Η θρησκεία και η «σύγχρονη» ελληνική Αριστερά έχουν έναν
ιδιαίτερο τρόπο να επιβιώνουν. Προσκολλούνται σε μία ιδέα, ένα γεγονός, ένα
πρόσωπο, υπαρκτό ή ανύπαρκτο – δεν έχει σημασία, και προσπαθούν να
μορφοποιήσουν το παρόν με τέτοιον τρόπο ώστε να ταυτίζεται με το συγκεκριμένο
παρελθόν. Δεν κάνουν το αντίθετο, δηλαδή να αναλύσουν το παρελθόν και να το
εξελίξουν με τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται στο παρόν. Και εκεί έγκειται το ντε
φάκτο αδιέξοδο και των δύο να αναλύσουν ρεαλιστικά την πραγματικότητα, αλλά
ταυτόχρονα και η ικανότητά τους να επιβιώνουν συσπειρώνοντας ανθρώπους που αρνούνται
να αναλάβουν το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί στο παροντικό κοινωνικό περιβάλλον.
Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου ήταν μία ιδιαίτερα ηρωική πράξη
την οποία καλώς κάνουμε και τιμούμε κάθε χρόνο. Επίσης καλώς κάνουμε και
υπενθυμίζουμε τις θυσίες ανθρώπων που έγιναν στον βωμό της Δημοκρατίας και της ελευθερίας,
και καλώς υπενθυμίζουμε κάποιες διαχρονικές αξίες που βελτιώνουν την ζωή μας και
τα δικαιώματά μας. Επίσης, καλό είναι να αναφέρεται και το γεγονός ότι η
αντίσταση των φοιτητών του Πολυτεχνείου ήταν δυστυχώς μία πενιχρή μειοψηφία
ανάμεσα στην κατά τ’ άλλα σιωπηλή και συμβιβασμένη με την χούντα, πλειοψηφία,
ενώ σε δεύτερο χρόνο να κάνουμε και κάποιες διαπιστώσεις για την εξέλιξη της εν λόγω γενιάς.
Και εκεί ακριβώς τελειώνουν οι φόροι τιμής. Αυτό είναι το
σημείο που θα σταματούσε ένα πραγματικά προοδευτικό κίνημα ή ένας λογικά
σκεπτόμενος άνθρωπος, αν ήθελε να είναι κοινωνικά ευσυνείδητος, σωστός και
υπεύθυνος. Οτιδήποτε πέρα από αυτό, ξεφεύγει από την ανάδειξη της ιστορικής
σημασίας των γεγονότων του Πολυτεχνείου και εισέρχεται στη μικρότητα πολιτικών
και ιδεολογικών σκοπιμοτήτων.
Πέρα από τις παρεκτροπές που βλέπουμε σχεδόν σε κάθε επέτειο
μεταξύ πολιτικών χώρων και νεολαίων, τα δήθεν λαϊκά και νεοελληνικά αριστερά
κινήματα βρίσκουν ευκαιρία να μεταφέρουν στη σύγχρονη εποχή τα αιτήματα του
Πολυτεχνείου του ’73 με τρόπο ιδεολογικής και ηθικής αυθεντίας. Ενδεχομένως να
συμφέρει πολιτικά την Αριστερά να ευαγγελίζεται την αναγκαιότητα για «ψωμί,
παιδεία, ελευθερία» εν έτει 2011, αλλά το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον
που έχει περάσει από χίλια δυο στάδια εξέλιξης την περίοδο 1973-2011 στην Ελλάδα
φαίνεται πως είναι αδιάφορο για την «αριστερή» ανάλυση των κοινωνικών αναγκών.
Το ίδιο αδιάφορη φαίνεται πως είναι και η σύγκριση στα σημεία δυσλειτουργίας της
ελληνικής Δημοκρατίας, με το καθεστώς των Συνταγματαρχών.
Η ιδεολογία, ή καλύτερα η πολιτική και κοινωνική ιδεολογία,
οφείλει να προσαρμόζεται στην πραγματικότητα του παρόντος όσο γρήγορα και αν
αλλάζει αυτή. Όχι επειδή το λέει κάποιος νόμος ή κάποιος κανόνας κοινωνικής
ηθικής, αλλά επειδή δεν γίνεται διαφορετικά. Η θρησκεία εκλείπει σταδιακά, όχι
επειδή είναι συντηρητική, αλλά επειδή η επιστήμη ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανθρώπινες
ανάγκες και αγωνίες. Ο εθνικισμός, παρά τα σκαμπανεβάσματά του, έχει ξεκινήσει
μία δειλή καθοδική πορεία στις συνειδήσεις των πιο ανεπτυγμένων κοινωνιών, όχι
επειδή βγήκε ο John Lennon και τραγούδησε το “Imagine”, αλλά επειδή το διαδίκτυο, οι μεταφορές και η παγκόσμια
οικονομία ανέδειξαν την ματαιότητα των εθνικών συνόρων.
Εάν η αριστερή θεώρηση της κοινωνίας και της οικονομίας
αναδειχτεί αναγκαία ξανά, και παρά την αποτυχία της στα πρώην Κράτη του «υπαρκτού»
Σοσιαλισμού, αυτό θα γίνει επειδή οι συνθήκες αναγκαστικά θα στρέψουν την
κοινωνία και την οικονομία προς τα εκεί. Όχι επειδή κάποιος ιδεολογικός «φωστήρας»
θα μας επιβάλλει να ασπαστούμε το νόημα και τη σπουδαιότητα κάποιων αγώνων που
έγιναν πριν 40 χρόνια ή έναν αιώνα. Άλλωστε, η πραγματικά προοδευτική και
εκσυγχρονιστική σκέψη υποτίθεται ότι κάνει ακριβώς αυτό· σπάει δόγματα και συντηρητικά κατεστημένα που
προβάλλουν αγκυλώσεις στην ελευθερία του ανθρώπου, και εν γένει της ανθρώπινης
σκέψης.