Η κουβέντα ακούγεται σε οικογενειακά
τραπέζια, μεταφέρεται σε θλιμμένες παρέες, ενίοτε καταλήγει και
μονόλογος. Το ερώτημα είναι ποια γενιά πληρώνει τα σπασμένα. Οι
50άρηδες; Οι μεσήλικοι; Οι πιτσιρικάδες;
Μια καλλιτεχνική απεικόνιση του καβγά των γενεών από τον εικονογράφο Γιώργο Γούση.
Ο 20άρης:
Οταν και αν υπάρξει ανάπτυξη, θα έχει ήδη εργασιακή εμπειρία./
Παρατείνεται η εξάρτησή του από το σπίτι και την οικογένεια. Η ανεργία
στους κάτω των 24 ετών άγγιξε το 43,5%.
Ο 30άρης:
Λόγω εμπειρίας θα εξακολουθεί να βρίσκει δουλειές, αλλά όχι αυτές που
θα ήθελε και με τον μισθό που θα ήθελε./ Οι προτεραιότητές του γίνονται
επιβίωσης και όχι προόδου. Η ανεργία στους κάτω των 34 ετών έφτασε το
24,9%.
Ο 40άρης:
Εχει περισσότερες πιθανότητες από τους υπόλοιπους να διατηρήσει τη θέση
που είχε πριν από την κρίση./ Οι απολαβές του, όμως, ίσως να μην είναι
αυτές που απαιτεί το μεγάλωμα των παιδιών.
Ο 50άρης:
Διαθέτει εμπειρία, γνωριμίες και ίσως αποταμιεύσεις που μπορεί να τον
συντηρήσουν./ Αν βρεθεί χωρίς δουλειά έχει λίγες πιθανότητες να βρει.
Ενας στους 10 μακροχρόνια ανέργους είναι πάνω από 55 ετών.
Ο 60άρης:
Είναι μέλος της γενιάς που έζησε και εργάστηκε στην ελληνική ανάπτυξη
από το 1970 και μετά./ Η σύνταξή του δεν είναι αυτή που περίμενε, όσο
για το εφάπαξ τρέχα γύρευε
Μένω σε ένα διαμέρισμα που μου νοικιάζει
μια γυναίκα πολύ μεγαλύτερη από τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου, όταν ήταν
μικρότερος από εμένα, έμενε και αυτός σε ένα διαμέρισμα στον ίδιο
δρόμο. Το σπίτι μου είναι ήσυχο και όταν κλείνεις τα παράθυρα μπορείς να
ακούσεις μόνο την τάση του ρεύματος όπως περνάει από τα καλώδια. Τα
σημάδια της ζωής στην πολυκατοικία έρχονται μόνο μέσα από τον φωταγωγό.
Από πάνω μου μένει ένα ζευγάρι συνταξιούχων που πρέπει να είναι
πάνω-κάτω στην ηλικία του πατέρα μου. Οταν ανοίγω το παράθυρο του
φωταγωγού, έρχεται η οσμή του φαγητού που μαγειρεύουν. Δίπλα, μένει ένα
ζευγάρι μετά τα 40 – περίπου στην ηλικία του θείου μου. Πρέπει να έχουν
δύο παιδιά· το καταλαβαίνω από τις φωνές τους μέσα από τον φωταγωγό.
Μερικές φορές ακούω έναν άνδρα, που υποθέτω ότι είναι στο μπάνιο, να
τραγουδάει Ξυλούρη με όλη τη δύναμη της φωνής του. Εχω την εντύπωση ότι
είναι γύρω στα 55, στην ηλικία της μάνας μου. Οταν φεύγω από το σπίτι,
πετυχαίνω πολλές φορές στο ασανσέρ έναν άνδρα, μάλλον συνομήλικό μου,
συνήθως μαζί με την κοπέλα του, που μπορεί να είναι και η γυναίκα του.
Δεν ξέρω από ποιον όροφο έρχονται, αλλά δεν θα ήθελα να είναι αυτοί που
ακούγονται να τσακώνονται. Δεν ξέρω τίποτε για τους ανθρώπους της
πολυκατοικίας μου εκτός από ό,τι μαθαίνω από τον φωταγωγό. Ζούμε όλες οι
γενιές μαζί, στα σπίτια που έφτιαξαν οι πατεράδες μας, επάνω στους
δρόμους που χάραξαν οι παππούδες μας, και οι ζωές μας στις πολυκατοικίες
αυτής της πόλης ενώνονται μέσω των φωταγωγών. Δεν μπορείς να βγάλεις
τον εαυτό σου απέξω.
Οι ιστορίες των ανθρώπων της
πολυκατοικίας μου δεν αποτελούν ειδήσεις, είναι προσωπικές αφηγήσεις σε
πρώτο ενικό. Τις φαντάζομαι να αρχίζουν στις κουζίνες των οικογενειών,
όταν δεν ακούν τα παιδιά, χαμηλόφωνα επάνω στους καναπέδες και φωναχτά
στα τηλέφωνα, το γρήγορο περπάτημα να ακούγεται και στον κάτω όροφο.
Ξεκινάμε από τον εαυτό μας: «Ξέρεις υπέγραψα μείωση στη δουλειά», η
αφήγηση σταματάει και γίνεται διάλογος και άλλα πρόσωπα βρίσκουν τον
δρόμο τους στην ιστορία, «είναι και ο αδελφός μου που δεν βρίσκει καν
δουλειά» και «ο φίλος μου που απολύθηκε» και «ο πατέρας μου που θα πάρει
τη μισή σύνταξη». Οι ιστορίες της πολυκατοικίας είναι μπλεγμένες μεταξύ
τους, όπως είμαστε και εμείς μπλεγμένοι σε παρέες, οικογένειες και
γενιές, και είναι όλες αυτές που λέμε μεταξύ μας αυτόν τον καιρό, όλα τα
πρώτα πρόσωπα ενικού μαζεμένα.
Ξέρω την ιστορία του Γιώργου Λέγκερη που
είναι 26 και έχει πιάσει την πρώτη του δουλειά. Του Κώστα Αλεξανδρή που
απολύθηκε από την εταιρεία του στα 38. Του Παύλου Ζαχαρή που απολύθηκε
στα 42 του. Του Δημήτρη Κανταλή που είναι 55 και ήταν πέντε μήνες
άνεργος.
Ο Γιώργος κάθεται απέναντί μου ένα
απόγευμα που μόλις έχει τελειώσει από τη δουλειά και είναι πολύ
κουρασμένος για να δώσει σημασία στο κασετοφωνάκι. Ξεκινάει την ιστορία
του πριν από δέκα χρόνια, όταν η οικογένειά του αναγκάστηκε να πουλήσει
το σπίτι τους.
Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος, είχε
ανοιχτεί πολύ οικονομικά και είχε χάσει και αρκετά χρήματα στο
Χρηματιστήριο. Πριν από τρία χρόνια ο πατέρας του Γιώργου πέθανε και η
μητέρα του με τη σύνταξή της στήριξε ουσιαστικά τις σπουδές του ίδιου
και του μεγαλύτερου αδελφού του. Τελείωσε το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης
και Δημόσιας Διοίκησης της Νομικής το 2009 και έφυγε κατευθείαν για τον
στρατό. Απολύθηκε πέρυσι το καλοκαίρι και δούλεψε σε μπαρ στον Λαγανά
της Ζακύνθου, επειδή ήξερε ότι αλλιώς δεν θα μπορούσε να πάει σε νησί.
Γυρνώντας στην Αθήνα «το πλάνο ήταν ένα μεταπτυχιακό που είχα δει στην
ΑΣΟΕΕ, αλλά κόστιζε 5.000 ευρώ. Τα Χριστούγεννα δούλεψα σε ένα
παγοδρόμιο για το χαρτζιλίκι και τον Μάρτιο σε μια εταιρεία τηλεφωνικών
πωλήσεων. Με έδιωξαν σε τρεις ημέρες και είπαν ότι δεν ήμουν
παραγωγικός».
Ξεκίνησε την προετοιμασία για να δώσει
εξετάσεις στη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και συνέχισε μέχρι το καλοκαίρι.
Εκανε αιτήσεις για δουλειά στην Ευρωπαϊκή Ενωση και τις έστελνε σε
αγγελίες που δημοσιεύονταν σε ελληνικά σάιτ. Τον πήραν τελικά σε ένα
δικηγορικό γραφείο. «Νιώθω πολύ καλά που έχω μια δουλειά και είναι
αξιοπρεπής. Ας παίρνω έναν μισθό για τρία-τέσσερα χρόνια και μετά
βλέπουμε». Μένει ακόμη με τη μητέρα του, όπως έκανε και ο αδελφός του
μέχρι πέρυσι προτού μπορέσει να βρει δουλειά μετά το διδακτορικό του.
«Δεν θέλω να βιαστώ να φύγω. Η οικονομική μου κατάσταση έχει αλλάξει τις
προτεραιότητές μου. Το μηχανάκι μου, ας πούμε, είναι χαλασμένο εδώ και
έναν χρόνο και δεν έχω λεφτά να το φτιάξω». Θεωρεί ότι βρίσκεται στη
χειρότερη ηλικία στη χειρότερη περίοδο, επειδή αισθάνεται ότι τώρα είναι
η ηλικία που χτίζεις για το μέλλον. «Πιστεύω ότι η γενιά του
Πολυτεχνείου φταίει, διότι αυτοί είναι τώρα στα πράγματα και στην
πολιτική. Υπήρχε δυναμική στην Ελλάδα που δεν αξιοποιήθηκε. Βέβαια, ένας
55άρης που χάνει τη δουλειά του και έχει παιδιά είναι σε χειρότερη
θέση. Εμείς τουλάχιστον έχουμε ακόμη την ψευδαίσθηση της ελπίδας».
Ο Δημήτρης Κανταλής είναι ένας 55άρης
καθηγητής αγγλικών και έχει μία κόρη περίπου στην ηλικία του Γιώργου,
στα 28. Μου λέει ότι «δεν είναι θέμα γενεών. Ολοι το βιώνουμε πολύ
άσχημα. Το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια δεν μπαίνει ανάλογα με την ηλικία.
Κάθε γενιά έχει τους δωσίλογους και τους προδότες, και είναι ο αφρός,
διότι είναι άνθρωποι που ανεβαίνουν γλείφοντας. Υπήρξαν άνθρωποι που
μάτωσαν στο Πολυτεχνείο και δεν ήθελαν να το βγάλουν στον πλειστηριασμό.
Στη γενιά μου έχω δει να παίζονται παιχνίδια μπροστά μου, να γίνονται
μεταγραφές από ανθρώπους που ήταν πρώτα ονόματα στην πίστα. Κάποια από
αυτά είναι γνωστά, κάποια όχι, διότι, ας πούμε, όταν δουλεύεις σε ένα
πολιτικό γραφείο δεν σε ξέρει ο κόσμος. Και μου λένε τώρα τα κάνουμε όλα
για το καλό σου. Θα ήθελα αυτά που κάνουν σε εμένα για το καλό μου να
τα κάνουν στα παιδιά τους για το καλό τους. Το θεωρώ πολιτική αλητεία να
έρχονται οι βιαστές μου και να μου λένε σε βιάζω για το καλό σου».
Μιλάει δυνατά και θυμωμένα και είναι το βράδυ της ημέρας που έμαθε ότι
τελικά θα δουλέψει και εφέτος ως αναπληρωτής σε ένα σχολείο. Καθόμαστε
στον καναπέ του, σε ένα σπίτι σαν και αυτά στα οποία έχω μεγαλώσει, σε
μια γειτονιά σαν και αυτές στις οποίες έχουν μεγαλώσει οι φίλοι μου από
τα προάστια της Αθήνας. Πέρυσι δούλευε σε δύο σχολεία στο Μενίδι, πολύ
μακριά από εκεί που μένει. Επαιρνε 1.300 ευρώ. Εφέτος θα είναι κάτω από
1.000. «Η σύμβασή μου είχε λήξει μέσα Ιουνίου. Μέχρι σήμερα ήμουν στο
ταμείο ανεργίας. Εκανα χοντρές περικοπές. Δεν πηγαίνω πια πουθενά. Σε
κάλεσα σπίτι, επειδή, αν βγαίναμε έξω, θα ένιωθα άβολα να σου πω να με
κεράσεις τον καφέ. Μπόρεσα και μείωσα το νοίκι στα 500 από 700 ευρώ,
επειδή είχαν κατανόηση οι ιδιοκτήτες. Η γυναίκα μου δουλεύει σε έξι
φροντιστήρια, από Χαλάνδρι μέχρι Μαραθώνα, για έναν μισθό. Αλλάξαμε πάλι
πάροχο Internet, για να δίνουμε 15 από 25 ευρώ. Τα φώτα τα άναψα τώρα
που ήρθες. Το σουπερμάρκετ είναι πάντα με λίστα και μερικές φορές έχω
αναγκαστεί να επιστρέψω και πράγματα. Διακοπές δεν υπήρξαν. Εκανα ένα
μπάνιο».
Περίπου τις ίδιες περικοπές έκανε και ο
Παύλος Ζαχαρής, μόνο που δεν έχει βάλει τηλέφωνο και δεν κατάφερε να
μειώσει το νοίκι του. «Μένω στου Παπάγου και τα σπίτια είναι κυρίως των
στρατιωτικών που τους έκοψαν τις συντάξεις και δεν ήθελαν να χάσουν το
εισόδημα του ενοικίου». Ο Παύλος, που είναι λίγο μετά τα 40, έχει
μεγαλώσει σε αυτή την περιοχή. Δεν θέλει να πάρει τα παιδιά του από τους
φίλους τους και τη ζωή στην οποία έχουν συνηθίσει. Απολύθηκε από τη
δουλειά του τον Φεβρουάριο. Του είχαν ήδη γίνει δύο μειώσεις. «Δούλευα
στο διαφημιστικό τμήμα εκδοτικής εταιρείας. Είχα προσληφθεί με 1.500
ευρώ, με ένα παιδί. Εφυγα ύστερα από οκτώ χρόνια με 1.600 ευρώ, με δύο
παιδιά, αλλά δεν τα έπαιρνα κιόλας, επειδή δεν μας πλήρωναν κάθε μήνα. Η
γυναίκα μου έχει σχολή χορού. Με το ζόρι βγαίνουν από εκεί 200 ευρώ τον
μήνα». Ο Παύλος χρωστάει πάνω από 100.000 ευρώ στις τράπεζες. Προτού
ξεκινήσει να δουλεύει τραβούσε λεφτά από την πιστωτική, μετά ήρθαν τα
δάνεια αποπληρωμής, μετά και άλλα δάνεια την εποχή που οι τράπεζες του
έστελναν προεγκεκριμένες κάρτες στο γραφείο. «Δεν ασχολούμαι πια. Δεν
ανοίγω λογαριασμούς. Τους είπα δεν έχω τίποτε. Δεν βλέπω φως πουθενά. Η
δικιά μου γενιά πλήττεται περισσότερο από όλες. Ο 55άρης έχει
συμπληρώσει κάποια ένσημα και ψάχνει να πάρει μια σύνταξη. Ο 25άρης θα
δυσκολευτεί για δέκα χρόνια και αν ανέβει η οικονομία, στα 35 θα μπει
στην αγορά έμπειρος. Στα 42 μου, να κάνω τι;».
O Θάνος Οικονομίδης που είναι τώρα στα 63
του, ήταν δημόσιος υπάλληλος, επιθεωρητής εργασίας του ΣΕΠΕ. Εδώ και
δύο χρόνια είναι συνταξιούχος. Παρά το ότι έχει υποστεί μείωση στη
σύνταξή του δεν θεωρεί ότι έχει φτάσει σε σημείο που να τον φέρνει σε
απόγνωση. Δεν κάνει πια τα έξοδα που έκανε πριν από μερικά χρόνια, αλλά
αυτό δεν τον στενοχωρεί. Το θεωρεί απαραίτητο νοικοκύρεμα: «Είχαμε
φτάσει σε σημείο υπερκαταναλωτισμού και τώρα η συγκυρία έκανε επιτακτική
την ανάγκη των λελογισμένων αγορών. Αν υπήρχε προοπτική ώστε αυτό το
οικονομικό συμμάζεμα να γινόταν ισομερώς και ανάλογα με την οικονομική
δύναμη του καθενός, τότε πιστεύω ότι οι Ελληνες, επειδή έχουμε και ένα
επίπεδο, δεν θα διαμαρτυρόμασταν».
O Θάνος Οικονομίδης δεν ήταν ο άνθρωπος
που έκανε αποταμίευση. Του άρεσαν πάντα τα ταξίδια και όταν ερχόταν το
καλοκαίρι προτιμούσε να γυρίζει την Ευρώπη. «Αυτά που έχω κάνει τα θεωρώ
επένδυση, το να πάω δηλαδή έξω, να γνωρίσω κι άλλον κόσμο, να μαζέψω
εμπειρίες. Για μένα αυτό ήταν μεγάλη υπόθεση». Την γενιά των παιδιών του
θεωρεί περισσότερο εκτεθειμένη στην κρίση και όχι τη δικιά του. «Τα
σημερινά παιδιά περνάνε πολύ δύσκολα γιατί έχουν αβέβαιο μέλλον. Η αγορά
έχει γίνει αδηφάγα. Τα προσόντα που απαιτούνταν όταν βγήκα εγώ να
δουλέψω ήταν λιγότερα. Τώρα έχουν περισσότερα προσόντα αλλά λιγότερη
αμοιβή. Εμείς είμαστε υπεύθυνοι. Είμαστε υπεύθυνοι για αυτά που δίνουμε
στη νεότερη γενιά».
Ο Κώστας Αλεξανδρής αναγκάστηκε να
απαντήσει σε άλλη μία ερώτηση σχετική με την κρίση. «Τι θα κάνω όλη μέρα
τώρα που δεν δουλεύω;». Μέχρι τον Φεβρουάριο ήταν art director σε μια
μεγάλη διαφημιστική εταιρεία. Από τότε που τον απέλυσαν ξυπνάει περίπου
στις 10.00 το πρωί. Φτιάχνει τον καφέ του και βάζει αμέσως ραδιόφωνο,
επειδή δεν θέλει να χάνει τον Τζούμα στον Εν Λευκώ. Θα διαβάσει λίγο ένα
βιβλίο, θα κάνει ένα μπάνιο και μετά θα πάρει τους δρόμους. Το μεσημέρι
που θα επιστρέψει στο σπίτι, του αρέσει να πίνει ένα ποτήρι κρασί και
να κοιμάται. Λέει τη λέξη σιέστα τραβώντας το «α» και όταν τα περιγράφει
όλα αυτά, τη μικρή ρουτίνα των τελευταίων μηνών, η φωνή του αλλάζει
όπως κάνουμε όταν μιλάμε για τα πράγματα που αγαπάμε. «Εγώ ήμουν και
τυχερός, επειδή πάντα δούλευα νύχτα και τώρα που δεν έχω δουλειά με
συντηρούν αυτά τα χρήματα». Ο Κώστας, ο οποίος τα βράδια, όταν παίζει
μουσική στα μπαρ της Αθήνας, είναι ο Κουεντίν, αγόρασε για πρώτη φορά
ρολόι όταν έμεινε άνεργος. Τότε ένιωσε ότι υπήρχε χρόνος για να
μετρήσει. Μου λέει ότι αυτή είναι στην ουσία μια κρίση συνείδησης:
«Ταυτιζόμαστε με δουλειά, λεφτά, καριέρα και εξαρτιόμαστε. Τώρα, όμως,
που έχεις απογυμνωθεί από τις υλικές ανάγκες σου, από τα δάνεια, τις
πιστωτικές, μένεις χρεωμένος χωρίς λεφτά εσύ και ο εαυτός σου. Τώρα,
λοιπόν, που δεν έχεις να μου δείξεις φωτογραφίες από τις διακοπές, τι
έχεις να μου πεις ως άνθρωπος; Για πες; Ελα να καθήσουμε μαζί».
Καθόμαστε μαζί στους καναπέδες των
σπιτιών μας και μιλάμε με τους φίλους μας – ανθρώπους από κοντινές
γενιές. Η πρώτη μας αντίδραση είναι να λυπηθούμε εαυτόν, να θυμώσουμε
επειδή όλα αυτά συμβαίνουν σε εμάς, στις παρέες μας και στη γενιά μας.
Οταν η ώρα περνάει, λέμε και άλλες ιστορίες. Αυτή μιας κοπέλας που δεν
είχε 0,20 ευρώ για να πάρει το τραμ, κάποιου μεγαλύτερου που είχε να
πληρωθεί δύο μήνες και προτίμησε να παραιτηθεί για να πάρει λεφτά στο
χέρι και ενός μικρότερου που τελείωσε τη Νομική και είπε καλύτερα να
δουλεύω πωλητής στο Παρίσι. Καταλήγουμε να μιλάμε για τον εαυτό μας
μιλώντας για τους άλλους. Και έτσι η ένταση των προσωπικών συναισθημάτων
καταλαγιάζει σαν τους θορύβους της ζωής που μπαίνουν εξασθενημένοι από
τον φωταγωγό.
* Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 20 Νοεμβρίου 2011.
____________by Αντικλείδι , http://antikleidi.wordpress.com