Του Παναγιώτη Ιωακειμίδη
Πολύ συχνά τίθεται το ερώτημα πώς είναι δυνατό να λαμβάνονται τόσο λανθασμένες, τόσο κακές αποφάσεις από τα όργανα της Ενωσης (ΕΕ) αλλά και από την τρόικα (κατά τα δύο τρίτα θεσμός της ΕΕ και κατά το ένα τρίτο του ΔΝΤ), ιδιαίτερα για τη διαχείριση της κρίσης σε χώρες - μέλη αλλά και ευρύτερα. Και ακόμη... πώς είναι δυνατόν οι αποφάσεις και οι πολιτικές που υλοποιούν να είναι τόσο στεγνά, δογματικά, οικονομιστικές, αγνοώντας ευρύτερες επιπτώσεις ή παραμέτρους, κοινωνικές, πολιτικές ή βαθύτερα οικονομικές. Οι αποφάσεις πολιτικής να εμφανίζονται, δηλαδή, πλήρως ξεκομμένες από την ευρωπαϊκή κοινωνία και τους πολίτες και, συνεπώς, ελάχιστα νομιμοποιημένες, όπως ακριβώς συμβαίνει την τρέχουσα περίοδο με τη δέσμη των αποφάσεων για την επιβολή πολιτικής ιδιαίτερα αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας και λιτότητας. Αναπόφευκτα οι αποφάσεις αυτές συναντούν, δικαίως ή αδίκως, την αντίθεση μεγάλης κατηγορίας πολιτών κυρίως στις χώρες - μέλη στις οποίες πρωτίστως εφαρμόζονται (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία, αλλά και Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία κ.α.).
Δεν φταίει μόνο η Ανγκελα Μέρκελ. Το δημοκρατικό έλλειμμα (democratic deficit) που χαρακτηρίζει το θεσμικό σύστημα της ΕΕ έχει επισημανθεί ως βασικός παράγων. Η Ενωση, όντως, δεν είναι επαρκώς δημοκρατική και δεν εκφράζει στον επιθυμητό βαθμό την ευρύτερη κοινωνία και τους πολίτες. Οι Βρυξέλλες, ως ενσάρκωση του ευρωπαϊκού συστήματος, εμφανίζονται τεχνοκρατικές, γραφειοκρατικές, απομακρυσμένες από την κοινωνία και τον μέσο ευρωπαίο πολίτη. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η ανάδειξη των μελών του με απευθείας, άμεσο τρόπο (ευρωεκλογές) δεν έφερε το ευρωπαϊκό σύστημα πλησιέστερα προς την κοινωνία και τους πολίτες, κάτι που αντανακλάται και στη φθίνουσα συμμετοχή των πολιτών στις ευρωεκλογές (από 63% το 1979, έτος των πρώτων εκλογών, σε 43% το 2009 - και θα δούμε στις επόμενες ευρωεκλογές, τον ερχόμενο Μάιο). Πάντως, μέχρι στιγμής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απέτυχε να συνδέσει το σύστημα της ΕΕ με την ευρωπαϊκή κοινωνία, παρά το ότι με διαδοχικές αναθεωρήσεις των Συνθηκών έχουν αυξηθεί εντυπωσιακά οι εξουσίες του στη διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικής και λήψης αποφάσεων.
Αλλά πέρα από το γενικότερο πρόβλημα του δημοκρατικού ελλείμματος - η επίλυση του οποίου είναι εξαιρετικά δύσκολη και περίπλοκη διαδικασία - οι προβληματικές αποφάσεις πολιτικής που απορρέουν από το Συμβούλιο, και ιδιαίτερα από το Συμβούλιο Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων (γνωστό ως Ecofin), οφείλονται κατά την άποψή μου σʼ ένα επιμέρους φαινόμενο: στο επικοινωνιακό χάσμα και στον οιονεί μοναστηριακό τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το Ecofin και ειδικότερα το Eurogroup (Συμβούλιο Υπουργών των 17 χωρών - μελών που συμμετέχουν σήμερα στην ευρωζώνη). Το Συμβούλιο αυτό συγκροτείται από τους υπουργούς Οικονομικών και προετοιμάζεται από ομάδα εργασίας (Euro Working Group) που αποτελείται από στελέχη των υπουργείων Οικονομικών. Κανένας άλλος εκτός των στελεχών των υπουργείων Οικονομικών, της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) δεν συμμετέχει. Οι άνθρωποι αυτοί βλέπουν, συζητούν, αναλύουν την οικονομική πραγματικότητα μέσα από προκαθορισμένες οικονομικές προσεγγίσεις. Εάν μελετήσει κάποιος τα έγγραφα των συναντήσεων, εύκολα το διαπιστώνει. Οι κοινωνικές μεταβλητές αγνοούνται (πέραν από κάποιες αναφορές στην ανεργία). Υπάρχει άλλος σχηματισμός του Συμβουλίου για τα κοινωνικά θέματα που λειτουργεί ανεξάρτητα και ξέχωρα από το Ecofin. Αλλά και ευρύτερες μακροοικονομικές παράμετροι, π.χ. η ανταγωνιστικότητα, συζητούνται ξεκομμένα σε άλλον σχηματισμό.
Χρειάζεται ακόμα να τονιστεί ότι το πολιτικό πλαίσιο, οι πολιτικές διαστάσεις και οι προεκτάσεις οιωνδήποτε αποφάσεων παραμένουν στο θολό υπόβαθρο των συζητήσεων. Αλλωστε, τα όργανα της Ενωσης (υποτίθεται ότι) δεν υπεισέρχονται στην πολιτική διαδικασία των κρατών - μελών. Ετσι, Ecofin και Eurogroup εστιάζουν σχεδόν μονόπλευρα στο δημοσιονομικό σκέλος. Το τι συμβαίνει ευρύτερα στην κοινωνία (ανεργία, φτώχεια, άστεγοι, κοινωνική εξαθλίωση) αποτελούν άλλου παπά ή μάλλον άλλου «βυζαντινού μοναστηριού ευαγγέλιο».
Διότι, πράγματι, η κουλτούρα των Συμβουλίων (όπως την έζησα) είναι λίγο πολύ αυτή του μοναστηριού: εσώκλειστη, αυτοτροφοδοτούμενη, δογματικά θεολογική, αδιάφορη για την εκτός των τειχών πραγματικότητα. Με αυτή τη διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικής, και αν ακόμη όλες οι άλλες δημοκρατικές προϋποθέσεις επληρούντο, ακόμη κι αν η Μέρκελ ήταν... η Μελίνα Μερκούρη και δεν επέβαλλε την πολιτική που επιβάλλει, είναι αναπόφευκτο οι αποφάσεις να έχουν τη συγκεκριμένη ποιότητα, ειδικά για τον Νότο: αδυναμία να αποτυπώσουν τη «μεγάλη οικονομική και κοινωνική εικόνα». Είναι αναγκαίο, επομένως, το Συμβούλιο να ανοίξει ένα θεσμικό παράθυρο για να μπει λίγος καθαρός αέρας.
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
ΝΕΑ, 20.09.13