Ένα μικρό διήγημα, με πρωταγωνιστές τον Δράχμιο και την Ευρωπία, ως εισαγωγή στη νομισματική περιπέτεια της Ελλάδας την τελευταία δεκαετία και το σημερινό αδιέξοδο...
Του Βασίλη Γκίζη*
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε κάπου μια μικρή πολιτεία. Οι κάτοικοί της δεν ήταν πλούσιοι, όλοι όμως είχαν τα απαραίτητα προς το ζην και κάτι παραπάνω:
είχαν το σπίτι τους, το καθημερινό γεύμα τους, το κτήμα τους, τις απαραίτητες ηλεκτρικές συσκευές, το αυτοκίνητό τους. Επιπλέον, απολάμβαναν τον καφέ ή το γεύμα τους στη γειτονιά με προσφιλή τους πρόσωπα και βέβαια είχαν ελεύθερο χρόνο για δευτερεύουσες ασχολίες – τα χόμπι τους.
Τέλος, είχαν τη δυνατότητα κάθε χρόνο να απολαύσουν ολιγοήμερες διακοπές στον τόπο τους. Με άλλα λόγια, είχαν μια «Αξιοπρεπή Ζωή» με δυνατότητα δημιουργίας και προκοπής. Τα εμπορικά μαγαζιά λειτουργούσαν, οι βιομηχανίες παρήγαν προϊόντα, η γη καλλιεργούνταν, ενώ τον τόπο τους επισκέπτονταν κάτοικοι άλλων πολιτειών επειδή ήταν όμορφος και φθηνός.
Υπεύθυνος και ρυθμιστής της πολιτείας ήταν ένας περίεργος τύπος, ο οποίος είχε τον ρόλο του «γενικού κουμανταδόρου». Είχε πολλά στραβά κι ανάποδα: ήταν άστατος, ευμετάβλητος και μπαγαπόντης. Αλλά είχε και πολλά καλά: ήταν πανταχού παρών και φρόντιζε να μη λείπει τίποτα από τα απαραίτητα για την πολιτεία. Φρόντιζε για τη στέγη, το φαγητό, τη μετακίνηση, τη διασκέδαση και όλα τα άλλα αγαθά.
Δυστυχώς γι’ αυτόν, όμως, δεν μπόρεσε ποτέ να δώσει πλούτο στους κατοίκους της πολιτείας κι εκείνοι άρχισαν να δυσανασχετούν κι εν τέλει να ζητούν την αντικατάστασή του. Παρέλειψα, όμως, να σας πω το όνομά του: λεγόταν Δράχμιος.
Την περίοδο εκείνη έτυχε οι κάτοικοι να ακούσουν για μία νέα γυναίκα, που επισκεπτόταν μια γειτονική πολιτεία, και την κάλεσαν να έρθει στον τόπο τους. Η γυναίκα αυτή φιλοδοξούσε να αναλάβει τον ρόλο του γενικού κουμανταδόρου, έτσι λοιπόν βάλθηκε να τους δίνει υποσχέσεις ότι θα τους έλυνε τα χρόνια προβλήματά τους (υπαρκτά και ανύπαρκτα – δεν έχει σημασία): θα τους έκανε αυτάρκεις, περισσότερο σεβαστούς και κυρίως πλούσιους, εάν στη θέση του Δράχμιου τοποθετούσαν εκείνη.
Χωρίς πολλή σκέψη, οι κάτοικοι τοποθέτησαν ως γενικό ρυθμιστή της ζωής τους την ξένη αυτή κυρία και ο Δράχμιος εγκατέλειψε την πολιτεία. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη ήταν όμορφη, σοβαρή, δυνατή και πολύ σταθερή.
Με επιδεξιότητα (ή με δόλο;) τον πρώτο καιρό κατάφερε να προμηθεύσει τους πολίτες με πληθώρα αγαθών: πολυτελή αυτοκίνητα, μεγάλα σπίτια, πλήθος ηλεκτρονικών συσκευών, ρούχα φανταχτερά και ταξίδια σε μακρινές πολιτείες. Ο κόσμος είχε ξετρελαθεί, και από τη συλλογική του μνήμη σταδιακά άρχισε να ξεθωριάζει το παρελθόν, μαζί και ο Δράχμιος.
Και χάρη τούς έκανε...
Τα χρόνια περνούσαν, όταν ξαφνικά κάτι άρχισε να αλλάζει. Η ζωή των κατοίκων έγινε πια ακριβή: μετακίνηση, φαγητό, διακοπές, διασκέδαση, όλα ακρίβυναν. Κάποιοι είπαν ότι έφταιγαν οι ελεύθεροι επαγγελματίες γιατί ήταν ασύδοτοι και κερδοσκοπούσαν. Το εμπόριο δεν πήγαινε καλά, οι βιοτεχνίες άρχισαν να κλείνουν. Κάποιοι είπαν (οι ίδιοι πάλι) ότι έφταιγαν οι επιχειρηματίες γιατί ήταν ασύδοτοι και κερδοσκοπούσαν (είπαν τα ίδια). Τέλος, οι τουρίστες δεν επισκέπτονταν πια τόσο πολύ τον τόπο τους γιατί ήταν ακριβός (και «οι ίδιοι» έσπευσαν να πουν ακριβώς «τα ίδια»).
Η κατάσταση χειροτέρευε μέρα με την ημέρα και οι κάτοικοι άρχισαν να αναρωτιούνται τι φταίει. Οι λίγοι, οι ευνοούμενοι (οι... ίδιοι) προσπάθησαν κι εν πολλοίς κατάφεραν να πείσουν τους κατοίκους ότι φταίνε όλοι τους, διότι είναι απαίδευτοι, ασύδοτοι και κλέφτες (τα... ίδια), ενώ η αγαπητή μας κυρία κάνει ό,τι μπορεί, έλεγαν, και είναι ευτύχημα που καταδέχεται να επιτελεί ακόμη το έργο που της έχει ανατεθεί.
Παρ’ όλα αυτά, οι επιχειρήσεις συνέχισαν να κλείνουν και οι κάτοικοι άρχισαν να ζουν με λιγότερα χρήματα, θέρμανση, εργασία, κάποιοι δε με λιγότερο φαγητό. Κανείς δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να αντιδράσει (ενώ όσοι μπορούσαν, δεν ήθελαν), αφού ο γενικός κουμανταδόρος ήταν πια πανίσχυρος. Παρέλειψα, όμως, να σας πω το όνομα της κυρίας αυτής: λεγόταν Ευρωπία.
Το πείραμα απέτυχε
Ανήκω κι εγώ, όπως και κάποιοι από εσάς, στην κατηγορία των ανθρώπων που πιστεύουν ότι η διήγηση μιας σύντομης ιστορίας, βασισμένης σε πραγματικά στοιχεία, μπορεί να χρησιμεύσει ως ένα άριστο μέσο για τη διέγερση της κριτικής ικανότητας του αναγνώστη και την ανάδειξη των πραγματικών δεδομένων, με απώτερο σκοπό την αποκάλυψη της ταλαίπωρης αλήθειας.
Δεν χρειάζεται πολλή φαντασία για να αντιληφθεί κανείς ότι μέχρι τώρα μιλούσαμε για τη Δραχμή και το Ευρώ και τους αποκαλέσαμε «γενικούς κουμανταδόρους», γιατί είναι πλέον κοινός τόπος ότι το κυκλοφορούν νόμισμα, όποιο κι αν είναι αυτό, αποτελεί τον ρυθμιστή της ζωής και της δημιουργίας των οργανωμένων κοινωνιών.
Η προαναφερθείσα ιστορία είναι αληθινή! Σ’ αυτή περιγράφεται αλληγορικά η πραγματικότητα που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια χωρίς υπερβολές, αλλά και χωρίς υπεκφυγές.
Στην παραπάνω ιστορία οι κάτοικοι κάποια στιγμή – μέσα στην αγωνία, την απογοήτευση και την απόγνωσή τους – αναρωτήθηκαν «Τι φταίει;», αλλά και «Τι κάνουμε τώρα;». Ας ξεκινήσουμε από τα εύκολα, δηλαδή από τις απλές διαπιστώσεις.
Κατ’ αρχήν, δυστυχώς, το πείραμα με την Ευρωπία απέτυχε. Όσο αυτή παραμένει ο ρυθμιστής της εγχώριας οικονομίας τόσο η κατάσταση της πολιτείας μας θα χειροτερεύει και σκοπός ενός ζώντος οργανισμού – όπως είναι η κοινωνία των ανθρώπων – είναι η συντήρηση και η ανάπτυξή του με τη χρήση διαφόρων μέσων (μεταξύ αυτών και η νομισματική κυκλοφορία) και όχι η συντήρηση ενός μέσου εις βάρος του ιδίου του οργανισμού.
Ο οργανισμός οφείλει να επιλέγει το κατάλληλο μέσο και να το χρησιμοποιεί σωστά και όχι να διατηρεί ένα επιβλαβές για τον ίδιο μέσο στο όνομα του οποιουδήποτε σκοπού ή συμφέροντος των ολίγων, δηλαδή ενός μικρού τμήματός του.
Τον τελευταίο καιρό έχει επικρατήσει ένας άνευ προηγουμένου παραλογισμός στην πολιτικο-οικονομική ηγεσία του κράτους μας, η οποία είναι έτοιμη να θυσιάσει ένα μεγάλο τμήμα του ζώντος οργανισμού (βλέπε κοινωνικού ιστού), προς όφελος ενός άχρηστου και πλέον επιβλαβούς μέσου / νομίσματος, το οποίο είναι χρήσιμο μόνο στους ολίγους.
Βέβαια, όπως συμβαίνει σε οποιονδήποτε οργανισμό, όταν ένα τμήμα του πάσχει, τότε επηρεάζεται αρνητικά όλος ο οργανισμός, όταν δε κάποιο τμήμα του νεκρώσει, δεν αργεί να επέλθει το μοιραίο ακόμη και για το μέχρι πρότινος υγιές τμήμα του. Αυτό είναι κάτι που η αποκαλούμενη «ελίτ» θα πρέπει σοβαρά να αναλογιστεί.
Πόσο πια θα δανειστούμε;
Στην περίπτωση της Ελλάδας το πρόβλημα είναι απλό: Η οικονομία μας πάσχει από έλλειψη ρευστότητας, με πιο απλά λόγια πάσχει από την έλλειψη της αναγκαίας ποσότητας χρήματος. Σκοπός του παρόντος κειμένου δεν είναι να αναρωτηθούμε ποιος φταίει για την κατάσταση στην οποία περιήλθαμε και να αποδώσουμε ευθύνες, αλλά να προβληματιστούμε σχετικά με τη βέλτιστη λύση του προβλήματος, γιατί αυτό προέχει.
Θεωρητικώς, οι εναλλακτικές επιλογές είναι εν γένει δύο: είτε γίνεται εκτύπωση νέου χρήματος είτε «εισαγωγή» του. Η λύση που έχει για την ώρα επιλεγεί (ή επιβληθεί) είναι αυτή της εισαγωγής μέσω του δανεισμού χρήματος από άλλα κράτη και οργανισμούς.
Θεωρητικώς και πάλι, η λύση αυτή ευσταθεί, αλλά είναι στην πράξη εφαρμόσιμη μόνο σε ένα κράτος που δεν έχει υψηλό υπάρχοντα δανεισμό. Η χώρα μας όμως είχε ήδη εξαντλήσει κάθε περιθώριο δανεισμού με οικονομικά κριτήρια, πριν καν γίνει κατανοητό κι εμφανές στους πολίτες το πρόβλημα. Πόσο πια θα δανειστούμε και γιατί;
Για μια υπερχρεωμένη οικονομία, όπως η δική μας, η προαναφερθείσα πολιτική επιπλέον δανεισμού δεν αποτελεί βιώσιμη και διατηρήσιμη επιλογή, γιατί δεν μπορεί να αποπληρώσει ούτε καν το υπάρχον χρέος της.
Ο μόνος τρόπος αποπληρωμής των επιπλέον δανείων μπορεί να γίνει μονάχα με καθαρά «πολιτικά» κριτήρια και μεθόδους, δηλαδή με την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας και συνεπώς της ελευθερίας, με την ταυτόχρονη καταδίκη μίας ή περισσοτέρων γενεών σε μια σύγχρονη μορφή δουλείας, κατά την οποία το μεγαλύτερο τμήμα του παραγόμενου πλούτου θα δίδεται στους δανειστές για την πληρωμή τόκων κι ένα μικρό υπόλοιπο θα παραμένει προς διανομή στο κράτος για να διατηρεί τις βασικές δομές του και να επιβιώνουν οι κάτοικοί του.
Η οικονομική δε δυσπραγία και η κοινωνική εξαθλίωση θα επιτείνουν και θα παρατείνουν το καθεστώς οικονομικής και πολιτικής υποτέλειας με ενδεχόμενες μακροχρόνια απρόβλεπτες συνέπειες κοινωνικά, εθνολογικά, ακόμη και γεωγραφικά. Η δεινή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μας εγκυμονεί πολύ βασικούς μεσο-μακροπρόθεσμους κινδύνους.
Αλλά δεν έχει ακόμη χαθεί ένα βασικό εργαλείο επιβίωσης ενός ζώντος οργανισμού, παρά την άνευ προηγουμένου περί του αντιθέτου προπαγάνδα: κι αυτό είναι η δυνατότητα επιλογής, με τα χρονικά όμως περιθώρια να είναι πια ασφυκτικά περιορισμένα.
Η αυτονόητη απάντηση
«Δράχμιος ή Ευρωπία»; Το ερώτημα αυτό από μόνο του δεν έχει εύκολη απάντηση. Όταν όμως κάνουμε όλοι μας μια μικρή ιστορική αναδρομή -όπως η προαναφερθείσα - και όταν προσθέσουμε στον καθαρά ψευδο-οικονομικό τρόπο σκέψης τον πολιτικο-κοινωνικό (ανεξαρτήτως ιδεολογικών καταβολών και αντιλήψεων), τότε θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε ότι το πραγματικό ερώτημα και συνάμα διακύβευμα είναι το ακόλουθο: «Δράχμιος κι Ελευθερία ή Ευρωπία και Δουλεία»; Τώρα η απάντηση καθίσταται αυτονόητη. Ας είμαστε όμως πραγματιστές και ως προς το εξής: Η επιστροφή του Ασώτου, δηλαδή η επάνοδος στην εγχώρια νομισματική κυκλοφορία, είναι αναγκαία συνθήκη για την επιτυχία του εγχειρήματος της σωτηρίας της πολιτείας μας, όχι όμως και ικανή.
Επιβάλλεται η ταυτόχρονη, μελετημένη και προγραμματισμένη εκτέλεση τριών επιπλέον ενεργειών: η υιοθέτηση νέων κανόνων λειτουργίας της οικονομίας, η θέσπιση και διάχυση νέων κοινωνικών θεσμών και αξιών και, τέλος, η αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος της πολιτείας μας με άλλα σχήματα και κανόνες κι εν πολλοίς με νέα πρόσωπα, τα οποία θα είναι οι εμπνευστές, οι φορείς και οι εκτελεστές των αναγκαίων δομικών αλλαγών. Ίσως αυτά τα τρία προαπαιτούμενα να αποτελέσουν το αντικείμενο μιας επόμενης μικρής μας ιστορίας και το τέλος της να είναι ευτυχές για όλους μας αδιακρίτως.
*Ο Βασίλης Γκίζης είναι οικονομικός διευθυντής της Draeger Hellas A.E.
http://www.topontiki.gr/article/20628