δύο τρόπους: .........
είτε με τη διαγραφή χρεών, είτε με πόλεμο
“Η φιλοσοφία του Πλάτωνα επικεντρώνεται στην ηθική, όπου όμως κύριο μέλημα του ήταν να αποδείξει τη δυνατότητα βέβαιης γνώσης. Ενώ οι ηθικές αμφισβητήσεις του Σωκράτη αφορούσαν κατά κύριο λόγο προβλήματα ατομικής ηθικής, ο Πλάτωνας έδωσε έμφαση στη γενικότερη άποψη της κοινωνικής ηθικής.
Πρόθεση του, με τη θεωρεία των ιδεών, ήταν να εγκαταστήσει ένα φιλοσοφικό υπόβαθρο, με τη βοήθεια του οποίου θα μπορούσε να αποδείξει ότι, είναι εφικτή η αντικειμενική γνώση της αλήθειας.
Η αφετηρία για τις εκτιμήσεις του ήταν το επιστημονικό αξίωμα ότι, το όμοιο αναγνωρίζεται μόνο από το όμοιο – δηλαδή, πως τα αντικείμενα της γνώσης ανταποκρίνονται στην ικανότητα για γνώση και το αντίστροφο. Αυτό σημαίνει ότι, η βεβαιότητα της γνώσης εξαρτάται από το αντικείμενο της – οπότε, τα μεταβαλλόμενα αντικείμενα του εμπειρικού κόσμου, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να οδηγήσουν σε μόνιμη, βέβαιη γνώση.
Κατά τον Πλάτωνα, υπάρχουν «ιδέες» (καθαρή γνώση) για όλα τα γνωστά πράγματα της φύσης – ενώ με στόχο να καταστήσει ευλογοφανή αυτή τη δυνατότητα γνώσης των ιδεών εξιστορεί κάποιο μύθο, σύμφωνα με τον οποίο οι ψυχές που θεωρούνται αθάνατες έχουν, κατά την προγεννητική τους κατάσταση, έλθει σε επαφή με όλες τις ιδέες. Η γέννηση εξαλείφει αυτή τη γνώση, η οποία όμως μπορεί να ενεργοποιηθεί ξανά με την ανάμνηση.
Επομένως, η μάθηση δεν είναι η γνώση από την αρχή, αλλά μία πορεία προς την ανάμνηση – κάτι που ανάλυσε επίσης οKant και μάλλον εφάρμοσε ο Einstein, όταν ανέπτυξε «από μνήμης» τη θεωρεία της σχετικότητας (χωρίς δηλαδή να κάνει χρήση της πειραματικής απόδειξης της, η οποία ακολούθησε αρκετές δεκαετίες αργότερα)”.
Ανάλυση
Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, είναι αρκετοί αυτοί που αναρωτιούνται σήμερα, εάν είναι δυνατόν να διασωθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες - θύματα ουσιαστικά της καταστροφικής οικονομικής πολιτικής της Γερμανίας η οποία, πέφτοντας στην παγίδα της υπερδύναμης, κατάφερε να επιτρέψει στην κρίση ρευστότητας μίας μικρής χώρας της Ευρωζώνης, της Ελλάδας, να «μεταλλαχθεί» σε μία ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομική κρίση, τεραστίων διαστάσεων.
Είναι προφανές ότι, εάν η Ελλάδα είχε βοηθηθεί από τους «εταίρους» της, με ένα ποσόν της τάξης των 20 δις €, πριν ακόμη καταδικαστεί στην θανατική ποινή του ΔΝΤ, τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί εντελώς διαφορετικά: οι αγορές θα είχαν πεισθεί για την αλληλεγγύη των χωρών της Ευρωζώνης μεταξύ τους, θα είχαν σταματήσει αμέσως τις τοκογλυφικές επιθέσεις τους και δεν θα αναγκαζόταν η ευρωπαϊκή περιφέρεια να αντιμετωπίζει σχεδόν καθημερινά τους «μπράβους των τοκογλύφων» - οι οποίοι συνεχίζουν την επέλαση τους, μετά την επιτυχημένη εισβολή στην Ευρωζώνη, με τη βοήθεια των καταστροφικών όπλων τους (εταιρείες αξιολόγησης, επενδυτικές τράπεζες, hedge funds, αστέρες οικονομολόγοι κλπ.).
Το γεγονός αυτό είναι το πρώτο μεγάλο λάθος, το έγκλημα καλύτερα της Γερμανίας η οποία, αρνούμενη να δανειοδοτηθεί η Ελλάδα από την ΕΕ με ένα σχετικά ελάχιστο ποσόν, έθεσε τα θεμέλια μίας κρίσης, η οποία έχει ήδη κοστίσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια - ενώ οδηγεί τη μία μετά την άλλη χώρα στον πανάκριβο δανεισμό, στο δόγμα της λιτότητας, στη χρεοκοπία και στα νύχια του ΔΝΤ.
Περαιτέρω, όταν δύο χρόνια αργότερα, τον Οκτώβρη του 2011, η Ελλάδα καταδικάστηκε ακόμη μία φορά, σε μία άνευ προηγουμένου Πύρρειο χρεοκοπία, ξανά από τη Γερμανία, άνοιξε διάπλατα το κουτί της Πανδώρας: επειδή οι αγορές υποχρεώθηκαν, μέσω της γνωστής διαγραφής του ελληνικού χρέους (PSI), σε οικονομικές απώλειες από ομόλογα μίας χώρας του ευρώ - γεγονός που είχε (θα συνεχίσει να έχει) τρομακτικές συνέπειες για τους ισολογισμούς και τη βιωσιμότητα των περισσότερο «μοχλευμένων» τραπεζών του πλανήτη: των ευρωπαϊκών.
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Ειδικότερα, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας μίας τράπεζας καθορίζει ουσιαστικά το ρίσκο που αναλαμβάνει, με βάση τα κατατεθειμένα κεφάλαια της. Εάν ο δείκτης αυτός είναι, για παράδειγμα, 10%, σημαίνει ότι η τράπεζα επενδύει δέκα φορές τα ίδια κεφάλαια της - μία μόχλευση, η οποία θεωρείται σχετικά ασφαλής και δεν υποχρεώνει την τράπεζα σε αύξηση κεφαλαίου (ή σε περιορισμό των επενδύσεων της).
Ο δείκτης όμως αυτός αφήνει εκτός μέτρησης (σταθμισμένο ρίσκο) εκείνες τις επενδύσεις, οι οποίες αξιολογούνται ως 100% ασφαλείς. Όταν λοιπόν η τράπεζα του παραδείγματος μας υποχρεώνεται να διατηρεί 10 € ίδια κεφάλαια (σε γενικές γραμμές), για κάθε 100 € επενδύσεις, δεν συμπεριλαμβάνει σε αυτές τις απολύτως σίγουρες - όπως ήταν μέχρι πρότινος τα ομόλογα του δημοσίου.
Επομένως, τη συνέφερε μέχρι πρόσφατα να επενδύει σε κρατικά ομόλογα της ζώνης του ευρώ, ακόμη και με χαμηλές αποδόσεις (επιτόκιο), αφού αυτό δεν την υποχρέωνε να διατηρεί ίδια κεφάλαια για τη συγκεκριμένη τοποθέτηση – ενώ η ίδια η αγορά κρατικών ομολόγων εκ μέρους των τραπεζών, μείωνε περαιτέρω τα επιτόκια τους (λόγω αυξημένης ζήτησης, όπως συνεχίζει να συμβαίνει στις Η.Π.Α., στη Μ. Βρετανία, στην Ιαπωνία κλπ.).
Μετά τον Οκτώβρη όμως του 2011, τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά, αφού οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες (όχι ακόμη θεσμικά), να «σταθμίζουν» πλέον το ρίσκο των κρατικών ομολόγων, οπότε
(α) είτε να αυξήσουν άμεσα τα ίδια κεφάλαια τους - γεγονός που δεν αντιμετωπίζεται θετικά από τους μετόχους τους, με δυσμενή επακόλουθα για την τιμή των μετοχών τους (πόσο μάλλον όταν η συνθήκη της Βασιλείας ΙΙΙ, απαιτεί υψηλότερη κεφαλαιακή επάρκεια),
(β) είτε να μειώσουν τις επενδύσεις και λοιπές τοποθετήσεις τους - κάτι που έχει αρνητικά αποτελέσματα τόσο για την πραγματική οικονομία (περιορίζεται ο δανεισμός), όσο και για τη χρηματοδότηση των κρατών (αύξηση των επιτοκίων, δυσκολία διάθεσης νέων ομολόγων κλπ.).
Επειδή δε οι περισσότερες τράπεζες είναι εκτεθειμένες σε μεγάλες, «ακάλυπτες» πια, επενδύσεις, ενώ αρκετές αντιμετωπίζουν και άλλα προβλήματα (κόκκινα δάνεια λόγω της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, της φούσκας ακινήτων στην Ισπανία, στη Γαλλία, στην Ιρλανδία κλπ.), η βιωσιμότητα τους δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένη - κάτι που θεωρείται ως μία πραγματική βόμβα μεγατόνων για το σύστημα.
Η ΕΛΒΕΤΙΑ
Τα ρίσκα του χρηματοπιστωτικού τομέα αντιμετωπίζονται πολύ σοβαρά από τη συγκεκριμένη χώρα - επειδή διαθέτει, παρά το μικρό μέγεθος της, δύο μεγάλες, συστημικές τράπεζες: την UBS και την Credit Suisse. Το σύνολο του ισολογισμού και των δύο αυτών τραπεζών είναι της τάξης των 2.500 δις φράγκων - δηλαδή, πέντε φορές μεγαλύτερο από το ΑΕΠ της Ελβετίας (υπενθυμίζουμε ότι, συστημικές θεωρούνται εκείνες οι τράπεζες, το μέγεθος των οποίων είναι τόσο μεγάλο που εάν κάτι τους συμβεί, κινδυνεύει ολόκληρο το σύστημα).
Το Φεβρουάριο του 2012 η Ελβετία ψήφισε ένα πακέτο νόμων, το οποίο υποχρεώνει τις τράπεζες της να αυξήσουν σταδιακά την κεφαλαιακή τους επάρκεια στο 19%, να έχουν πολύ πιο αυστηρές προδιαγραφές ρευστότητας συγκριτικά με τις τράπεζες άλλων χωρών, καθώς επίσης να κατανέμουν τα επενδυτικά τους ρίσκα ορθολογικότερα.
Συνεχίζοντας, η σημερινή κεφαλαιακή επάρκεια της UBS τοποθετείται στο 18,7% και της Credit Suisse στο 15,6% - δείκτες που θεωρούνται ως οι καλύτεροι παγκοσμίως. Ο διάβολος όμως κρύβεται στις λεπτομέρειες, σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας η οποία, με κριτήριο το «αστάθμητο ποσοστό μόχλευσης των ιδίων κεφαλαίων» των τραπεζών, τις επενδύσεις τους δηλαδή, για τις οποίες δεν διατηρούν ίδια κεφάλαια, υπολόγισε ότι καλύπτουν μόλις το 1,7% και το 2,7% αντίστοιχα του συνόλου
Απλούστερα ότι, για κάθε 100 € επένδυση έχουν μόλις 1,7 € (2,7 €) ίδια κεφάλαια - οπότε ο συντελεστής μόχλευσης είναι 58 και 37 αντίστοιχα. Τα ίδια κεφάλαια τους είναι λοιπόν 58 και 37 φορές χαμηλότερα από τις απαιτήσεις τους - ένα πραγματικά τρομακτικό μέγεθος για μία τράπεζα. Για να γίνει περισσότερο κατανοητό δε το μέγεθος, αρκεί να τονίσει κανείς πόσο επικίνδυνη θα ήταν μία επιχείρηση της πραγματικής οικονομίας, η οποία θα είχε κατατεθειμένα κεφάλαια 100.000 € και απαιτήσεις από τους πελάτες της 5.800.000 €.
Ακριβώς για τους λόγους αυτούς (τα κρατικά ομόλογα συνεχίζουν να θεωρούνται θεσμικά ως 100% σίγουρα), οι Ελβετοί αναρωτιούνται εάν απειλούμαστε με μία μαζική τραπεζική καραμπόλα - αφού οι τράπεζες, ιδιαίτερα οι ευρωπαϊκές, είναι πολύπλοκα συνδεδεμένες μεταξύ τους, αποτελώντας επικίνδυνα συγκοινωνούντα δοχεία.
Δεν μπορούν δε να δώσουν καμία υπεύθυνη απάντηση στο κατά πόσον είναι σίγουρες οι τράπεζες, από ποιο σημείο και μετά δεν είναι κοκ. Αν και οι εισροές καταθέσεων λοιπόν στην Ελβετία είναι απίστευτα μεγάλες, λόγω της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, η κυβέρνηση και οι λοιποί θεσμοί της χώρας είναι πάρα πολύ ανήσυχοι για το μέλλον.
Η ΙΣΠΑΝΙΑ
Σύμφωνα με τις αποφάσεις της συνόδου κορυφής, η Ισπανία θα υποχρεωθεί να παραδώσει τον έλεγχο των τραπεζών της, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, σε ευρωπαϊκές οργανώσεις - ενώ έχει ήδη εισβάλλει το ΔΝΤ, «διατηρώντας την ανωνυμία του», κατά κάποιον τρόπο (η χώρα ευρίσκεται υπό τη σκιώδη εξουσία του, για να αποφευχθούν οι αντιδράσεις των Πολιτών).
Επί πλέον, η κυβέρνηση φαίνεται ότι έχει υποχρεωθεί να επιβαρύνει με τις μελλοντικές ζημίες των τραπεζών τους Ισπανούς μετόχους τους - αφού μόνο υπό αυτήν την προϋπόθεση θα λάβει από το ESM τα 100 δις €, για τη σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού της συστήματος.
Σύμφωνα με τα διεθνή ΜΜΕ, οι ζημίες θα επιβαρύνουν κυρίως εκείνους τους Ισπανούς, οι οποίοι έχουν στην ιδιοκτησία τους είτε ομόλογα των τραπεζών χωρίς δικαιώματα πρώτης προτίμησης, είτε προνομιούχες μετοχές τους - γεγονός που σημαίνει ότι, θα ζημιωθούν σε μεγάλο βαθμό οι μικροεπενδυτές, οι οποίοι έχουν αγοράσει τέτοιους τίτλους από τις τράπεζες, για αποταμιευτικούς περισσότερο λόγους.
Οι παραπάνω «ιδιομορφίες», σε συνδυασμό με τα τεράστια προβλήματα της οικονομίας της Ισπανίας (εκτεταμένη κρίση ακινήτων, καταστροφική ανεργία, υπερχρέωση του ιδιωτικού τομέα, χρεοκοπημένοι δήμοι κλπ.), έχουν σαν αποτέλεσμα μία εκτεταμένη εκροή καταθέσεων από τις ισπανικές τράπεζες, η οποία αυξάνει ακόμη περισσότερο τους κινδύνους. Ο Πίνακας Ι που ακολουθεί είναι χαρακτηριστικός:
Αν και στην αρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης λοιπόν οι ισπανικές τράπεζες θεωρούταν ασφαλείς, επειδή δεν είχαν εκτεθεί στην αμερικανική κρίση των ενυπόθηκων δανείων, ενώ είχαν υποχρεωθεί από την κεντρική τράπεζα τους να δημιουργήσουν ειδικά αποθεματικά για την αντιμετώπιση της τοπικής κρίσης ακινήτων, η κατάσταση τους επιδεινώθηκε.
Σύμφωνα δε με τη διεθνή ένωση τραπεζών (IIF), λόγω του ότι έχουν δώσει ενυπόθηκα δάνεια ύψους άνω του 1 τρις €, θα απαιτηθεί μία ανακεφαλαιοποίηση της τάξης των 260 δις € και όχι τα ποσά που ανακοινώνονται (62 δις €).
Η ΣΛΟΒΕΝΙΑ
Όπως έχει ανακοινωθεί, η μικρή αυτή χώρα (52,4 δις € ΑΕΠ 2011, 934.700 εργαζόμενοι, 11,8% ανεργία) είναι αντιμέτωπη με τραπεζικά προβλήματα - οπότε θεωρείται ως το επόμενο υποψήφιο θύμα του ΔΝΤ και της Τρόικας.
Έχοντας υιοθετήσει το ευρώ μόλις το 2007, δεν έχει ακόμη καταφέρει να αναπτυχθεί σωστά - με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να ενισχύσει με 400 εκ. € μία από τις μεγαλύτερες τράπεζες της (Nova Ljubljanska Banka). Η υπαγωγή της λοιπόν στο μηχανισμό στήριξης είναι μάλλον δεδομένη – γεγονός που θα έχει σημαντικές συνέπειες για τους πολίτες της.
Η ΓΑΛΛΙΑ
Η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης είναι σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένη σε μία ενδεχόμενη κρίση των τραπεζών -επειδή διαθέτει τέσσερις πολύ μεγάλες (συστημικές, too big to fail) τράπεζες: την BNP Paribas, τη Societe Generale, την Credit Agricole και την BPSE (δημιουργήθηκε από την ένωση λαϊκών τραπεζών και ταμιευτηρίων το 2009).
Αν και οι τράπεζες αυτές έχουν καταφέρει, στο χρονικό διάστημα μετά το ξέσπασμα της κρίσης, να μειώσουν τις τοποθετήσεις τους στα υπερχρεωμένα κράτη, δεν είναι ακόμη εκτός κινδύνου - ενώ τις μεγαλύτερες ανησυχίες προκαλεί η BNP, η οποία έχει στην κατοχή της ομόλογα του ιταλικού δημοσίου ύψους 11,6 δις € (συνολικά στις χώρες του νότου 33,9 δις €).
Σε κάθε περίπτωση η Γαλλία, με τον τραπεζικό τομέα της να είναι τετραπλάσιος του ΑΕΠ της, είναι σε πολύ δύσκολη θέση - ειδικά επειδή οι συνολικές απαιτήσεις της απέναντι στην Ιταλία υπολογίζονται στα 309 δις € (112 δις € προς την Ισπανία).
Η ΙΤΑΛΙΑ
Το πρόβλημα των ιταλικών τραπεζών επικεντρώνεται στο ότι, έχουν επενδύσει πάρα πολλά χρήματα σε ομόλογα του δημοσίου τους - ενώ αντιμετωπίζουν σήμερα δυσκολίες, όσον αφορά τα επιχειρηματικά δάνεια τους, λόγω της ύφεσης. Εν τούτοις, η χώρα θα μπορούσε να επιλύσει μόνη της τα προβλήματα των τραπεζών της, αφού το σύνολο των ισολογισμών τους είναι συγκριτικά χαμηλό – «μόλις» 2,3 φορές το ΑΕΠ της.
Όμως, οι επενδυτές δεν εμπιστεύονται τη βιωσιμότητα των τραπεζών της Ιταλίας, επειδή τη συνδέουν με τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει το δημόσιο της χώρας τους - πόσο μάλλον όταν η πιστοληπτική αξιολόγηση τους διαμορφώνεται ανάλογα με την αντίστοιχη της χώρας τους.
Η ΑΥΣΤΡΙΑ
Με τις τράπεζες να αντιστοιχούν στο 300% του ΑΕΠ της χώρας, σε συνδυασμό με το ότι είναι επικίνδυνα εκτεθειμένες στην Ανατολική Ευρώπη, η οποία μαστίζεται σε μεγάλο βαθμό από την κρίση, η Αυστρία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ασφαλής.
Εν τούτοις, η αυξημένη εισροή καταθέσεων, κυρίως από την Ιταλία, καλύπτει εν πρώτοις τα αναμφίβολα μεγάλα προβλήματα της - όπως συμβαίνει στο Βέλγιο, στη Δανία, στην Ολλανδία και αλλού, κυρίως λόγω του ότι έχουν καταφέρει να διατηρηθούν στο περιθώριο της δημοσιότητας (σε πλήρη αντίθεση με την Ελλάδα, η οποία συνεχίζει να βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα).
Η ΚΥΠΡΟΣ
Η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας μειώθηκε (στο BB+ με αρνητικές προοπτικές από τη Fitch), λόγω των μεγάλων προβλημάτων των τραπεζών της. Μόνο και μόνο η διαγραφή χρέους εκ μέρους της Ελλάδας, επιβάρυνε τις κυπριακές τράπεζες με σχεδόν 7 δις € - με την Fitch να υπολογίζει τις ανάγκες αναφαλαιοποίησης τους στα 4 δις €.
Για τους περισσότερους όμως το ποσόν θα αναμορφωθεί σημαντικά, αφού η Κύπρος θα οδηγηθεί επίσης στην παγίδα της λιτότητας, ενώ θα αυξηθούν αρκετά οι εκροές καταθέσεων - όπως συνέβη στην Ελλάδα, στην Ιρλανδία, στην Πορτογαλία, στην Ισπανία κοκ., θύματα της απίστευτα εγκληματικής πολιτικής που επιβάλλει η Γερμανία (πιθανότατα κατ’ εντολή των Η.Π.Α.) σε όλους τους εταίρους της.
Αν και θα μπορούσε λοιπόν να χρηματοδοτηθεί από άλλες χώρες, έτσι ώστε να αποφύγει την λεηλασία της από το ΔΝΤ, είμαστε σχεδόν βέβαιοι ότι δεν θα της επιτραπεί – πόσο μάλλον μετά την εύρεση μεγάλων ενεργειακών κοιτασμάτων στην υποθαλάσσια περιοχή της, καθώς επίσης την εξαιρετικά σημαντική σήμερα γεωπολιτική της θέση
Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Παρά το ότι η Γερμανία ήταν το κεντρικό θύμα της μεγαλύτερης και μάλιστα νόμιμης ληστείας όλων των εποχών, εκ μέρους των Η.Π.Α., με τη βοήθεια της χρεοκοπίας της Lehman Brothers, η κατάσταση των τραπεζών της έχει ομαλοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό.
Εκείνη την εποχή (Φθινόπωρο του 2008), ο μέσος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών της ήταν μόλις 8,3% - από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη. Σήμερα όμως έχει αυξηθεί στο 13,1% - στο μέσον όρο περίπου της ΕΕ.
Η αιτία ήταν ο αυξημένος ρυθμός ανάπτυξης και η κρίση του νότου, η οποία είχε ευεργετικά αποτελέσματα στα επιτόκια δανεισμού της χώρας, στα φορολογικά της έσοδα, στη χρηματοδότηση (αυξημένες εισροές καταθέσεων) και στις εξαγωγές (διατήρηση της ισοτιμίας του € σε χαμηλά επίπεδα κοκ.).
Εν τούτοις, εμείς έχουμε την άποψη ότι, οι τράπεζες της κινδυνεύουν σε μεγάλο βαθμό από τη σύνδεση της γερμανικής οικονομίας με τις υπόλοιπες - κάτι που επισήμανε και το ΔΝΤ σε πρόσφατη ανάλυση του. Σύμφωνα δε με την BIS, οι γερμανικές τράπεζες είχαν στα τέλη του 2011 εγγεγραμμένες απαιτήσεις στα βιβλία τους, απέναντι στην Ιταλία και στην Ισπανία, ύψους 280 δις €.
Η ισχυρότερη τώρα γερμανική τράπεζα, η Deutsche Bank, η οποία με βάση το σύνολο του ισολογισμού της είναι το μεγαλύτερο τραπεζικό ίδρυμα της Ευρώπης, παρά τις αντίθετες δηλώσεις της διοίκησης της, έχει εξαιρετικά χαμηλή κεφαλαιακή επάρκεια. Ο Πίνακας ΙΙ που ακολουθεί εμφανίζει τα βασικά μεγέθη της:
Εάν στα παραπάνω προσθέσει κανείς τις απαιτήσεις της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας απέναντι στην ΕΚΤ, από το σύστημα διακανονισμού πληρωμών Target II, ύψους 700 δις € στα τέλη Μαΐου (αυξάνονται κατά 50-100 δις € μηνιαία), θα ξεπεράσει το 1 τρις € - ποσόν που διακινδυνεύει σαν κράτος, σε περίπτωση διάλυσης της Ευρωζώνης (επί πλέον αυτού που διακινδυνεύουν οι εμπορικές τράπεζες της, οι επιχειρήσεις, οι ασφαλιστικές εταιρείες, οι επενδυτικές κλπ.).
Με κριτήριο το ΑΕΠ της Γερμανίας του 2011 (περί τα 2,5 τρις €), καθώς επίσης το δημόσιο χρέος της ως προς το ΑΕΠ (81,5%),τυχόν απώλεια του παραπάνω ποσού θα εκτόξευε το χρέος της στο 117% του ΑΕΠ της – σε ένα επίπεδο δηλαδή, με το οποίο είναι πολύ δύσκολο να ανταπεξέλθει μία οικονομία, ειδικά λόγω των αυξημένων επιτοκίων που συνήθως απαιτούν οι αγορές από υπερχρεωμένα κράτη (εάν δε η Γερμανία εγκατέλειπε μόνη της την Ευρωζώνη, δεν θα μπορούσε να απαιτήσει ουσιαστικά αυτά τα χρήματα, με βάση τη σύμβαση).
Επομένως, οι τράπεζες της δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ασφαλείς – τόσο λόγω των δικών τους προβλημάτων, όσο και της εξαιρετικά δυσχερούς θέσης της χώρας τους, έτσι όπως αυτή θα φανεί πολύ σύντομα.
Η ΕΛΛΑΔΑ
Όπως έχουμε αναλύσει στο παρελθόν , η Ελλάδα δεν αντιμετώπισε προβλήματα με τις τράπεζες της – ενώ το σύνολο των ισολογισμών των χρηματοπιστωτικών της ιδρυμάτων το 2009 αντιστοιχούσε στο 165,3% του ΑΕΠ της(όπως διαπιστώνεται από τον Πίνακα ΙΙΙ που ακολουθεί, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά παγκοσμίως). Η μόχλευση δε των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών μας ήταν μόλις 14,86%, συμπεριλαμβανομένων όλων των επενδύσεων τους (άρθρο μας,Πίνακας V).
Δυστυχώς όμως, οι τεράστιες εκροές καταθέσεων (πάνω από 100 δις €), σαν αποτέλεσμα της καταστροφικής (εάν όχι προδοτικής) πολιτικής που ακολουθήθηκε, σε συνδυασμό με την εγκληματική διαγραφή χρέους, όπου στην κυριολεξία πυροβολήσαμε τα πόδια μας, οδήγησαν τις ελληνικές (και τις κυπριακές) τράπεζες στο χείλος του γκρεμού – με αποτέλεσμα να απαιτηθούν πολλαπλές εγγυήσεις και η ανακεφαλαιοποίηση τους.
Είναι λοιπόν αδιανόητο να κατηγορούμε τις τράπεζες ή/και να υποστηρίζουμε την κλοπή εκείνων των μικρομετόχων, οι οποίοι συνεχίζουν να τις στηρίζουν – μέσω της «αποκρατικοποίησης» τους από τους ευρωπαϊκούς (γερμανικούς) μηχανισμούς, κατά το παράδειγμα της Ισπανίας.
Σε κάθε περίπτωση, από όποια πλευρά και αν το εξετάσουμε, η πατρίδα μας οδηγήθηκε σκόπιμα και αδικαιολόγητα στο ικρίωμα – ενώ ελπίζουμε να μην ενσαρκώσει τελικά το ρόλο της Ιφιγένειας, για τη σωτηρία της υπερχρεωμένης Δύσης, καθώς επίσης να τιμωρηθούν όλοι όσοι την οδήγησαν, χωρίς κανένα λόγο, στην καταστροφή.
Κλείνοντας η Ελλάδα έχει τον καλύτερο κρατικό ισολογισμό από όλες σχεδόν τις χώρες (περιουσιακά στοιχεία πολύ υψηλότερα των χρεών της) - ενώ το μοναδικό της πρόβλημα ήταν και είναι η ανεπαρκής ή/και διεφθαρμένη πολιτική της, η οποία ήταν κατά πολύ κατώτερη των περιστάσεων. Κανένας άλλωστε δεν μπορεί να αποδεχθεί ως λογικό το γεγονός ότι,οδηγήθηκε από ένα δημόσιο χρέος της τάξης του 110% του ΑΕΠ της, σε συνδυασμό με ένα ελάχιστο ιδιωτικό, σε δημόσιο χρέος άνω του 160%, στα νύχια του ΔΝΤ, στα διάφορα υφεσιακά μνημόνια και στη χρεοκοπία.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΙΚΟΝΑ
Στον Πίνακα ΙΙΙ που ακολουθεί αναγράφονται οι υποχρεώσεις των τραπεζών ορισμένων χωρών, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ των χωρών τους (μεγέθη κατά προσέγγιση, επειδή προέρχονται από διάγραμμα):
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: Τραπεζικές υποχρεώσεις (συνολικές = καταθέσεις συν λοιπές υποχρεώσεις) ως ποσοστό επί του ΑΕΠ
Όπως
φαίνεται από τον Πίνακα ΙΙΙ, το τραπεζικό πρόβλημα της ΕΕ είναι κατά
πολύ μεγαλύτερο από αυτό του υπολοίπου πλανήτη - πόσο μάλλον από το
αντίστοιχο στις Η.Π.Α., το οποίο συγκριτικά είναι σχεδόν μηδαμινό. Σε
πολλές χώρες δε (Ιρλανδία, Μ. Βρετανία κλπ.), είναι κάτι παραπάνω από
εκρηκτικό.
Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις η εγγύηση των καταθέσεων των πολιτών της Ευρωζώνης από έναν κεντρικό οργανισμό είναι σχεδόν αδύνατη - αφού είναι πολλαπλάσιες των ΑΕΠ των χωρών τους.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Οι τράπεζες της Ευρώπης, ειδικά μετά τα εγκληματικά λάθη της Γερμανίας και τη διαγραφή χρέους της Ελλάδας, είναι εξαιρετικά ασταθείς και ευάλωτες. Η κρίση έχει πρακτικά αποκόψει τα τραπεζικά ινστιτούτα του Νότου από τις αγορές, ενώ η συνεχώς αυξανόμενη ανεργία, οι χρεοκοπίες των επιχειρήσεων, η πτώση των τιμών των ακινήτων και τα υπερδανεισμένα σε πολλές χώρες νοικοκυριά, αυξάνουν σε μεγάλο βαθμό τα μη εξυπηρετούμενα, κόκκινα δάνεια, επιδεινώνοντας σχεδόν δραματικά τους τραπεζικούς ισολογισμούς.
Η Κομισιόν, μεταξύ του Οκτωβρίου του 2008 και του Οκτωβρίου του 2011, ενέκρινε συνολικά 4,5 τρις € σε κρατικές βοήθειες, για την ενίσχυση των προβληματικών τραπεζών - ποσόν που αντιστοιχεί στο 35% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Εν τούτοις, το τέλος του καθοδικού σπειροειδή κύκλου δεν φαίνεται στον ορίζοντα - ενώ μάταια προσπαθεί η ΕΚΤ να σταθεροποιήσει το σύστημα και να ανακόψει την πορεία προς το χάος.
Με δύο διαδοχικές αποφάσεις της (Δεκέμβριος του 2011 και Φεβρουάριος του 2012), έθεσε στη διάθεση των εμπορικών τραπεζών 1 τρις €, με μηδαμινά επιτόκια, για τρία ολόκληρα έτη, ενώ πρόσφατα μείωσε το βασικό επιτόκιο στο 0,75%.Τα αποτελέσματα όμως των ενεργειών της είναι σχεδόν αμελητέα αφού, «όταν κλείνει μία τρύπα σε ένα σημείο, ανοίγει αμέσως η επόμενη».
Πολλοί αναρωτιούνται λοιπόν εάν είναι τελικά δυνατόν να διασωθούν οι τράπεζες της Ευρώπης, ή μήπως θα αντιμετωπίσουμε σκηνές πανικού, πολύ μεγαλύτερες από αυτές μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers - όπου οι μικροκαταθέτες άδειαζαν τους λογαριασμούς τους τρομοκρατημένοι, οι τράπεζες σταμάτησαν να δανείζονται μεταξύ τους, η πραγματική οικονομία έχασε την πρόσβαση της στη χρηματοδότηση και η παγκόσμια οικονομία βυθίστηκε στην ύφεση.
"Η εντεινόμενη ύφεση στις υπερχρεωμένες χώρες του Νότου οδηγεί σε συνεχώς αυξανόμενες απώλειες των τραπεζών, οι οποίες καθιστούν απαραίτητη την ενίσχυση τους από τα κράτη - με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα δημόσια χρέη και τανάπαλιν.Είμαστε στο κέντρο ενός διαβολικού κύκλου, από το οποίο δεν μπορούμε δυστυχώς να ξεφύγουμε", αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Ολοκληρώνοντας, η Ευρώπη υποφέρει σε μεγάλο βαθμό από το υπερδιογκωμένο τραπεζικό της σύστημα, όπου τα χρέη των 20 μεγαλύτερων τραπεζών της είναι υψηλότερα από το 50% του ΑΕΠ της χώρας, όπου έχει την έδρα της η κάθε μία - με αποτέλεσμα να μην μπορούν να πείσουν οι κυβερνήσεις ότι έχουν τη δυνατότητα να διασώσουν τις τράπεζες και να εγγυηθούν τις καταθέσεις των πολιτών τους, οι οποίες υπολογίζονται στα 11 τρις €.
Εάν λοιπόν τυχόν καταρρεύσει μία μεγάλη ευρωπαϊκή τράπεζα, η κατάσταση θα ξεφύγει εντελώς από τον έλεγχο - με οδυνηρά αποτελέσματα για ολόκληρο τον πλανήτη. Οι κίνδυνοι αυτοί φαίνεται να είναι γνωστοί στα αμερικανικά επενδυτικά κεφάλαια, τα οποία έχουν μειώσει δραστικά τις τοποθετήσεις τους στις τράπεζες της ΕΕ - από 40% το 2009, στο 12% με πρόσφατες μετρήσεις.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οι Η.Π.Α., ένας χάρτινος πύργος στην κυριολεξία, αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα, όσον αφορά το δημόσιο χρέος, καθώς επίσης τα ιλιγγιώδη ελλείμματα του προϋπολογισμού και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (τα προβλήματα των τραπεζών τους τα έλυσαν, «εξάγοντας» τα το 2008 στην ΕΕ και στον υπόλοιπο πλανήτη). Η Ιαπωνία έχει δημόσιο χρέος πάνω από το 230% του ΑΕΠ της, ενώ είναι βυθισμένη στην ύφεση από το 1990.
Η Ευρώπη, ο μεγαλύτερος δανειστής του πλανήτη (πάνω από το 50% των παγκοσμίων δανείων προέρχονται από τις ευρωπαϊκές τράπεζες), είναι εγκλωβισμένη στον κύκλο του διαβόλου – με τις τράπεζες της να είναι μάλλον αδύνατον να διασωθούν(το μέσο δημόσιο χρέος της ΕΕ δεν ξεπερνάει ευτυχώς το 85% του ΑΕΠ, ενώ το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της είναι θετικό).
Ειδικότερα, εάν τυχόν αποφασιζόταν να αποκτήσουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες τους ίδιους συντελεστές με τις αμερικανικές, θα έπρεπε να «καούν» χρήματα («απομόχλευση», μείωση δανείων κλπ.), της τάξης του 250% του ΑΕΠ της Ευρώπης – ένα απίστευτα μεγάλο ποσόν, αφού ξεπερνάει τα 30 τρις € .
Επομένως, η κατάσταση σε όλη τη Δύση είναι κάτι παραπάνω από κρίσιμη – με το βιοτικό επίπεδο όλου του υπόλοιπου πλανήτη να είναι άρρηκτα συνδεδεμένο μαζί της. Δυστυχώς, τέτοιου είδους παγκόσμια αδιέξοδα αντιμετωπίζονται συνήθως με δύο τρόπους: είτε με μία ευρεία διαγραφή χρεών τύπου «σεισάχθειας», είτε με πόλεμο – όπου φυσικά εμείς ελπίζουμε να μην επιλεχθεί τελικά ο πόλεμος.
Μία ενδιάμεση λύση θα ήταν ίσως η φορολόγηση των υψηλών εισοδηματικών στρωμάτων (10% του συνολικού πληθυσμού) όλης της Δύσης, με συντελεστή 10-15% επί των περιουσιακών τους στοιχείων – γεγονός που θα λειτουργούσε έμμεσα ως μία αναδιανομή εισοδημάτων, η οποία θα μείωνε τα δημόσια χρέη και στη συνέχεια θα ενίσχυε την κατανάλωση, τις επενδύσεις, την ανάπτυξη και το ΑΕΠ. Κάτι τέτοιο όμως θα απαιτούσε μεγάλη ωριμότητα εκ μέρους των πλούσιων αυτών πολιτών – κάτι που δυστυχώς θεωρούμε πολύ δύσκολο.
Βασίλης Βιλιάρδος (copyright)
Αθήνα, 14. Ιουλίου 2012
viliardos@kbanalysis.com
http://www.gkourou.com/2012/07/blog-post_5482.html