Τον περασμένο Μάρτιο, αποσύρθηκε από τη Γερμανία το τελευταίο επιθετικό άρμα μάχης των ΗΠΑ. Το πρώτο, είχε φθάσει εκεί το 1944. Έτσι, όπως έγραψε το περιοδικό «αστερόεσσα» των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, «κλείνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο της ιστορίας».
Λίγο αργότερα, στις 25 Απριλίου, ο Φρανσουά Ολάντ (François Hollande) πραγματοποίησε την πρώτη του επίσκεψη στην Κίνα, αναζητώντας όπως φαίνεται κατά πρώτο λόγο οικονομική στήριξη.
Πώς σχετίζονται τα δύο γεγονότα; Αποτελούν σημεία των καιρών. Σηματοδοτούν το τέλος ενός κόσμου, εκείνου του 20ού αιώνα και των διευθετήσεών του μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Η απόσυρση των Αμερικανών από την Ευρώπη συνεχίζεται, σύμφωνα με την λογική του «αναπροσανατολισμού» τους προς την Ασία, που διακήρυξε ο πρόεδρος Ομπάμα (Obama). Τα βάσανα της Ευρώπης συνεχίζονται κι αυτά, με το επίμονο συναίσθημα πως υποβιβάζεται διαρκώς, λόγω κρίσης. Και να που ο πρόεδρος μιας Γαλλίας που βρίσκεται σε πολιτικό αναβρασμό και βιώνει λυσσώδεις πολέμους αξιών στην καρδιά μιας Ευρώπης που έχει καταληφθεί από νομισματικές και υπαρξιακές αμφιβολίες, δίνει την εντύπωση πως σπεύδει σε αναζήτηση κάποιας ανακούφισης στην νέα κινεζική ηγεσία, που οι προθέσεις της για τις παγκόσμιες υποθέσεις εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά αινιγματικές.
Η Κίνα έχει την ιδιαιτερότητα να προσφέρει στον πλανήτη το θέαμα μιας χώρας που η οικονομία της αλλάζει σε διαστάσεις και ρυθμούς πρωτόγνωρους στην ιστορία της ανθρωπότητας. Από την άλλη, σε πολιτικό επίπεδο, όλα παραμένουν αναλλοίωτα και λειτουργούν με την ακρίβεια ρολογιού, με αλλαγές στην ηγεσία του κράτους και του κόμματος ανά δεκαετία, ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο. Ο Ολάντ βρίσκεται στο Πεκίνο για επενδύσεις και εμπόριο. Πράγμα που δεν εκπλήσσει κανένα σε μια εποχή που οι πάντες ορέγονται τα κινέζικα κεφάλαια και τις κινέζικες αγορές. Ο βρετανικός τύπος, πιο συγκεκριμένα οι «φαϊνάνσιαλ τάιμς» επισημαίνουν τις μεγάλες τιμές με τις οποίες έγινε δεκτός στο Πεκίνο ο ηγέτης του γαλλικού κράτους, την ίδια ώρα που ο Ντέιβιντ Κάμερον (David Cameron) εξακολουθεί να είναι δακτυλοδεικτούμενος από το κινεζικό καθεστώς διότι τ0 2012 τόλμησε να υποδεχθεί με τιμές τον δαλάι λάμα.
Η Κίνα παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τα προβλήματα των Ευρωπαίων, την ευπάθεια του κοινού τους νομίσματος, και τον αποσυντονισμό του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Εξίσου προσεκτικά μελετά το ενδεχόμενο να υπάρξει μια νέα ατλαντική ζώνη ελευθέρου εμπορίου. Εδώ πολλοί επιζητούν να συνομιλούν για το ενδεχόμενο μιας μεγάλης συμφωνίας ΗΠΑ-Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) με σκοπό την δημιουργία μιας μεγάλης τιμολογιακής και κανονιστικής ενιαίας οντότητας, εγχείρημα που ο πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα έχει θέσει στις πρώτες του προτεραιότητες μετά την επανεκλογή του. Πρόκειται για ένα σχέδιο που το συμπεριέλαβε στην ομιλία του για την κατάσταση του έθνους τον Φεβρουάριο και που θα άξιζε να συζητηθεί περισσότερο στην Ευρώπη...
Μια παρόμοια ζώνη ελευθέρου εμπορίου θα συμπεριλάμβανε το 50% του παγκοσμίου ΑΕΠ· θα τόνωνε την ανάπτυξη και θα ενίσχυε ΗΠΑ και Ευρώπη απέναντι στη μεγάλη πρόκληση που αντιπροσωπεύει η Κίνα του 21ου αιώνα. Η λογική αυτού του εγχειρήματος πάει κάπως έτσι: αν η βορειοατλαντική οντότητα δεν συγκροτηθεί καλύτερα, ποιος θα παρεμποδίσει την Κίνα από το να κατορθώσει μια μέρα να επιβάλει τις δικές της προδιαγραφές, εκμεταλλευόμενο την οικονομική της ισχύ ως δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο;
O κ. Ολάντ που και στο ζήτημα αυτό, όπως και άλλα, προχωράει πολύ διστακτικά. Δεν τολμάει να μετατρέψει την Γαλλία σε ατμομηχανή αυτού του σχεδίου, χωρίς κιόλας να φαίνεται να αποστασιοποιείται από αυτό.
Οι πασίγνωστες γαλλικές μεταπτώσεις όσον αφορά την «γαλλική ιδιαιτερότητα» ή τα αγροτικά θέματα, κοντολογίς η διστακτικότητα του Παρισιού να στοιχηθεί πίσω από τις αμερικανικές αντιλήψεις, ασφαλώς δεν διέφυγαν από το Πεκίνο. Η κινεζική εξουσία γνωρίζει καλά πως ακόμα κι αν η δημιουργία της βορειοατλαντικής ζώνης ελευθέρου εμπορίου συζητείται μεταξύ Ουάσινγκτον και «ευρωπαϊκής επιτροπής» (Κομισιόν) στις Βρυξέλλες, οι εθνικές ευαισθησίες αναπόφευκτα εξακολουθούν να παίζουν σημαντικό ρόλο.
Όσον αφορά το εμπόριο, πέραν των φιλοδοξιών του εγχειρήματος, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες: η Γαλλία κινδυνεύει να δει να εξαφανίζεται από το τοπίο των διαπραγματεύσεων στο βαθμό που η Γερμανίδα καγκελάριος 'Ανγκελα Μέρκελ (Angela Merkel), αναλάβει πρωτοβουλίες και αρχίζει να πάρει το μαχαίρι και το καρπούζι στις σχετικές διαπραγματεύσεις σε πλήρη αρμονία με τις αμερικανικές βλέψεις που θέλουν όλα να τελειώνουν γρήγορα, μέσα σε δύο χρόνια. Από την άλλη κατανοούμε τις εντάσεις που θα δημιουργηθούν πέραν του Ρήνου, όπου το γεμάτο ορμόνες αμερικανικό κρέας π.χ. δεν είναι ακριβώς δημοφιλές, αλλά και όπου -κυρίως- επιβάλλονται κι εκεί οι νέες πραγματικότητες: από το 2012 η Κίνα είναι ο βασικότερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας.
Οι Κινέζοι ιθύνοντες έχουν εδώ και καιρό διαγράψει τις φοβερές χίμαιρες του μαοϊσμού, αλλά όσον αφορά την Γαλλία διατηρούν ακόμα μια νοσταλγία για την δεκαετία του 1960, όταν ο Ντε Γκολ (de Gaulle) αποσπάστηκε από την αμερικανική θέση και αναγνώρισε την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Ασφαλώς ο στρατηγός δεν δίσταζε στιγμή να χαρακτηρίζει «δικτατορία» το Πεκίνο, αλλά προσήλωνε το βλέμμα του στους ευρύτερους ορίζοντες της ιστορίας των εθνών, στην «αιώνια Κίνα», όπως συνήθιζε να λέει. Όσον αφορά την στρατηγική αντιμετώπισης του αμερικανικού «αναπροσανατολισμού» των ΗΠΑ εκ μέρους της Γαλλίας και της Ευρώπης, αυτή είναι απλά ανύπαρκτη. Οι Ευρωπαίοι προτιμούν να ομφαλοσκοπούν, αφήνοντας το πεδίο αυτού του περίπλοκου παιγνίου ελεύθερου στις Ηνωμένες Πολιτείες, που με την σειρά τους αμφιταλαντεύονται για το αν θα πρέπει να προσπαθήσουν να ενθαρρύνουν ή να παρεμποδίσουν την άνοδο της Κίνας.
Αλλά μπορούμε να εκτιμήσουμε πολιτικά το περιεχόμενο της ζώνης ελευθέρων συναλλαγών που φιλοδοξεί να διαμορφώσει ο Μπάρακ Ομπάμα: σκοπός του είναι αφ' ενός μεν να αναζωογονήσει την ατλαντική σχέση, που παρέμεινε στα αζήτητα στην πρώτη του θητεία, αφ' ετέρου να συμπληρώσει την ατλαντική ζώνη ελευθέρων συναλλαγών με μια δεύτερη, την «ειρηνική» στην οποία η Ιαπωνία έχει ήδη προσχωρήσει. Πρόκειται για την διαμόρφωση ενός ευρωατλαντικοασιατικού μετώπου απέναντι στην Κίνα; Δεν είναι τόσο απλό: η Ουάσινγκτον έχει ήδη διακηρύξει πως εφόσον το Πεκίνο ήθελε να ενταχθεί στο σύστημα αυτό των κοινών προδιαγραφών, θα ήταν καλοδεχούμενο.
Το διακύβευμα είναι άρα μάλλον πώς θα γίνει δυνατό να ενταχθεί η κινεζική υπερδύναμη σε μια παγκόσμια τάξη που βρίσκεται υπό αναδιαμόρφωση. Εμπόριο και ασφάλεια συμβαδίζουν. Η Γαλλία, όπως εξάλλου και η Ευρώπη, δεν είναι εις θέση να επηρεάσουν καθοριστικά τις εξελίξεις στην Ασία και τον Ειρηνικό. Αλλά χρειάζεται να κάνουν σαφείς επιλογές: αν επιθυμεί να αυξήσει τις πιθανότητές της να επανέρθει σε αναπτυξιακούς ρυθμούς, αν θέλει να παρίσταται στις διεθνικές οντότητες όπου ούτε λίγο, ούτε πολύ θα διαμορφωθεί η μελλοντική αρχιτεκτονική του κόσμου, η Γαλλία του Φρανσουά Ολάντ χρειάζεται να δείξει μεγαλύτερη ενεργητικότητα. Χρειάζεται να κάνει επιλογές και να τις υποστηρίξει με αποφασιστικότητα. Η επίσκεψη στο Πεκίνο μας θύμισε πως η εποχή των δισταγμών και των επαμφοτεριζόντων προσεγγίσεων πέρασε οριστικά. Ο 21ος αιώνας παίζεται στην Ασία.