Μετά από δύο χρόνια, τρία κρατικά σχέδια διάσωσης, περισσότερο από ένα
τρισεκατομμύριο ευρώ σε φθηνά δάνεια από την ΕΚΤ, καθώς και δεκάδες
Συνόδους Κορυφής, οι τελευταίες εξελίξεις στη Γερμανία δείχνουν ότι το
Βερολίνο κινείται να λύσει την κρίση της ηπείρου.
Αλλά η ιδέα που έχει η χώρα για την λύση παραμένει ένα σύστημα στο οποίο το Βερολίνο παίρνει de facto και de jure το δικαίωμα βέτο επί των εθνικών προϋπολογισμών ως αντάλλαγμα για τα ευρωομόλογα. Αυτό παραβλέπει το νόημα: η κρίση δεν είναι δημοσιονομική αλλά οικονομική. Ξεκίνησε και θα τελειώσει με τις τράπεζες.
Ο Γάλλος διπλωμάτης του δέκατου ένατου αιώνα Charles Maurice de Talleyrand -Périgord, πιο γνωστός απλά ως Ταλλεϋράνδος, υποστήριξε ότι οι βασιλιάδες του οίκου των Βουρβώνων που εξορίστηκαν στη διάρκεια της γαλλικής επανάστασης «δεν έμαθαν ποτέ τίποτα και δεν ξέχασαν ποτέ τίποτα». Προσκολλημένοι στις παλιομοδίτικες πεποιθήσεις τους σχετικά με τη Γαλλία, ήταν τυφλοί στις μεταβολές των καιρών και παράβλεψαν την λαϊκή εξέγερση και τον πολιτικό σεισμό που μεταμόρφωνε την Ευρώπη. Μέχρι πριν περίπου ένα μήνα, οι ομόλογοι του Ταλλεϋράνδου στο Quai d 'Orsay, την έδρα του γαλλικού Υπουργείου Εξωτερικών, θα μπορούσαν να ισχυριστούν το ίδιο και για τους σύγχρονους Γερμανούς που έχουν αφήσει την κρίση του ευρώ και τη σύγχρονη νομισματική ιστορία να τους ξεπεράσει.
Μετά από δύο χρόνια, τρία κρατικά σχέδια διάσωσης, περισσότερο από ένα τρισεκατομμύριο ευρώ σε φθηνά δάνεια από την ΕΚΤ, καθώς και δεκάδες Συνόδους Κορυφής, οι τελευταίες εξελίξεις στην Ευρώπη δείχνουν ότι το Βερολίνο μπορεί να είναι ικανό να μάθει μετά από όλα αυτά. Η κυβέρνηση της καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ έχει αρχίσει μετατοπίζεται από το από μακρού χρόνου δόγμα τής «λιτότητας με την προσθήκη περισσότερων κανονισμών» σε κάτι άλλο, κάπου ανάμεσα σε ένα πανευρωπαϊκό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων και μια ολοκληρωμένη δημοσιονομική ένωση. Εν ολίγοις, η απειλή της κατάρρευσης μιας ισπανικής τράπεζας που θα πυροδοτήσει την οικονομική κατάρρευση της Ευρώπης έχει καταφέρει να συμμαζέψει τα γερμανικά μυαλά. Παρότι τα ευρωομόλογα - των οποίων οι υποστηρικτές περιλαμβάνουν τον Mario Draghi, πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τον Ντέιβιντ Κάμερον και τον Μπαράκ Ομπάμα - παραμένουν ταμπού στο Βερολίνο, οι λοιπές προτάσεις πολιτικής τυγχάνουν επιτέλους μιας καλύτερης αποδοχής μεταξύ των πολιτικών στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης.
Σύμφωνα με τον Quentin Peel στους Financial Times, πίσω από τις κλειστές πόρτες η κυβέρνηση Μέρκελ είναι ακόμα πιο ανοιχτή προς τις ανορθόδοξες προτάσεις πολιτικής. Η Μέρκελ κρατάει το στόμα της κλειστό λόγω των επικείμενων ελληνικών και γαλλικών βουλευτικών εκλογών, της εγχώριας αντιπολίτευσης (ιδίως για την επέκταση του συστήματος τραπεζικής ασφάλισης πέρα από το εθνικό επίπεδο) και του φόβου της ότι μπορεί να δώσει λάθος μήνυμα στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Και παρά την δηλωμένη αντίθεση του Βερολίνου για τα ευρωομόλογα, η άρνηση δεν είναι τόσο σαφής όσο φαίνεται. Το Βερολίνο θα στηρίξει ένα ευρωομόλογο, αλλά μόνο αφότου η πλήρης δημοσιονομική ένωση έχει δημιουργηθεί ώστε να αποφευχθούν μελλοντικές κρίσεις εμπιστοσύνης.
Επίσης, αξίζει να ληφθεί υπόψη ότι η Bundesbank έχει μαλακώσει τη στάση της όσον αφορά τον πληθωρισμό, γεγονός που αποτελεί πρωτοφανή ιστορική μεταστροφή. Υιοθετεί τώρα την άποψη ότι επιτρέποντας στον γερμανικό πληθωρισμό να υπερβεί το 2% θα μπορούσε να συνδυαστεί με πληθωρισμό χαμηλότερο από 2% στην περιφέρεια της Ευρώπης, έτσι ώστε ο μέσος όρος της ευρωζώνης να παραμείνει «κοντά, αλλά κάτω από 2%», σε συμφωνία με την επίσημη εντολή της ΕΚΤ. Τέλος, μετά την εκλογή του Φρανσουά Ολάντ στη Γαλλία, οι γερμανικές πολιτικές ελίτ είναι όλο και πιο πρόθυμες να συζητήσουν μέτρα για την ανάπτυξη, ακόμη και αν η έμφαση παραμένει στις μακροπρόθεσμες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Με άλλα λόγια, αντί να συζητά για βραχυπρόθεσμη δημοσιονομική τόνωση και φρέσκο δανεισμό, το Βερολίνο προτιμά να επικεντρωθεί στην αγορά εργασίας και τη μεταρρύθμιση των συντάξεων, οι οποίες θα μειώσουν την πραγματική ανάπτυξη σε σύντομο χρονικό διάστημα. Στο κάτω - κάτω, αν καταστεί ευκολότερο για τις επιχειρήσεις να προσλαμβάνουν και να απολύουν, κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης είναι πιο πιθανό να κάνουν απολύσεις αντί προσλήψεις.
Η σημερινή κατάσταση θυμίζει τα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν ο νεοεκλεγείς Γάλλος σοσιαλιστής πρωθυπουργός, Λιονέλ Ζοσπέν και ο υπουργός Οικονομικών, Ντομινίκ Στρος-Καν, επέμειναν στην προσθήκη της λέξης «ανάπτυξη» στο γερμανικής έμπνευσης Σύμφωνο Σταθερότητας για την ευρωζώνη. Παρά τη γαλλική τροποποίηση στον τίτλο του συμφώνου, η έμφαση στη συνέχεια, όπως και τώρα, παρέμεινε στην τήρηση των κανόνων και όχι στην ανάπτυξη, την αλληλεγγύη ή οτιδήποτε άλλο. Τότε, όπως και τώρα, η αλλαγή πολιτικής απαιτεί πραγματική ηγεσία και θέληση να εξεταστούν εναλλακτικές λύσεις. Αυτή την εποχή η ηγεσία εκλείπει. Όπως υποστηρίξαμε στο Foreign Affairs τον περασμένο Νοέμβριο, ωσότου η Γερμανία αποδεχθεί τον ηγεμονικό ρόλο της, ο οποίος εντοπίστηκε για πρώτη φορά από τον οικονομολόγο Charles Kindleberger ως ζωτικής σημασίας για τη νομισματική σταθερότητα, η Ευρώπη δεν θα είναι σε θέση να ξεπεράσει αυτή την κρίση. Και καμιά εξέλιξη μέσα στους τελευταίους επτά μήνες δεν αλλάζει αυτή τη διάγνωση.
Σύμφωνα με τον Kindleberger, ένα κράτος πρέπει να παρέχει μια αγορά για τα αγαθά που δεν μπορούν να βρουν αγοραστή, σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες, πλήρεις λειτουργίες δανειστή εσχάτης καταφυγής, «αντικυκλικά» μακροπρόθεσμα δάνεια και συντονισμό μακροοικονομικών πολιτικών. Ένα ηγεμονικό κράτος το κάνει αυτό όχι από αλτρουισμό, αλλά επειδή συγκεντρώνει τη μερίδα του λέοντος από τα οφέλη από την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Στα τέλη του περασμένου χρόνου, η Γερμανία αποτύγχανε σε κάθε ένα από τα πέντε αυτά στοιχεία, ούσα φαινομενικά ανίκανη ή απρόθυμη να βγάλει την Ευρώπη από την κρίση. Από τότε έχει σημειωθεί πρόοδος σε ορισμένους τομείς και σημαντική οπισθοδρόμηση σε άλλους. Αλλά αυτό που μετράει περισσότερο - με την Ελλάδα να ξεμένει από μετρητά, το τραπεζικό σύστημα της Ισπανίας να παραπαίει και καινούργιες ανησυχίες για τη σταθερότητα της μη εκλεγμένης τεχνοκρατικής κυβέρνησης της Ιταλίας - είναι ότι ο ισολογισμός των επιτευγμάτων του Βερολίνου παραμένει στο κόκκινο.
Κατά πρώτον, όσον αφορά την παροχή μιας αγοράς για τα αγαθά υπό πίεση, η Γερμανία έχει δει πρόσφατα τις εισαγωγές της να αυξάνονται και οι εμπορικές ανισορροπίες εντός της ευρωζώνης έχουν αρχίσει να περιορίζονται. Ακόμα κι έτσι, αυτή η ανάκαμψη δεν είναι αρκετή για να διορθώσει τις μαζικές διαρθρωτικές ανισορροπίες στην καρδιά της ευρωζώνης. Δεύτερον, η αξία του ευρώ σε σχέση με άλλα νομίσματα έχει αρχίσει να μειώνεται, κάτι που δίνει στις χώρες της ευρωζώνης μια απολύτως αναγκαία ενίσχυση ανταγωνιστικότητας. Ωστόσο, ο μεγαλύτερος ωφελημένος της εξασθένησης του ευρώ μπορεί κάλλιστα να είναι η ίδια η Γερμανία, δεδομένου ότι αντιπροσωπεύει σχεδόν το ένα τρίτο του συνόλου των εξαγωγών της Ευρωζώνης προς τον υπόλοιπο κόσμο. Τρίτον, η ΕΚΤ έχει παράσχει επαρκή δανεισμό εσχάτης ανάγκης από τα τέλη του 2011. Αλλά τα τρισεκατομμύρια ευρώ που έχει οιονεί καταβάλει μέχρι στιγμής δεν ήταν αρκετά για να ηρεμήσουν τις αγορές. (Αυτό είναι πιθανό να συμβαίνει, επειδή οι αγορές γνωρίζουν πολύ καλά ότι τα εργαλεία ρευστότητας δεν μπορούν να λύσουν τα προβλήματα φερεγγυότητας του ελληνικού κράτους και των ισπανικών τραπεζών).
Συνεχίζοντας στη λίστα, τα προβλήματα συσσωρεύονται. Ο κυκλικός, χαμηλού επιτοκίου, δανεισμός και το όργιο της αγοράς ομολόγων της ευρωπαϊκής περιφέρειας από τράπεζες του ευρωπαϊκού πυρήνα όταν μεγάλωνε η κρίση έχουν αντικατασταθεί από έναν αργόσυρτο τραπεζικό πανικό (δηλαδή, μαζικές αναλήψεις καταθέσεων) στην Ελλάδα και την Ισπανία. Αυτό απαιτεί να ισορροπήσουν οι μεταφορές κεφαλαίων μεταξύ κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης μέσω του συστήματος πληρωμών που ονομάζεται Στόχος 2. Ως εκ τούτου, καθώς και οι γερμανικές τράπεζες θα βρεθούν σε δύσκολη θέση σχετικά με το χρέος των χωρών της περιφέρειας σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής, η γερμανική κεντρική τράπεζα μπορεί επίσης να μπει σε δύσκολη θέση για εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ στην περίπτωση μιας πραγματικής διάλυσης της ευρωζώνης, η οποία θα είναι δύσκολα διαχειρίσιμη, ακόμα και για τη Γερμανία.
Η τελευταία προϋπόθεση του Kindleberger είναι ο συντονισμός της μακροοικονομικής πολιτικής - και αυτό είναι το πεδίο όπου υπάρχει αναμφισβήτητα η πιο θετική αλλαγή σε όλη την Ευρωζώνη κατά τους τελευταίους μήνες. Αλλά ακόμα κι αν το Βερολίνο εξακολουθεί να κινείται προς την κατεύθυνση μιας δημοσιονομικής ένωσης που βασίζεται σε κανόνες και ενός κοινού συστήματος τραπεζικής ασφάλισης, θα ήταν αυτό αρκετό για να σώσει το ευρώ; Η απάντηση εξαρτάται από το χρονοδιάγραμμα της πολιτικής, την πολιτική του κατάλληλου χρόνου, την εξελισσόμενη οικονομική πραγματικότητα και τη δύναμη των βασικών ευρωπαϊκών θεσμών.
Παρά τη συμβατική αφήγηση όπως αναγράφεται στον οικονομικό Τύπο, η στροφή της Γερμανίας δεν καθοδηγείται απλώς από προεκλογικές πολιτικές. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι γαλλικές και ελληνικές εκλογές έχουν αυξήσει την πίεση για τις κυβερνήσεις που είναι υπέρ της λιτότητας, αλλά τα αποτελέσματα σε κάθε περίπτωση δεν ήταν ούτε συντριπτικά (Γαλλία), ούτε πειστικά (Ελλάδα). Οι Ιρλανδοί ψηφοφόροι δεν απέρριψαν την λιτότητα στο πρόσφατο δημοψήφισμα για το σύμφωνο δημοσιονομικής σταθερότητας. Εν τω μεταξύ, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν σταθερά ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων επιθυμεί να κρατήσει το ευρώ. Παρά το γεγονός ότι η εκλογή του Ολάντ στη Γαλλία έχει ασκήσει πιέσεις στη Γερμανία να αλλάξει την πορεία της, ο Ολάντ δεν ήταν σε θέση ούτε να κάνει τους Γερμανούς να εγκαταλείψουν την γενικευμένη λιτότητα, ούτε να πείσει την Μέρκελ να υιοθετήσει πλήρως τα ευρωομόλογα.
Το γεγονός ότι τα ζόμπι του χρέους της Ευρώπης συνεχίζουν να επανέρχονται στη ζωή με πιο τρομακτικές μορφές, έχει αναμφισβήτητα κάνει τα περισσότερα για να εστιαστούν τα μυαλά των γερμανών πολιτικών. Η Ελλάδα διεσώθη, στη συνέχεια προστατεύθηκε και μετά οχυρώθηκε, αλλά τίποτε από όλα αυτά δεν περιόρισε τα προβλήματά της για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η Ελλάδα είναι πολύ σημαντική μόνο ως το έναυσμα ενός τραπεζικού πανικού που θα γονατίσει την ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων, καθώς οι περισσότερες βασικές τράπεζες έχουν καταφέρει να απαλλαγούν από την έκθεσή τους σε ελληνικά ομόλογα. Ωστόσο, οι ίδιες οι τράπεζες δεν μπορούν να απαλλαγούν από το ισπανικό ή το ιταλικό χρέος τόσο εύκολα. Εκεί είναι που ο ρόλος της ΕΚΤ ως εντεταλμένου δανειστή εσχάτης καταφυγής μπαίνει στο παιχνίδι. Οι δραστηριότητές της σε αυτό το μέτωπο προχωρούν πολύ μακριά και έτσι εξηγούν γιατί η Γερμανία αλλάζει τώρα γραμμή.
Στα τέλη του περασμένου έτους, η ΕΚΤ άρχισε να προσφέρει LTROs (Long Term Refinancing Operations, ή, με άλλα λόγια, πολύ φτηνά μακροπρόθεσμα δάνεια) που υποτίθεται ότι θα έδιναν στην Ευρώπη κάποια ανάσα αναχρηματοδοτώντας τις ευρωπαϊκές τράπεζες για τρία χρόνια. Η απογοητευτική πραγματικότητα ήταν ότι σχεδόν όλες οι τράπεζες που δανείστηκαν επέστρεψαν το 75% των μετρητών απευθείας στην ΕΚΤ (αντί για να προχωρήσουν στη σύναψη δανείων στην εγχώρια αγορά), όπου κατατέθηκαν ως εξασφάλιση. Οι τράπεζες χρησιμοποίησαν στη συνέχεια το υπόλοιπο 25% για να αγοράσουν βραχυπρόθεσμο χρέος το δημοσίου. Ενώ αυτό αρχικά μείωσε τα επιτόκια των εθνικών ομολόγων, είχε ως παρενέργεια την αύξηση της συσχέτισης μεταξύ του εθνικού και του τραπεζικού συστήματος. Ως εκ τούτου, εάν το δημόσιο χρεοκοπήσει, τότε και το εθνικό τραπεζικό σύστημα θα χρεοκοπήσει, και το αντίστροφο. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι αγορές άρχισαν να τιμολογούν αυτόν τον κίνδυνο συσχέτισης και οι αποδόσεις των ομολόγων και πάλι απογειώθηκαν.
Το γεγονός ότι τρία έτη φθηνού χρήματος «αγόρασαν» τρεις μήνες χρόνου σίγουρα το παρατήρησαν στο Βερολίνο, και εδώ είναι που μπαίνει ο παράγοντας «κατάλληλη στιγμή». Η απειλή της κρίσης εξαπλώθηκε στην Ιταλία και την Ισπανία την άνοιξη του 2012 καθώς τα προσωρινά οφέλη των LTRO's εξανεμίστηκαν. Μέχρι τον Μάρτιο φαινόταν ότι η Ιταλία θα ήταν το νέο προβληματικό παιδί της περιοχής, αλλά στη συνέχεια, τον Απρίλιο και τον Μάιο, η κλίμακα των ζημιών στις ισπανικές εμπορικές τράπεζες, τις cajas, ήρθαν στο φως. Η Γερμανία ανησυχεί διότι το ισπανικό πρόβλημα είναι ουσιαστικά σαν το ιρλανδικό, αλλά πολύ μεγαλύτερο. Η κατασκευή κατοικιών δημιουργούσε το 14% της απασχόλησης και το 16% του ισπανικού ΑΕΠ πριν από το 2007, και τα στεγαστικά δάνεια αυξήθηκαν από 28% στο 103% του ΑΕΠ κατά την ίδια περίοδο.
Οι cajas αποτελούν ζήτημα, γιατί η άλλη πλευρά των ισολογισμών τους αποτελείται από ιδιωτικό ισπανικό χρέος, το οποίο τώρα ανέρχεται σε πάνω από 200% του ΑΕΠ. Ένας στους τέσσερις Ισπανούς – δηλαδή, από έναν πληθυσμό που είναι χρεωμένος - είναι άνεργοι. Οι τραπεζικές απώλειες της Ισπανίας επί του παρόντος, εκτιμώνται σε περίπου 220 δισεκατομμύρια δολάρια, και αν η εμπειρία του παρελθόντος λέει κάτι, το ποσό αυτό είναι σχεδόν βέβαιο ότι είναι υποεκτιμημένο. Κατά πάσα πιθανότητα, η Ισπανία θα πρέπει να ζητήσει από την Ευρώπη μια περιορισμένη διάσωση των τραπεζών της. Η Ισπανία συνολικά - σε αντίθεση με την Ελλάδα, την Ιρλανδία ή την Πορτογαλία - είναι «πολύ μεγάλη για να διασωθεί» και αυτός είναι ο λόγος που δεν είναι επιτρεπτό να αποτύχει, το οποίο με τη σειρά του εξηγεί γιατί οι Γερμανοί αλλάζουν πορεία.
Η επισφαλής θέση της Ισπανίας στα πρόθυρα του χάους υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι οι πραγματικοί παραγωγοί της κρίσης. Η γερμανική ρητορική περί σπάταλων κρατών που ξοδεύουν πάρα πολύ δεν είναι πλέον αξιόπιστη για τον απλό λόγο ότι δεν είναι αλήθεια οπουδήποτε αλλού εκτός από την Ελλάδα. Το 2007, το καθαρό χρέος της Ιρλανδίας προς το ΑΕΠ ήταν 11% και της Ισπανίας 27%. Το τρέχον χάος στην ευρωπαϊκή περιφέρεια προέρχεται από την έκρηξη της αξίας των ακινήτων που χρηματοδοτήθηκε από τον ιδιωτικό τομέα και από τις αλόγιστες αγορές ομολόγων από βορειο-ευρωπαϊκές τράπεζες. Η έκθεση των γερμανικών τραπεζών στο ισπανικό χρέος είναι τέτοια που ένας γενικευμένος τραπεζικός πανικός θα μπορούσε να τις καταστρέψει. Αν σκεφτεί κανείς ότι η έκθεση του ενεργητικού της Deutsche Bank είναι στο 80% του ΑΕΠ Γερμανίας, και είναι μοχλευμένο περίπου κατά 44:1, η νέα κατεύθυνση της πολιτικής της Γερμανίας ξεκινά να έχει περισσότερο νόημα.
Εν ολίγοις, ξεκινώντας από τον Μάρτιο, τα γεγονότα έχουν αποκαλύψει στη Γερμανία ότι καμιά λιτότητα δεν μπορεί να λύσει μια τραπεζική κρίση. Οι Βρυξέλλες μπορεί να ωθήσουν τις δαπάνες του ελληνικού δημοσίου προς τα κάτω μέχρι και σε Νεολιθικά επίπεδα, αλλά αυτό δεν θα κάνει τίποτα για να βελτιωθεί, για παράδειγμα, ο ισολογισμός της Commerzbank. Έτσι, υποθέτοντας ότι οι Γερμανοί έχουν πάρει το μήνυμα, και ότι πραγματικά προτίθενται να στηρίξουν τις προτάσεις για μια ένωση τραπεζών και μια δημοσιονομική ένωση τις οποίες ο Χέρμαν βαν Ρόμπαϊ, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, θα προωθήσει κατά την επόμενη συνεδρίαση του Συμβουλίου στα τέλη του Ιουνίου, το ευρώ τελικά θα σωθεί; Δεν υπάρχει λόγος να αμφιβάλλει κανείς ότι θα σωθεί, και όλα ξαναγυρίζουν στην ιδέα του Kindleberger περί ηγεσίας.
Ένα πλήρως επεξεργασμένο σχέδιο για δημοσιονομική ένωση δεν αναμένεται νωρίτερα από το Δεκέμβριο, με τη Γερμανία να υπαινίσσεται ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα μπορούσε να υπογράψει αυτά τα σχέδια την άνοιξη του επόμενου έτους. Αυτό θα ήταν απλά κάτι πολύ λίγο, πολύ αργά. Δεν είναι μόνο ο Τζορτζ Σόρος ο οποίος πιστεύει ότι στην Ευρώπη έχουν απομείνει μόνο τρεις μήνες. Οι αγορές συμφωνούν μαζί του. Τα spreads των συμβάσεων ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (CDS, credit default swaps, που μετρούν τον κίνδυνο της ασφάλισης έναντι αδυναμίας αποπληρωμής ενός δανείου) και οι μεταφορές καταθέσεων στο εσωτερικό της ευρωζώνης δείχνουν τον ευρύτερο φόβο. Αν οι ελίτ της πολιτικής της ΕΕ δεν θέλουν να συνθλιβούν από έναν τραπεζικό πανικό σε αργή κίνηση, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ πρέπει να ενεργήσουν πολύ πιο γρήγορα και αποφασιστικά. Αλλά, όπως ο οικονομολόγος Mancur Olson μας δίδαξε, και όπως γενίκευσε ο Kindleberger, στην καρδιά της ΕΕ βρίσκεται το πρόβλημα της συλλογικής δράσης. Η δομή - είκοσι επτά ριζικά διαφορετικά κράτη μέλη και κανένας ηγέτης - παραμένει το κύριο εμπόδιο. Η Γερμανία είναι ο de facto ηγέτης, αλλά όπως είπε ο Kindleberger για τις Ηνωμένες Πολιτείες στη δεκαετία του 1930, «θα μπορούσε να ηγηθεί, αλλά δεν το έκανε», κάτι που αφήνει την ΕΚΤ να παίξει το ρόλο της Μεγάλης Βρετανίας, που «ήθελε να ηγηθεί, αλλά δεν μπορούσε».
Λαμβάνοντας υπόψη την ιστορία του εικοστού αιώνα, δεν είναι έκπληξη το γεγονός ότι η Γερμανία έχει μια δυσκολία να ηγηθεί στην Ευρώπη. Ωστόσο, δεν υπάρχει πραγματικό υποκατάστατο ως προς την κατεύθυνση. Ο κόσμος αντιμετώπισε ένα παρόμοιο πρόβλημα το 1944 στο Bretton Woods. Τότε, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέλαβαν τον ηγετικό ρόλο που περιγράφει ο Kindleberger και συμφώνησαν να προμηθεύσουν τα παγκόσμια δημόσια αγαθά που χρειαζόταν το σύστημα για να επιβιώσει. Ήταν μόλις στις αρχές του 1970, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες - τότε μια χώρα με πλεόνασμα - αρνήθηκαν να προσαρμοστούν στις παγκόσμιες ανισορροπίες και στο χρονίως ασθενές δολάριο, και θέλησαν να θέσουν ολόκληρο το βάρος της προσαρμογής στις ελλειμματικές χώρες, οπότε το σύστημα κατέρρευσε.
Κατά ειρωνικό τρόπο, εκεί ακριβώς βρίσκεται σήμερα η Ευρώπη. Η Γερμανία έχει πλεόνασμα, προωθεί προσαρμογές αποκλειστικά σε ελλειμματικές χώρες της ευρωζώνης, και στη συνέχεια τις κατηγορεί γιατί είναι χρεωμένες. Έτσι χάνεται το νόημα: όπως ο Martin Wolf, αρθρογράφος της εφημερίδας Financial Times, έχει τονίσει επανειλημμένα, το Γερμανικό Μοντέλο μπορεί να υπάρξει μόνο εξαιτίας του Club Mediterrannee (δηλαδή των χωρών του ευρωπαϊκού νότου). Δηλαδή, οι χώρες με πλεόνασμα έχουν ανάγκη τις ελλειμματικές χώρες, επειδή σε μια σχετικά κλειστή οικονομία όπως η ευρωζώνη, η αποταμίευση ισούται με την επένδυση. Η ιδέα ότι μπορούν να γίνουν όλοι πιο Γερμανοί και όλοι να έχουν πλεόνασμα, είναι ανοησία. Με δεδομένο αυτό, η ιδέα της «δημοσιονομικής ένωσης τώρα» και «ευρωομόλογα αργότερα», όπως προτιμά η Γερμανία, υποδηλώνει σαφώς ότι η γερμανική άποψη για την επίλυση της κρίσης παραμένει ένα σύστημα στο οποίο το Βερολίνο παίρνει de facto και de jure το δικαίωμα βέτο αυτοδικαίως επί των εθνικών προϋπολογισμών με αντάλλαγμα τα ευρωομόλογα. Όμως, μια τέτοια ρύθμιση θα παραβλέψει μάλλον θεαματικά το ζητούμενο: η κρίση δεν είναι δημοσιονομική αλλά οικονομική. Ξεκίνησε και θα τελειώσει στις τράπεζες της ευρωζώνης.
Έτσι, η Γερμανία άλλαξε, αλλά όχι αρκετά ώστε να κάνει πραγματική διαφορά στο αποτέλεσμα. Η Γερμανία είναι ευλαβικά εναντίον του πληθωρισμού και απεχθάνεται την ηγεσία, γεγονός το οποίο είναι ο χειρότερος δυνατός συνδυασμός τη χειρότερη δυνατή στιγμή. Θα ήταν ωραίο, για να χρησιμοποιηθεί και μια αμερικανική έκφραση, για τη Γερμανία «να σπεύσει στο πιάτο» και να ρίξει όλο της το οικονομικό βάρος σε μια δημοσιονομική και τραπεζική ένωση, συμπεριλαμβάνοντας το δημόσιο χρέος εκφρασμένο σε ευρώ. Όμως, για λόγους ιστορίας και ιδεολογίας, καθώς και λόγω του πολιτικού και οικονομικού πλαισίου, η Ευρώπη μπορεί κάλλιστα να είναι έτοιμη να επαναλάβει την δεκαετία του Kindleberger, του 1930, με την ΕΚΤ στο ρόλο των Βρετανών και τους Γερμανούς να υποδύονται τους Αμερικανούς. Και αν η παγκόσμια οικονομία ακολουθήσει αυτή την οδό, διακινδυνεύονται πολύ περισσότερα από την ύπαρξη ενός ασθενούς νομίσματος.
Ο MARK BLYTH είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Brown.
Ο MATTHIAS MATTHIJS είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στη Σχολή Προωθημένων Διεθνών Σπουδών Johns Hopkins.
Αλλά η ιδέα που έχει η χώρα για την λύση παραμένει ένα σύστημα στο οποίο το Βερολίνο παίρνει de facto και de jure το δικαίωμα βέτο επί των εθνικών προϋπολογισμών ως αντάλλαγμα για τα ευρωομόλογα. Αυτό παραβλέπει το νόημα: η κρίση δεν είναι δημοσιονομική αλλά οικονομική. Ξεκίνησε και θα τελειώσει με τις τράπεζες.
Ο Γάλλος διπλωμάτης του δέκατου ένατου αιώνα Charles Maurice de Talleyrand -Périgord, πιο γνωστός απλά ως Ταλλεϋράνδος, υποστήριξε ότι οι βασιλιάδες του οίκου των Βουρβώνων που εξορίστηκαν στη διάρκεια της γαλλικής επανάστασης «δεν έμαθαν ποτέ τίποτα και δεν ξέχασαν ποτέ τίποτα». Προσκολλημένοι στις παλιομοδίτικες πεποιθήσεις τους σχετικά με τη Γαλλία, ήταν τυφλοί στις μεταβολές των καιρών και παράβλεψαν την λαϊκή εξέγερση και τον πολιτικό σεισμό που μεταμόρφωνε την Ευρώπη. Μέχρι πριν περίπου ένα μήνα, οι ομόλογοι του Ταλλεϋράνδου στο Quai d 'Orsay, την έδρα του γαλλικού Υπουργείου Εξωτερικών, θα μπορούσαν να ισχυριστούν το ίδιο και για τους σύγχρονους Γερμανούς που έχουν αφήσει την κρίση του ευρώ και τη σύγχρονη νομισματική ιστορία να τους ξεπεράσει.
Μετά από δύο χρόνια, τρία κρατικά σχέδια διάσωσης, περισσότερο από ένα τρισεκατομμύριο ευρώ σε φθηνά δάνεια από την ΕΚΤ, καθώς και δεκάδες Συνόδους Κορυφής, οι τελευταίες εξελίξεις στην Ευρώπη δείχνουν ότι το Βερολίνο μπορεί να είναι ικανό να μάθει μετά από όλα αυτά. Η κυβέρνηση της καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ έχει αρχίσει μετατοπίζεται από το από μακρού χρόνου δόγμα τής «λιτότητας με την προσθήκη περισσότερων κανονισμών» σε κάτι άλλο, κάπου ανάμεσα σε ένα πανευρωπαϊκό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων και μια ολοκληρωμένη δημοσιονομική ένωση. Εν ολίγοις, η απειλή της κατάρρευσης μιας ισπανικής τράπεζας που θα πυροδοτήσει την οικονομική κατάρρευση της Ευρώπης έχει καταφέρει να συμμαζέψει τα γερμανικά μυαλά. Παρότι τα ευρωομόλογα - των οποίων οι υποστηρικτές περιλαμβάνουν τον Mario Draghi, πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τον Ντέιβιντ Κάμερον και τον Μπαράκ Ομπάμα - παραμένουν ταμπού στο Βερολίνο, οι λοιπές προτάσεις πολιτικής τυγχάνουν επιτέλους μιας καλύτερης αποδοχής μεταξύ των πολιτικών στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης.
Σύμφωνα με τον Quentin Peel στους Financial Times, πίσω από τις κλειστές πόρτες η κυβέρνηση Μέρκελ είναι ακόμα πιο ανοιχτή προς τις ανορθόδοξες προτάσεις πολιτικής. Η Μέρκελ κρατάει το στόμα της κλειστό λόγω των επικείμενων ελληνικών και γαλλικών βουλευτικών εκλογών, της εγχώριας αντιπολίτευσης (ιδίως για την επέκταση του συστήματος τραπεζικής ασφάλισης πέρα από το εθνικό επίπεδο) και του φόβου της ότι μπορεί να δώσει λάθος μήνυμα στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Και παρά την δηλωμένη αντίθεση του Βερολίνου για τα ευρωομόλογα, η άρνηση δεν είναι τόσο σαφής όσο φαίνεται. Το Βερολίνο θα στηρίξει ένα ευρωομόλογο, αλλά μόνο αφότου η πλήρης δημοσιονομική ένωση έχει δημιουργηθεί ώστε να αποφευχθούν μελλοντικές κρίσεις εμπιστοσύνης.
Επίσης, αξίζει να ληφθεί υπόψη ότι η Bundesbank έχει μαλακώσει τη στάση της όσον αφορά τον πληθωρισμό, γεγονός που αποτελεί πρωτοφανή ιστορική μεταστροφή. Υιοθετεί τώρα την άποψη ότι επιτρέποντας στον γερμανικό πληθωρισμό να υπερβεί το 2% θα μπορούσε να συνδυαστεί με πληθωρισμό χαμηλότερο από 2% στην περιφέρεια της Ευρώπης, έτσι ώστε ο μέσος όρος της ευρωζώνης να παραμείνει «κοντά, αλλά κάτω από 2%», σε συμφωνία με την επίσημη εντολή της ΕΚΤ. Τέλος, μετά την εκλογή του Φρανσουά Ολάντ στη Γαλλία, οι γερμανικές πολιτικές ελίτ είναι όλο και πιο πρόθυμες να συζητήσουν μέτρα για την ανάπτυξη, ακόμη και αν η έμφαση παραμένει στις μακροπρόθεσμες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Με άλλα λόγια, αντί να συζητά για βραχυπρόθεσμη δημοσιονομική τόνωση και φρέσκο δανεισμό, το Βερολίνο προτιμά να επικεντρωθεί στην αγορά εργασίας και τη μεταρρύθμιση των συντάξεων, οι οποίες θα μειώσουν την πραγματική ανάπτυξη σε σύντομο χρονικό διάστημα. Στο κάτω - κάτω, αν καταστεί ευκολότερο για τις επιχειρήσεις να προσλαμβάνουν και να απολύουν, κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης είναι πιο πιθανό να κάνουν απολύσεις αντί προσλήψεις.
Η σημερινή κατάσταση θυμίζει τα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν ο νεοεκλεγείς Γάλλος σοσιαλιστής πρωθυπουργός, Λιονέλ Ζοσπέν και ο υπουργός Οικονομικών, Ντομινίκ Στρος-Καν, επέμειναν στην προσθήκη της λέξης «ανάπτυξη» στο γερμανικής έμπνευσης Σύμφωνο Σταθερότητας για την ευρωζώνη. Παρά τη γαλλική τροποποίηση στον τίτλο του συμφώνου, η έμφαση στη συνέχεια, όπως και τώρα, παρέμεινε στην τήρηση των κανόνων και όχι στην ανάπτυξη, την αλληλεγγύη ή οτιδήποτε άλλο. Τότε, όπως και τώρα, η αλλαγή πολιτικής απαιτεί πραγματική ηγεσία και θέληση να εξεταστούν εναλλακτικές λύσεις. Αυτή την εποχή η ηγεσία εκλείπει. Όπως υποστηρίξαμε στο Foreign Affairs τον περασμένο Νοέμβριο, ωσότου η Γερμανία αποδεχθεί τον ηγεμονικό ρόλο της, ο οποίος εντοπίστηκε για πρώτη φορά από τον οικονομολόγο Charles Kindleberger ως ζωτικής σημασίας για τη νομισματική σταθερότητα, η Ευρώπη δεν θα είναι σε θέση να ξεπεράσει αυτή την κρίση. Και καμιά εξέλιξη μέσα στους τελευταίους επτά μήνες δεν αλλάζει αυτή τη διάγνωση.
Σύμφωνα με τον Kindleberger, ένα κράτος πρέπει να παρέχει μια αγορά για τα αγαθά που δεν μπορούν να βρουν αγοραστή, σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες, πλήρεις λειτουργίες δανειστή εσχάτης καταφυγής, «αντικυκλικά» μακροπρόθεσμα δάνεια και συντονισμό μακροοικονομικών πολιτικών. Ένα ηγεμονικό κράτος το κάνει αυτό όχι από αλτρουισμό, αλλά επειδή συγκεντρώνει τη μερίδα του λέοντος από τα οφέλη από την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Στα τέλη του περασμένου χρόνου, η Γερμανία αποτύγχανε σε κάθε ένα από τα πέντε αυτά στοιχεία, ούσα φαινομενικά ανίκανη ή απρόθυμη να βγάλει την Ευρώπη από την κρίση. Από τότε έχει σημειωθεί πρόοδος σε ορισμένους τομείς και σημαντική οπισθοδρόμηση σε άλλους. Αλλά αυτό που μετράει περισσότερο - με την Ελλάδα να ξεμένει από μετρητά, το τραπεζικό σύστημα της Ισπανίας να παραπαίει και καινούργιες ανησυχίες για τη σταθερότητα της μη εκλεγμένης τεχνοκρατικής κυβέρνησης της Ιταλίας - είναι ότι ο ισολογισμός των επιτευγμάτων του Βερολίνου παραμένει στο κόκκινο.
Κατά πρώτον, όσον αφορά την παροχή μιας αγοράς για τα αγαθά υπό πίεση, η Γερμανία έχει δει πρόσφατα τις εισαγωγές της να αυξάνονται και οι εμπορικές ανισορροπίες εντός της ευρωζώνης έχουν αρχίσει να περιορίζονται. Ακόμα κι έτσι, αυτή η ανάκαμψη δεν είναι αρκετή για να διορθώσει τις μαζικές διαρθρωτικές ανισορροπίες στην καρδιά της ευρωζώνης. Δεύτερον, η αξία του ευρώ σε σχέση με άλλα νομίσματα έχει αρχίσει να μειώνεται, κάτι που δίνει στις χώρες της ευρωζώνης μια απολύτως αναγκαία ενίσχυση ανταγωνιστικότητας. Ωστόσο, ο μεγαλύτερος ωφελημένος της εξασθένησης του ευρώ μπορεί κάλλιστα να είναι η ίδια η Γερμανία, δεδομένου ότι αντιπροσωπεύει σχεδόν το ένα τρίτο του συνόλου των εξαγωγών της Ευρωζώνης προς τον υπόλοιπο κόσμο. Τρίτον, η ΕΚΤ έχει παράσχει επαρκή δανεισμό εσχάτης ανάγκης από τα τέλη του 2011. Αλλά τα τρισεκατομμύρια ευρώ που έχει οιονεί καταβάλει μέχρι στιγμής δεν ήταν αρκετά για να ηρεμήσουν τις αγορές. (Αυτό είναι πιθανό να συμβαίνει, επειδή οι αγορές γνωρίζουν πολύ καλά ότι τα εργαλεία ρευστότητας δεν μπορούν να λύσουν τα προβλήματα φερεγγυότητας του ελληνικού κράτους και των ισπανικών τραπεζών).
Συνεχίζοντας στη λίστα, τα προβλήματα συσσωρεύονται. Ο κυκλικός, χαμηλού επιτοκίου, δανεισμός και το όργιο της αγοράς ομολόγων της ευρωπαϊκής περιφέρειας από τράπεζες του ευρωπαϊκού πυρήνα όταν μεγάλωνε η κρίση έχουν αντικατασταθεί από έναν αργόσυρτο τραπεζικό πανικό (δηλαδή, μαζικές αναλήψεις καταθέσεων) στην Ελλάδα και την Ισπανία. Αυτό απαιτεί να ισορροπήσουν οι μεταφορές κεφαλαίων μεταξύ κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης μέσω του συστήματος πληρωμών που ονομάζεται Στόχος 2. Ως εκ τούτου, καθώς και οι γερμανικές τράπεζες θα βρεθούν σε δύσκολη θέση σχετικά με το χρέος των χωρών της περιφέρειας σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής, η γερμανική κεντρική τράπεζα μπορεί επίσης να μπει σε δύσκολη θέση για εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ στην περίπτωση μιας πραγματικής διάλυσης της ευρωζώνης, η οποία θα είναι δύσκολα διαχειρίσιμη, ακόμα και για τη Γερμανία.
Η τελευταία προϋπόθεση του Kindleberger είναι ο συντονισμός της μακροοικονομικής πολιτικής - και αυτό είναι το πεδίο όπου υπάρχει αναμφισβήτητα η πιο θετική αλλαγή σε όλη την Ευρωζώνη κατά τους τελευταίους μήνες. Αλλά ακόμα κι αν το Βερολίνο εξακολουθεί να κινείται προς την κατεύθυνση μιας δημοσιονομικής ένωσης που βασίζεται σε κανόνες και ενός κοινού συστήματος τραπεζικής ασφάλισης, θα ήταν αυτό αρκετό για να σώσει το ευρώ; Η απάντηση εξαρτάται από το χρονοδιάγραμμα της πολιτικής, την πολιτική του κατάλληλου χρόνου, την εξελισσόμενη οικονομική πραγματικότητα και τη δύναμη των βασικών ευρωπαϊκών θεσμών.
Παρά τη συμβατική αφήγηση όπως αναγράφεται στον οικονομικό Τύπο, η στροφή της Γερμανίας δεν καθοδηγείται απλώς από προεκλογικές πολιτικές. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι γαλλικές και ελληνικές εκλογές έχουν αυξήσει την πίεση για τις κυβερνήσεις που είναι υπέρ της λιτότητας, αλλά τα αποτελέσματα σε κάθε περίπτωση δεν ήταν ούτε συντριπτικά (Γαλλία), ούτε πειστικά (Ελλάδα). Οι Ιρλανδοί ψηφοφόροι δεν απέρριψαν την λιτότητα στο πρόσφατο δημοψήφισμα για το σύμφωνο δημοσιονομικής σταθερότητας. Εν τω μεταξύ, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν σταθερά ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων επιθυμεί να κρατήσει το ευρώ. Παρά το γεγονός ότι η εκλογή του Ολάντ στη Γαλλία έχει ασκήσει πιέσεις στη Γερμανία να αλλάξει την πορεία της, ο Ολάντ δεν ήταν σε θέση ούτε να κάνει τους Γερμανούς να εγκαταλείψουν την γενικευμένη λιτότητα, ούτε να πείσει την Μέρκελ να υιοθετήσει πλήρως τα ευρωομόλογα.
Το γεγονός ότι τα ζόμπι του χρέους της Ευρώπης συνεχίζουν να επανέρχονται στη ζωή με πιο τρομακτικές μορφές, έχει αναμφισβήτητα κάνει τα περισσότερα για να εστιαστούν τα μυαλά των γερμανών πολιτικών. Η Ελλάδα διεσώθη, στη συνέχεια προστατεύθηκε και μετά οχυρώθηκε, αλλά τίποτε από όλα αυτά δεν περιόρισε τα προβλήματά της για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η Ελλάδα είναι πολύ σημαντική μόνο ως το έναυσμα ενός τραπεζικού πανικού που θα γονατίσει την ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων, καθώς οι περισσότερες βασικές τράπεζες έχουν καταφέρει να απαλλαγούν από την έκθεσή τους σε ελληνικά ομόλογα. Ωστόσο, οι ίδιες οι τράπεζες δεν μπορούν να απαλλαγούν από το ισπανικό ή το ιταλικό χρέος τόσο εύκολα. Εκεί είναι που ο ρόλος της ΕΚΤ ως εντεταλμένου δανειστή εσχάτης καταφυγής μπαίνει στο παιχνίδι. Οι δραστηριότητές της σε αυτό το μέτωπο προχωρούν πολύ μακριά και έτσι εξηγούν γιατί η Γερμανία αλλάζει τώρα γραμμή.
Στα τέλη του περασμένου έτους, η ΕΚΤ άρχισε να προσφέρει LTROs (Long Term Refinancing Operations, ή, με άλλα λόγια, πολύ φτηνά μακροπρόθεσμα δάνεια) που υποτίθεται ότι θα έδιναν στην Ευρώπη κάποια ανάσα αναχρηματοδοτώντας τις ευρωπαϊκές τράπεζες για τρία χρόνια. Η απογοητευτική πραγματικότητα ήταν ότι σχεδόν όλες οι τράπεζες που δανείστηκαν επέστρεψαν το 75% των μετρητών απευθείας στην ΕΚΤ (αντί για να προχωρήσουν στη σύναψη δανείων στην εγχώρια αγορά), όπου κατατέθηκαν ως εξασφάλιση. Οι τράπεζες χρησιμοποίησαν στη συνέχεια το υπόλοιπο 25% για να αγοράσουν βραχυπρόθεσμο χρέος το δημοσίου. Ενώ αυτό αρχικά μείωσε τα επιτόκια των εθνικών ομολόγων, είχε ως παρενέργεια την αύξηση της συσχέτισης μεταξύ του εθνικού και του τραπεζικού συστήματος. Ως εκ τούτου, εάν το δημόσιο χρεοκοπήσει, τότε και το εθνικό τραπεζικό σύστημα θα χρεοκοπήσει, και το αντίστροφο. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι αγορές άρχισαν να τιμολογούν αυτόν τον κίνδυνο συσχέτισης και οι αποδόσεις των ομολόγων και πάλι απογειώθηκαν.
Το γεγονός ότι τρία έτη φθηνού χρήματος «αγόρασαν» τρεις μήνες χρόνου σίγουρα το παρατήρησαν στο Βερολίνο, και εδώ είναι που μπαίνει ο παράγοντας «κατάλληλη στιγμή». Η απειλή της κρίσης εξαπλώθηκε στην Ιταλία και την Ισπανία την άνοιξη του 2012 καθώς τα προσωρινά οφέλη των LTRO's εξανεμίστηκαν. Μέχρι τον Μάρτιο φαινόταν ότι η Ιταλία θα ήταν το νέο προβληματικό παιδί της περιοχής, αλλά στη συνέχεια, τον Απρίλιο και τον Μάιο, η κλίμακα των ζημιών στις ισπανικές εμπορικές τράπεζες, τις cajas, ήρθαν στο φως. Η Γερμανία ανησυχεί διότι το ισπανικό πρόβλημα είναι ουσιαστικά σαν το ιρλανδικό, αλλά πολύ μεγαλύτερο. Η κατασκευή κατοικιών δημιουργούσε το 14% της απασχόλησης και το 16% του ισπανικού ΑΕΠ πριν από το 2007, και τα στεγαστικά δάνεια αυξήθηκαν από 28% στο 103% του ΑΕΠ κατά την ίδια περίοδο.
Οι cajas αποτελούν ζήτημα, γιατί η άλλη πλευρά των ισολογισμών τους αποτελείται από ιδιωτικό ισπανικό χρέος, το οποίο τώρα ανέρχεται σε πάνω από 200% του ΑΕΠ. Ένας στους τέσσερις Ισπανούς – δηλαδή, από έναν πληθυσμό που είναι χρεωμένος - είναι άνεργοι. Οι τραπεζικές απώλειες της Ισπανίας επί του παρόντος, εκτιμώνται σε περίπου 220 δισεκατομμύρια δολάρια, και αν η εμπειρία του παρελθόντος λέει κάτι, το ποσό αυτό είναι σχεδόν βέβαιο ότι είναι υποεκτιμημένο. Κατά πάσα πιθανότητα, η Ισπανία θα πρέπει να ζητήσει από την Ευρώπη μια περιορισμένη διάσωση των τραπεζών της. Η Ισπανία συνολικά - σε αντίθεση με την Ελλάδα, την Ιρλανδία ή την Πορτογαλία - είναι «πολύ μεγάλη για να διασωθεί» και αυτός είναι ο λόγος που δεν είναι επιτρεπτό να αποτύχει, το οποίο με τη σειρά του εξηγεί γιατί οι Γερμανοί αλλάζουν πορεία.
Η επισφαλής θέση της Ισπανίας στα πρόθυρα του χάους υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι οι πραγματικοί παραγωγοί της κρίσης. Η γερμανική ρητορική περί σπάταλων κρατών που ξοδεύουν πάρα πολύ δεν είναι πλέον αξιόπιστη για τον απλό λόγο ότι δεν είναι αλήθεια οπουδήποτε αλλού εκτός από την Ελλάδα. Το 2007, το καθαρό χρέος της Ιρλανδίας προς το ΑΕΠ ήταν 11% και της Ισπανίας 27%. Το τρέχον χάος στην ευρωπαϊκή περιφέρεια προέρχεται από την έκρηξη της αξίας των ακινήτων που χρηματοδοτήθηκε από τον ιδιωτικό τομέα και από τις αλόγιστες αγορές ομολόγων από βορειο-ευρωπαϊκές τράπεζες. Η έκθεση των γερμανικών τραπεζών στο ισπανικό χρέος είναι τέτοια που ένας γενικευμένος τραπεζικός πανικός θα μπορούσε να τις καταστρέψει. Αν σκεφτεί κανείς ότι η έκθεση του ενεργητικού της Deutsche Bank είναι στο 80% του ΑΕΠ Γερμανίας, και είναι μοχλευμένο περίπου κατά 44:1, η νέα κατεύθυνση της πολιτικής της Γερμανίας ξεκινά να έχει περισσότερο νόημα.
Εν ολίγοις, ξεκινώντας από τον Μάρτιο, τα γεγονότα έχουν αποκαλύψει στη Γερμανία ότι καμιά λιτότητα δεν μπορεί να λύσει μια τραπεζική κρίση. Οι Βρυξέλλες μπορεί να ωθήσουν τις δαπάνες του ελληνικού δημοσίου προς τα κάτω μέχρι και σε Νεολιθικά επίπεδα, αλλά αυτό δεν θα κάνει τίποτα για να βελτιωθεί, για παράδειγμα, ο ισολογισμός της Commerzbank. Έτσι, υποθέτοντας ότι οι Γερμανοί έχουν πάρει το μήνυμα, και ότι πραγματικά προτίθενται να στηρίξουν τις προτάσεις για μια ένωση τραπεζών και μια δημοσιονομική ένωση τις οποίες ο Χέρμαν βαν Ρόμπαϊ, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, θα προωθήσει κατά την επόμενη συνεδρίαση του Συμβουλίου στα τέλη του Ιουνίου, το ευρώ τελικά θα σωθεί; Δεν υπάρχει λόγος να αμφιβάλλει κανείς ότι θα σωθεί, και όλα ξαναγυρίζουν στην ιδέα του Kindleberger περί ηγεσίας.
Ένα πλήρως επεξεργασμένο σχέδιο για δημοσιονομική ένωση δεν αναμένεται νωρίτερα από το Δεκέμβριο, με τη Γερμανία να υπαινίσσεται ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα μπορούσε να υπογράψει αυτά τα σχέδια την άνοιξη του επόμενου έτους. Αυτό θα ήταν απλά κάτι πολύ λίγο, πολύ αργά. Δεν είναι μόνο ο Τζορτζ Σόρος ο οποίος πιστεύει ότι στην Ευρώπη έχουν απομείνει μόνο τρεις μήνες. Οι αγορές συμφωνούν μαζί του. Τα spreads των συμβάσεων ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (CDS, credit default swaps, που μετρούν τον κίνδυνο της ασφάλισης έναντι αδυναμίας αποπληρωμής ενός δανείου) και οι μεταφορές καταθέσεων στο εσωτερικό της ευρωζώνης δείχνουν τον ευρύτερο φόβο. Αν οι ελίτ της πολιτικής της ΕΕ δεν θέλουν να συνθλιβούν από έναν τραπεζικό πανικό σε αργή κίνηση, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ πρέπει να ενεργήσουν πολύ πιο γρήγορα και αποφασιστικά. Αλλά, όπως ο οικονομολόγος Mancur Olson μας δίδαξε, και όπως γενίκευσε ο Kindleberger, στην καρδιά της ΕΕ βρίσκεται το πρόβλημα της συλλογικής δράσης. Η δομή - είκοσι επτά ριζικά διαφορετικά κράτη μέλη και κανένας ηγέτης - παραμένει το κύριο εμπόδιο. Η Γερμανία είναι ο de facto ηγέτης, αλλά όπως είπε ο Kindleberger για τις Ηνωμένες Πολιτείες στη δεκαετία του 1930, «θα μπορούσε να ηγηθεί, αλλά δεν το έκανε», κάτι που αφήνει την ΕΚΤ να παίξει το ρόλο της Μεγάλης Βρετανίας, που «ήθελε να ηγηθεί, αλλά δεν μπορούσε».
Λαμβάνοντας υπόψη την ιστορία του εικοστού αιώνα, δεν είναι έκπληξη το γεγονός ότι η Γερμανία έχει μια δυσκολία να ηγηθεί στην Ευρώπη. Ωστόσο, δεν υπάρχει πραγματικό υποκατάστατο ως προς την κατεύθυνση. Ο κόσμος αντιμετώπισε ένα παρόμοιο πρόβλημα το 1944 στο Bretton Woods. Τότε, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέλαβαν τον ηγετικό ρόλο που περιγράφει ο Kindleberger και συμφώνησαν να προμηθεύσουν τα παγκόσμια δημόσια αγαθά που χρειαζόταν το σύστημα για να επιβιώσει. Ήταν μόλις στις αρχές του 1970, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες - τότε μια χώρα με πλεόνασμα - αρνήθηκαν να προσαρμοστούν στις παγκόσμιες ανισορροπίες και στο χρονίως ασθενές δολάριο, και θέλησαν να θέσουν ολόκληρο το βάρος της προσαρμογής στις ελλειμματικές χώρες, οπότε το σύστημα κατέρρευσε.
Κατά ειρωνικό τρόπο, εκεί ακριβώς βρίσκεται σήμερα η Ευρώπη. Η Γερμανία έχει πλεόνασμα, προωθεί προσαρμογές αποκλειστικά σε ελλειμματικές χώρες της ευρωζώνης, και στη συνέχεια τις κατηγορεί γιατί είναι χρεωμένες. Έτσι χάνεται το νόημα: όπως ο Martin Wolf, αρθρογράφος της εφημερίδας Financial Times, έχει τονίσει επανειλημμένα, το Γερμανικό Μοντέλο μπορεί να υπάρξει μόνο εξαιτίας του Club Mediterrannee (δηλαδή των χωρών του ευρωπαϊκού νότου). Δηλαδή, οι χώρες με πλεόνασμα έχουν ανάγκη τις ελλειμματικές χώρες, επειδή σε μια σχετικά κλειστή οικονομία όπως η ευρωζώνη, η αποταμίευση ισούται με την επένδυση. Η ιδέα ότι μπορούν να γίνουν όλοι πιο Γερμανοί και όλοι να έχουν πλεόνασμα, είναι ανοησία. Με δεδομένο αυτό, η ιδέα της «δημοσιονομικής ένωσης τώρα» και «ευρωομόλογα αργότερα», όπως προτιμά η Γερμανία, υποδηλώνει σαφώς ότι η γερμανική άποψη για την επίλυση της κρίσης παραμένει ένα σύστημα στο οποίο το Βερολίνο παίρνει de facto και de jure το δικαίωμα βέτο αυτοδικαίως επί των εθνικών προϋπολογισμών με αντάλλαγμα τα ευρωομόλογα. Όμως, μια τέτοια ρύθμιση θα παραβλέψει μάλλον θεαματικά το ζητούμενο: η κρίση δεν είναι δημοσιονομική αλλά οικονομική. Ξεκίνησε και θα τελειώσει στις τράπεζες της ευρωζώνης.
Έτσι, η Γερμανία άλλαξε, αλλά όχι αρκετά ώστε να κάνει πραγματική διαφορά στο αποτέλεσμα. Η Γερμανία είναι ευλαβικά εναντίον του πληθωρισμού και απεχθάνεται την ηγεσία, γεγονός το οποίο είναι ο χειρότερος δυνατός συνδυασμός τη χειρότερη δυνατή στιγμή. Θα ήταν ωραίο, για να χρησιμοποιηθεί και μια αμερικανική έκφραση, για τη Γερμανία «να σπεύσει στο πιάτο» και να ρίξει όλο της το οικονομικό βάρος σε μια δημοσιονομική και τραπεζική ένωση, συμπεριλαμβάνοντας το δημόσιο χρέος εκφρασμένο σε ευρώ. Όμως, για λόγους ιστορίας και ιδεολογίας, καθώς και λόγω του πολιτικού και οικονομικού πλαισίου, η Ευρώπη μπορεί κάλλιστα να είναι έτοιμη να επαναλάβει την δεκαετία του Kindleberger, του 1930, με την ΕΚΤ στο ρόλο των Βρετανών και τους Γερμανούς να υποδύονται τους Αμερικανούς. Και αν η παγκόσμια οικονομία ακολουθήσει αυτή την οδό, διακινδυνεύονται πολύ περισσότερα από την ύπαρξη ενός ασθενούς νομίσματος.
Ο MARK BLYTH είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Brown.
Ο MATTHIAS MATTHIJS είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στη Σχολή Προωθημένων Διεθνών Σπουδών Johns Hopkins.