Καθώς
οι ηγέτες της Ε.Ε προσπαθούν να ξαναφτιάξουν την Ευρωπαϊκή Ένωση με
μια νέα συνθήκη που επιβάλλει αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία και
μειώνει την εθνική κυριαρχία σε όλους όσοι επιθυμούν να είναι μέρος του
ενιαίου νομίσματος, η ιδέα ότι η ...Ελλάδα αποτελεί μια «ειδική περίπτωση»,
που υπονοεί ότι αυτό που συνέβη εκεί δεν θα επιτραπεί να συμβεί ξανά,
φαίνεται να έχει κερδίσει ευρεία αποδοχή στους ευρωπαϊκούς φορείς
χάραξης πολιτικής.
Η
Ελλάδα αντιπροσωπεύει όντως μια... «ειδική περίπτωση», με μερικούς
προφανείς και κάποιους όχι και τόσο προφανείς τρόπους, γεγονός που
εγείρει ερωτήματα τόσο για τη φύση των οικονομικών προβλημάτων στην
Ελλάδα (και το μέλλον της στην ευρωζώνη) όσο και για τις πολιτικές που
έχουν εφαρμοστεί μέχρι σήμερα από την περιβόητη «τρόικα».
Πρώτον, οι προφανείς λόγοι.
Η ελληνική οικονομία πάσχει από μια σειρά από βαθιά ριζωμένα
προβλήματα ολιγαρχικές αγορές (μια χούφτα ομίλων ελέγχουν τις τιμές
και σχεδόν κάθε τομέα της οικονομίας), έλλειψη ανταγωνιστικότητας (η
Ελλάδα απώλεσε πάνω από το 25% της ανταγωνιστικότητάς της από τότε που
εισχώρησε στο ευρώ), πολύ χαμηλά ποσοστά παραγωγικότητας (περίπου 30
ευρώ την ώρα ανά εργαζόμενο σε σύγκριση με 50 ευρώ την ώρα στην Ε.Ε),
εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας (το χαμηλότερο
σε όλη την Ευρώπη), μαζική φοροδιαφυγή (σε μια χώρα όπου η μέση
οικογένεια διαθέτει δύο αυτοκίνητα, κύρια κατοικία και ένα εξοχικό,
πάνω από το 70% των φορολογουμένων δηλώνει ετήσιο εισόδημα κάτω από
12.000 ευρώ), μη βιώσιμη αναλογία χρέους προς το ΑΕΠ (σχεδόν 170%
σήμερα), και τεράστια ελλείμματα (περίπου 9% σήμερα).
Τώρα, οι όχι και τόσο προφανείς λόγοι. Η
Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη διαφθορά μεταξύ των 17 μελών της ευρωζώνης
και μόνο η Βουλγαρία κατατάσσεται σε υψηλότερη θέση στην κλίμακα της
διαφθοράς μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε Πρόσφατα, η Διεθνής
Διαφάνεια Ελλάς υπολόγισε ότι η διαφθορά έχει κοστίσει στην Ελλάδα κατά
τη διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών 120 δις ευρώ. Υπάρχει βαθιά
πολιτική και διοικητική διαφθορά, αλλά και υψηλή ανοχή διεφθαρμένων
πρακτικών από ολόκληρη την κοινωνία.
Η ανομία είναι ένα ακόμη ισχυρό χαρακτηριστικό της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας. Δεν
υπάρχει άλλη κοινωνία στην Ε.Ε. όπου οι πολίτες αγνοούν τους νόμους με
τόση εκπληκτική συνέπεια και το κράτος αδυνατεί να δράσει. Για
παράδειγμα, ακόμη και η γειτονική και ανατολίτικη Τουρκία ήταν σε θέση
να περάσει ένα αντικαπνιστικό νομοσχέδιο και να το εκτελέσει με
επιτυχία. Στην Ελλάδα οι ιδιοκτήτες μπαρ, καφέ και εστιατορίων
αντιτάχθηκαν ανοιχτά στην απαγόρευση του καπνίσματος και οι
περισσότεροι πολίτες αγνόησαν επιδεικτικά τον αντικαπνιστικό νόμο,
συνεχίζοντος να «φουμάρουν» σε κλειστούς δημόσιους χώρους,
συμπεριλαμβανομένων των χωρών εργασίας, μερικές φορές ακόμη και σε
νοσοκομεία. Η στάθμευση αυτοκινήτων και μοτοσικλετών σε
πεζοδρόμια είναι κοινή πρακτική, το ίδιο ισχύει και για την οδήγηση
χωρίς ασφάλιση του αυτοκινήτου (πάνω από 1.5 εκατομμύρια αυτοκίνητα
κυκλοφορούν στους δρόμους ανασφάλιστα), τη ζώνη ασφαλείας ή το κράνος
μοτοσικλέτας, την εκτεταμένη ρύπανση, και μυριάδες άλλες αντικοινωνικές
μορφές συμπεριφοράς, οι οποίες συνθέτουν το πορτρέτο μιας κοινωνίας
χωρίς δεσμούς και με έντονη την απουσία της αστικής αρετής (κρίσιμο
συστατικό της δημοκρατίας).
Εμπειρικές
μελέτες που θα καθιστούσαν αιτιακές διασυνδέσεις μεταξύ μικρο-
συμπεριφοράς και μακρό-συμπεριφοράς θα προσέφεραν σίγουρα μια
ενδιαφέρουσα ανάγνωση. Το ίδιο και οι μελέτες γύρω από το οικονομικό
κόστος της κοινωνικής ανομίας. Η Ελλάδα έχει πολύ υλικό να προσφέρει και
για τις δύο περιπτώσεις.
Όλα αυτά μας φέρνουν στα νεοφιλελεύθερα προγράμματα προσαρμογής που επιβάλει η τρόικα. Τα
περισσότερα από τα προγράμματα αναδιάρθρωσης του ΔΝΤ έχουν αποτύχει σε
όλο τον κόσμο. Πετυχαίνουν στο να προσελκύουν επενδυτές και να
δημιουργούν εμπιστοσύνη στις αγορές, αλλά δεν αποδίδουν οφέλη για τους
πολίτες, οι οποίοι καταλήγουν με μια απότομη πτώση του βιοτικού τους
επιπέδου. Στην Ελλάδα, τα προγράμματα αυτά ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι θα αποτύγχαναν.
Κατά
τη διάρκεια των σχεδόν δυο ετών από τότε που τα σκληρά μέτρα λιτότητας
έχουν τεθεί σε εφαρμογή, η ελληνική οικονομία πάει από το κακό στο
χειρότερο. Το ΑΕΠ είναι σε ελεύθερη πτώση (μειώθηκε κατά σχεδόν 5% το
2010 και κατά 6,9% τους πρώτους εννέα μήνες του 2011), τα επίπεδα
ανεργίας είναι ανατριχιαστικά (σχεδόν ένα εκατομμύριο άνθρωποι έχουν
μείνει χωρίς δουλειά σε ένα συνολικό εργάσιμο πληθυσμό 5 εκατομμυρίων
ανθρώπων), οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν δει τους μισθούς τους να
μειώνονται έως και κατά 35%, και δραστικές περικοπές μισθών στον
ιδιωτικό τομέα λαμβάνουν μέρος σε όλο το φάσμα της οικονομίας. Με λίγα
λόγια τα μέτρα λιτότητας έχουν «κατασκευάσει» μια τρομερή ύφεση και
παράγουν μια εθνική καταστροφή.
Εν τω μεταξύ, η διεφθαρμένη και ανίκανη πολιτική τάξη (η κυβέρνηση Παπανδρέου θα μείνει στην ιστορία ως η πιο ανίκανη κυβέρνηση της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας)
δεν κατάφερε να προωθήσει καμία ουσιαστική αναδιάρθρωση και
στηρίχθηκε αποκλειστικά σε φοροεισπρακτικές και γενικώς
αντιαναπτυξιακές πολιτικές, ενώ οι δαπάνες της ίδιας της κυβέρνησης
αυξήθηκαν. Η φοροδιαφυγή συνεχίζεται αμείωτη («είναι η κουλτούρα
ηλίθιε») και, εκτός από μερικές περιφρονητικές χειρονομίες δημοσίων
σχέσεων, ελάχιστα έχουν γίνει για να ανακτηθούν τα δισεκατομμύρια ευρώ
από μη εισπραχθέντες φόρους. Στο ενδιάμεσο, δισεκατομμύρια ευρώ έχουν
μεταφερθεί από ελληνικούς τραπεζικούς λογαριασμούς σε ξένες τράπεζες.
Όπως
έχουν τα πράγματα η Ελλάδα κυριολεκτικά βυθίζεται. Η χώρα είναι
αντιμέτωπη με μια τεράστια ιστορική κρίση, η οποία είναι εξίσου
πολιτική, κοινωνική και ηθική όσο και οικονομική, αλλά οι κυβερνήτες
είναι τυφλοί. Αν οι ξένοι αφέντες δεν αφήσουν κατά μέρος τα μέτρα
λιτότητας και η ελληνική πολιτική τάξη δεν επιδείξει την ωριμότητα και
την ευθύνη για να αναμορφώσει την οικονομία και την πολιτική κουλτούρα
και να χαράξει μια μακροπρόθεσμη εθνική στρατηγική (είτε μέσα είτε έξω
από την ευρωζώνη), η βίαιη έξοδος της Ελλάδας
από το ευρώ είναι απλώς θέμα χρόνου, όπως θα είναι θέμα χρόνου και η
έλευση της εποχής των ανεξέλεγκτων καταστάσεων και του χάους.
Του ΧΡΟΝΗ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΟΥ
Ερευνητή και εταίρου πολιτικής στο Ινστιτούτο Οικονομικών Λίβι του Κολεγίου Μπάρντ στη Νέα Υόρκη.
(ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-18/12/2011)