Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

Η φενάκη του δημοψηφίσματος


 

του Αλέξη Μητρόπουλου
1. Ενώ η κυβέρνηση παρέδιδε και το υπόλοιπο της εθνικής κυριαρχίας στους δανειστές, με την αποδοχή –παράλληλης με την ιεραρχία της– δομής των επιτρόπων (που θα επιστατούν επιτόπου την εφαρμογή όσων υπαγόρευσαν, λόγω απώλειας κάθε ίχνους εσωτερικής αξιοπιστίας), ο περιχαρής πρωθυπουργός προανήγγειλε δημοψήφισμα για το φθινόπωρο, που θα αφορά σε πολλά, ακόμη απροσδιόριστα, ζητήματα του θεσμικού εποικοδομήματος. Λέγεται ότι συντάσσεται ένας απίθανος κατάλογος θεμάτων, από την άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων και την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου έως τη μείωση του αριθμού των βουλευτών κ.λπ.
Έτσι, υπό καθεστώς πλήρους ετερονομίας και αναγκαστικής – οριστικής παράδοσης του διαχρονικού άυλου και υλικού πλούτου της πατρίδας στο διεθνές δανειστικό κεφάλαιο, οι συν-Έλληνες θα κληθούν να γνωματεύσουν (γιατί περί αυτού πρόκειται) για το «φτιασίδωμα» της κλονιζόμενης και ανυπόληπτης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Όσο η εθνική κυριαρχία αφαιρείται, τόσο περισσότερο η φρασεολογία περί «πατριωτικού καθήκοντος» γιγαντώνεται. Όσο πιο άμεσα οι «νέοι παίκτες» της παγκοσμιοποίησης και η Διεθνής των Τραπεζών αναλαμβάνουν τη διακυβέρνηση της επικίνδυνα ακρωτηριαζόμενης χώρας μας, τόσο εντονότερα υπερτονίζεται το «καθήκον της αλλοτρίωσης» ως πρόταγμα σωτηρίας. Όσο η λαϊκή κυριαρχία εξαχνώνεται στην έλλειψη κάθε δημοκρατικής νομιμοποίησης της μνημονιακής πορείας, τόσο η επιφανειακή και κίβδηλη μετανεωτερική αντίληψη του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου θα εφευρίσκει ανέξοδες ψευδαισθήσεις.
Γιατί είναι φανερό πλέον και στον πιο δύσπιστο οπαδό του «κυβερνώντος» κόμματος ότι το να εκφράσει γνώμη για αλλαγές στο πολιτικό σύστημα, ενώ είναι σιδηροδέσμιος επ’ αόριστον στη δημοσιονομική και οικονομική κάθειρξη των δανειστών (που απαξιώνει ή καθιστά περιττή την εργατική του δύναμη και κάνει αδύνατο τον προγραμματισμό του βίου του), δεν είναι παρά ένας εμπαιγμός και μια ευθεία υποτίμησή του ως ανθρώπου και πολίτη. Ταυτόχρονα, αποτελεί περιφρόνηση και απόλυτη απαξίωση της λυμφατικής και ατελούς αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας των ημερών μας, αφού δίνει την εντύπωση σε όλους (και κυρίως στην άπειρη δημοκρατικών αγώνων νέα γενιά) ότι η δημοκρατία και η λαϊκή κυριαρχία είναι συμβατές ακόμη και εντός της «φυλακής» του Μνημονίου. Σύμφωνα με τη λογική αυτή, δίδεται στο λαό το δικαίωμα να επιλέξει το σχήμα ή το χρώμα του σκοινιού που θα κρεμαστεί, αφού το μείζον, δηλαδή η εκτέλεσή του, είναι προαποφασισμένο και δεν τίθεται υπό την κρίση του. Ως εκ τούτου, κάθε σκέψη για δημοψήφισμα υπό το ζυγό της τριαρχίας είναι προσβολή και απάτη.
2. Αλλά δεν είναι μόνον οι συνθήκες της ιδιότυπης αναίρεσης της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας που ζούμε αυτές που δεν επιτρέπουν κάθε είδους δημοψηφισματικής έκφρασης του λαού, αφού το πρόταγμα, δηλαδή η Δανειακή Σύμβαση και οι συνοδευτικές ρήτρες, που υποδουλώνουν τη χώρα για πολλές δεκαετίες, δεν τέθηκαν υπό την έγκριση του λαού. Σε αυτή την «κένωση» των συνταγματικών εννοιών από το πλήρες πρωταρχικό τους νόημα, ιδιαίτερο ρόλο έπαιξαν πολλοί παράγοντες της θεωρίας και της πράξης του Συνταγματικού Δικαίου, οι οποίοι «νομιμοποιούν» την ετερονομία ως ένα είδος παραδεκτής εθνικής κυριαρχίας, με δεδομένο την ένταξη της χώρας στην ΕΕ και την ΟΝΕ. Εξ αυτού, απορρίπτουν την καθολική αντίδραση του λαού ως νομιμοποιημένη μορφή δημοκρατικής έκφρασης και επικεντρώνονται στα τυπικά – εξωτερικά κριτήρια της οργάνωσης του πολιτεύματος (π.χ. λειτουργία Κοινοβουλίου), χωρίς να υπεισέρχονται στην έρευνα εάν αυτό εκφράζει, με την εφαρμογή εντελώς αντίθετης από την ψηφισθείσα πολιτικής, τη γνήσια λαϊκή βούληση. Αρκούμενοι στη σκόπιμη απάλειψη των συνήθων τυπικών φράσεων των Διεθνών Συνθηκών, μετονομάζουν το Μνημόνιο σε «εσωτερικό νόμο». Το θεωρούν προϊόν ελεύθερης βούλησης των αντιπροσώπων του Έθνους, ενώ γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει άλλο κείμενο στην Ελληνική Ιστορία που, με διαρκώς επαναλαμβανόμενο επιτακτικό τρόπο, αφενός μεν υπαγορεύει στα συντεταγμένα όργανα να προβούν, μέσα σε αυστηρές προθεσμίες, σε συγκεκριμένες ενέργειες, αφετέρου δε, επιβαρύνει τη χώρα με τόσες υποχρεώσεις και διεθνή βάρη, παρόμοια των οποίων δεν υπήρξαν ποτέ, από την εποχή της εθνικής παλιγγενεσίας, ούτε υπό έκτακτες συνθήκες.
Αλλά δεν είναι μόνον οι συνθήκες της ιδιότυπης αναίρεσης της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας που ζούμε αυτές που δεν επιτρέπουν κάθε είδους δημοψηφισματικής έκφρασης του λαού, αφού το πρόταγμα, δηλαδή η Δανειακή Σύμβαση και οι συνοδευτικές ρήτρες, που υποδουλώνουν τη χώρα για πολλές δεκαετίες, δεν τέθηκαν υπό την έγκριση του λαού. Σε αυτή την «κένωση» των συνταγματικών εννοιών από το πλήρες πρωταρχικό τους νόημα, ιδιαίτερο ρόλο έπαιξαν πολλοί παράγοντες της θεωρίας και της πράξης του Συνταγματικού Δικαίου, οι οποίοι «νομιμοποιούν» την ετερονομία ως ένα είδος παραδεκτής εθνικής κυριαρχίας, με δεδομένο την ένταξη της χώρας στην ΕΕ και την ΟΝΕ. Εξ αυτού, απορρίπτουν την καθολική αντίδραση του λαού ως νομιμοποιημένη μορφή δημοκρατικής έκφρασης και επικεντρώνονται στα τυπικά – εξωτερικά κριτήρια της οργάνωσης του πολιτεύματος (π.χ. λειτουργία Κοινοβουλίου), χωρίς να υπεισέρχονται στην έρευνα εάν αυτό εκφράζει, με την εφαρμογή εντελώς αντίθετης από την ψηφισθείσα πολιτικής, τη γνήσια λαϊκή βούληση. Αρκούμενοι στη σκόπιμη απάλειψη των συνήθων τυπικών φράσεων των Διεθνών Συνθηκών, μετονομάζουν το Μνημόνιο σε «εσωτερικό νόμο». Το θεωρούν προϊόν ελεύθερης βούλησης των αντιπροσώπων του Έθνους, ενώ γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει άλλο κείμενο στην Ελληνική Ιστορία που, με διαρκώς επαναλαμβανόμενο επιτακτικό τρόπο, αφενός μεν υπαγορεύει στα συντεταγμένα όργανα να προβούν, μέσα σε αυστηρές προθεσμίες, σε συγκεκριμένες ενέργειες, αφετέρου δε, επιβαρύνει τη χώρα με τόσες υποχρεώσεις και διεθνή βάρη, παρόμοια των οποίων δεν υπήρξαν ποτέ, από την εποχή της εθνικής παλιγγενεσίας, ούτε υπό έκτακτες συνθήκες.
Το «δράμα» των συνταγματολόγων, αλλά και των εφαρμοστών του Συντάγματος της συστημικής – ιδεαλιστικής αντίληψης, είναι ότι εξακολουθούν να θεωρούν ένα Σύνταγμα ισχύον και αυτοεπιβεβαιούμενο, τη στιγμή που όλες οι θεμελιώδεις ρήτρες του που αφορούν στα κοινωνικά και ατομικά δικαιώματα, στην αυτόνομη λειτουργία των αντιπροσωπευτικών οργάνων, στην εθνική κυριαρχία, στην εθνική οικονομία, στο Κοινωνικό Κράτος κ.λπ., ετεροπροσδιορίζονται, συρρικνώνονται ή καταργούνται, όχι απλώς από την αόρατη και μη ελεγχόμενη αγορά, αλλά από συγκεκριμένους «παίκτες» της παγκοσμιοποίησης, που έχουν σαφείς και δεδηλωμένες προθέσεις και συμφέροντα. Ενώ, δηλαδή, μιας συγκεκριμένης μορφής οικονομική εξουσία κυβερνά και λεηλατεί την πατρίδα, οι απολογητές του πολιτικού συστήματος και του θεσμικού εποικοδομήματος, που μας οδήγησαν σε αυτή την απεχθή και εθνοκτόνα ετερονομία, περί άλλων τυρβάζουν και αναλίσκονται όχι μόνο στον αγώνα επίδειξης «καλύτερης διαγωγής» προς τους επικυρίαρχους, αλλά και στην κατάκτηση καλύτερων θεωρείων για την παρακολούθηση της κοινωνικής αλλοτρίωσης. Το αίολο Σύνταγμα και η συνταγματολογία «του αέρα» δεν επιτρέπουν στους εγχώριους απολογητές του νεοφιλελευθερισμού να αντιληφθούν, π.χ., αυτό που αντιλαμβάνεται ο ρεαλιστής κ. Γιούνγκερ ή ο επικυρίαρχος κ. Σόιμπλε, που μιλούν για δραστική ή πλήρη απώλεια της κυριαρχίας της Ελλάδας.
Επομένως, νόημα έχουν μόνον εκείνες οι θεσμικές αλλαγές που επανεγκαθιστούν την κυριαρχία του λαού στους θεσμούς, στις διεθνείς σχέσεις και κυρίως στην οικονομία και στον εθνικό πλούτο. Κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την καταγγελία των Μνημονίων και των λεόντειων Δανειακών Συμβάσεων της τριαρχίας σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, αλλά, προπάντων, με την επανακυριαρχία της Πολιτικής στην οικονομία μακροπροθέσμως.
3.Θα ήταν, ως εκ τούτου, ολέθριο σφάλμα να εμπλακούν οι αντιμνημονιακοί φορείς και συλλογικότητες σε αυτή την άνευ αντικειμένου συζήτηση. Οφείλουν πρώτα να απαιτήσουν την απεμπλοκή της χώρας από τις μνημονιακές συμβάσεις, την ανάκτηση της στοιχειώδους αυτονομίας της και ύστερα να προτείνουν τις απαραίτητες εκείνες θεσμικές αλλαγές που θα επαναφέρουν την κυριαρχία των πολιτικών οργάνων επί του οικονομικού γίγνεσθαι, την επανοηματοδότηση της Οικονομίας ως Πολιτικής Οικονομίας και την πραγμάτωσή της ως Εθνικής Οικονομίας. Στη συνέχεια, με συντακτική συνέλευση ή αναθεωρητική Βουλή πρέπει να οργανώσουν και να περιφρουρήσουν την πρωτογενή εξουσία του Δρώντος Λαού.
Εντός αυτού του πλαισίου, σίγουρα είναι επιβεβλημένη η μείωση στο μισό του αριθμού των βουλευτών, η καθιέρωση ασυμβίβαστων μεταξύ όλων των εκπροσώπων της αυτοδιοικητικής, νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, ο περιορισμός των εκλεγμένων οργάνων σε δύο ή τρεις θητείες (κατά περίπτωση), η δημοκρατική οργάνωση των κομμάτων, η απάλειψη δικονομικών, επικοινωνιακών, οικονομικών και λοιπών προνομίων των βουλευτών, η κατάργηση των βουλευτικών γραφείων ως «φυτωρίων» των αθέμιτων συναλλαγών και της πολιτικής παραπλάνησης, η υποχρεωτική παροχή ψήφου εμπιστοσύνης ανά διετία και η επικύρωσή της με δημοψήφισμα, ώστε να εξασφαλίζεται η πιστότητα εφαρμογής των προγραμμάτων, η ίδρυση ολιγομελούς (έως 39 μελών) Γερουσίας, στην οποία θα εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία ταυτόχρονα με τους βουλευτές αντιπρόσωποι του Έθνους που διαθέτουν τουλάχιστον 30ετή επαγγελματική στα- διοδρομία (που θα λειτουργεί ως όργανο αποσαφήνισης και κωδικοποίησης των νόμων, Εκλογοδικείο, εξεταστικό, προανακριτικό και διωκτικό όργανο για τους βουλευτές και τους υπουργούς και ως Συνταγματικό Δικαστήριο, στο οποίο θα παραπέμπονται όλες οι άμεσες ή έμμεσες αιτιάσεις για αντισυνταγματικότητα των νόμων, διαταγμάτων και λοιπών κανονιστικών πράξεων) κ.λπ.
Ένα σύγχρονο θεσμικό εποικοδόμημα θα προέβλεπε οπωσδήποτε:
• την κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας που επιβάλλεται σήμερα, μετά τη χρεοκοπία του νεοφιλελεύθερου προτάγματος·
• την απαγόρευση της εκποίησης του δημόσιου πλούτου, την αυξημένη προστασία των δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών και του περιβάλλοντος, με την επιβολή μακροπρόθεσμου προγράμματος αποκατάστασής του·
• τον κοινωνικό έλεγχο και τη διαφάνεια στις προμήθειες, στα δημόσια έργα, στα ΜΜΕ.
• Επίσης, θα επέβαλλε τη διάλυση των καρτέλ και των ομίλων που έχουν συγκεντρώσει την τραπεζική πίστη, τις κρατικές προμήθειες, τα μεγάλα έργα, τις κύριες εκμεταλλεύσεις των κοινοχρήστων αγαθών, τους μηχανισμούς διαμόρφωσης συνειδήσεων, ακόμη και τις εταιρείες δανεισμού εργαζομένων.
• Θα επανέφερε ως πρωταρχικό μέλημα του κράτους την προστασία της εργασίας, της πλήρους α- πασχόλησης, των συλλογικών διαπραγματεύ- σεων, των ρυθμιστικών κανόνων και θα περιόριζε στο ελάχιστο δυνατό, έως πλήρους κατάργησης, όλες τις μορφές ευελιξίας στο εργασιακό σύστημα.
• Θα αποκαθιστούσε το Κοινωνικό Κράτος και την καθολική δωρεάν παροχή όλων των υπηρεσιών του στους πολίτες.
Θαεπαναρτίωνε τα αποθεματικά των Ταμείων και θα ενίσχυε το αποταμιευτικό τους απόθεμα από τις πηγές του νέου πλούτου.
Θαόριζε αξιοπρεπές όριο διαβίωσης για όλους.
• Θα προνοούσε για τη διενέργεια τοπικών, γενικών, ειδικών κ.λπ. δημοψηφισμάτων με λαϊκή πρωτοβουλία και, κυρίως, θα καθιέρωνε την απλή αναλογική ως ουσιώδη και μη αναθεωρητέα αρχή του Εκλογικού Νόμου, αφού πλέον όλοι έχουν λάβει πικρή πείρα για τα «επιτεύγματα» των μονοκομματικών κυβερνήσεων που παράγει το ισχύον καλπονοθευτικό σύστημα.
• Ασφαλώς, θαπροέβλεπε την υπερίσχυση του Συντάγματος έναντι αντίθετων ορισμών του Κοινοτικού Δικαίου, κάτι που ισχύει (σύμφωνα και με την κρίση των Συνταγματικών Δικαστηρίων) σε κάθε αξιοπρεπή ευρωπαϊκή χώρα.
Θα οργάνωνε τη Συνέλευση των Περιφερειών ως κεντρικό νομοθετικό όργανο για την αναπτυξιακή διαδικασία της επαρχίας.
Θαενθάρρυνε τις μορφές Κοινωνικής Οικονομίας και θα τις αναβάθμιζε ως δημιουργήματα δημοσίου συμφέροντος, που προηγούνται έναντι των αντίστοιχων ιδιωτικών επιχειρήσεων στη δανειοδότηση, τις επιδοτήσεις, την αναπτυξιακή βοήθεια…
Όσοι δεν αντιλαμβάνονται ότι μετά την κατάρρευση του εκδικητικού νεοφιλελεύθερου προτάγματος και της επιχείρησης «ιδιωτικοποίησης του κόσμου», οι λαοί και τα έθνη επανέρχονται σε αυτόνομες οικονομικές και αναπτυξιακές πολιτικές και γι’ αυτό σε ισότιμες διακρατικές συνεργασίες, βρίσκονται σε λάθος τόπο και χρόνο…
Αυτά είναι ορισμένα από τα θεσμικά μέτρα που μπορούν να τεθούν σε συζήτηση υπό καθεστώς αυτονομίας, δηλαδή μετά την κατεπείγουσα καταγγελία των καταπλεονεκτικών συμβάσεων και την ανάκτηση της κυριαρχίας της χώρας, ώστε να διεκδικήσει και να αναζητήσει προς πάσα κατεύθυνση τις οικονομικές συνεργασίες και συνδρομές, κατά την κρίσιμη μεταβατική περίοδο. Όλα τα άλλα είναι φληναφήματα μνημονιακών ονειρώξεων και «βρυξελληνικών» εμπνεύσεων.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επίκαιρα: 11/08/2011


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...