Του Στέφανου Τζανάκη
Θυμάστε πόσο στoίχιζε ένα σουβλάκι πριν από 1/1/2001; Εν ολίγοις, πριν από το ευρώ; Από 150 ώς 200 δραχμές. Δηλαδή, πολύ λιγότερο από ένα ευρώ. Μήπως έχετε υπόψη πόσο πάει σήμερα; Από δύο ώς και τρία ευρώ. Πάνω από το παλιό, καλό χιλιάρικο.
Κι όλα αυτά, χωρίς τον αυξημένο ΦΠΑ. Χωρίς το 23%, για το οποίο κλαίγονται οι επιχειρηματίες. Πώς έφτασε εκεί η τιμή; Μήπως έγιναν πλούσιοι οι ψήστες; Μήπως οι κοπελιές που σερβίρουν στα σουβλατζίδικα κάνουν διακοπές στην Καραϊβική; Σιγά το πράγμα - πολύ λίγα χρήματα παίρνουν, ίσα για να ζουν.
Τότε, γιατί οι επιχειρηματίες του κλάδου δεν δέχονται τον αυξημένο ΦΠΑ; Μήπως θα τον πληρώσουν οι ίδιοι; Οχι, βέβαια. Οι πελάτες θα τον πληρώσουν. Οπως πλήρωσαν και το - δήθεν - αυξημένο κόστος από την αναβάθμιση της δραχμής σε ευρώ.
Κέρδισαν οι μαγαζάτορες τόσα χρόνια από την είσοδο της χώρας στην ευρωζώνη; Οχι απλώς κέρδισαν, αλλά θησαύρισαν. Αυτό δεν μπορεί κανείς να το αρνηθεί. Γιατί λοιπόν αρνούνται να αποδώσουν στο κράτος ένα μέρος από τα κέρδη τους; Η απάντηση είναι μάλλον αυτονόητη.
ΦΠΑ on the rocks
Αν πάτε σε ένα ταπεινό καλοκαιρινό μπαρ, θα πληρώσετε πάνω από επτά ώς εννιά ευρώ για ένα ποτήρι ουίσκι. Δηλαδή, γύρω στις τρεις χιλιάδες δραχμές. Θα δεχόσασταν να πληρώσετε αυτό το ποσό πριν από δέκα χρόνια;
Μήπως άλλαξε η τιμή του κριθαριού, που είναι η πρώτη ύλη του ουίσκι; Οχι, βέβαια. Αλλαξε ο τρόπος που βλέπαμε τα πράγματα. Αλλά τώρα τα πράγματα άλλαξαν - και κανείς δεν είναι διατεθειμένος να πληρώνει φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Ο αυξημένος ΦΠΑ είναι ένα πρόβλημα. Και για τον μαγαζάτορα και για τον πελάτη. Ομως κανείς δεν είναι διατεθειμένος να δει το ζήτημα από τη σκοπιά του άλλου - εκτός κι αν αλλάξει σκοπιά.