Μετά
την ψήφιση του τρίτου μνημονίου στις αρχές Νοεμβρίου 2012 από τη Βουλή
των Ελλήνων, η κυβέρνηση και τα εγχώρια εγκάθετα μέσα ενημέρωσης,
άρχισαν να καλλιεργούν τεχνητό κλίμα περί προοδευτικής βελτίωσης των
δημοσιονομικών μεγεθών. Τα φερέφωνα της κουτοπόνηρης παραπληροφόρησης,
νομίζουν ότι με πραχτικές της δεκαετίας της περιόδου 1993-2002, θα
ωραιοποιήσουν τα μακροοικονομικά δεδομένα, ώστε να ενισχύσουν την
επιχειρηματολογία της τροϊκανής κυβέρνησης ότι θα φανεί φως στο τούνελ
το δεύτερο εξάμηνο του 2013.
Το κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο με βάση τα στοιχεία του ενδεκαμήνου Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2011/2012, ισχυρίζεται ότι τα δημόσια οικονομικά της χώρας εμφανίζουν αισθητή βελτίωση και σταδιακά ανοίγει ο δρόμος για τη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών. Η αισιοδοξία αυτή βασίζεται στο επιχείρημα ότι την περίοδο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2011/2012, αν και τα καθαρά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού μειώθηκαν από 46,5 σε 45,8 δισ. ευρώ (€), ωστόσο η εντυπωσιακή ελάττωση των πρωτογενών δαπανών από 52,5 σε 47,3 δισ. €, συνέβαλε στη συρρίκνωση του πρωτογενούς ελλείμματος από -6,0 σε -1,5 δισ. €.
Η μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού οφείλεται σε μαγείρεμα των δημοσιονομικών στοιχείων. Οι «τεχνοκράτες» που έχουν την κουτάλα και ανακατώνουν στην κατσαρόλα τα στοιχεία, οφείλουν να απαντήσουν σε ορισμένα καίρια ερωτήματα. Πώς ερμηνεύεται η στατιστική διαπίστωση, από τη μια μεριά, το Υπουργείο Οικονομικών να υποστηρίζει ότι την περίοδο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2011/2012 το πρωτογενές έλλειμμα του προϋπολογισμού μειώθηκε, και από την άλλη να επισημαίνει την άνοδο των χρηματοδοτικών αναγκών του προϋπολογισμού από 73,4 σε 84,7 δισ. €. Η αύξηση των χρηματοδοτικών δαπανών του κράτους υποδηλώνει, ναι ή όχι, την άνοδο των δημοσίων δαπανών; Βάσει ποιας επιστημονικής λογικής, το Υπουργείο Οικονομικών θεωρεί ότι την περίοδο αυτή οι χρηματοδοτικές ανάγκες της κεντρικής κυβέρνησης από 25,9 αυξήθηκαν σε 38,9 δισ. € και ταυτόχρονα ισχυρίζεται ότι τα κρατικά ελλείμματα κατά τη διάρκεια του 2012 βαίνουν μειούμενα; Και οι πιο αδαείς με την οικονομική επιστήμη, αντιλαμβάνονται ότι οι όροι "χρηματοδοτικές ανάγκες" και "κρατικό έλλειμμα" είναι ταυτόσημες, καθότι αμφότερες υποδηλώνουν ότι αναφέρονται σε διαχειριστικά ελλείμματα που χρηματοδοτούνται με πιστωτικά έσοδα. Εφόσον ο κ. Σαμαράς και το τροϊκανό οικονομικό επιτελείο, διαπιστώνουν την πτωτική τάση των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού, πώς εξηγείται το φαινόμενο το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης να σημειώνει ακάθεκτη άνοδο και η χώρα μας να εξαναγκάζεται σε δεύτερο κούρεμα του χρέους;
Τα ερωτήματα που θα μπορούσαν να τεθούν είναι πολλά και θα αφορούσαν το σύνολο σχεδόν των δημοσιονομικών μεγεθών. Δυστυχώς, το κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο του κ. Σαμαρά, δηλαδή Στουρνάρας και Σία, μας φέρνουν μνήμες από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Δηλαδή την περίοδο, που οι κυβερνήσεις κυρίως της περιόδου 1995-2002, με κάλπικα στοιχεία και σωρεία μακροοικονομικών παρατυπιών μας έβαλαν στην ζώνη του ευρώ. Με λογιστικοποιήσεις των μακρομεγεθών δεν μπορεί να ασκηθεί εθνικά επωφελής οικονομική πολιτική. Οι κάθε είδους αλχημιστές οφείλουν να γνωρίζουν ότι το μαγείρεμα των στοιχείων επιφέρει εφήμερα καιροσκοπικά οφέλη. Στις μέρες μας διακυβεύονται οι τύχες του ελληνισμού. Η οικονομική κρίση κτυπά ανελέητα το 95% του ελληνικού πληθυσμού. Το 5% που είναι το πολιτικοοικονομικό κατεστημένο που δεν πλήττεται από την οικονομική κρίση, δεν είναι ηθικό με ψεύτικα δημοσιονομικά στοιχεία, να υπόσχεται στο υπόλοιπο 95% του πληθυσμού που ζημιώνεται από την οικονομική λαίλαπα, ότι, βλέπει φως στον ορίζοντα και σύντομα η εθνική οικονομία θα μπει σε αναπτυξιακή τροχιά.
* O Γιώργος Βάμβουκας είναι Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών
http://spirospero.gr/
Το κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο με βάση τα στοιχεία του ενδεκαμήνου Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2011/2012, ισχυρίζεται ότι τα δημόσια οικονομικά της χώρας εμφανίζουν αισθητή βελτίωση και σταδιακά ανοίγει ο δρόμος για τη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών. Η αισιοδοξία αυτή βασίζεται στο επιχείρημα ότι την περίοδο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2011/2012, αν και τα καθαρά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού μειώθηκαν από 46,5 σε 45,8 δισ. ευρώ (€), ωστόσο η εντυπωσιακή ελάττωση των πρωτογενών δαπανών από 52,5 σε 47,3 δισ. €, συνέβαλε στη συρρίκνωση του πρωτογενούς ελλείμματος από -6,0 σε -1,5 δισ. €.
Η μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού οφείλεται σε μαγείρεμα των δημοσιονομικών στοιχείων. Οι «τεχνοκράτες» που έχουν την κουτάλα και ανακατώνουν στην κατσαρόλα τα στοιχεία, οφείλουν να απαντήσουν σε ορισμένα καίρια ερωτήματα. Πώς ερμηνεύεται η στατιστική διαπίστωση, από τη μια μεριά, το Υπουργείο Οικονομικών να υποστηρίζει ότι την περίοδο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2011/2012 το πρωτογενές έλλειμμα του προϋπολογισμού μειώθηκε, και από την άλλη να επισημαίνει την άνοδο των χρηματοδοτικών αναγκών του προϋπολογισμού από 73,4 σε 84,7 δισ. €. Η αύξηση των χρηματοδοτικών δαπανών του κράτους υποδηλώνει, ναι ή όχι, την άνοδο των δημοσίων δαπανών; Βάσει ποιας επιστημονικής λογικής, το Υπουργείο Οικονομικών θεωρεί ότι την περίοδο αυτή οι χρηματοδοτικές ανάγκες της κεντρικής κυβέρνησης από 25,9 αυξήθηκαν σε 38,9 δισ. € και ταυτόχρονα ισχυρίζεται ότι τα κρατικά ελλείμματα κατά τη διάρκεια του 2012 βαίνουν μειούμενα; Και οι πιο αδαείς με την οικονομική επιστήμη, αντιλαμβάνονται ότι οι όροι "χρηματοδοτικές ανάγκες" και "κρατικό έλλειμμα" είναι ταυτόσημες, καθότι αμφότερες υποδηλώνουν ότι αναφέρονται σε διαχειριστικά ελλείμματα που χρηματοδοτούνται με πιστωτικά έσοδα. Εφόσον ο κ. Σαμαράς και το τροϊκανό οικονομικό επιτελείο, διαπιστώνουν την πτωτική τάση των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού, πώς εξηγείται το φαινόμενο το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης να σημειώνει ακάθεκτη άνοδο και η χώρα μας να εξαναγκάζεται σε δεύτερο κούρεμα του χρέους;
Τα ερωτήματα που θα μπορούσαν να τεθούν είναι πολλά και θα αφορούσαν το σύνολο σχεδόν των δημοσιονομικών μεγεθών. Δυστυχώς, το κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο του κ. Σαμαρά, δηλαδή Στουρνάρας και Σία, μας φέρνουν μνήμες από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Δηλαδή την περίοδο, που οι κυβερνήσεις κυρίως της περιόδου 1995-2002, με κάλπικα στοιχεία και σωρεία μακροοικονομικών παρατυπιών μας έβαλαν στην ζώνη του ευρώ. Με λογιστικοποιήσεις των μακρομεγεθών δεν μπορεί να ασκηθεί εθνικά επωφελής οικονομική πολιτική. Οι κάθε είδους αλχημιστές οφείλουν να γνωρίζουν ότι το μαγείρεμα των στοιχείων επιφέρει εφήμερα καιροσκοπικά οφέλη. Στις μέρες μας διακυβεύονται οι τύχες του ελληνισμού. Η οικονομική κρίση κτυπά ανελέητα το 95% του ελληνικού πληθυσμού. Το 5% που είναι το πολιτικοοικονομικό κατεστημένο που δεν πλήττεται από την οικονομική κρίση, δεν είναι ηθικό με ψεύτικα δημοσιονομικά στοιχεία, να υπόσχεται στο υπόλοιπο 95% του πληθυσμού που ζημιώνεται από την οικονομική λαίλαπα, ότι, βλέπει φως στον ορίζοντα και σύντομα η εθνική οικονομία θα μπει σε αναπτυξιακή τροχιά.
* O Γιώργος Βάμβουκας είναι Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών
http://spirospero.gr/