του Γιώργου Παπανικολάου |
Όταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και η τρόικα παρουσίαζαν πριν από 16 μήνες τη συνταγή του μνημονίου, είπαν στον λαό το ένα μέρος της αλήθειας. Αν δεν υπογράφαμε, η χώρα θα χρεοκοπούσε. Επρόκειτο για έναν ξαφνικό θάνατο, που θα δημιουργούσε τότε τεράστιους κλυδωνισμούς όχι μόνο στη χώρα αλλά και σε ολόκληρο το διεθνές σύστημα, για λόγους που έχουν αναλυθεί κατά κόρον.
Αυτό που δεν είπαν, είτε από άγνοια είτε από συμφέρον, ήταν ότι το φάρμακο για την αποφυγή του ξαφνικού θανάτου θα προξενούσε στην άρρωστη οικονομία καρκίνο, και μάλιστα βαριάς μορφής, που αν συνεχίσει να καλπάζει θα οδηγήσει σεπρωτόγνωρη οδύνη, πριν καταλήξει στο μοιραίο.
Επί δεκαετίες η ελληνική οικονομία στηρίχτηκε σε δύο βασικούς παράγοντες. Στις κρατικές δαπάνες (και σπατάλες), που τροφοδοτούσαν μεγάλο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας και των ιδιωτικών επενδύσεων, και στην ιδιωτική κατανάλωση. Αυτό ήταν το στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης που ακολούθησε η χώρα.
Όσο για τις εξαγωγές, αυτές ήταν -και παραμένουν- ένα ελάχιστο ποσοστό του ΑΕΠ.
Σημαντικό, αλλά όχι κυρίαρχο στοιχείο για την οικονομία ήταν και παραμένει επίσης οτουρισμός, ο οποίος όμως επί σειρά ετών επέδειξε αναιμική ανάπτυξη, εξαιτίας της έλλειψης υποδομών και της αύξησης των τιμών.
Αυτό που δεν είπαν, είτε από άγνοια είτε από συμφέρον, ήταν ότι το φάρμακο για την αποφυγή του ξαφνικού θανάτου θα προξενούσε στην άρρωστη οικονομία καρκίνο, και μάλιστα βαριάς μορφής, που αν συνεχίσει να καλπάζει θα οδηγήσει σεπρωτόγνωρη οδύνη, πριν καταλήξει στο μοιραίο.
Επί δεκαετίες η ελληνική οικονομία στηρίχτηκε σε δύο βασικούς παράγοντες. Στις κρατικές δαπάνες (και σπατάλες), που τροφοδοτούσαν μεγάλο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας και των ιδιωτικών επενδύσεων, και στην ιδιωτική κατανάλωση. Αυτό ήταν το στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης που ακολούθησε η χώρα.
Όσο για τις εξαγωγές, αυτές ήταν -και παραμένουν- ένα ελάχιστο ποσοστό του ΑΕΠ.
Σημαντικό, αλλά όχι κυρίαρχο στοιχείο για την οικονομία ήταν και παραμένει επίσης οτουρισμός, ο οποίος όμως επί σειρά ετών επέδειξε αναιμική ανάπτυξη, εξαιτίας της έλλειψης υποδομών και της αύξησης των τιμών.
Κατά συνέπεια, όταν εξαιτίας του μνημονίου (και της κακής εφαρμογής του από την κυβέρνηση) περιορίστηκαν όπως και όπου «βόλευε» οι κρατικές δαπάνες και ταυτόχρονα ψαλιδίστηκε το μικρομεσαίο ιδιωτικό εισόδημα, μέσω της μείωσης των μισθών, της εκτόξευσης της ανεργίας αλλά και της βαριάς φορολόγησης, ήταν επόμενο ότι η οικονομία θα καταρρεύσει.
Κι αυτό ακριβώς συνέβη. Το ΑΕΠ περιορίστηκε κατά 3,5% το 2009, κατά 4,2% το 2010, ενώ για το τρέχον έτος εκτιμάται ήδη ότι η πτώση θα αγγίξει το 5,3%, οπότε στην πράξη μπορεί και να το ξεπεράσει.
Ο φαύλος κύκλος της «εσωτερικής υποτίμησης»
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει μάλλον να θυμηθούμε παλαιότερες δηλώσεις του κ. Στρος Καν, ότι η χώρα θα πρέπει να περάσει από μια φάση σοβαρού αποπληθωρισμού, «εσωτερικής υποτίμησης», για να ξαναγίνει ανταγωνιστική.
Πράγματι, με δεδομένο ότι νόμισμα της χώρας είναι το ευρώ, άρα δεν μπορεί να γίνει κανονική υποτίμηση, αυτή ήταν και η μόνη «εύκολη» λύση. Εύκολη στη θεωρία, δύσκολη στην πράξη - και κυρίως γι' αυτούς που την υφίστανται.
Τι εννοούσε όμως πρακτικά ο κ. Στρος Καν; Ότι θα πρέπει να επέλθει κάθετη πτώση στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, ακινήτων, παγίων και κινητών, αλλά και εξίσου κάθετη μείωση στους μισθούς. Αυτό συμβαίνει με τον αποπληθωρισμό. Και η εικόνα του είναι πλέον ανάγλυφη, ακόμη και στις τιμές των μετοχών στη Σοφοκλέους.
Εντός και εκτός χρηματιστηρίου, οι τιμές σε γενικές γραμμές πέφτουν, αν εξαιρέσουμε τους φόρους, αλλά κανείς δεν αγοράζει. Είτε γιατί προσδοκά ότι θα γίνουν ακόμη πιο φθηνές, είτε γιατί παραμένουν ακριβές σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημά του, είτε γιατί... φυλάει τα χρήματά του.
Στη θεωρία, μέσα από την «εσωτερική υποτίμηση», δηλαδή τον αποπληθωρισμό, η αύξηση των εξαγωγών και του τουρισμού (λόγω των φθηνότερων τιμών προσφοράς), μαζί με έναν αναπροσανατολισμό του οικονομικού μοντέλου, θα μείωνε τις επιπτώσεις της ύφεσης και θα έφερνε σχετικά γρήγορα την ανάπτυξη. Στη θεωρία, όπως προέβλεπε και η τρόικα, θα βλέπαμε ήδη τα αποτελέσματα, με μείωση του ρυθμού της ύφεσης από το 2011 (σ.σ. προέβλεπαν πτώση του ΑΕΠ κατά 3,5% - 3,8%).
Στην πράξη, αυτό ούτε συνέβη ούτε φαίνεται να συμβαίνει σύντομα. Οι εξαγωγές αποτελούν ελάχιστο ποσοστό του ΑΕΠ, κι ως εκ τούτου θα χρειαστεί δραστική άνοδος όλα τα επόμενα χρόνια για να αρχίσουν να παίζουν ουσιαστικό ρόλο στην αντιστάθμιση της ύφεσης.
Ομοίως, στο μέτωπο του τουρισμού, τα όποια οφέλη αντισταθμίζονται εν μέρει από την καθίζησητου εσωτερικού τουρισμού, αλλά και από τις ολοένα αυξανόμενες συνέπειες της διεθνούς κρίσης στο διαθέσιμο εισόδημα των ξένων - που εφόσον συνεχιστεί, τελικά θα επηρεάσει αναπόφευκτα και τις εξαγωγές.
Ταυτόχρονα, η αδυναμία επίτευξης των στόχων οδηγεί σε νέα μέτρα, ενισχύοντας τον φαύλο κύκλο και εξουθενώνοντας σταδιακά τις κοινωνικές ανοχές.
Δεν είναι τυχαίο ότι η θεωρία της «εσωτερικής υποτίμησης» έχει δεχτεί εξαιρετικά σκληρή κριτική ως φάρμακο για την ανταγωνιστικότητα, με την υποσημείωση ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη. Κι αυτό καθώς, όταν αρχίσει το σπιράλ του αποπληθωρισμού, δύσκολα ανακόπτεται.
Στην περίπτωση της χώρας μας εφαρμόζεται ως «πείραμα», μέσα στο ευρύτερο «πείραμα» του ευρώ, που δεν μας αφήνει περιθώρια να κάνουμε υποτίμηση.
Η στρατηγική αυτή θα είχε κάποιες ελπίδες να επιτύχει, αν είχαμε μια οικονομία εξαιρετικά ευέλικτη, με καθιερωμένο πλαίσιο ανταγωνισμού, αν είχαμε παιδεία καινοτομίας κι επιχειρηματικότητας , αλλά και μια πολιτική εξουσία ικανή να συντονίσει και να ενθαρρύνει τη στροφή σε νέους τομείς με το κατάλληλο κατά περίπτωση θεσμικό πλαίσιο.
Αλλά κι αν οι διεθνείς συνθήκες ήταν ευνοϊκές, ώστε να υπάρχουν πιο μεγάλα περιθώρια αύξησης του τουρισμού, των εξαγωγών αλλά και της εισροής ξένων επενδύσεων.
Δεν ισχύει όμως τίποτε από τα παραπάνω.
Τουναντίον, η ελληνική οικονομία πάσχει από έλλειμμα ανταγωνισμού, πληθώρα αγκυλώσεων και υπερπροσφορά σε κλάδους που διογκώθηκαν πλασματικά και δεν έχουν ελπίδα να ξαναζήσουν τα παλιά επίπεδα ζήτησης. Κι όπως όλοι διαβάζουμε, η διεθνής συγκυρία έχει τα δικά της πρωτοφανή προβλήματα.
Την κατάσταση, βεβαίως, ανατροφοδοτεί το έντονα απαισιόδοξο κλίμα, καθώς ο καταναλωτής δεν κινείται ακόμη κι αν έχει τη δυνατότητα, εκτιμώντας είτε ότι πρέπει να προστατεύσει τα διαθέσιμά του είτε ότι το φθηνό θα γίνει φθηνότερο.
Με αυτές τις συνθήκες, οι έως στιγμής άτολμες και ανεπαρκείς προσπάθειες για «αλλαγή μοντέλου» στην οικονομία δεν αναμένεται να αποτελέσουν ανάχωμα στην ύφεση, για αρκετά χρόνια. Κάτι που θα έχει όμως καταστροφικές συνέπειες στον οικονομικό και τον κοινωνικό ιστό, ενδεχομένως και στην εθνική υπόσταση της χώρας.
Άλλωστε, ακόμη και σε χώρες πολύ πιο προχωρημένες (και… πειθαρχημένες) από εμάς, τα μοντέλα ανάπτυξης δεν αλλάζουν σε 1 - 2 χρόνια, αλλά με οργανωμένα, εμπνευσμένα και σκληρά δουλεμένα προγράμματα… δεκαετιών!
Φως στο… πολύ βάθος του τούνελ
Ευτυχώς για εμάς, το σφάλμα αυτής της «συνταγής» αρχίζει να γίνεται ορατό διεθνώς. Ήδη στις Ηνωμένες Πολιτείες κάποια φωτισμένα μυαλά αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι, αν δεν πάρει μπροστά η εγχώρια κατανάλωση (μέσω της μείωσης της ανεργίας αλλά και του χρέους των νοικοκυριών), δεν πρόκειται να βγουν από την ύφεση, ενώ διάχυτη είναι η αίσθηση και σε ένα μέρος της Ευρώπης ότι τα προγράμματα λιτότητας όχι μόνο υποσκάπτουν την αναιμική ανάκαμψη, αλλά και εγκυμονούν σοβαρούς κοινωνικούς (και άρα πολιτικούς) κινδύνους.
Εκεί οφείλονται και οι όψιμες εξαγγελίες των Ευρωπαίων ηγετών ότι θα δημιουργήσουν ένασχέδιο Μάρσαλ για την Ελλάδα, εξ ου κι άρχισαν οι επισκέψεις -και οι υποσχέσεις- των ισχυρών εταίρων για επενδύσεις στη χώρα μας.
Με μόνη όμως εξαίρεση τη διοχέτευση νέου πακτωλού χρημάτων προς την Ελλάδα (κάτι που ο υπογράφων θεωρεί αμφίβολο στη σημερινή διεθνή συγκυρία), αυτή η εξωτερική βοήθεια κινδυνεύει να αποδειχτεί... ασπιρίνη.
Εκτός κι αν αφυπνιστεί η ηγεσία της χώρας, πολιτική και επιχειρηματική, αλλά και η ίδια η κοινωνία, προκειμένου να ξεκινήσει ένας αγώνας δρόμου για τη συγκροτημένη εκμετάλλευση των πραγματικών πλεονεκτημάτων της χώρας μας.
Αργά ή γρήγορα, αυτό θα γίνει. Προς το παρόν, όμως, πολιτικές, κοινωνικές και επιχειρηματικές ισορροπίες δεν συνηγορούν στο ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί σύντομα.
Δυστυχώς, αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να περάσουμε περισσότερο «πόνο», με διόγκωση του καρκινώματος στην οικονομία και στην κοινωνία, προτού αναδυθούν στο προσκήνιο νέες υγιείς δυνάμεις, που θα μπορέσουν να δώσουν λύσεις.