"Οι βάρβαροι δεν θα ξανάρθουν απ τα σύνορα, τους εκπαιδεύουν οι σοφοί με τηλεόραση και οι ορδές τους από τα παιδικά δωμάτια θα ορμήσουν" - Τάκης Σινόπουλος, ποιητής
Η είδηση διαδόθηκε αστραπή στο ίντερνετ.
Οι πεντακόσιοι, λέει, επιφανέστεροι Έλληνες απ’ την αρχαιότητα ίσαμε σήμερα διέκοψαν το αιώνιο ταξίδι τους στους ουρανούς κι έφτασαν με ειδικό διαστημόπλοιο να εμψυχώσουν το λαό και να σώσουν τη χώρα απ’ τη χρεωκοπία και τη μοντέρνα κατοχή.
Ανάμεσα τους...
φιλόσοφοι, στοχαστές, ιστορικοί, συγγραφείς, ποιητές, κοινωνικοί αγωνιστές, ήρωες των εθνικών μας αγώνων και ελάχιστοι πολιτικοί.
Στο αεροδρόμιο τους υποδέχτηκαν ο Μανώλης Γλέζος και Μίκης Θεοδωράκης, δυο σφριγηλοί γέροντες με εφηβική ψυχή, που δεν κιότεψαν και δε λύγισαν μπροστά στη σημερινή παντοκρατορία του τίποτα.
Κάποιοι αφελείς έτρεξαν στην τηλεόραση για λεπτομέρειες, μα τίποτα, τσιμουδιά. Αντί για το χαρμόσυνο νέο, ξαναλούστηκαν τις γνωστές φιγούρες των τροϊκανών χαρτογιακάδων να περιφέρονται στα υπουργεία δίνοντας διαταγές.
Κόψτε μισθούς, κόψτε συντάξεις, διαλύστε το κοινωνικό κράτος, ξεπουλήστε τα ασημικά σας. Και το χειρότερο, τους σχολιαστές να ξεροσταλιάζουν σαν ερωτευμένοι στη θέα των ξένων «αναμορφωτών» που ήρθαν να βάλουν τάξη στο σπίτι μας.
Οι υψηλοί μας επισκέπτες ψυλλιάστηκαν απ’ την αρχή πως κάτι πηγαίνει στραβά στη χώρα που αγάπησαν και δόξασαν. Ελάχιστοι τους αναγνώρισαν στο αεροδρόμιο κι αυτοί κουμπωμένοι κι απόμακροι. Κάποιοι χασκογελούσαν για τo ντύσιμο και τα ακαταλαβίστικα αρχαία και καθαρευουσιάνικα ελληνικά τους.
«Τι νά 'ναι μωρέ όλοι τούτοι οι χαχόλοι, πλανόδιος θίασος ή τίποτα κουζουλοί που δραπέτεψαν από άσυλο;» έλεγαν. Απορημένοι οι μεγάλοι έλληνες μονολογούσαν: «Τι έπαθε τούτος ο λαός, ξεκούτιανε εντελώς ή μήπως απόχτησε καινούργιους θεούς;»
Είδαν κι άλλα περίεργα πράγματα στο αεροδρόμιο. Όπως τις δεκάδες κάμερες γύρω απ’την εθνική μας πορνοστάρ που ταξίδευε να διαφημίσει τη νέα της ταινία. Ή τα αμέτρητα φλας πάνω σ’ ένα κορδωμένο νεαρό πούγινε διάσημος, κερδίζοντας ένα ριάλιτυ παιχνίδι με ρουφιανιές, ξεκατινιάσματα, μυξοκλάματα και σάχλες. Και γύρω τους στριμωγμένους τους θαυμαστές για τ’ αστέρια αυτά της σόου-μπιζ πούπιασαν τη μεγάλη μπάζα. «Ήμαρτον θεέ μου», σκέφτηκαν οι πρόγονοι μας. «Τι φτηνά γούστα κι αυτά. Μωρέ μπράβο ξεπεσμός!».
Την επόμενη μέρα αναβρασμός στο ίντερνετ. Τα μηνύματα βροχή, καλούσαν το λαό να ξεκουνηθεί. «Δε ντρέπεστε μωρέ να πετιούνται οργισμένοι απ’ τα μνήματα οι πεθαμένοι και σεις οι ζωντανοί να τεμπελιάζετε στους καναπέδες, κλαψουρίζοντας για το κακό που σας βρήκε;
Εμπρός, μπροστά οι αναστημένοι και πίσω όλοι μας ν’ απαιτήσουμε ειρηνικά τη χαμένη ανεξαρτησία, την αξιοπρέπεια, τη δικαιοσύνη, την ηθική. Να γλυτώσουμε τα νιάτα απ’ τον ισόβιο εγκλεισμό τους στις φυλακές των δανειστών και των τοκογλύφων».
Η τηλεόραση το δικό της χαβά. Η κρατική μετέδωσε λακωνικά προτελευταία την είδηση: «Εφτασαν προσωπικότητες που τίμησαν την πατρίδα μας προκειμένου να συνδράμουν την κυβέρνηση στο μεγάλο έργο ανόρθωσης της χώρας».
Άλλα κανάλια πασπάλισαν το θέμα με γαργαλιστικές λεπτομέρειες και «βαθυστόχαστα» ερωτήματα:
-Αντέχει ο φορολογούμενος να πληρώνει διαστημόπλοια για ταξιδάκια αναψυχής σεβαστών κατά τα άλλα προσώπων;
-Ποιος κατέβηκε πρώτος τη σκάλα του διαστημόπλοιου; Νάναι άραγε αυτός ο αρχηγός;
-Ποιοι υποκίνησαν τόσους ανθρώπους ν’ αφήσουν τη βολή τους στον παράδεισο; ΄Ελα, τώρα τους έπιασε πόνος για την κατάντια μας; Πού ήταν τόσο καιρό;
-Ποιοι είναι αυτοί οι αυτόκλητοι σωτήρες , όταν έχουμε εκλεγμένη και λαοπρόβλητη κυβέρνηση;
-Από πότε οι χορτασμένοι και οικονομημένοι νοιάζονται για μας το λαουτζίκο;
-Που ακούστηκε ενωμένοι δεξιοί κι αριστεροί; Κάποιο λάκκο έχει η φάβα.
-Μπας κι είναι εξωγήινοι πούρχονται με ονόματα ελληνικά να ψεκάσουν θανατηφόρα μικρόβια τη γη μας;
-Γίνεται αναστημένος ο Βελουχιώτης με κομμένο το κεφάλι; ούρλιαζαν στα παράθυρα φανατικοί καλόγεροι, εξηγώντας τις γραφές και τα κιτάπια.
-Δικαιούται ο λόρδος Μπάϋρον, αυτό το Εγγλεζάκι και ολίγον τι ντιντής, να παριστάνει το σωτήρα μας; στρίγγλιζαν κάποιοι ελληναράδες, γεμάτοι εθνική έξαψη.
-Επιτρέπεται να κυκλοφορούν κοτζάμ σωτήρες με χλαμύδες, φουστανέλες, κότσους, μπούκλες και ρυτιδιασμένα πρόσωπα αντί για αρμάνι, βερσάζε και μπότοξ;
Επιτέλους λίγος σεβασμός στη δημοκρατία.
Κάποιο κανάλι τέλος παρουσίασε δημοσκόπηση της εταιρίας «Κατευθυνόμενη Πρόγνωσις ΑΕ» για τον καταλληλότερο, διασημότερο, γοητευτικότερο και πλουσιότερο σωτήρα μας.
Τη σκυτάλη απ’ τις ειδήσεις πήραν κι οι άλλες εκπομπές της ιδιωτικής τηλεόρασης. Χαρτορίχτρες, γυμνάστριες, μαγείρισσες, μοντέλες, μέντιουμ, μόδιστροι, μπουζουκομαγαζάτορες, τορνευτοί ποποί, ερευνητικοί ματάκηδες και κουτσομπόλες (ναι, υπάρχει και τέτοιο τηλεοπτικό επάγγελμα) ανέλαβαν να μας γνωρίσουν περισσότερα για τους εκλεκτούς μας επισκέπτες.
Σε ποια βίλα των βορείων προαστίων κατέλυσε ο Αριστοτέλης;
Με ποια νεαρή ηθοποιό θεάθηκε τετ α τετ ο Σοφοκλής στο φουαγιέ του εθνικού θεάτρου;
Που θα κάνει μαθήματα καλών τρόπων ο άξεστος και τραχύς Μακρυγιάννης;
Τι γνώμη έχει ο καντηλανάφτης Μήτσος, απόγονος του Σολωμού;
Ποιοι κληρονόμοι φάγανε την περιουσία του Καβάφη;
Μα και οι εμπορικές προτάσεις βροχή.
Το ανδρικό περιοδικό «Το Κτήνος Μέσα Μου» τους πρότεινε να φωτογραφηθούν ολόγυμνοι έναντι αδρής αμοιβής.
Το κανάλι «Κλειδαρότρυπα Τσάνελ» ζήτησε να πάρουν μέρος στο τηλεοπτικό παιχνίδι «ο μάστερ σεφ του άλλου κόσμου».
Τέλος το κρατικό κανάλι τους προσκάλεσε, τιμής ένεκεν, στο μεγαλύτερο καλλιτεχνικό και πνευματικό γεγονός, το διαγωνισμό της γιουροβίζιον.
Σάστισαν και μούτρωσαν μ’ όσα έβλεπαν και άκουγαν οι πρωταγωνιστές της ιστορίας μας. ΄Ενοιωθαν να τους πετάν έξω τα άντερα και γύρω τους να χοροπηδάν κανίβαλοι. Να τους παραπετάνε γυμνούς και κουρεμένους σε κελί και γύρω χιλιάδες τα γυάλινα μάτια των δεσμοφυλάκων να τους κατασκοπεύουν. Δεν μπορεί, σκέφτηκαν, τούτη την προσβολή, την ασέβεια στα ιστορικά πρόσωπα θα ξεπληρώσει ο λαός.
Αμ δε. Αλλοίμονο, την άλλη μέρα οι περισσότεροι στα πηγαδάκια και στα καφενεία μαϊμούδιζαν και παπαγάλιζαν όσα έβλεπαν κι άκουγαν στη τηλεόραση.
«Τόπε η τηλεόραση» έλεγαν και ξανάλεγαν Κι όταν κάποιος τολμούσε να τους αντιμιλήσει τον στόλιζαν από πάνω.
«Δεν μας παρατάς και συ με τους προγόνους μας. Αυτοί ρε κορόιδο θα μου δώσουν εμένα να φάω; ΄Ελα καημένε, τι να πούνε σε μένα αυτοί οι καλαμαράδες, οι κουλτουριάρηδες. Εγώ τη ζωή την έφαγα με το κουτάλι».
Κάποιος τόλμησε να τους πικάρει. «Βρε κουτοπόνηρα κωθώνια, άμα σας απλώνει το χέρι ο γείτονας κι ο περαστικός, καμιά φορά κι ο αδερφός αναρωτιέστε τι σκοπό νάχει.
Τώρα που ορμάνε ολημερίς μέσα στο σπίτι σας απρόσκλητες οι φάτσες οι τηλεοπτικές γιατί στέκεστε προσοχή μπροστά τους μ’ ανοιχτό το στόμα;»
«Σαν πολύ τον έξυπνο δεν μας κάνεις ρε φιλαράκο», απάντησαν «άντε δίνε του».
Όσοι απ’ τους καλούς μας επισκέπτες έφυγαν τελευταίοι στους ουρανούς, ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Χατζηδάκης, η Μελίνα, έτριβαν τα μάτια τους.
«Δεν είναι τούτη η Ελλάδα που ξέραμε πριν είκοσι χρόνια», έλεγαν μεταξύ τους.
«Και που να ξέρατε πως μπερδεύουν εμένα το Γλέζο με το Γκλέτσο τον ηθοποιό», πετάχτηκε ο βετεράνος αντιστασιακός, σκάζοντας στα γέλια. «Χώρια που τις προάλλες με ψέκασαν στο σύνταγμα σαν κατσαρίδα οι αστυνομικοί γιατί δε με γνώριζαν».
«Τι; Σε ψέκασαν με χημικά», απόρησαν οι άνθρωποι «μα καλά, στη σημερινή Ελλάδα κινδυνεύει η δημόσια τάξη απ’ τους 85άρηδες; Μπας και αποτρελαθήκατε;»
Κοφτερά μυαλά καθώς ήταν, άρχισαν να γυροφέρνουν την τηλεόραση, αυτό το μαγικό μα κι επικίνδυνο κουτί. Κάτι τους έλεγε πως είναι αυτή που πίσω απ’ το παραβάν της οθόνης κινεί σα μαριονέτες τα μυαλά των ανθρώπων. Δεν ήταν μόνο η απαίσια μεταχείριση που τους επιφύλαξε.
΄Ηταν και οι τοίχοι της πόλης γραμμένοι με μπογιές που πρόλαβαν να δουν αυτές τις μέρες:
Χαμηλώνετε την τηλεόραση γιατί σβήνει τα όνειρά μου
Μας κοιμίζουν με τα κανάλια, για να κοιμούνται ήσυχοι.
Έγχρωμη ΤιΒι - Ασπρόμαυρη ζωή
Κλείστε τις τηλεοράσεις – Ανοίξτε τα μάτια σας!
Χιλιάδες κουτιά αναμμένα κρατούν χιλιάδες ανθρώπους σβηστούς
Ο τηλεθεατής δεν είναι εγκληματίας, είναι ο πρεζάκιας της χιλιετίας
Υστερα θυμήθηκαν οι νεώτεροι τον Ουμπέρτο Εκο να προειδοποιεί πριν από χρόνια: «Σήμερα μόνο οι ηλίθιοι κάνουν δικτατορίες , τη στιγμή που υπάρχουν τηλεοράσεις».
Και τον λογοτέχνη και κριτικό Γιώργο Κάρτερ να διαπιστώνει:
«Πριν από την τηλεόραση, η όραση ήταν γνώση. Τότε όμως ο άνθρωπος έβλεπε με τα δικά του μάτια».
Στήθηκαν λοιπόν μπροστά στην τηλεόραση, να δουν αυτό που σαγηνεύει και ξεσηκώνει, που τρομοκρατεί και παγιδεύει τους ανθρώπους.
Και μπούχτισαν οι δόλιοι γκλαμουριά, χλίδα, ξιπασιά, χαριτομενιές, κοτσάνες, κουνιστούς γοφούς και ναζιάρικες γατούλες.
Κι είδανε γυρολόγους να διαλαλούνε την πραμάτεια τους. Αίμα, σπέρμα, βία, πόνο, ίντριγκα.
Κι άκουγαν στις λεγόμενες ειδήσεις το κροτάλισμα των πολυβόλων όχι με σφαίρες αλλά με λέξεις θανατηφόρες:
Σοκ, τρόμος, δέος, σεισμός, έμφραγμα, παράλυση, ασφυξία, ναυάγιο, πόλεμος, καταιγίδα, εφιάλτης, χάος, πανικός, θρίλερ.
Κι ένοιωσαν μυρμήγκια μπρος στο μπόϊ των «διάσημων», «επώνυμων» και «πετυχημένων» μηδενικών.
Και πρωτογνώρισαν τους νέους μπαμπούλες συνάμα κι αφεντικά που όλοι οφείλουν τυφλά να υπακούνε.
Τους οίκους αξιολόγησης, τα σπρεντς, την τρόϊκα, το ΔΝΤ, τους δανειστές, τις αγορές.
Τόπιασαν αμέσως το νόημα. Φωνές υπόγειες, υπόκωφες, απροσδιόριστες έσπαγαν τα μηνίγγια:
«Τρέμετε ζαγάρια και τη σκιά σας. Κλειδαμπαρωθείτε σπίτια σας. ΄Υποπτο ότι κινείται. Εχθρός ο διπλανός κι ο παρακατιανός. Καθίστε στ’ αυγά σας. Ότι έγινε έγινε. Βάλτε πλάτη τώρα. Κουπί, κασμάς και τσιμουδιά. Σκάστε και κολυμπάτε. ΄Ολοι τα φάγαμε κοπρίτες και μπαγαπόντες. Πληρώστε τα κερατιάτικα. Διαλέξτε μεταξύ στραγγαλισμού και γκιλοτίνας. Χαμογελάστε, χαζογελάστε. Ότι φάμε κι ότι πιούμε. Να πάνε όλοι στο διάολο.».
Πάτησαν το κουμπί. Δεν το άντεχαν άλλο. Να ηρεμήσουν λίγο βρε αδερφέ.
…………………………………………………………………………………………..
Είκοσι μέρες μετά τον ερχομό τους στη γη οι μεγάλοι μας ΄Ελληνες, αποφάσισαν να την εγκαταλείψουν πικραμένοι.
Τούτος ο λαός, συμπέραναν, ούτε θέλει ούτε μπορεί να σωθεί αυτή την ώρα τουλάχιστον.
Πώς να σωθεί ένας λαός που φαντάζει τρεμοπούλι ξεμαδισμένο με τα μυαλά στα κάγκελα;
Πούχει συντρόφι κι έμπιστο τον αποπλανητή και υπνωτιστή του;
Πούκανε κολεγιά με την ασχήμια αφήνοντας την ομορφιά χωρίς ταίρι;
Που ταϊστηκε είκοσι τώρα χρόνια με ανθρώπινο κιμά και αέρα κοπανιστό;
Που εθίστηκε στην ηρωίνη της εικόνας, του φαίνεσται και του δήθεν;
Που βελάζει «τόπε η τηλεόραση» αντί να κραυγάζει «αϊ σιχτίρ, αυτή η τηλεόραση»;
Ένας λαός καρυδότσουφλο στην τρικυμία των ταπεινών ενστίκτων, χωρίς το απάγκιο του πνεύματος και της ψυχής;
Η ιστορία φυσικά κύκλους κάνει και κάποτε θα πάρει εκδίκηση.
Μόνο που αμφιβάλλω αν θάμαι παρών στο νέο ξεπέταγμα της εγώ ο σημερινός εξηντάρης.
Μελαγχολική, δυστυχώς, διαπίστωση σε μια άνυδρη εποχή που μαύρα απόνερα ξεβράζει.
Tου Νίκου Χατζηγιαννάκη
http://24gr.blogspot.com/2012/10/blog-post_2598.html