Του Δημήτρη Καζάκη -Οικονομολόγου – Αναλυτή)
Οι πολιτικές του μνημονίου πέτυχαν τον στόχο τους: Οδήγησαν την ελληνική οικονομία σε πλήρες αδιέξοδο και την εργαζόμενη κοινωνία σε απελπισία. Αυτό που δεν πέτυχαν ήταν να εξασφαλίσουν στους ευρωκράτες τον αναγκαίο χρόνο για να βρουν μια λύση για το ευρώ και την ευρωζώνη. Μια οποιαδήποτε λύση, έστω και προσωρινού χαρακτήρα. Η ίδια η ύπαρξη του ευρώ κάνει εξαιρετικά δύσκολη, έως αδύνατη, κάθε προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης χρέους.
Οι αρχιτέκτονες του αρχικού μνημονίου πίστευαν ότι, με την αποικιοκρατική Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης που επέβαλαν στην Ελλάδα τον Μάιο του 2010, εξασφάλιζαν ένα περιθώριο χρόνου έως τις αρχές του 2013, ώστε να θέσουν σε κίνηση τον μόνιμο μηχανισμό ελεγχόμενων χρεοκοπιών της ευρωζώνης.
Δεν τα κατάφεραν. Η κρίση χρέους, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά ολόκληρης της ευρωζώνης, είναι εκτός ελέγχου. Το κοινό νόμισμα, αντί να «θωρακίσει» τα κράτη – μέλη της ευρωζώνης, έχει μετατρέψει ειδικά τις πιο ευάλωτες χώρες σε εύκολη λεία των κερδοσκόπων και των παιχνιδιών τους στις αγορές κεφαλαίου, όπου πρωταγωνιστούν οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές και αμερικανικές τράπεζες.
Ελεγχόμενες χρεοκοπίες
Στο διάστημα ενός χρόνου επιβολής του μνημονίου είδαμε την Ελλάδα να χάνει ουσιαστικά σχεδόν μια δεκαετία οικονομικής επέκτασης και να κερδίζει άλλα 42 δισ. ευρώ πρόσθετο δημόσιο χρέος. Οι πολιτικές της ελεγχόμενης χρεοκοπίας στοίχησαν στο μέσο νοικοκυριό στην Ελλάδα γύρω στα 20.000 ευρώ σε ετήσια βάση μέσα από τις μειώσεις εισοδημάτων, τις περικοπές, την εκτίναξη της ανεργίας και την καταβαράθρωση της αγοράς.
Τι κέρδισαν τα νοικοκυριά και η ελληνική οικονομία; Περισσότερα και μεγαλύτερα χρέη, καθώς και μια πρωτοφανή ύφεση.
Ταυτόχρονα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία τέθηκαν κι αυτές υπό καθεστώς ελεγχόμενης χρεοκοπίας. Το σίγουρο είναι ότι θα ακολουθήσουν κι άλλες. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναγκάστηκε όχι μόνο να ανοίξει τις κάνουλες ρευστότητας προς τις τράπεζες, ιδίως των υπό χρεοκοπία χωρών, αλλά και να παρεμβαίνει στις αγορές για να αγοράζει κρατικά ομόλογα.
Το αποτέλεσμα είναι η ΕΚΤ να βρίσκεται στο χείλος της χρεοκοπίας και να αγωνιά για το τι θα συμβεί αν χρειαστεί… να συνεχίσει αυτές τις παρεμβάσεις. Αυτή την αγωνία εκφράζει και η προσπάθειά της να αυξήσει το επιτόκιο χορηγήσεων προς τις τράπεζες.
Η κατάσταση αυτή ξαναφέρνει στην επιφάνεια τις έντονες συζητήσεις της δεκαετίας του ’90, όταν πολλοί υποστήριζαν ότι η εγκατάλειψη των εθνικών νομισμάτων σήμαινε, εκτός όλων των άλλων, αδυναμία αντιμετώπισης μιας κρίσης χρέους.
Με το εθνικό νόμισμα, τη δική της κεντρική τράπεζα και το δικό της πιστωτικό σύστημα, μπορεί μια οικονομία να αποφύγει την πτώχευση όταν βρεθεί σε κατάσταση υπερχρέωσης. Αυτό έχει γίνει επανειλημμένα. Ακόμη και η Ελλάδα, αν το 1993 είχε το ευρώ, θα είχε αμετάκλητα πτωχεύσει, μια και το δημόσιο χρέος ήταν στο σημερινό επίπεδο επί του ΑΕΠ και η εξυπηρέτησή του επίσης.
Όμως το γεγονός ότι το 80% του δημόσιου χρέους και της εξυπηρέτησής του ήταν δραχμικό επέτρεψε στο ελληνικό κράτος να αποφύγει την πτώχευση.
Το ίδιο συμβαίνει και με την Ιαπωνία. Μπορεί το δημόσιο χρέος αυτής της χώρας να υπερβαίνει το 200% του ΑΕΠ της, αλλά το γεγονός ότι πάνω από το 90% είναι εσωτερικό δημόσιο χρέος σε εθνικό νόμισμα (γιεν) της επιτρέπει να το διαχειρίζεται χωρίς να κινδυνεύει από άμεση χρεοκοπία. Επιπλέον διαθέτει τεράστια εμπορικά πλεονάσματα, από τα οποία αντλεί την αναχρηματοδότηση του χρέους της.
Ωστόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι τράπεζες και άλλα ευαγή ιδρύματα της αγοράς χρηματοδοτούσαν τότε αδρά «μελέτες» που υποτίθεται ότι αποδείκνυαν το εντελώς παράλογο: ότι, στον βαθμό που κρατούνται τα κρατικά ελλείμματα χαμηλά και οι αγορές κεφαλαίου είναι ελεύθερες, δεν θα υπήρχε πρόβλημα υπερχρέωσης.
Μόνο που, όπως γνωρίζει οποιοσδήποτε έχει επαφή με την οικονομική πραγματικότητα, τα κρατικά ελλείμματα δεν είναι προϊόν ενός «σπάταλου κράτους» και λάθος χειρισμών, αλλά αναγκαία συνέπεια του χαρακτήρα της οικονομίας.
Δεν μπορεί σε μια οικονομία με διαρκώς αυξανόμενα εξωτερικά και εσωτερικά ελλείμματα, όπου η παραγωγή υποκαθίσταται από παρασιτικές υπηρεσίες, να έχεις ένα πλεονασματικό και παραγωγικό κράτος. Αυτό είναι εξ ορισμού αδύνατο.
Ακατάσχετος δανεισμός
Επίσης οι αγορές κεφαλαίου κάθε άλλο παρά ορθολογικά λειτουργούν. Κι αυτό γιατί κινούνται με βάση τα αγελαία ένστικτα του συσσωρευμένου διαθέσιμου κεφαλαίου, το οποίο αναζητά διαρκώς καλύτερες και πιο επικερδείς τοποθετήσεις. Όσο περισσότερα κεφάλαια είναι διαθέσιμα για δανεισμό στις αγορές τόσο πιο αφόρητη γίνεται η πίεση σε κράτη και ιδιώτες να δανειστούν. Αυτό συνέβη όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Μάλιστα με το ευρώ άνοιξε για τις τράπεζες και τους επενδυτές κεφαλαίου μια τεράστια αγορά διαρκούς και ακατάσχετου δανεισμού, την οποία εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο. Γι’ αυτό έχουμε οδηγηθεί στη σημερινή δεινή κατάσταση, κυρίως στην ευρωζώνη.
Η αντιπαράθεση αυτή έχει έρθει ξανά στην επικαιρότητα. Διεθνώς οι οικονομικοί αναλυτές έχουν χωριστεί ουσιαστικά σε δυο ομάδες. Από τη μια βρίσκονται όλοι εκείνοι που συνδέονται καταφανώς με ευρωπαϊκά τραπεζικά συμφέροντα και μηχανισμούς της Ε.Ε. ή απλώς είναι κολλημένοι, όπως κάθε θρησκόληπτος, με το ευρώ. Κι από την άλλη βρίσκονται όλοι οι άλλοι, ανεξάρτητα από πολιτική ή ιδεολογική τοποθέτηση.
● Οι μεν πρώτοι ισχυρίζονται ότι η έξοδος από το ευρώ σημαίνει καταστροφή και σκαρφίζονται τα πιο ευφάνταστα σενάρια επί χάρτου για μια πιθανή λύση εντός της ευρωζώνης.
● Ενώ όλοι οι άλλοι λένε αυτό που η οικονομική πρακτική έχει αποδείξει εδώ και δυο αιώνες: μόνο η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα μπορεί να δώσει τη δυνατότητα σε μια οικονομία που ταλανίζεται από κρίση χρέους να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της.
Φυσικά οι δεύτεροι θεωρούν πλέον αναπόφευκτο και ένα γερό «κούρεμα» του χρέους, που στην περίπτωση της Ελλάδας η Barclay’s Capital ανέβασε πρόσφατα τουλάχιστον στο 67%.
Η παγίδα του ευρώ
Η διαγραφή του χρέους και η επαναφορά του εθνικού νομίσματος δεν είναι πανάκεια ούτε θα φέρει αυτόματα την έξοδο από την κρίση. Όμως είναι η μόνη δυνατή αφετηρία για να υπάρξει έστω μια πιθανότητα να αντιμετωπιστεί η κρίση. Ιδίως από τη σκοπιά της μεγάλης πλειονότητας του λαού αυτής της χώρας. Κάτι που είναι τελείως αδύνατον εντός ευρώ. Χώρες υπό χρεοκοπία σαν την Ελλάδα είναι αδύνατον να ξεφύγουν από την κρίση και την απειλή της πτώχευσης όσο παραμένουν στην ευρωζώνη.
Το μόνο στο οποίο μπορούν να ελπίζουν είναι σε παρατάσεις του αναπόφευκτου, όπως αυτήν που συζητούν αυτές τις ημέρες στις Βρυξέλλες. Με το αζημίωτο βέβαια. Διότι κάθε παράταση κοστίζει τρομακτικά στην κοινωνία, ενώ οδηγεί τη χώρα με μαθηματική βεβαιότητα στην ολοκληρωτική καταστροφή. Δεν υπάρχει περίπτωση διαφυγής με το ευρώ.
Η αντιπαράθεση δεν αφορά απλώς και μόνο τις πολιτικές διεξόδου. Δηλαδή ποιος θα επωμιστεί τα βάρη και τα κόστη της κρίσης, ώστε η χώρα να βγει από την κρίση. Η αντιπαράθεση αφορά το αν είναι σε θέση η χώρα να βγει από την κρίση ή όχι. Τουλάχιστον όσο αυτή παραμένει αιχμάλωτη της ευρωζώνης.
Το ερώτημα δεν είναι με ποιον τρόπο θα αντιμετωπιστεί η κρίση, αλλά αν είναι δυνατόν ποτέ να αντιμετωπιστεί μια κρίση – ακόμη κι από τη σκοπιά της αγοράς – χωρίς τα αναγκαία μακροοικονομικά εργαλεία: νόμισμα, δημοσιονομική και πιστωτική πολιτική. Δηλαδή χωρίς τα εργαλεία που έχουμε παραδώσει στην Ε.Ε. και την ΕΚΤ. Υπάρχει κάποιο ανάλογο ιστορικό παράδειγμα; Ούτε κατά διάνοια.
Σ’ αυτό έχει επικεντρωθεί η διαμάχη και όχι στους ταξικούς ή πολιτικούς τρόπους αντιμετώπισης της κρίσης. Χωρίς τα αναγκαία εργαλεία είναι αδύνατον για μια χώρα σαν την Ελλάδα να βγει από την κρίση και να αντιμετωπίσει το χρέος, ό,τι κι αν κάνει. Το μόνο αναπόφευκτο αποτέλεσμα είναι η πτώχευση. Κι αυτή είναι μάλλον σίγουρο ότι θα έρθει πολύ πιο γρήγορα από ό,τι υπολογίζουν τα επιτελεία της ολιγαρχίας.
Αγριότητα η «εθελοντική αναδιάρθρωση»
Πολλά «παπαγαλάκια» προτείνουν εθελοντική αναδιάρθρωση. Εντός φυσικά της ευρωζώνης. Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση, που δεν μπορεί να εξυπηρετήσει το χρέος της, ζητά εθελοντικά από τους κατόχους των ομολόγων της να συνεργαστούν στην αλλαγή των όρων πληρωμής τους. Αυτό στη θεωρία. Διότι στην πράξη μια εθελοντική αναδιάρθρωση ισοδυναμεί με άγριες καταστάσεις, όπου οι αγορές και οι κάτοχοι ομολόγων ανταγωνίζονται για το ποιος θα επιβάλει τους δικούς του όρους.
Υπάρχουν δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα εθελοντικής αναδιάρθρωσης. Και τα δυο από τη Λατινική Αμερική των αρχών της δεκαετίας του 2000. Το ένα θεωρείται «πετυχημένο» και το άλλο «αποτυχημένο». Με τα κριτήρια των αγορών.
1. Καταρχάς ως «πετυχημένο» θεωρείται το παράδειγμα της εθελοντικής αναδιάρθρωσης της Ουρουγουάης. Μέσα σε έναν μήνα (Μάιος 2003), υπό την άμεση εποπτεία του ΔΝΤ, η κυβέρνηση της Ουρουγουάης επιμήκυνε το ληξιπρόθεσμο όλων των ομολόγων της σε ξένο νόμισμα, που τότε αντιστοιχούσαν περίπου στο 50% του δημόσιου χρέους της χώρας, επιφέροντας ένα «κούρεμα» της τάξης του 8%. Η αποδοχή αυτής της προσφοράς έγινε δεκτή από το 90% των ομολογιούχων.
Ωστόσο οι πολιτικές λιτότητας και περικοπών που συνόδευσαν την εθελοντική αναδιάρθρωση εκτίναξαν την απόλυτη φτώχεια του πληθυσμού από το 6% το 2003 στο 23,7% το 2004. Μέσα σ’ έναν χρόνο τετραπλασιάστηκε ο πληθυσμός που βρέθηκε κάτω από το όριο της απόλυτης φτώχειας. Ενώ το 2009 το ποσοστό βρέθηκε στο 27,4% του πληθυσμού, με την Ουρουγουάη να αντιμετωπίζει ξανά κρίση χρέους και να βαδίζει ξανά προς νέα αναδιάρθρωση.
Η Ουρουγουάη, που παλιά ονομαζόταν και «Ελβετία της Λατινικής Αμερικής», μπόρεσε να το κάνει αυτό γιατί οι τράπεζές της στηρίζονταν ως επί το πλείστον σε καταθέσεις από το εξωτερικό. Το γεγονός αυτό, αλλά και το σχετικά μικρό ύψος του δημόσιου χρέους, που δεν ξεπερνούσε το 90% του ΑΕΠ της χώρας, από το οποίο το 50% περίπου ήταν εσωτερικό εκφρασμένο σε εθνικό νόμισμα, επέτρεψε την «επιτυχία» αυτής της εθελοντικής αναδιάρθρωσης σε σύντομο χρονικό διάστημα.
2. Τι γίνεται όμως με την εθελοντική αναδιάρθρωση στην περίπτωση μιας οικονομίας σε βαθιά ύφεση, με σκληρό νόμισμα και τεράστιο δημόσιο χρέος; Τέτοια περίπτωση ήταν της Αργεντινής το 2001. Υπό την καθοδήγηση του ΔΝΤ η Αργεντινή προσπάθησε το 2001 να επιμηκύνει τις πληρωμές τόκων και χρεολυσίων χρέους της τάξης των 30 δισ. δολαρίων.
Με δεδομένη την άθλια κατάσταση της οικονομίας της και την αδυναμία στήριξης στο εθνικό της νόμισμα, το οποίο είχε κλειδωθεί με το δολάριο, οι όροι που προσφέρθηκαν στους κατόχους των ομολόγων, προκειμένου να είναι ελκυστικοί, έπρεπε να γίνουν πολύ γενναιόδωροι.
Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί η συνολική αξία εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους κατά 28%. Ενώ το μόνο αποτέλεσμα που είχε αυτή η επιχείρηση εθελοντικής αναδιάρθρωσης – εκτός από τις τεράστιες αμοιβές της τάξης των 300 εκατ. δολαρίων, που εισέπραξαν οι μεσολαβούσες επενδυτικές τράπεζες – ήταν η κυβέρνηση να βρεθεί με έναν ακόμη μεγαλύτερο όγκο χρέους.
Ως αποτέλεσμα τον Αύγουστο του 2001 η κυβέρνηση της Αργεντινής, αδυνατώντας να αναδιαρθρώσει το υπόλοιπο χρέος της, αναγκάστηκε να κηρύξει επίσημη πτώχευση, με όλες τις γνωστές επιπτώσεις.
Γιατί η υποτέλεια είναι «εθνικό πεπρωμένο»;
Η περίπτωση της Ελλάδας μοιάζει περισσότερο με την περίπτωση της Αργεντινής και καθόλου με την περίπτωση της Ουρουγουάης. Το ύψος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας είναι πολύ μεγαλύτερο ακόμη κι από της Αργεντινής, ενώ η οικονομία της βρίσκεται σε χειρότερα χάλια.
Το γεγονός επίσης ότι δεν διαθέτει δικό της νόμισμα, η βαθιά ύφεση στην οικονομία της και το άνοιγμα των τραπεζών, που διαρκώς διευρύνεται, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για εθελοντική αναδιάρθρωση τύπου Ουρουγουάης. Δεν υπάρχει κανένα εχέγγυο για μια γρήγορη και σχετικά ανώδυνη αναδιάρθρωση.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση και η τρόικα δεν θα επιλέξουν μια τέτοια λύση. Γνωρίζουν όλοι ότι μια τέτοια λύση και αναπόφευκτη είναι με την πορεία που ακολουθεί η χώρα και απολύτως καταστροφική.
Είναι σίγουρο ότι οποιαδήποτε αναδιάρθρωση κι αν επιχειρηθεί εντός ευρωζώνης θα λειτουργήσει καταλυτικά στην επίσημη πτώχευση της Ελλάδας, δίνοντάς της τα καταστροφικά χαρακτηριστικά μιας πτώχευσης τύπου Αργεντινής το 2001. Αυτό επιδιώκουν όσοι μιλούν για «ευρωπαϊκή λύση», έστω κι αν δεν ξέρουν τι λένε.
Θανατηφόρες δεσμεύσεις
Αυτό που προέχει τώρα για την «Ευρώπη» είναι να εξασφαλίσει δεσμεύσεις για αποκρατικοποιήσεις και διακομματική συναίνεση στην Ελλάδα για την εφαρμογή του μνημονίου. Αυτά έθεσε ο επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Όλι Ρεν ως προϋποθέσεις για την εκταμίευση της πέμπτης δόσης, αφήνοντας παράλληλα ανοικτό το ενδεχόμενο «αναδιάταξης» του ελληνικού χρέους.
Στις ανακοινώσεις του μετά το Εcofin την Τρίτη, ο Όλι Ρεν υπογράμμισε πως «είναι πράγματι κρίσιμο οι ελληνικές αρχές να ανακοινώσουν αποφασιστικά μέτρα για να διασφαλιστεί η πορεία δημοσιονομικής εξυγίανσης».
Όσον αφορά το ενδεχόμενο της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, ο επίτροπος ανέφερε πως «θα μπορούσε να εξεταστεί μία επιμήκυνση της περιόδου αποπληρωμής σε εθελοντική βάση». Μαζί με αυτήν, σημείωσε ο Όλι Ρεν, θα μπορούσε επίσης να εξεταστεί το να ζητηθεί από τις τράπεζες και τους ιδιώτες επενδυτές να διατηρήσουν τις θέσεις που κατέχουν στα ελληνικά ομόλογα.
Πιο ξεκάθαρος είχε εμφανιστεί νωρίτερα ο πρόεδρος του Eurogroup Ζαν Κλοντ Γιούνκερ: «Η Ελλάδα πρέπει γρήγορα να ιδιωτικοποιήσει δημόσια περιουσία ύψους 50 δισ. ευρώ για να καταστήσει βιώσιμο το μεσοπρόθεσμο και βραχυπρόθεσμο χρέος της, γιατί επί του παρόντος δεν είναι διατηρήσιμο» είπε σε σεμινάριο του Συμβουλίου της Λισσαβώνας.
Όπως ήταν φυσικό, δήλωσε κάθετα αντίθετος σε μία ευρεία αναδιάρθρωση (η οποία, εξήγησε, θα σήμαινε «κούρεμα» στα ομόλογα), τονίζοντας όμως πως «εάν η Ελλάδα καταβάλει όλες αυτές τις προσπάθειες, τότε θα πρέπει να κοιτάξουμε εάν είναι δυνατή μια ήπια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους». Ως ήπια, πρόσθεσε, νοείται η επιμήκυνση της περιόδου αποπληρωμής.
Ο επίτροπος Όλι Ρεν σημείωσε, κατά το Reuters, πως χρειάζεται συναίνεση όλων των κομμάτων στην Ελλάδα για να προχωρήσει η δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας:
«Η συναίνεση των κομμάτων και η έγκριση του προγράμματος της Ε.Ε. και του ΔΝΤ, οι στόχοι και οι πολιτικές του, αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για να προχωρήσει περαιτέρω το ελληνικό πρόγραμμα… Δεν πρόκειται για πολιτικό παιχνίδι, αλλά για εθνικό πεπρωμένο και για ένα ζήτημα θεμελιώδους εθνικής υπευθυνότητας όλων των πολιτικών δυνάμεων» ανέφερε χαρακτηριστικά ο επίτροπος.
Τι ωραίο είναι να ακούς αυτούς που αδίστακτα ποδοπατούν έθνη και λαούς να μιλούν για «εθνικό πεπρωμένο». Και αναρωτιέται κανείς γιατί είναι «εθνικό πεπρωμένο» να πειθαρχούν όλοι στη φωνή του Κυρίου και δεν είναι πρώτιστο «εθνικό πεπρωμένο» για έναν λαό να γίνει αφέντης στον τόπο του;
Όμως, προκειμένου να εισπράξουμε την «ευρωπαϊκή λύση», πρέπει να δεχτούμε μόνο το «εθνικό πεπρωμένο» της υποτέλειας. «Εθνική συνεννόηση» για το ξεπούλημα της χώρας, προκειμένου οι τράπεζες και οι αγορές να μη χάσουν τα λεφτά τους, με μόνο σίγουρο αποτέλεσμα την πτώχευση.
Οι πολιτικές του μνημονίου πέτυχαν τον στόχο τους: Οδήγησαν την ελληνική οικονομία σε πλήρες αδιέξοδο και την εργαζόμενη κοινωνία σε απελπισία. Αυτό που δεν πέτυχαν ήταν να εξασφαλίσουν στους ευρωκράτες τον αναγκαίο χρόνο για να βρουν μια λύση για το ευρώ και την ευρωζώνη. Μια οποιαδήποτε λύση, έστω και προσωρινού χαρακτήρα. Η ίδια η ύπαρξη του ευρώ κάνει εξαιρετικά δύσκολη, έως αδύνατη, κάθε προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης χρέους.
Οι αρχιτέκτονες του αρχικού μνημονίου πίστευαν ότι, με την αποικιοκρατική Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης που επέβαλαν στην Ελλάδα τον Μάιο του 2010, εξασφάλιζαν ένα περιθώριο χρόνου έως τις αρχές του 2013, ώστε να θέσουν σε κίνηση τον μόνιμο μηχανισμό ελεγχόμενων χρεοκοπιών της ευρωζώνης.
Δεν τα κατάφεραν. Η κρίση χρέους, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά ολόκληρης της ευρωζώνης, είναι εκτός ελέγχου. Το κοινό νόμισμα, αντί να «θωρακίσει» τα κράτη – μέλη της ευρωζώνης, έχει μετατρέψει ειδικά τις πιο ευάλωτες χώρες σε εύκολη λεία των κερδοσκόπων και των παιχνιδιών τους στις αγορές κεφαλαίου, όπου πρωταγωνιστούν οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές και αμερικανικές τράπεζες.
Ελεγχόμενες χρεοκοπίες
Στο διάστημα ενός χρόνου επιβολής του μνημονίου είδαμε την Ελλάδα να χάνει ουσιαστικά σχεδόν μια δεκαετία οικονομικής επέκτασης και να κερδίζει άλλα 42 δισ. ευρώ πρόσθετο δημόσιο χρέος. Οι πολιτικές της ελεγχόμενης χρεοκοπίας στοίχησαν στο μέσο νοικοκυριό στην Ελλάδα γύρω στα 20.000 ευρώ σε ετήσια βάση μέσα από τις μειώσεις εισοδημάτων, τις περικοπές, την εκτίναξη της ανεργίας και την καταβαράθρωση της αγοράς.
Τι κέρδισαν τα νοικοκυριά και η ελληνική οικονομία; Περισσότερα και μεγαλύτερα χρέη, καθώς και μια πρωτοφανή ύφεση.
Ταυτόχρονα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία τέθηκαν κι αυτές υπό καθεστώς ελεγχόμενης χρεοκοπίας. Το σίγουρο είναι ότι θα ακολουθήσουν κι άλλες. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναγκάστηκε όχι μόνο να ανοίξει τις κάνουλες ρευστότητας προς τις τράπεζες, ιδίως των υπό χρεοκοπία χωρών, αλλά και να παρεμβαίνει στις αγορές για να αγοράζει κρατικά ομόλογα.
Το αποτέλεσμα είναι η ΕΚΤ να βρίσκεται στο χείλος της χρεοκοπίας και να αγωνιά για το τι θα συμβεί αν χρειαστεί… να συνεχίσει αυτές τις παρεμβάσεις. Αυτή την αγωνία εκφράζει και η προσπάθειά της να αυξήσει το επιτόκιο χορηγήσεων προς τις τράπεζες.
Η κατάσταση αυτή ξαναφέρνει στην επιφάνεια τις έντονες συζητήσεις της δεκαετίας του ’90, όταν πολλοί υποστήριζαν ότι η εγκατάλειψη των εθνικών νομισμάτων σήμαινε, εκτός όλων των άλλων, αδυναμία αντιμετώπισης μιας κρίσης χρέους.
Με το εθνικό νόμισμα, τη δική της κεντρική τράπεζα και το δικό της πιστωτικό σύστημα, μπορεί μια οικονομία να αποφύγει την πτώχευση όταν βρεθεί σε κατάσταση υπερχρέωσης. Αυτό έχει γίνει επανειλημμένα. Ακόμη και η Ελλάδα, αν το 1993 είχε το ευρώ, θα είχε αμετάκλητα πτωχεύσει, μια και το δημόσιο χρέος ήταν στο σημερινό επίπεδο επί του ΑΕΠ και η εξυπηρέτησή του επίσης.
Όμως το γεγονός ότι το 80% του δημόσιου χρέους και της εξυπηρέτησής του ήταν δραχμικό επέτρεψε στο ελληνικό κράτος να αποφύγει την πτώχευση.
Το ίδιο συμβαίνει και με την Ιαπωνία. Μπορεί το δημόσιο χρέος αυτής της χώρας να υπερβαίνει το 200% του ΑΕΠ της, αλλά το γεγονός ότι πάνω από το 90% είναι εσωτερικό δημόσιο χρέος σε εθνικό νόμισμα (γιεν) της επιτρέπει να το διαχειρίζεται χωρίς να κινδυνεύει από άμεση χρεοκοπία. Επιπλέον διαθέτει τεράστια εμπορικά πλεονάσματα, από τα οποία αντλεί την αναχρηματοδότηση του χρέους της.
Ωστόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι τράπεζες και άλλα ευαγή ιδρύματα της αγοράς χρηματοδοτούσαν τότε αδρά «μελέτες» που υποτίθεται ότι αποδείκνυαν το εντελώς παράλογο: ότι, στον βαθμό που κρατούνται τα κρατικά ελλείμματα χαμηλά και οι αγορές κεφαλαίου είναι ελεύθερες, δεν θα υπήρχε πρόβλημα υπερχρέωσης.
Μόνο που, όπως γνωρίζει οποιοσδήποτε έχει επαφή με την οικονομική πραγματικότητα, τα κρατικά ελλείμματα δεν είναι προϊόν ενός «σπάταλου κράτους» και λάθος χειρισμών, αλλά αναγκαία συνέπεια του χαρακτήρα της οικονομίας.
Δεν μπορεί σε μια οικονομία με διαρκώς αυξανόμενα εξωτερικά και εσωτερικά ελλείμματα, όπου η παραγωγή υποκαθίσταται από παρασιτικές υπηρεσίες, να έχεις ένα πλεονασματικό και παραγωγικό κράτος. Αυτό είναι εξ ορισμού αδύνατο.
Ακατάσχετος δανεισμός
Επίσης οι αγορές κεφαλαίου κάθε άλλο παρά ορθολογικά λειτουργούν. Κι αυτό γιατί κινούνται με βάση τα αγελαία ένστικτα του συσσωρευμένου διαθέσιμου κεφαλαίου, το οποίο αναζητά διαρκώς καλύτερες και πιο επικερδείς τοποθετήσεις. Όσο περισσότερα κεφάλαια είναι διαθέσιμα για δανεισμό στις αγορές τόσο πιο αφόρητη γίνεται η πίεση σε κράτη και ιδιώτες να δανειστούν. Αυτό συνέβη όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Μάλιστα με το ευρώ άνοιξε για τις τράπεζες και τους επενδυτές κεφαλαίου μια τεράστια αγορά διαρκούς και ακατάσχετου δανεισμού, την οποία εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο. Γι’ αυτό έχουμε οδηγηθεί στη σημερινή δεινή κατάσταση, κυρίως στην ευρωζώνη.
Η αντιπαράθεση αυτή έχει έρθει ξανά στην επικαιρότητα. Διεθνώς οι οικονομικοί αναλυτές έχουν χωριστεί ουσιαστικά σε δυο ομάδες. Από τη μια βρίσκονται όλοι εκείνοι που συνδέονται καταφανώς με ευρωπαϊκά τραπεζικά συμφέροντα και μηχανισμούς της Ε.Ε. ή απλώς είναι κολλημένοι, όπως κάθε θρησκόληπτος, με το ευρώ. Κι από την άλλη βρίσκονται όλοι οι άλλοι, ανεξάρτητα από πολιτική ή ιδεολογική τοποθέτηση.
● Οι μεν πρώτοι ισχυρίζονται ότι η έξοδος από το ευρώ σημαίνει καταστροφή και σκαρφίζονται τα πιο ευφάνταστα σενάρια επί χάρτου για μια πιθανή λύση εντός της ευρωζώνης.
● Ενώ όλοι οι άλλοι λένε αυτό που η οικονομική πρακτική έχει αποδείξει εδώ και δυο αιώνες: μόνο η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα μπορεί να δώσει τη δυνατότητα σε μια οικονομία που ταλανίζεται από κρίση χρέους να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της.
Φυσικά οι δεύτεροι θεωρούν πλέον αναπόφευκτο και ένα γερό «κούρεμα» του χρέους, που στην περίπτωση της Ελλάδας η Barclay’s Capital ανέβασε πρόσφατα τουλάχιστον στο 67%.
Η παγίδα του ευρώ
Η διαγραφή του χρέους και η επαναφορά του εθνικού νομίσματος δεν είναι πανάκεια ούτε θα φέρει αυτόματα την έξοδο από την κρίση. Όμως είναι η μόνη δυνατή αφετηρία για να υπάρξει έστω μια πιθανότητα να αντιμετωπιστεί η κρίση. Ιδίως από τη σκοπιά της μεγάλης πλειονότητας του λαού αυτής της χώρας. Κάτι που είναι τελείως αδύνατον εντός ευρώ. Χώρες υπό χρεοκοπία σαν την Ελλάδα είναι αδύνατον να ξεφύγουν από την κρίση και την απειλή της πτώχευσης όσο παραμένουν στην ευρωζώνη.
Το μόνο στο οποίο μπορούν να ελπίζουν είναι σε παρατάσεις του αναπόφευκτου, όπως αυτήν που συζητούν αυτές τις ημέρες στις Βρυξέλλες. Με το αζημίωτο βέβαια. Διότι κάθε παράταση κοστίζει τρομακτικά στην κοινωνία, ενώ οδηγεί τη χώρα με μαθηματική βεβαιότητα στην ολοκληρωτική καταστροφή. Δεν υπάρχει περίπτωση διαφυγής με το ευρώ.
Η αντιπαράθεση δεν αφορά απλώς και μόνο τις πολιτικές διεξόδου. Δηλαδή ποιος θα επωμιστεί τα βάρη και τα κόστη της κρίσης, ώστε η χώρα να βγει από την κρίση. Η αντιπαράθεση αφορά το αν είναι σε θέση η χώρα να βγει από την κρίση ή όχι. Τουλάχιστον όσο αυτή παραμένει αιχμάλωτη της ευρωζώνης.
Το ερώτημα δεν είναι με ποιον τρόπο θα αντιμετωπιστεί η κρίση, αλλά αν είναι δυνατόν ποτέ να αντιμετωπιστεί μια κρίση – ακόμη κι από τη σκοπιά της αγοράς – χωρίς τα αναγκαία μακροοικονομικά εργαλεία: νόμισμα, δημοσιονομική και πιστωτική πολιτική. Δηλαδή χωρίς τα εργαλεία που έχουμε παραδώσει στην Ε.Ε. και την ΕΚΤ. Υπάρχει κάποιο ανάλογο ιστορικό παράδειγμα; Ούτε κατά διάνοια.
Σ’ αυτό έχει επικεντρωθεί η διαμάχη και όχι στους ταξικούς ή πολιτικούς τρόπους αντιμετώπισης της κρίσης. Χωρίς τα αναγκαία εργαλεία είναι αδύνατον για μια χώρα σαν την Ελλάδα να βγει από την κρίση και να αντιμετωπίσει το χρέος, ό,τι κι αν κάνει. Το μόνο αναπόφευκτο αποτέλεσμα είναι η πτώχευση. Κι αυτή είναι μάλλον σίγουρο ότι θα έρθει πολύ πιο γρήγορα από ό,τι υπολογίζουν τα επιτελεία της ολιγαρχίας.
Αγριότητα η «εθελοντική αναδιάρθρωση»
Πολλά «παπαγαλάκια» προτείνουν εθελοντική αναδιάρθρωση. Εντός φυσικά της ευρωζώνης. Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση, που δεν μπορεί να εξυπηρετήσει το χρέος της, ζητά εθελοντικά από τους κατόχους των ομολόγων της να συνεργαστούν στην αλλαγή των όρων πληρωμής τους. Αυτό στη θεωρία. Διότι στην πράξη μια εθελοντική αναδιάρθρωση ισοδυναμεί με άγριες καταστάσεις, όπου οι αγορές και οι κάτοχοι ομολόγων ανταγωνίζονται για το ποιος θα επιβάλει τους δικούς του όρους.
Υπάρχουν δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα εθελοντικής αναδιάρθρωσης. Και τα δυο από τη Λατινική Αμερική των αρχών της δεκαετίας του 2000. Το ένα θεωρείται «πετυχημένο» και το άλλο «αποτυχημένο». Με τα κριτήρια των αγορών.
1. Καταρχάς ως «πετυχημένο» θεωρείται το παράδειγμα της εθελοντικής αναδιάρθρωσης της Ουρουγουάης. Μέσα σε έναν μήνα (Μάιος 2003), υπό την άμεση εποπτεία του ΔΝΤ, η κυβέρνηση της Ουρουγουάης επιμήκυνε το ληξιπρόθεσμο όλων των ομολόγων της σε ξένο νόμισμα, που τότε αντιστοιχούσαν περίπου στο 50% του δημόσιου χρέους της χώρας, επιφέροντας ένα «κούρεμα» της τάξης του 8%. Η αποδοχή αυτής της προσφοράς έγινε δεκτή από το 90% των ομολογιούχων.
Ωστόσο οι πολιτικές λιτότητας και περικοπών που συνόδευσαν την εθελοντική αναδιάρθρωση εκτίναξαν την απόλυτη φτώχεια του πληθυσμού από το 6% το 2003 στο 23,7% το 2004. Μέσα σ’ έναν χρόνο τετραπλασιάστηκε ο πληθυσμός που βρέθηκε κάτω από το όριο της απόλυτης φτώχειας. Ενώ το 2009 το ποσοστό βρέθηκε στο 27,4% του πληθυσμού, με την Ουρουγουάη να αντιμετωπίζει ξανά κρίση χρέους και να βαδίζει ξανά προς νέα αναδιάρθρωση.
Η Ουρουγουάη, που παλιά ονομαζόταν και «Ελβετία της Λατινικής Αμερικής», μπόρεσε να το κάνει αυτό γιατί οι τράπεζές της στηρίζονταν ως επί το πλείστον σε καταθέσεις από το εξωτερικό. Το γεγονός αυτό, αλλά και το σχετικά μικρό ύψος του δημόσιου χρέους, που δεν ξεπερνούσε το 90% του ΑΕΠ της χώρας, από το οποίο το 50% περίπου ήταν εσωτερικό εκφρασμένο σε εθνικό νόμισμα, επέτρεψε την «επιτυχία» αυτής της εθελοντικής αναδιάρθρωσης σε σύντομο χρονικό διάστημα.
2. Τι γίνεται όμως με την εθελοντική αναδιάρθρωση στην περίπτωση μιας οικονομίας σε βαθιά ύφεση, με σκληρό νόμισμα και τεράστιο δημόσιο χρέος; Τέτοια περίπτωση ήταν της Αργεντινής το 2001. Υπό την καθοδήγηση του ΔΝΤ η Αργεντινή προσπάθησε το 2001 να επιμηκύνει τις πληρωμές τόκων και χρεολυσίων χρέους της τάξης των 30 δισ. δολαρίων.
Με δεδομένη την άθλια κατάσταση της οικονομίας της και την αδυναμία στήριξης στο εθνικό της νόμισμα, το οποίο είχε κλειδωθεί με το δολάριο, οι όροι που προσφέρθηκαν στους κατόχους των ομολόγων, προκειμένου να είναι ελκυστικοί, έπρεπε να γίνουν πολύ γενναιόδωροι.
Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί η συνολική αξία εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους κατά 28%. Ενώ το μόνο αποτέλεσμα που είχε αυτή η επιχείρηση εθελοντικής αναδιάρθρωσης – εκτός από τις τεράστιες αμοιβές της τάξης των 300 εκατ. δολαρίων, που εισέπραξαν οι μεσολαβούσες επενδυτικές τράπεζες – ήταν η κυβέρνηση να βρεθεί με έναν ακόμη μεγαλύτερο όγκο χρέους.
Ως αποτέλεσμα τον Αύγουστο του 2001 η κυβέρνηση της Αργεντινής, αδυνατώντας να αναδιαρθρώσει το υπόλοιπο χρέος της, αναγκάστηκε να κηρύξει επίσημη πτώχευση, με όλες τις γνωστές επιπτώσεις.
Γιατί η υποτέλεια είναι «εθνικό πεπρωμένο»;
Η περίπτωση της Ελλάδας μοιάζει περισσότερο με την περίπτωση της Αργεντινής και καθόλου με την περίπτωση της Ουρουγουάης. Το ύψος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας είναι πολύ μεγαλύτερο ακόμη κι από της Αργεντινής, ενώ η οικονομία της βρίσκεται σε χειρότερα χάλια.
Το γεγονός επίσης ότι δεν διαθέτει δικό της νόμισμα, η βαθιά ύφεση στην οικονομία της και το άνοιγμα των τραπεζών, που διαρκώς διευρύνεται, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για εθελοντική αναδιάρθρωση τύπου Ουρουγουάης. Δεν υπάρχει κανένα εχέγγυο για μια γρήγορη και σχετικά ανώδυνη αναδιάρθρωση.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση και η τρόικα δεν θα επιλέξουν μια τέτοια λύση. Γνωρίζουν όλοι ότι μια τέτοια λύση και αναπόφευκτη είναι με την πορεία που ακολουθεί η χώρα και απολύτως καταστροφική.
Είναι σίγουρο ότι οποιαδήποτε αναδιάρθρωση κι αν επιχειρηθεί εντός ευρωζώνης θα λειτουργήσει καταλυτικά στην επίσημη πτώχευση της Ελλάδας, δίνοντάς της τα καταστροφικά χαρακτηριστικά μιας πτώχευσης τύπου Αργεντινής το 2001. Αυτό επιδιώκουν όσοι μιλούν για «ευρωπαϊκή λύση», έστω κι αν δεν ξέρουν τι λένε.
Θανατηφόρες δεσμεύσεις
Αυτό που προέχει τώρα για την «Ευρώπη» είναι να εξασφαλίσει δεσμεύσεις για αποκρατικοποιήσεις και διακομματική συναίνεση στην Ελλάδα για την εφαρμογή του μνημονίου. Αυτά έθεσε ο επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Όλι Ρεν ως προϋποθέσεις για την εκταμίευση της πέμπτης δόσης, αφήνοντας παράλληλα ανοικτό το ενδεχόμενο «αναδιάταξης» του ελληνικού χρέους.
Στις ανακοινώσεις του μετά το Εcofin την Τρίτη, ο Όλι Ρεν υπογράμμισε πως «είναι πράγματι κρίσιμο οι ελληνικές αρχές να ανακοινώσουν αποφασιστικά μέτρα για να διασφαλιστεί η πορεία δημοσιονομικής εξυγίανσης».
Όσον αφορά το ενδεχόμενο της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, ο επίτροπος ανέφερε πως «θα μπορούσε να εξεταστεί μία επιμήκυνση της περιόδου αποπληρωμής σε εθελοντική βάση». Μαζί με αυτήν, σημείωσε ο Όλι Ρεν, θα μπορούσε επίσης να εξεταστεί το να ζητηθεί από τις τράπεζες και τους ιδιώτες επενδυτές να διατηρήσουν τις θέσεις που κατέχουν στα ελληνικά ομόλογα.
Πιο ξεκάθαρος είχε εμφανιστεί νωρίτερα ο πρόεδρος του Eurogroup Ζαν Κλοντ Γιούνκερ: «Η Ελλάδα πρέπει γρήγορα να ιδιωτικοποιήσει δημόσια περιουσία ύψους 50 δισ. ευρώ για να καταστήσει βιώσιμο το μεσοπρόθεσμο και βραχυπρόθεσμο χρέος της, γιατί επί του παρόντος δεν είναι διατηρήσιμο» είπε σε σεμινάριο του Συμβουλίου της Λισσαβώνας.
Όπως ήταν φυσικό, δήλωσε κάθετα αντίθετος σε μία ευρεία αναδιάρθρωση (η οποία, εξήγησε, θα σήμαινε «κούρεμα» στα ομόλογα), τονίζοντας όμως πως «εάν η Ελλάδα καταβάλει όλες αυτές τις προσπάθειες, τότε θα πρέπει να κοιτάξουμε εάν είναι δυνατή μια ήπια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους». Ως ήπια, πρόσθεσε, νοείται η επιμήκυνση της περιόδου αποπληρωμής.
Ο επίτροπος Όλι Ρεν σημείωσε, κατά το Reuters, πως χρειάζεται συναίνεση όλων των κομμάτων στην Ελλάδα για να προχωρήσει η δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας:
«Η συναίνεση των κομμάτων και η έγκριση του προγράμματος της Ε.Ε. και του ΔΝΤ, οι στόχοι και οι πολιτικές του, αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για να προχωρήσει περαιτέρω το ελληνικό πρόγραμμα… Δεν πρόκειται για πολιτικό παιχνίδι, αλλά για εθνικό πεπρωμένο και για ένα ζήτημα θεμελιώδους εθνικής υπευθυνότητας όλων των πολιτικών δυνάμεων» ανέφερε χαρακτηριστικά ο επίτροπος.
Τι ωραίο είναι να ακούς αυτούς που αδίστακτα ποδοπατούν έθνη και λαούς να μιλούν για «εθνικό πεπρωμένο». Και αναρωτιέται κανείς γιατί είναι «εθνικό πεπρωμένο» να πειθαρχούν όλοι στη φωνή του Κυρίου και δεν είναι πρώτιστο «εθνικό πεπρωμένο» για έναν λαό να γίνει αφέντης στον τόπο του;
Όμως, προκειμένου να εισπράξουμε την «ευρωπαϊκή λύση», πρέπει να δεχτούμε μόνο το «εθνικό πεπρωμένο» της υποτέλειας. «Εθνική συνεννόηση» για το ξεπούλημα της χώρας, προκειμένου οι τράπεζες και οι αγορές να μη χάσουν τα λεφτά τους, με μόνο σίγουρο αποτέλεσμα την πτώχευση.
(To Ποντίκι)
www.papaioannou.wordpress.com