«Πώς το κράτος κλέβει τους πολίτες του και η Ευρώπη προσπαθεί να σώσει το τομάρι της». Το άρθρο του συγγραφέα Γιάννη Μακριδάκη που δημοσιεύεται σήμερα αποκλειστικά στο tvxs, κυκλοφόρησε την Τρίτη με παρόμοιο υπότιτλο στην γερμανική εφημερίδα «Tagesspiegel» στο πρωτοσέλιδο του Kultur. Η ενημέρωση για τη δημοσίευση πραγματοποιήθηκε κατόπιν επικοινωνίας της Κρυσταλίας Πατούλη με τον κ. Ελευθέριο Οικονόμου από το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού στο Βερολίνο*.
Έτσι γινότανε οι δουλειές, αυτή ήτανε η ζωή τότε. Μεγάλες οι δυσκολίες του βίου, μικρές οι ανομίες και ένα κράτος μπαμπούλας να απειλεί καθημερινά με πρόφαση αυτά τα μικροαδικήματα που τότε ήτανε τεράστιας σημασίας. Αυτή ήτανε και η πορεία των χωρικών προς την πρωτεύουσα. Τέλος, αυτό ήτανε και το πιο μεγάλο ταξίδι του βίου τους. Από το χωριό προς την πόλη της Χίου. Διότι μακρύτερα δεν πηγαίνανε, δεν είχανε λόγο κανέναν για να πάνε. Όλα τα βρίσκανε στην πρωτεύουσα, εννιά ώρες δρόμο μακριά από το σπιτικό τους, ακόμα και τον μπελά τους βρίσκανε αφού δεν ήτανε λίγες οι φορές που πέφτανε πάνω στις κακοτοπιές. Που το Κράτος τούς συλλάμβανε, τους έχωνε στο αυτόφωρο και στο τέλος τους έκοβε βαριά και δυσβάσταχτα πρόστιμα διότι αυτός ήτανε ο μοναδικός του στόχος. Να μαζέψει χρήμα. Το Κράτος λοιπόν ήτανε ο μεγάλος τους φόβος, ο μοναδικός τρόμος της διαδρομής, ο τελευταίος λήσταρχος.
Σήμερα, μισόν αιώνα μετά, πολλά έχουν αλλάξει. Ο σύγχρονος ένοικος του παλαιού πέτρινου σπιτιού στο οποίο διαβιώ στη Βολισσό της Χίου, εγώ δηλαδή, έχει άλλες ανέσεις στην καθημερινότητά του. Έχει ηλεκτρικό ρεύμα και διαδίκτυο, δεν χρειάζεται να καταφεύγει σε μικροπαρανομίες φτιάχνοντας ξυλοκάρβουνα και ρακί λαθραία για να ζήσει. Καλλιεργεί όμως κι αυτός τη γη για να χει την τροφή του και γράφει βιβλία για να βλέπει το χρώμα του χρήματος που είναι σήμερα απόλυτα απαραίτητο, όχι όπως τότε. Με το αυτοκίνητό του πηγαίνει σε μία ώρα στην πόλη αλλά η πόλη δεν είναι η πρωτεύουσα πλέον. Η πρωτεύουσα είναι πάλι εννιά ώρες μακριά (υπό τις πιο ευνοϊκές συνθήκες) και πρέπει να πάρει δυο αεροπλάνα για να φτάσει ως εκεί. Έφτασε σαράντα χρονών κι ακόμα στην πρωτεύουσα δεν έλαχε να πάει, δεν είχε λόγο ως τώρα. Μα να που η ώρα έφτασε. Ένα βιβλίο του παρουσιάζεται και είναι καλεσμένος. Θα πάει στο Βερολίνο, στην πρωτεύουσα. Πέντε μήνες πιο νωρίς άρχισε να προετοιμάζει κι εκείνος το ταξίδι του. Όπως ο παλιός ένοικος του σπιτιού του. Έκλεισε εισιτήρια, έκανε συνεννοήσεις για τα ξενοδοχεία και κανόνισε τα ραντεβού του για τις όποιες συναντήσεις του εκεί. Όταν τα τέλειωσε όλα αυτά ησύχασε και περίμενε απλά πότε θα έρθει η μέρα της αναχώρησης. Ο φόβος όμως και αυτού παρέμεινε ένας και μοναδικός. Ο ίδιος, απαράλλαχτος, ο παλιός φόβος. Ο μοναδικός λήσταρχος που καραδοκεί ακόμα, όχι πια στη διαδρομή διότι τα μέτρα ασφαλείας στα αεροδρόμια είναι σύγχρονα και δρακόντεια, αλλά μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Και αποδείχτηκε για άλλη μια φορά βάσιμος αυτός ο διαρκής και αναλλοίωτος μισόν αιώνα τώρα φόβος. Μέχρι να ‘ρθει η ώρα της αναχώρησής του βρέθηκε πέντε φορές αντιμέτωπος με τον λήσταρχο που του ’χε στημένο καρτέρι τρωγοπίνοντας, και τις πέντε φορές το πλήρωσε πολύ ακριβά. Έκτακτες εισφορές, φόρος ακίνητης περιουσίας (για το παλαιό πέτρινο χωριατόσπιτο) και στο τέλος, τρεις μέρες πριν την αναχώρηση, ένας αβάσταχτος και εκβιαστικά συνδεδεμένος με τον λογαριασμό του ηλεκτρικού ειδικός φόρος ακινήτου (ναι, για το παλαιό πέτρινο σπίτι στο χωριό) για να τον πληρώσει αναγκαστικά, να μη μείνει δίχως ρεύμα μες στο καταχείμωνο που έρχεται. Διότι δεν σκοπεύει να μείνει εσαεί στην πρωτεύουσα, θα επιστρέψει πάλι στο χωριό μετά από λίγες μέρες.
Στο Βερολίνο η κυβέρνηση μετράει αριθμούς, δείκτες, στατιστικά στοιχεία και λέει το χρέος είναι τόσο, τόσο το έλλειμμα, τόσο τοις εκατό επί του ΑΕΠ και δίνει εντολές. Οι τοπικοί του χωροφύλακες τις εκτελούν φοβισμένοι να μη χάσουν τις θέσεις τους, να μην απολυθούν, και στήνουν, τρωγοπίνοντας πάντα οι ίδιοι, καρτέρια στις ζωές μας. Και έχουν αποθρασυνθεί τόσο που φτάνουν στο σημείο να μας στερούν με αναλγησία πρωτογενείς κοινωνικές παροχές για να μας κάνουν να πληρώσουμε από αυτά που δεν έχουμε. Και οι ίδιοι βέβαια, αυτοί που φορτώνανε επί τριάντα χρόνια το χωριό μας με χρέη για να κάνουνε πολιτική και να νέμονται καρέκλες και εξουσίες, συνεχίζουν να πράττουν ακριβώς τα ίδια βολεύοντας το βαθύ τους κόμμα, αυτό που τους κρατάει στην εξουσία κι έτσι το καλάθι είναι δίχως πάτο. Όσα και να ρίχουν μέσα με τη βία οι χωρικοί, όλα πάνε χαμένα. Τα χρέη ολοένα μεγαλώνουν η πρωτεύουσα μετράει νούμερα και απαιτεί να έρθουνε στα ίσα τους οι δείκτες, συνεχίζει να δίνει εντολές και να απειλεί, οι τοπικοί λήσταρχοι όμως συνεχίζουν αδιάκοπα να μπεκρουλιάζουν με τις παρέες τους στις ταβέρνες και να γραπώνουν όποιον περάσει, να του βάζουν το μαχαίρι στο λαιμό και να του λένε πλήρωσε. Πλήρωσε τα χρέη που δεν έχουν τελειωμό. Ώσπου, μια μέρα η κυβέρνηση της πρωτεύουσας βλέποντας την κατάσταση να χειροτερεύει συνεχώς κι έχοντας κανονίσει τα του οίκου της η ίδια, θα πάρει απόφαση να κόψει τον ομφάλιο λώρο με κείνο το αδιόρθωτο χωριό της επικράτειας, να το αφήσει στη μοίρα του κι έτσι να φάει ο ένας τον άλλον διότι θα είναι πλέον όλοι πάμφτωχοι εκτός από τους λήσταρχους και την παρέα τους που έχουν προνοήσει από χρόνια πολλά πριν.
Στην Ελλάδα ο κανιβαλισμός δεν είναι μακριά, έχει ήδη δείξει τα πρώτα του σημάδια. Και αυτό θα γενικευτεί και θα έχει αλυσιδωτές συνέπειες για όλη την Ευρώπη. Την Ευρώπη που είναι απολύτως υπεύθυνη για όσα συμβαίνουν και για όσα τραγικά έρχονται. Μια Ευρώπη που εδώ και δεκαετίες έχει μοναδικό προσανατολισμό της το χρήμα. Που περνάει κρίση αξιών και ήθους, που έχει ξεχάσει προ πολλού τον Άνθρωπο. Που συναγωνίζεται σε κυνισμό, αναλγησία και απανθρωπιά το υπερατλαντικό μοντέλο. Μια Ευρώπη άξια της μοίρας της.».
Γιάννης Μακριδάκης
*Υπενθυμίζεται ότι ο Γιάννης Μακριδάκης, βρίσκεται στο Βερολίνο ως εκπρόσωπος της Ελλάδας στα πλαίσια της σειράς πολιτιστικών εκδηλώσεων της «Europa literarisch» (Λογοτεχνική Ευρώπη). Στην συγκεκριμένη διοργάνωση διεξάγονται σειρά παρουσιάσεων βιβλίων και συγγραφέων από όλες τις χώρες, επιλέγοντας κάθε μήνα έναν λογοτέχνη από διαφορετική χώρα της Ευρώπης. Το μυθιστόρημά του συγγραφέα που παρουσιάστηκε είναι το «Ήλιος με δόντια» των εκδόσεων της Εστίας.
http://listonplace.blogspot.com/