η φυσιοθεραπεία για τον τραυματία. Θέλει πολλή προπόνηση για να δυναμώσουνε οι μυες και να περπατήσεις πάλι, αλλά κάπως πρέπει να κάνεις την αρχή.
Το δεύτερο πολύ σημαντικό πράγμα που γέννησε το Σύνταγμα ήταν μια μορφή διαδήλωσης που πιο πολύ έμοιαζε με πανηγύρια μετά από αθλητικούς αγώνες: Γεμάτη ανθρώπους όλων των ηλικιών, με γιαγιάδες και παππούδες, χωρίς κομματόσκυλα με ντουντούκες (ΟΚ, χωρίς πολλά κομματόσκυλα με ντουντούκες), χωρίς πολιτικό χρώμα και, το σημαντικότερο απ’ όλα: Ειρηνική. Αυτή ήταν και είναι η μεγαλύτερη κατάκτηση του Συντάγματος, το ότι έδειξε στην συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου, αυτή που δεν ασχολείται με πορείες και διαδηλώσεις, ότι κοίτα, γίνεται και έτσι διαμαρτυρία. Αυτά που έγιναν τις τελευταίες δύο μέρες στο Σύνταγμα δεν άμβλυναν αυτή την εικόνα. Το αντίθετο.
Ομολογώ ότι η εύκολη και γρήγορη καταδίκη της αστυνομικής βίας στις παραδοσιακές, κομματικοκρατούμενες ή συνδικαλιστοκρατούμενες διαδηλώσεις μου ήταν πάντα δύσκολη, όχι γιατί πιστεύω ότι τα κρανοφόρα όργανα της τάξης είναι στρουμπουλοί Γκάντι με λουλούδια στην καρδιά, αλλά επειδή πάντα κατέληγαν σε μια κάποιου είδους μάχη, κανονική μάχη, με στρατόπεδα. Έχεις τους κουκουλοφόρους που πετάν μολότοφ και καίνε περιουσίες, βάλε μέσα την ανικανότητα της αστυνομίας στο crowd control (ή σε οτιδήποτε) και κάμποσα αμιγώς Ελληνικά κόμπλεξ και αρρωστημένα ταμπού δεκαετιών, χτύπα τα όλα μαζί στο μίξερ και νάτη η αντίδραση των περισσότερων αποσβολωμένων Ελλήνων που βλέπαν τόσα χρόνια διαδηλώσεις και πορείες να μετατρέπονται η μία μετά την άλλη σε πόλεμο: Αηδία κατά παντός υπευθύνου.
Αυτά που συνέβησαν τις προηγούμενες ημέρες, όμως, είναι κάτι άλλο. Κάτι διαφορετικό. Οι μαρτυρίες πολιτών και το οπτικοακουστικό υλικό είναι καταιγιστικά και δεν αφήνουν περιθώρια για αμφιβολίες. Αυτό που έγινε χτες και προχτές δεν ήταν μια ακόμα μάχη ανάμεσα σε μπάτσους και αναρχικούς, ή μπάτσους και προβοκάτορες, όπως θες πες το ανάλογα με τα ιδεολογικά γυαλιά που φοράς. Η αστυνομία επιτέθηκε στους ειρηνικούς διαδηλωτές, σ’ αυτό το ετερόκλητο πλήθος που, μπορεί στη συνισταμένη του να μη σου γεμίζει το μάτι από διάφορες απόψεις, αλλά αποτελείται από τους φίλους, τους συγγενείς και τους γείτονές σου, όχι από αφιονισμένους νεαρούς και sociopaths.
Τίποτα δεν θα μπορούσε να υπογραμμίσει και να διατρανώσει την αξία του ειρηνικού χαρακτήρα της διαμαρτυρίας των αγανακτισμένων από αυτό το βουβό κενό που ένιωσαν στο στομάχι όλοι οι νοικοκυραίοι που ήταν εκεί ή αυτοί που έβλεπαν τις εικόνες και τα βίντεο και διάβαζαν τα νέα από τα Ίντερνετς. Οι σκηνές των τελευταίων ημερών αποκάλυψαν σε πολλούς το πρόβλημα της αστυνομικής βίας για πρώτη φορά στην πραγματική του διάσταση.
Αυτή η βία δεν ήταν ίδια με τις προηγούμενες –ήταν χειρότερη. Γιατί αυτή η διαδήλωση δεν ήταν ίδια με τις προηγούμενες –ήταν καλύτερη.
Αλλά αυτή η βία, δυστυχώς, πέρα από τους μώλωπες και τα δάκρυα και τα τραύματα (σωματικά και ψυχολογικά) και την απελπισία, προκάλεσε και κάτι άλλο. Υπογράμμισε και κάτι άλλο:

Το χειρότερο πράγμα που βγήκε από το Σύνταγμα

Είναι η επίσημη κατοχύρωση της μυθικής Ελληνικής Αθωότητας. Ο λαός μας ο ίδιος πάντα πίστευε ότι δεν φταίει για τίποτα από όσα κακά συνέβησαν στη χώρα τα τελευταία 35 χρόνια, όπως κάθε Έλληνας ξεχωριστά είναι πάντα σίγουρος ότι δεν ευθύνεται για οτιδήποτε κακό συμβαίνει στη ζωή του. Πάντα φταίνε κάποιοι άλλοι –μόνο κάποιοι άλλοι. Αλλά τώρα αυτό εδραιώνεται ως η επίσημη θέση του απλού, ακομμάτιστου λαού. Είναι πλέον στο τραπέζι, εκφρασμένη. Δεν είναι κάτι που το σκέφτεται καθένας μόνος του, ή κουνάει το κεφάλι επιδοκιμαστικά όταν ακούει το Λαζόπουλο να του το λέει –πια το βροντοφωνάζουν όλοι μαζί στην πλατεία.
Είναι κάτι που το έβλεπες να εξελίσσεται, να αναπτύσσεται οργανικά από τις πρώτες, αθώες Κυριακές και καθώς η αφηρημένη οργή κατακάθιζε, γινόταν απτή, στέρεη, με λεξιλόγιο (αν και καθόλου πιο ουσιαστική). Έβλεπες με τα μάτια σου το λαό να αναβαπτίζεται μέσα από τη δίκαιη οργή του και να αυτό-επιβεβαιώνει το δίκιο του για τα πάντα.
Από το πλήθος των αγανακτισμένων δεν λείπει μόνο η γνώση -λείπει εντελώς και η αυτογνωσία.
Και στις μέρες που μεσολάβησαν, βέβαια, κουβέντα έγινε. Έγραφα κι εγώ, έγραφαν και άλλοι, αλλά σιγά σιγά κάτι έκανε όσα ψελίζαμε να ακούγονται λιγότερο. Τα μόνα αιτήματα-συνθήματα που υιοθετήθηκαν («δε χρωστάμε τίποτα», «να φύγουν όλοι») που ήταν και τα πιο βασικά, απλοϊκά και συναισθηματικά που θα μπορούσαν να υιοθετηθούν από ένα τόσο ετερόκλητο πλήθος, ποτέ δεν εξελίχθηκαν και ποτέ δεν εμπλουτίστηκαν με άλλα, ωριμότερα. Ίσα ίσα: Ενδυναμώθηκαν και εδραιώθηκαν ως πάγια (προκαλώντας ακατάσχετες επαναστατικές ονειρώξεις σε μια Αριστερά που δεκαετίες τώρα εμπορεύεται τέτοιου είδους απλοϊκές ιδέες χωρίς μαζική επιτυχία) πάντα πάνω στο εύπεπτο λαϊκιστικό μοτίβο που μπορεί να περιγραφεί συνοπτικά ως εξής:
Η Ελληνική Κρίση είναι κάτι ομιχλώδες και ακατανόητο που μπορεί και να μην υπάρχει ή τέλος πάντων δε μας νοιάζει να ξέρουμε, αυτό που μας νοιάζει είναι να ζούμε όπως ζούσαμε πριν από το 2008 χωρίς να αλλάξει τίποτα απολύτως εκτός από τους πολιτικούς,  που πρέπει να φύγουν όλοι.
Αυτή είναι η «ιδεολογία» της αγανάκτησης στην Ελλάδα. Και επειδή είναι μια «ιδεολογία» άρνησης και άμυνας (βασίζεται μόνο σε πράγματα που καταδικάζει -σε τίποτα που να υποστηρίζει), και επειδή υποστηρίζεται ευρέως από το χαμηλότερο κοινό παρονομαστή, είναι ευάλωτη σε κάθε λαϊκιστικό ερέθισμα, και κυρίως ένα: Tον πόλεμο.
Κάθε φορά που ο Θόδωρος Πάγκαλος μιλάει για τανκς, ή ο Αντώνης Σαμαράς μιλάει για ευθύνες ή ο πρωθυπουργός μιλάει για οτιδήποτε, ο αγανακτισμένος στην πλατεία νιώθει σε άμυνα, νιώθει ότι του επιτίθενται και, ακαριαία, επιβεβαιώνει στο μυαλό του ότι έχει δίκιο, δε μπορεί να μην έχει δίκιο, άκου τί λέει ο άλλος.
Τις προηγούμενες δύο μέρες ο πόλεμος πέρασε σε άλλο επίπεδο, και το θέμα της ιδεολογίας της αγανάκτησης έκλεισε, κλείδωσε, τελείωσε.
Είναι λογικό: Όσο περισσότερα δακρυγόνα πέφτουν, όσες περισσότερες πέτρες του ρίχνουν (έγινε κι αυτό, οι αστυνομικοί τώρα πετάνε πίσω τις πέτρες που τους πετάνε), τόσο πιο αθώος και ενάρετος νιώθει ο αγανακτισμένος. Η αστυνομική βία υπογράμμισε την αξία της ειρηνικής μορφής της διαμαρτυρίας των αγανακτισμένων, αλλά ταυτόχρονα σφράγισε και το πεδίο του πολιτικού διαλόγου για τους επόμενους μήνες.
Το πρόβλημα μ’ αυτό είναι το εξής:
Είναι σαφές, κατανοητό και αποδεκτό από όλους ότι το Μνημόνιο είναι ένα αποτυχημένο πακέτο μέτρων, και είναι ξεκάθαρο σε όσους έχουν μάτια και μυαλό ότι το Μεσοπρόθεσμο θα αποτύχει εξίσου. Είναι επίσης σαφές ότι η κυβέρνηση έχει αποτύχει παταγωδώς να διαχειριστεί την κρίση τα τελευταία δύο χρόνια, και δεν υπάρχει τίποτα που να υπόσχεται αλλαγές προς το καλύτερο στο μέλλον, ενώ υπάρχουν πολλά που υπόσχονται το αντίθετο.
Το πρόβλημα είναι ότι εξ’ αρχής υπήρχε ένα σύνολο πραγμάτων που αποτελούν μέρος της Ελληνικής παθογένειας, και τα οποία θα έπρεπε να έχουν λυθεί ή να έχουν μπει σε τροχιά λύσης, όχι μόνο επειδή ετούτη η κρίση «είναι ευκαιρία», αλλά και επειδή πρόκειται για οργανικές μεταρρυθμίσεις που θα βοηθούσαν ουσιαστικά στο να βγούμε από αυτήν. Μερικά από αυτά είναι:
Οι Έλληνες πρέπει να αρχίσουν να πληρώνουν φόρους. Το κράτος πρέπει να αναπτύξει τις απαραίτητες δομές για να τους εισπράττει. Πρέπει να γίνει πιο εύκολο και πιο φτηνό το να φτιάχνεις μια επιχείρηση. Το Δημόσιο πρέπει να μη σπαταλά χρήμα και να λειτουργεί αξιοκρατικά. Τα κλειστά επαγγέλματα πρέπει να ανοίξουν. Η δημόσια περιουσία πρέπει να αξιοποιείται ορθολογικά για να παράγει πλούτο για τους πολίτες, και να μην κάθεται περιμένοντας τους καταπατητές και τα λαμόγια να την κατακρεουργήσουν.
Όλα αυτά και πολλά ακόμα είναι αυτονόητες μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να γίνουν, είτε υπάρχει Μνημόνιο είτε όχι. Εδώ που τα λέμε, είναι μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να έχουν γίνει δεκαετίες πριν, όταν τέλος πάντων ελήφθη η απόφαση ότι η Ελλάδα θα είναι μια δυτική χώρα και όχι μέρος του ανατολικού μπλοκ. Είναι πράγματα λυμένα στις περισσότερες χώρες του κόσμου.
Αλλά πλέον εμείς εδώ όχι απλά δεν τα έχουμε λύσει -πλέον ούτε καν τα συζητάμε.
Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα, κι αυτό που μου δημιουργεί την απόγνωση: Στην τυφλή, απλοϊκή ιδεολογία της άρνησης που πλέον υιοθετεί ο αγανακτισμένος λαός, αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν χωράνε. Είναι υπερβολικά πολύπλοκες, υπερβολικά πρακτικές, υπερβολικά δύσκολες. Αντιπροσωπεύουν μιας μορφής θυσίες, και μετά από τα βλακώδη μέτρα και τα δακρυγόνα, ο αγανακτισμένος πια νιώθει ότι δικαιούται να μην υποστεί καμιά άλλη θυσία, ποτέ. Ουσιαστικά πάνε, πεταχτήκαν απ’ το παράθυρο. Δεν μπορούν να εφαρμοστούν ποτέ από καμία κυβέρνηση, ούτε από την υπάρχουσα (που σε ό,τι κάνει θα βρει αγανακτισμένους και λαϊκιστές αντάρτες βουλευτές απέναντι, και η οποία ήταν ούτως ή άλλως ανίκανη να υλοποιήσει οτιδήποτε δυο χρόνια τώρα), ούτε από τις μελλοντικές αδύναμες κυβερνήσεις συνεργασίας/κουκλοθέατρα.
Ίσως, βέβαια, ποτέ να μην υπήρχε πιθανότητα να εφαρμοστούν τέτοια πράγματα σ’ αυτή την Ελλάδα, μ’ αυτούς τους πολίτες. Ίσως οι παθογένειες της κοινωνίας που μας οδήγησαν σ’ αυτό το σημείο να είναι οι ίδιες που μας εμποδίζουν να βρούμε τον τρόπο σωθούμε.
Μοιάζει λογικό.
Και φρικώδες συνάμα.

πηγή:http://www.georgakopoulos.org/2011/06/syntagma/
http://www.realpolitics.gr/index.php/archives/33662
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...