Στην ερήμωση της κοινωνίας, η θλίψη μαχαιρώνει και τους θεούς. Το δε
παρωχημένο διαθλάται στις διαδικασίες του χρόνου κι αποστάζει την
αμηχανία της κίνησης, με τους δυσπραγούντες πολίτες ως οπτασίες πλέον να
στενάζουν ανεπανάληπτες και σαστισμένες…
Ο “πάντων επέκεινα” δεν φαίνεται να ρίχνει το φως της απροσπέλαστης πανσοφίας του για διέξοδο από το αδιέξοδο και η κίνηση της ελπίδας αντιπερνά ανύποπτα τις λειτουργίες των στιγμών του χρόνου και αφήνει προκλητικά την ατέρμονη φανέρωση φρικαλέου οράματος στο βιβλίο της ελληνικής ιστορίας. Το μάτι της αδικίας που αμηχανεί το πνεύμα παραμένει αμετάθετο στην κοσμική επιφάνεια και εκατοντάδες χιλιάδες αμήχανοι με την ανατροπή της ζωής τους Ελληνες, με εξαίρεση τους μόνιμα ευνοουμένους και κατέχοντες, αναζητούν φιλάνθρωπους εξομολογητές για τον πόνο τους…
Συναντούν ωστόσο τη ψυχρότητα αποξέστου αγάλματος και σφηνοειδούς επιγραφής στα πρόσωπα των δανειστών, οι οποίοι σε γοτθικά δείπνα με αμήχανες παύσεις αλχημιστού, επιβάλλουν τη δική τους επιθυμία στην “αξιολόγηση” και τη διαμάχη της αυθεντικότητας των στοιχείων, που καταδείχνουν τον πόνο της ελληνικής κοινωνίας…
Καθώς τα γεγονότα συνθλίβουν του λαού τις προσδοκίες και κάνουν τη ζωή του “τραγική”, ακόμα και με την έννοια του άγχους του ιστορικού ανθρώπου, ολίγοι πλέον αναμένουν την “τρίτη πράξη” του ελληνικού δράματος, που οπωσδήποτε δεν θα τη δώσει ο “από μηχανής θεός”.
Η χώρα λεηλατείται, ανατρέπονται οι πίνακες αξιών της κοινωνίας που την συνθέτουν, ενώ η απογραφή του ενεργητικού και του παθητικού, όπως τα παρέλαβαν και τα διασπάθησαν οι κάθε είδους “κληρονόμοι” της πολιτικής απάτης και της δεσμευμένης διάνοιας, αποτελεί “πολυτέλιεα” ή καλύτερα παλινδρόμηση μεταξύ ματαιοπονίας και βλακείας.
Και μαζί με τη λαηλασία της χώρας και της κοινωνίας, δοκιμάζεται και η ιστορική μας συνείδηση. Η ιστορική μας γνώση. Η γνώση της ιστορίας, άλλωστε, αποτελεί και αυτή συστατικό στοιχείο της ίδιας της ιστορίας, που δοκιμάζεται μαζί της επίσης μέχρι παροξυσμού. Και με το δοκιμασία της ιστορικής μας γνώσης, διαρρέει και ο ιστορικός χρόνος. Αδιάκοπα διέρχεται το ιστορικό Μέλλον από την αφαιρετικά σχηματισμένη γραμμή του Παρόντος και μετατρέπεται σε ιστορικό “καταθληπτικό” Παρελθόν. Με το άγχος του Ελληνα να επιτείνεται ανάλογα.
Δεν απομένει τίποτα άλλο στον Ελληνα, στον σκεπτόμενο τουλάχιστον Ελληνα, παρά μόνο να προωθήσει το δικό του εσωτερικό στοχασμό, ο καθένας με τη δική του όδευση, ως φυγάς ενός ανέλεου σπαραγμού αναμένοντας τη φάση της χάρης. Το ζητούμενο είναι πως θα την ερμηνεύσουμε: Ως ολοκλήρωση της πικρίας και του πόνου του, Ως κόλασή του στο παράδοξο μέλλον, ως κάποιο φως ή ως απρόσμενη αφύπνιση και αντίδραση;..
Οπως και να έχει, η αφύπνιση και η αντίδραση πυρακτώνουν την ελπίδα. Είναι καλύτερα από την παθητική εγρήγορση της αθλιότητας, τη σημερινή αποκτήνωση της πολιτικής, την ανοχή στην πλαστότητα, την αδιαίρετη αποδοχή των τετελεσμένων…
Πότε θα το καταλάβουμε; Η κοινωνία είναι ό,τι είμαστε εμείς!
Ο “πάντων επέκεινα” δεν φαίνεται να ρίχνει το φως της απροσπέλαστης πανσοφίας του για διέξοδο από το αδιέξοδο και η κίνηση της ελπίδας αντιπερνά ανύποπτα τις λειτουργίες των στιγμών του χρόνου και αφήνει προκλητικά την ατέρμονη φανέρωση φρικαλέου οράματος στο βιβλίο της ελληνικής ιστορίας. Το μάτι της αδικίας που αμηχανεί το πνεύμα παραμένει αμετάθετο στην κοσμική επιφάνεια και εκατοντάδες χιλιάδες αμήχανοι με την ανατροπή της ζωής τους Ελληνες, με εξαίρεση τους μόνιμα ευνοουμένους και κατέχοντες, αναζητούν φιλάνθρωπους εξομολογητές για τον πόνο τους…
Συναντούν ωστόσο τη ψυχρότητα αποξέστου αγάλματος και σφηνοειδούς επιγραφής στα πρόσωπα των δανειστών, οι οποίοι σε γοτθικά δείπνα με αμήχανες παύσεις αλχημιστού, επιβάλλουν τη δική τους επιθυμία στην “αξιολόγηση” και τη διαμάχη της αυθεντικότητας των στοιχείων, που καταδείχνουν τον πόνο της ελληνικής κοινωνίας…
Καθώς τα γεγονότα συνθλίβουν του λαού τις προσδοκίες και κάνουν τη ζωή του “τραγική”, ακόμα και με την έννοια του άγχους του ιστορικού ανθρώπου, ολίγοι πλέον αναμένουν την “τρίτη πράξη” του ελληνικού δράματος, που οπωσδήποτε δεν θα τη δώσει ο “από μηχανής θεός”.
Η χώρα λεηλατείται, ανατρέπονται οι πίνακες αξιών της κοινωνίας που την συνθέτουν, ενώ η απογραφή του ενεργητικού και του παθητικού, όπως τα παρέλαβαν και τα διασπάθησαν οι κάθε είδους “κληρονόμοι” της πολιτικής απάτης και της δεσμευμένης διάνοιας, αποτελεί “πολυτέλιεα” ή καλύτερα παλινδρόμηση μεταξύ ματαιοπονίας και βλακείας.
Και μαζί με τη λαηλασία της χώρας και της κοινωνίας, δοκιμάζεται και η ιστορική μας συνείδηση. Η ιστορική μας γνώση. Η γνώση της ιστορίας, άλλωστε, αποτελεί και αυτή συστατικό στοιχείο της ίδιας της ιστορίας, που δοκιμάζεται μαζί της επίσης μέχρι παροξυσμού. Και με το δοκιμασία της ιστορικής μας γνώσης, διαρρέει και ο ιστορικός χρόνος. Αδιάκοπα διέρχεται το ιστορικό Μέλλον από την αφαιρετικά σχηματισμένη γραμμή του Παρόντος και μετατρέπεται σε ιστορικό “καταθληπτικό” Παρελθόν. Με το άγχος του Ελληνα να επιτείνεται ανάλογα.
Δεν απομένει τίποτα άλλο στον Ελληνα, στον σκεπτόμενο τουλάχιστον Ελληνα, παρά μόνο να προωθήσει το δικό του εσωτερικό στοχασμό, ο καθένας με τη δική του όδευση, ως φυγάς ενός ανέλεου σπαραγμού αναμένοντας τη φάση της χάρης. Το ζητούμενο είναι πως θα την ερμηνεύσουμε: Ως ολοκλήρωση της πικρίας και του πόνου του, Ως κόλασή του στο παράδοξο μέλλον, ως κάποιο φως ή ως απρόσμενη αφύπνιση και αντίδραση;..
Οπως και να έχει, η αφύπνιση και η αντίδραση πυρακτώνουν την ελπίδα. Είναι καλύτερα από την παθητική εγρήγορση της αθλιότητας, τη σημερινή αποκτήνωση της πολιτικής, την ανοχή στην πλαστότητα, την αδιαίρετη αποδοχή των τετελεσμένων…
Πότε θα το καταλάβουμε; Η κοινωνία είναι ό,τι είμαστε εμείς!