Όπως και να δει κανείς η γερμανική λογική αυστηρής και
αντικοινωνικής λιτότητας η οποία προωθείται σε συγκεκριμένες χώρες, αλλά
και ουσιαστικά σε ολόκληρη την Ευρώπη συναντάει τις έντονες αντιδράσεις
μεγάλου αριθμού οικονομολόγων, ακόμη και στο εσωτερικό της Γερμανίας,
με προειδοποιήσεις για τον κίνδυνο κατάρρευσης της οικονομίας
συγκεκριμένων χωρών της ευρωζώνης, κάτι το οποίο θα...
οδηγήσει στην κατάρρευση ολόκληρης της Ε.Ε και εν συνεχεία σε τεράστια προβλήματα στην παγκόσμια οικονομία.
Ας τα δούμε όλα με την σειρά. Η οικονομική ηγεσία της Γερμανίας δοκιμάζεται και πάλι, αφού στις τελευταίες συνόδους κορυφής, τόσο το Δεκέμβριο, όσο και στην πρόσφατη τον Ιανουάριο, το Βερολίνο και η Α. Μέρκελ δεν κατάφεραν να πείσουν την Βρετανία να συνταχθεί με μια νέα πιο σφιχτή δημοσιονομική ένωση. Όπως είναι γνωστό ο Βρετανός πρωθυπουργός David Cameron δυσανασχέτησε στο ενδεχόμενο περαιτέρω παραχώρησης εθνικής κυριαρχίας προς τις Βρυξέλλες. Αλλά μάλλον ο φόβος του έχει να κάνει με την νομισματική πειθαρχία που επιδιώκει η Α. Μέρκελ και η γερμανική πλευρά.
Όπως και να το δει κανείς και παρά τα πρόσφατα αυστηρά μέτρα λιτότητας στη Βρετανία, ο Cameron και γενικά η αγγλική νοοτροπία είναι ξεκάθαρα πιο κοντά στην αγγλοαμερικανική λογική της «ποσοτικής χαλάρωσης», η οποία θεωρείται ως πανάκεια σε δύσκολους οικονομικά καιρούς. Το πρόβλημα για τη Γερμανία όμως είναι ότι αυτήν την άποψη δεν έχει μόνο η Βρετανία, αλλά και η ίδια η επικεφαλής του ΔΝΤ Christine Lagarde, αλλά και ο Ιταλός πρωθυπουργός Mario Monti, καθώς και πλήθος αξιωματούχων σε ολόκληρη την Ε.Ε. και σε όλον τον κόσμο. Ακόμη την ίδια λογική έχουν και κύκλοι της ΕΚΤ. Στον αιώνα που ζούμε, η εκτύπωση χρήματος έχει αντικαταστήσει τα πολυβόλα, ως όπλο στις ευρωπαϊκές μάχες για επικράτηση, ενώ οι Γερμανοί δεν το παραδέχονται, αλλά στην ουσία προσπαθούν να κτίσουν μια νέα οικονομική αυτοκρατορία, στην οποία η βασική αρετή θα θεωρείται το «έντιμο χρήμα» και η ακραία λιτότητα των λαών. Αν δει κανείς στο βάθος της ιστορίας θα καταλάβει ότι ελάχιστοι είναι οι Ευρωπαίοι που θα ήθελαν να παραδώσουν την οικονομική τους αυτοκυριαρχία στους Γερμανούς, ή μάλλον στον γερμανικό τρόπο δράσης. Επειδή όμως η Γερμανία αποτελεί την οικονομική ατμομηχανή της ηπείρου, καθώς και τον δανειστή τελευταίας προσφυγής, διαθέτει και όλα τα πλεονεκτήματα. Μάλιστα, τελευταία, πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες αναφέρουν ότι περισσότερο φοβούνται μια ήπια Γερμανία, από ότι μια πιο επιθετική.
Επί πολλούς αιώνες, η γερμανική ενοποίηση συναντούσε εμπόδια από πλευράς των Ευρωπαίων, ενώ όταν η χώρα επιτέλους ενώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν πολύ πιο πίσω από τους αντιπάλους της Γαλλία και Αγγλία, όσον αφορά στην απόκτηση αυτοκρατορίας. Οι πόλεμοι που ακολούθησαν απέδειξαν την βούληση των Γερμανών να κερδίσουν τον χαμένο χρόνο. Η ιστορία όμως είναι γνωστή, η ήττα του ναζισμού, και ο εφιάλτης του ψυχρού πολέμου, που διαίρεσε την χώρα, δεν έβαλε τέλος στα όνειρα μιας παγκόσμιας οικονομικής γερμανικής κυριαρχίας. Τα μέσα όμως άλλαξαν. Μετά την επανένωσή της πριν από 20 χρόνια, η Γερμανία, με μόνο 82 εκατ. πληθυσμό κατάφερε να γίνει ο μεγαλύτερος παγκόσμιος εξαγωγέας, μέχρι που την ξεπέρασε η Κίνα το 2010. Που βασίστηκε όμως αυτό το οικονομικό θαύμα; Μα φυσικά στο σε μια ηθική σκληρής εργασίας, εξοικονόμησης πόρων, συσσώρευσης κεφαλαίων, εξαγωγές, και πολύ πειθαρχημένες αντιπληθωριστικές νομισματικές πολιτικές, με τη Γερμανία να υιοθετεί την οικονομική λογική - φιλοσοφία της λεγόμενης «αυστριακής σχολής», που δίνει έμφαση στο σταθερό χρήμα. Έτσι, έως το 1990, το γερμανικό μάρκο είχε γίνει ένα κύριο παγκόσμιο νόμισμα, ενώ σε αντίθετο δρόμο με τη Γερμανία, οι ανταγωνιστές τους Άγγλοι και Αμερικανοί, προτίμησαν την κευνσιανή προσέγγιση, με την οποία η υποτίμηση του νομίσματος θεωρείται ως το βασικό εργαλείο επίτευξης οικονομικής ανάπτυξης. Για τους Γερμανούς όμως, η υποτίμηση καταστρέφει τις αποταμιεύσεις της μεσαίας τάξης, και ωφελεί τους τραπεζίτες και τους πολιτικούς.
Αν λάβει κανείς υπόψη τις δύο αυτές αντίθετες σχολές, μπορεί να αντιληφθεί τη σημερινή δυσκολία εξεύρεσης μιας κοινά αποδεκτής λύσης για την κρίση χρέους. Πριν από περίπου δυο δεκαετίες, οι Γερμανοί αποφάσισαν να θυσιάσουν (θεωρητικά με απροθυμία) το μάρκο τους για χάρη του ευρώ, με τον τότε καγκελάριο Helmut Kohl να το θεωρεί ως απαραίτητο βήμα για μια ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Μάλιστα, για να πειστούν κάποιοι σκεπτικιστές, η Γερμανία επέμενε η ΕΚΤ να εδρεύει εκεί, έτσι ώστε οι γερμανικές νομισματικές προκαταλήψεις να συνεχίσουν να κυριαρχούν. Η σημερινή πολιτική του Βερολίνου εξηγείται από εκείνη την διστακτικότητα. Προσπάθησε να κάνει το ευρώ έναν διάδοχο του μάρκου. Και είναι πολλοί οι σημερινοί Γερμανοί που αναπολούν το εθνικό τους νόμισμα, θέλοντας την επιστροφή του.
Πολλοί Αμερικανοί πιστεύουν πως η σταθερότητα θα επανέλθει στην Ευρώπη μόνο εφόσον η ΕΚΤ επιδείξει ανάλογο θάρρος με την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (FED), ενώ ζητούν πια από τη Γερμανία να αποπειραθεί μια μορφή αγγλοαμερικανικής ποσοτικής χαλάρωσης. Η Γερμανία όμως αρνείται και παράλληλα ενθουσιάζεται με κάθε επιπλέον παραχώρηση εθνικής δημοσιονομικής κυριαρχίας που γίνεται από πλευράς των χωρών μελών της ευρωζώνης. Αναγνωρίζει πως έχει την δύναμη να απεξαρτήσει την ΕΕ από την κυρίαρχη κευνσιανή υποτιμητική νομισματική πολιτική. Μια τέτοια νέα Ευρώπη θα ήταν πολύ διαφοροποιημένη από την τρέχουσα αμερικανική οικονομική πολιτική, ενώ είναι σίγουρο ότι αν τα καταφέρει τελικά η Γερμανία να αναμορφώσει την Ευρώπη σύμφωνα με τα δικά της δημοσιονομικά πρότυπα, τότε θα έχουμε μια εντελώς νέα ήπειρο.
Κλείνοντας θα λέγαμε ότι ένα είναι σίγουρο. Ότι πρόκειται για ένα πόλεμο της Γερμανίας με την θεωρία του Κέυνς και τις χώρες που την ασπάζονται. Αν η γερμανική λογική τα καταφέρει και η Ευρώπη ορθοποδήσει με τη λογική της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας και της λιτότητας τότε τα κράτη που σήμερα ακολουθούν κευνσιανές πολιτικές, ίσως αναθεωρήσουν, και αποφασίσουν να συνταχθούν με το Βερολίνο, κάτι όμως θα επαναφέρει μια ιστορική αλλαγή. Είναι σίγουρο ότι σε περίπτωση που κάτι τέτοιο επιτευχθεί θα γραφτεί στα συγγράμματα οικονομικής πολιτικής και φιλοσοφίας.
οδηγήσει στην κατάρρευση ολόκληρης της Ε.Ε και εν συνεχεία σε τεράστια προβλήματα στην παγκόσμια οικονομία.
Ας τα δούμε όλα με την σειρά. Η οικονομική ηγεσία της Γερμανίας δοκιμάζεται και πάλι, αφού στις τελευταίες συνόδους κορυφής, τόσο το Δεκέμβριο, όσο και στην πρόσφατη τον Ιανουάριο, το Βερολίνο και η Α. Μέρκελ δεν κατάφεραν να πείσουν την Βρετανία να συνταχθεί με μια νέα πιο σφιχτή δημοσιονομική ένωση. Όπως είναι γνωστό ο Βρετανός πρωθυπουργός David Cameron δυσανασχέτησε στο ενδεχόμενο περαιτέρω παραχώρησης εθνικής κυριαρχίας προς τις Βρυξέλλες. Αλλά μάλλον ο φόβος του έχει να κάνει με την νομισματική πειθαρχία που επιδιώκει η Α. Μέρκελ και η γερμανική πλευρά.
Όπως και να το δει κανείς και παρά τα πρόσφατα αυστηρά μέτρα λιτότητας στη Βρετανία, ο Cameron και γενικά η αγγλική νοοτροπία είναι ξεκάθαρα πιο κοντά στην αγγλοαμερικανική λογική της «ποσοτικής χαλάρωσης», η οποία θεωρείται ως πανάκεια σε δύσκολους οικονομικά καιρούς. Το πρόβλημα για τη Γερμανία όμως είναι ότι αυτήν την άποψη δεν έχει μόνο η Βρετανία, αλλά και η ίδια η επικεφαλής του ΔΝΤ Christine Lagarde, αλλά και ο Ιταλός πρωθυπουργός Mario Monti, καθώς και πλήθος αξιωματούχων σε ολόκληρη την Ε.Ε. και σε όλον τον κόσμο. Ακόμη την ίδια λογική έχουν και κύκλοι της ΕΚΤ. Στον αιώνα που ζούμε, η εκτύπωση χρήματος έχει αντικαταστήσει τα πολυβόλα, ως όπλο στις ευρωπαϊκές μάχες για επικράτηση, ενώ οι Γερμανοί δεν το παραδέχονται, αλλά στην ουσία προσπαθούν να κτίσουν μια νέα οικονομική αυτοκρατορία, στην οποία η βασική αρετή θα θεωρείται το «έντιμο χρήμα» και η ακραία λιτότητα των λαών. Αν δει κανείς στο βάθος της ιστορίας θα καταλάβει ότι ελάχιστοι είναι οι Ευρωπαίοι που θα ήθελαν να παραδώσουν την οικονομική τους αυτοκυριαρχία στους Γερμανούς, ή μάλλον στον γερμανικό τρόπο δράσης. Επειδή όμως η Γερμανία αποτελεί την οικονομική ατμομηχανή της ηπείρου, καθώς και τον δανειστή τελευταίας προσφυγής, διαθέτει και όλα τα πλεονεκτήματα. Μάλιστα, τελευταία, πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες αναφέρουν ότι περισσότερο φοβούνται μια ήπια Γερμανία, από ότι μια πιο επιθετική.
Επί πολλούς αιώνες, η γερμανική ενοποίηση συναντούσε εμπόδια από πλευράς των Ευρωπαίων, ενώ όταν η χώρα επιτέλους ενώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν πολύ πιο πίσω από τους αντιπάλους της Γαλλία και Αγγλία, όσον αφορά στην απόκτηση αυτοκρατορίας. Οι πόλεμοι που ακολούθησαν απέδειξαν την βούληση των Γερμανών να κερδίσουν τον χαμένο χρόνο. Η ιστορία όμως είναι γνωστή, η ήττα του ναζισμού, και ο εφιάλτης του ψυχρού πολέμου, που διαίρεσε την χώρα, δεν έβαλε τέλος στα όνειρα μιας παγκόσμιας οικονομικής γερμανικής κυριαρχίας. Τα μέσα όμως άλλαξαν. Μετά την επανένωσή της πριν από 20 χρόνια, η Γερμανία, με μόνο 82 εκατ. πληθυσμό κατάφερε να γίνει ο μεγαλύτερος παγκόσμιος εξαγωγέας, μέχρι που την ξεπέρασε η Κίνα το 2010. Που βασίστηκε όμως αυτό το οικονομικό θαύμα; Μα φυσικά στο σε μια ηθική σκληρής εργασίας, εξοικονόμησης πόρων, συσσώρευσης κεφαλαίων, εξαγωγές, και πολύ πειθαρχημένες αντιπληθωριστικές νομισματικές πολιτικές, με τη Γερμανία να υιοθετεί την οικονομική λογική - φιλοσοφία της λεγόμενης «αυστριακής σχολής», που δίνει έμφαση στο σταθερό χρήμα. Έτσι, έως το 1990, το γερμανικό μάρκο είχε γίνει ένα κύριο παγκόσμιο νόμισμα, ενώ σε αντίθετο δρόμο με τη Γερμανία, οι ανταγωνιστές τους Άγγλοι και Αμερικανοί, προτίμησαν την κευνσιανή προσέγγιση, με την οποία η υποτίμηση του νομίσματος θεωρείται ως το βασικό εργαλείο επίτευξης οικονομικής ανάπτυξης. Για τους Γερμανούς όμως, η υποτίμηση καταστρέφει τις αποταμιεύσεις της μεσαίας τάξης, και ωφελεί τους τραπεζίτες και τους πολιτικούς.
Αν λάβει κανείς υπόψη τις δύο αυτές αντίθετες σχολές, μπορεί να αντιληφθεί τη σημερινή δυσκολία εξεύρεσης μιας κοινά αποδεκτής λύσης για την κρίση χρέους. Πριν από περίπου δυο δεκαετίες, οι Γερμανοί αποφάσισαν να θυσιάσουν (θεωρητικά με απροθυμία) το μάρκο τους για χάρη του ευρώ, με τον τότε καγκελάριο Helmut Kohl να το θεωρεί ως απαραίτητο βήμα για μια ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Μάλιστα, για να πειστούν κάποιοι σκεπτικιστές, η Γερμανία επέμενε η ΕΚΤ να εδρεύει εκεί, έτσι ώστε οι γερμανικές νομισματικές προκαταλήψεις να συνεχίσουν να κυριαρχούν. Η σημερινή πολιτική του Βερολίνου εξηγείται από εκείνη την διστακτικότητα. Προσπάθησε να κάνει το ευρώ έναν διάδοχο του μάρκου. Και είναι πολλοί οι σημερινοί Γερμανοί που αναπολούν το εθνικό τους νόμισμα, θέλοντας την επιστροφή του.
Πολλοί Αμερικανοί πιστεύουν πως η σταθερότητα θα επανέλθει στην Ευρώπη μόνο εφόσον η ΕΚΤ επιδείξει ανάλογο θάρρος με την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (FED), ενώ ζητούν πια από τη Γερμανία να αποπειραθεί μια μορφή αγγλοαμερικανικής ποσοτικής χαλάρωσης. Η Γερμανία όμως αρνείται και παράλληλα ενθουσιάζεται με κάθε επιπλέον παραχώρηση εθνικής δημοσιονομικής κυριαρχίας που γίνεται από πλευράς των χωρών μελών της ευρωζώνης. Αναγνωρίζει πως έχει την δύναμη να απεξαρτήσει την ΕΕ από την κυρίαρχη κευνσιανή υποτιμητική νομισματική πολιτική. Μια τέτοια νέα Ευρώπη θα ήταν πολύ διαφοροποιημένη από την τρέχουσα αμερικανική οικονομική πολιτική, ενώ είναι σίγουρο ότι αν τα καταφέρει τελικά η Γερμανία να αναμορφώσει την Ευρώπη σύμφωνα με τα δικά της δημοσιονομικά πρότυπα, τότε θα έχουμε μια εντελώς νέα ήπειρο.
Κλείνοντας θα λέγαμε ότι ένα είναι σίγουρο. Ότι πρόκειται για ένα πόλεμο της Γερμανίας με την θεωρία του Κέυνς και τις χώρες που την ασπάζονται. Αν η γερμανική λογική τα καταφέρει και η Ευρώπη ορθοποδήσει με τη λογική της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας και της λιτότητας τότε τα κράτη που σήμερα ακολουθούν κευνσιανές πολιτικές, ίσως αναθεωρήσουν, και αποφασίσουν να συνταχθούν με το Βερολίνο, κάτι όμως θα επαναφέρει μια ιστορική αλλαγή. Είναι σίγουρο ότι σε περίπτωση που κάτι τέτοιο επιτευχθεί θα γραφτεί στα συγγράμματα οικονομικής πολιτικής και φιλοσοφίας.