Τοῦ Δρ. Κωνσταντίνου Βαρδάκα
ΕΦΘΑΣΕ Ο ΚΟΜΠΟΣ ΣΤΟ ΚΤΕΝΙ;
Γιορταστικὲς μέρες μὲ ἄρωμα παράδοσης καὶ ρωμιοσύνης καὶ
περιφέρομαι στὰ σοκάκια τῆς ὄμορφης γενέτειρας παραθαλάσσιας Μακεδονίτισσας
πόλης μου. Τὰ συναπαντήματα πολλά, ἀλλὰ οἱ εὐχὲς φέτος εἶναι διαφορετικές.
Τὸ «ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ» φέρνει καὶ μία ἄλλη φράση, τὸ «ΚΑΛΗ
ΛΕΥΤΕΡΙΑ».
«Γιατί ρὲ παιδιὰ "καλὴ λευτεριά;"» τοὺς ρωτάω ὄχι
μὲ ἔκπληξη, ἀλλὰ μὲ διάθεση νὰ ἐκμαιεύσω αὐτὸν τὸν «γιορτινὸ» πόνο ποὺ εἶναι
ζωγραφισμένος στὶς θλιμμένες φυσιογνωμίες τῶν φίλων καὶ γνωστῶν. Οἱ ἀπαντήσεις ἀφοπλιστικές,
«μὰ γιὰ νὰ φύγουν τὰ βάσανα τῆς καθημερινότητάς μας», «χάθηκαν οἱ ἐλπίδες καὶ
φθάσαμε στὸ σημεῖο νὰ μαλώνουμε μεταξύ μας καὶ μὲ τὶς οἰκογένειές μας», «μὲ τὰ
φορομπηχτικὰ μέτρα δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ πάρουμε ἀνάσα», «ἀλλὰ μᾶς κάνουν καὶ
χονδρὴ πλάκα, ἐνῶ γνωρίζουν ὅτι ἐδῶ πάνω οἱ Μικρασιάτες γονεῖς μᾶς ἔχουν ὑποφέρει
τὰ μέγιστα ἀπὸ τὴν Τουρκιά, εἴμασθε ὑποχρεωμένοι νὰ βλέπουμε τὰ σήριαλ τῶν
γειτόνων μὲ δῆθεν ἐξευρωπαϊσμένο profil καὶ τὸ πρωὶ νὰ μετρᾶμε τὰ....
ψιλά μας γιὰ
νὰ μπορέσουμε νὰ πληρώσουμε τὰ δυσβάστακτα ΧΑΡΑΤΣΙΑ ποὺ ἔβαλαν στὰ κεφάλια μας
γιὰ νὰ μὴν μᾶς διώξουν ὅπως λένε ἀπὸ τὴν Εὐρωπαικὴ ἕνωση». Ο ΚΟΜΠΟΣ ΕΦΤΑΣΕ ΠΙΑ
ΣΤΟ ΚΤΕΝΙ...
Τελικὰ ἀπὸ τρελό, παιδὶ καὶ πονεμένο ἀκοῦς μεγάλες ἀλήθειες.
Ὅμως ἐγὼ ἐπιμένω μὲ πνεῦμα ἀντιλογίας νὰ μπῶ στὸν νόημα αὐτῆς τῆς καινούργιας εὐχῆς
μὲ ἁπλὲς καὶ αὐθόρμητες ἐρωτήσεις.
«Καλὰ ρὲ παῖδες, ἐμεῖς δὲν τοὺς ψηφίσαμε; Πῶς ἔγιναν ἐξουσία;
Ἀπὸ μόνοι τους; Μεταξὺ μας δὲν περιφερότανε καὶ τάζανε λαγοὺς μὲ πετραχήλια; Ὅταν
ἔριχναν τὸν παρὰ τὸν πολὺ καὶ τοὺς διορισμοὺς ἀπὸ τὸ παράθυρο ἦταν καλά;»
Οἱ συνομιλητὲς ἔχουν σκύψει τὸ κεφάλι, δὲν ντρέπονται ἐμένα,
ἀλλὰ τὸ κοινὸ ἀποχαυνωμένο «δημοκρατικὸ» παρελθόν μας, τῆς εὐκαιριακῆς ἁρπαχτῆς
καὶ τῆς μεγάλης ἀδιαφορίας ὅλων μας ἀπέναντι στὶς αὐθεντικὲς ὑποχρεώσεις τῆς
γνήσιας ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ποὺ δυστυχῶς δὲν γευθήκαμε.
Ἀναγκασμένος νὰ σπάσω αὐτὴ τὴν γιορτινὴ κατήφεια, εὔχομαι καὶ
ἐγὼ μὲ τὴν σειρά μου στοὺς πονεμένους φίλους τὰ «χρόνια πολλά», ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν
καρδιά μου βγαίνει καὶ μία παρηγορητικὴ εὐχούλα «ἄντε παιδιὰ τοῦ χρόνου τέτοιες
ἡμέρες νὰ ΒΡΕΘΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ, νὰ γλυκάνουμε τὸν πόνο μας μὲ σαραγλὶ στὶς ἀκτὲς
τοῦ Βοσπόρου, δίχως τὰ χαράτσια καὶ τὰ τουρκικὰ σήριαλ στὸ κεφάλι μας».
Βλέπω τὰ μάτια τους νὰ γυαλίζουν ἀπὸ χαρά. Στὸ μυαλὸ τοὺς
ζωγραφίζεται ὅ,τι καλύτερο φέρνουν ἀπὸ τὰ ρωμέικα ἀκούσματα τῶν γονιῶν τους ἀπὸ
τὶς ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ. Ἕνας μάλιστα φίλος Κωνσταντινουπολίτης τὴ καταγωγὴ
σκύβει καὶ μὲ φιλάει «νὰ 'σαι καλὰ βρὲ λεβέντη μου γιατί μου θύμισες τὸν
μακαρίτη τὸν παππού μου, ποὺ τέτοιες μέρες κάθε χρόνο σὰν παιδιὰ μᾶς ἔλεγε ὅτι ἐσεῖς
θὰ χαρεῖτε Ρωμέικα Χριστούγεννα ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΛΗ». «ΑΜΗΝ» τοῦ εἶπα.
Αὐτὸ ἦταν καὶ μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἔπεσε ἐπάνω μας τέτοια ΧΑΡΑ
ποὺ τὰ ξεχάσαμε ὅλα. Πήραμε μία βαθειὰ ἀνάσα καὶ ἀφήσαμε πίσω μας φόρους,
χαράτσια καὶ βάσανα. Τὸ πρόσωπο μᾶς κοκκίνισε καὶ γίναμε σὰν παιδιά. Θυμήθηκα τὸ
«Ὢ Σόλων, Σόλων, Ἕλληνες ἀεὶ παῖδες ἐστέ, γέρων δὲ Ἕλλην οὐκ ἔστι» «Νέοι ἐστὲ τὰς
ψυχᾶς πάντες» (ΠΛΑΤΩΝ, ΤΙΜΑΙΟΣ)
Ἐκεῖνο τὸ μεσημεριανὸ εἶχε μία ἡλιόλουστη ἀνάπαυλα μέσα στὴν
παγωνιά. Πῆγα καὶ κάθησα κοντὰ στὴν χειμωνιάτικη θάλασσα, ὁ ὁρίζοντας ἦταν
καθαρὸς καὶ φαινόταν ὁλοκάθαρα ἡ ἐξέδρα ἄντλησης τοῦ πετρελαίου τοῦ ΠΡΙΝΟΥ. Ἡ
σκέψη μου φτερούγισε καὶ ὁ λογισμός μου ἐξ' αἰτίας τῶν προηγούμενων
συναπαντημάτων μου ἔφερνε μέσα μου ἀμείλικτα ἐρωτήματα. Γιατί οἱ Ταγοί μας, ἔφεραν
αὐτὸν τὸν Λαὸ σὲ αὐτὸ τὸ χάλι; Γιατί δώσανε στοὺς Τούρκους δικαιώματα νὰ μιλοῦν
γιὰ γκρίζες ζῶνες; Γιατί καταχρεωθήκαμε μὲ τὰ κλεμμένα τῶν ἀπατεώνων καὶ
καταχραστῶν, ἀνοίγοντας τὴν ὄρεξη τῶν τοκογλύφων γιὰ τὸν ὀρυκτὸ πλοῦτο μας;
Πόσοι λύκοι κυκλοφοροῦνε γύρω ἀπὸ τὰ σύνορά μας καὶ θέλουν νὰ μᾶς πιοῦν τὸ αἷμα;
Πόσα φίδια ἔχουμε στὸν κόρφο μας; Πόσοι καρχαρίες θέλουν νὰ ταϊσθοῦν μὲ τὰ
πετρέλαια τῶν Θαλασσῶν μας;
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΟΥΝΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΑΟ
«γιατί ὁ κόμπος ἔφτασε στὸ κτένι»!!!
Δὲν ἀφέθηκα γιὰ πολὺ σὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις, ἡ ματιά μου ἔφυγε
ἀνατολικὰ πέρα ἐκεῖ στὴν Σαμοθράκη ποὺ φαινόταν ἀχνὰ στὸν ὁρίζοντα καὶ νοερὰ
μεταφέρθηκε στὰ ΣΤΕΝΑ τοῦ ΕΛΛΗΣΠΟΝΤΟΥ.
Τότε μία σκέψη μὲ κατέκλυσε «θὰ περάσουμε καὶ ἐμεῖς τὰ δικά
μας ΝΟΗΤΑ ΣΤΕΝΑ, ἀλλὰ σὲ πεῖσμα τῶν ἐχθρῶν καὶ τῶν φίλων μας θὰ φτάσουμε στὴν
ΙΘΑΚΗ, στὸ ΠΟΘΟΥΜΕΝΟ, γιατί εἶναι ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ».
ΧΡΟΝΙΑ ΣΑΣ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΑ
ΔΡ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΑΡΔΑΚΑΣ.