από την Αλίκη Κατσαρού
Μαύρο και Χ παντού. Μαύρο στην οθόνη, Χ στην αγορά. Πολυκαταστήματα
κατεβάζουν ρολά, σούπερ μάρκετ εξαγοράζονται, μικρομάγαζα βάζουν
λουκέτο.Δημοτικοί υπάλληλοι απολύονται, συνταξιούχοι χτυπιούνται, άνθρωποι σκύβουν το κεφάλι για τρεις κι εξήντα και θεωρούνται τυχεροί για τις τρεις κι εξήντα. Η μικρή κοινωνία της μικρής μου πόλης ανυπόφορα αντέχει χάρη στον τουρισμό. Ξεγέλασμα μιας κοινωνίας που λέει «δως ημίν σήμερον» γιατί έτσι την εκπαίδευσαν να λέει. Να αρκείται στα λίγα.
Αν έχω λύση εγώ με ρώτησε ένας παλιός μου φίλος. Εσύ που ονομάζεις τα ζητήματα, ονόμασε και τη λύση, μου μήνυσε. Δυστυχώς, αγαπητέ, με εκπαίδευσαν να μην έχω λύση.
Όμως έχω χαραμάδα. Μισοκλείνω τα μάτια και κοιτώ μέσα της. Μας βλέπω όλους στο Σύνταγμα. Όλους. Όλους εκτός απ’ τους κατάκοιτους και τα μωρά. Βλέπω μια μπουλντόζα να ξεριζώνει με μανία ένα σύστημα. De profundis. Βλέπω ν’ ανεβαίνουν στα έδρανα της βουλής άνθρωποι που αγαπούν τον τόπο. Δεν έχουν χρώμα, έχουν όραμα. Δε θέλουν καρέκλες, θέλουν πρόοδο. Βλέπω δασκάλους στα Πανεπιστήμια, που υπηρετούν τη γνώση, όχι το χρήμα. Βλέπω δασκάλους στα σχολειά που φωτίζουν δρόμους. Βλέπω δημόσιους λειτουργούς να περιποιούνται τον τόπο τους κι όχι το στομάχι τους. Βλέπω εσένα.
Βλέπω εσένα να μου χαμογελάς και να μου παραγγέλνεις ούζο. Μου δείχνεις το γαλάζιο τ’ ουρανού. Μου δείχνεις το μπλε της θάλασσας και το λευκό της αλήθειας. Με ταΐζεις στρείδια με λεμόνι στο στόμα. «Ρούφα τη θάλασσα» διατάζεις. Βουτάς και φέρνεις μια πέτρα του βυθού. «Θέλω έναν αστερία», γκρινιάζω. «Τίποτα ζωντανό. Δε σκοτώνουμε εμείς» με μαθαίνεις. Μου τραγουδάς Χατζιδάκι. Πετάς τα παπούτσια μου και με παίρνεις απ’ το χέρι ξυπόλυτη στο πιο κόκκινο ηλιοβασίλεμα. «Άκου τον παλμό της γης στις πατούσες σου» μου λες. Με καθίζεις στην άμμο με τα μάτια μου στο ηλιοβασίλεμα. Κάθεσαι πίσω μου, πλάτη με πλάτη και απαιτείς «Περίγραψε το. Θέλω να το δω μέσα απ’ τα δικά σου μάτια». Μόλις βουλιάζει η τελευταία του καμπύλη, κλαίω. «Δεν αντέχω κανένα τέλος» σου ψιθυρίζω.
«Γεια» μου λες και τρέχεις. Ξέρω. Δεν τρέχεις για να βγεις πρώτος. Τρέχεις ν’ ανοίξεις δρόμους για τους άλλους. Για μένα, για τους άλλους, για τα παιδιά. Για να βλέπουν και τα παιδιά αυτό το ηλιοβασίλεμα. Δε φοβάσαι και δε σε σταματάει τίποτα. Δε σε λυγίζει τίποτα μικρό. Τίποτα χειροπιαστό, τίποτα μετρήσιμο. Θέλεις τα παιδιά να ακούν Χατζιδάκι, να τρώνε στρείδια και να βλέπουν ηλιοβασιλέματα. Κι αυτό δε γίνεται σε μια γερμανική Ελλάδα. Αυτό δε γίνεται με όρους αγορών. Αυτό δε γίνεται σε μαύρο φόντο. Γίνεται με όρους αγάπης. Αγάπης για όλα όσα σημαίνουν Ελλάδα, αγάπης για την πατρίδα που κρίνει μέσα του το βότσαλο, το άσπρο του Αιγαίου και το γαλάζιο τ’ ουρανού.
Ναι, θα τρέξω το δρόμο σου, εγώ και χιλιάδες. Αλλά μετά το τέλος. Μόλις πιάσουμε πάτο. Τώρα δε σε καταλαβαίνουμε. Τώρα ακόμα κλαίμε το τέλος. Όταν καταλάβουμε ότι η αρχή μας περιμένει, όλους μαζί, όταν η χαραμάδα γίνει παράθυρο, πόρτα, πύλη, θα σε βρούμε.
Ραντεβού στο Σύνταγμα.
Το πότε δεν ξέρω να σου πω.
corfupress.com