Ο
νομικός, Χρήστος Κλειώσης αναλαμβάνει την πρωτοβουλία συλλογής
υπογραφών από δικηγόρους (μέσα και από σχετικό προφίλ στο facebook που
θα βρείτε ΕΔΩ)
με στόχο να απευθύνει επιστολή προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης ώστε να
αλλάξει το καθεστώς με το οποίο δικάζονται οι πολίτες για χρέη προς το
κράτος.
Στην επιστολή περιγράφεται αναλυτικά....
μία νομική παραδοξότητα που έχει επικρατήσει και η οποία λειτουργεί ευθέως κατά των πολιτών, ειδικότερα μάλιστα στο σημερινό οικονομικό περιβάλλον της κρίσης και της ύφεσης.
Οι δικαστές, παραβλέποντας τις γενικές αρχές του ποινικού δικαίου που προβλέπουν ότι πρέπει να γίνεται έλεγχος των πραγματικών καταστάσεων, δικάζουν όταν πρόκειται για βεβαιωμένες οφειλές προς το δημόσιο χρησιμοποιώντας μια αυτοματοποιημένη επιβολή ποινών!
Ο Χρήστος Κλείωσης δίνει στην επιστολή του συγκεκριμένα παραδείγματα με τα οποία καταδεικνύεται με απόλυτη σαφήνεια η κατάφωρη αδικία που βιώνουν με την υιοθέτηση της συγκεκριμένης δικαστικής πρακτικής πολίτες που είναι θύματα τόσο της οικονομικής κρίσης όσο και ειδικών καταστάσεων.
Ο συντάκτης της ανοικτής επιστολής δίνει συγκεκριμένες προτάσεις που όχι μόνο θα επιλύσουν το πρόβλημα αλλά θα καταστήσουν τη διαδικασία περισσότερα συμφέρουσα για όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές ενώ ξεκαθαρίζει πως το ζητούμενο είναι να επέλθει συγχρονισμός του φορολογικού ποινικού δικαιόυς με τις γενικές αρχές του ποινικού δικαίου.
Η επιστολή πρόκειται να κοινοποιηθεί στον Υπουργό Δικαιοσύνης, μόλις συγκεντρωθεί επαρκής αριθμός συνυπογραφόντων νομικών οι οποίοι μπορούν να δηλώνουν τη συμπαράσταση τους στην πρωτοβουλία στο e-mail foropoiniko@gmail.com.
Ολόκληρη η ανοικτή επιστολή:
Αξιότιμε Κύριε Υπουργέ,
Δια της παρούσης επιστολής ως μέλη της επιστημονικής κοινότητας των δικηγόρων λαμβάνουμε το θάρρος να σας απασχολήσουμε για ένα ζήτημα που θεωρούμε ταυτόχρονα αυτονόητο αλλά και ζητούμενο: τον συγχρονισμό του φορολογικού ποινικού δικαίου με τις γενικές αρχές του ποινικού δικαίου.
Επί δεκαετίες παρατηρούμε στην εφαρμογή του ποινικού αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 25 Ν. 1882/1990) να δημιουργείται μια νομική παραδοξότητα στον χώρο του φορολογικού ποινικού δικαίου: Ενώ, βάσει των γενικών αρχών του ποινικού δικαίου, είναι υποχρέωση του δικαστή ουσίας να ελέγχει τις πραγματικές καταστάσεις που οδήγησαν τον κατηγορούμενο στην παράλειψη καταβολής βεβαιωμένων οφειλών προς το δημόσιο, παρατηρούμε σε μόνιμη βάσιμη στη δικαστηριακή πρακτική μια αυτοματοποιημένη επιβολή ποινών χωρίς εξέταση της πραγματικής κατάστασης που οδήγησε κάθε κατηγορούμενο στην αξιόποινη παράλειψη καταβολής του βεβαιωμένου ποσού και την πλήρωση της σχετικής αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Με άλλα λόγια δεν εξετάζεται ποτέ η υποκειμενική υπόσταση του συγκεκριμένου αδικήματος.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα επιχειρηματιών που λόγω οικονομικών αντιξοοτήτων έχουν βιαίως απομακρυνθεί από την επαγγελματική τους έδρα, και οι οποίοι οφείλουν μισθώματα όχι πια στον εκμισθωτή αλλά στο δημόσιο λόγω εκχώρησης των μισθωμάτων σε αυτό από τον εκμισθωτή, προκειμένου να μην φορολογηθούν αυτά τα εισοδήματα. Είναι προφανές ότι η όποια αντικειμενική αδυναμία καταβολής των μισθωμάτων στον εκμισθωτή δεν έχει αρθεί μόνο και μόνο επειδή τα μισθώματα εκχωρήθηκαν στο δημόσιο! Κι όμως η δικαστηριακή πρακτική επιμένει να μην λαμβάνει υπόψη την πραγματική κατάσταση του οφειλέτη του δημοσίου εγκαθιδρύοντας ένα απαράδεκτο για ένα κράτος δικαίου αμάχητο τεκμήριο ενοχής.
Αντί αυτού προτείνουμε να μεταρρυθμιστεί το σχετικό νομοθέτημα προς την κατεύθυνση της υποχρεωτικής εξέτασης της δυνατότητας καταβολής εκ μέρους του φορολογουμένου, μέσω της πλήρους καταγραφής της περιουσιακής του κατάστασης στην Ελλάδα και το Εξωτερικό και την υποβολή σχετικής έκθεσης μαζί με την υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης από τον αρμόδιο προϊστάμενο Δ.Ο.Υ.. Αν όντως υπάρχει δυνατότητα πληρωμής (που θα προκύπτει από το περιεχόμενο της έκθεσης αυτής) τότε όχι μόνο θα είναι εύκολο να αποδειχθεί ο δόλος αλλά θα διευκολύνεται και η είσπραξη της σχετικής οφειλής, αφού θα είναι εκ των προτέρων γνωστή η περιουσία από την οποία μπορεί να ικανοποιηθεί το δημόσιο. Αν όμως η παράλειψη είναι ανυπαίτια και οφείλεται σε λόγους που συναρτώνται με την παρούσα οικονομική κρίση, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να ταλαιπωρούνται ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων άνθρωποι που δεν έχουν υπαιτιότητα για την μη καταβολή των βεβαιωθέντων οφειλών, επιβαρύνοντας τόσο την απονομή της δικαιοσύνης όσο και το σωφρονιστικό σύστημα.
Για τους λόγους αυτούς ζητούμε να μεταρρυθμιστεί άμεσα το άρθρο 25 του νόμου 1882/1990 ώστε αφενός να καταστεί σαφής (η έτσι και αλλιώς υφιστάμενη αλλά αδικαιολόγητα αγνοημένη) η υποχρέωση των εισαγγελικών λειτουργών και ποινικών δικαστών να ελέγχουν και να αιτιολογούν την υπαιτιότητα του κατηγορουμένου βάσει πραγματικών περιστατικών όπως π.χ. η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων που θα μπορούσαν να καλύψουν τις βεβαιωμένες απαιτήσεις, αφετέρου δε οι προϊστάμενοι των Δ.Ο.Υ. να υποχρεούνται να αποστέλλουν στην εισαγγελία κατάσταση με όλη την περιουσιακή κατάσταση του κατηγορούμενου μαζί με την αίτηση της ποινικής δίωξης, ώστε να είναι εφικτός στην συνέχεια ο έλεγχος της υπαιτιότητας αναφορικά με την μη καταβολή των βεβαιωμένων ποσών.
Τέλος, θεωρούμε ότι θα διευκόλυνε την διάκριση μεταξύ αυτών που δεν καταβάλλουν τα βεβαιωμένα χρέη λόγω πραγματικής ανυπαίτιας αδυναμίας και αυτών που δολίως το αποφεύγουν, η καθιέρωση της πρακτικής της προαιρετικής εκχώρησης όλων των ευρεθησόμενων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη του δημοσίου στο εξωτερικό με δημόσιο έγγραφο πριν την υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ.. Ως αντάλλαγμα αυτής της εκχώρησης εκ μέρους του οφειλέτη θα μπορούσε να είναι η παύση της ποινικής δίωξης, αφού το έννομο αγαθό για το οποίο θεσπίστηκε το εν λόγω αδίκημα, δηλαδή η προστασία των ταμειακών συμφερόντων του δημοσίου, θα είναι πλέον εξασφαλισμένο στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Με αυτό τον τρόπο όσοι «κρύβουν» περιουσία στο εξωτερικό, οποιασδήποτε μορφής, θα αναγκαστούν να μην υπογράψουν ένα τέτοιο έγγραφο, αυτοστοχοποιούμενοι, ενώ όσοι αδικαιολόγητα διώκονται δεν θα έχουν κανένα ενδοιασμό να αναλάβουν μια τέτοια υποχρέωση.
Πηγή: arouraios.gr
μία νομική παραδοξότητα που έχει επικρατήσει και η οποία λειτουργεί ευθέως κατά των πολιτών, ειδικότερα μάλιστα στο σημερινό οικονομικό περιβάλλον της κρίσης και της ύφεσης.
Οι δικαστές, παραβλέποντας τις γενικές αρχές του ποινικού δικαίου που προβλέπουν ότι πρέπει να γίνεται έλεγχος των πραγματικών καταστάσεων, δικάζουν όταν πρόκειται για βεβαιωμένες οφειλές προς το δημόσιο χρησιμοποιώντας μια αυτοματοποιημένη επιβολή ποινών!
Ο Χρήστος Κλείωσης δίνει στην επιστολή του συγκεκριμένα παραδείγματα με τα οποία καταδεικνύεται με απόλυτη σαφήνεια η κατάφωρη αδικία που βιώνουν με την υιοθέτηση της συγκεκριμένης δικαστικής πρακτικής πολίτες που είναι θύματα τόσο της οικονομικής κρίσης όσο και ειδικών καταστάσεων.
Ο συντάκτης της ανοικτής επιστολής δίνει συγκεκριμένες προτάσεις που όχι μόνο θα επιλύσουν το πρόβλημα αλλά θα καταστήσουν τη διαδικασία περισσότερα συμφέρουσα για όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές ενώ ξεκαθαρίζει πως το ζητούμενο είναι να επέλθει συγχρονισμός του φορολογικού ποινικού δικαιόυς με τις γενικές αρχές του ποινικού δικαίου.
Η επιστολή πρόκειται να κοινοποιηθεί στον Υπουργό Δικαιοσύνης, μόλις συγκεντρωθεί επαρκής αριθμός συνυπογραφόντων νομικών οι οποίοι μπορούν να δηλώνουν τη συμπαράσταση τους στην πρωτοβουλία στο e-mail foropoiniko@gmail.com.
Ολόκληρη η ανοικτή επιστολή:
Αξιότιμε Κύριε Υπουργέ,
Δια της παρούσης επιστολής ως μέλη της επιστημονικής κοινότητας των δικηγόρων λαμβάνουμε το θάρρος να σας απασχολήσουμε για ένα ζήτημα που θεωρούμε ταυτόχρονα αυτονόητο αλλά και ζητούμενο: τον συγχρονισμό του φορολογικού ποινικού δικαίου με τις γενικές αρχές του ποινικού δικαίου.
Επί δεκαετίες παρατηρούμε στην εφαρμογή του ποινικού αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 25 Ν. 1882/1990) να δημιουργείται μια νομική παραδοξότητα στον χώρο του φορολογικού ποινικού δικαίου: Ενώ, βάσει των γενικών αρχών του ποινικού δικαίου, είναι υποχρέωση του δικαστή ουσίας να ελέγχει τις πραγματικές καταστάσεις που οδήγησαν τον κατηγορούμενο στην παράλειψη καταβολής βεβαιωμένων οφειλών προς το δημόσιο, παρατηρούμε σε μόνιμη βάσιμη στη δικαστηριακή πρακτική μια αυτοματοποιημένη επιβολή ποινών χωρίς εξέταση της πραγματικής κατάστασης που οδήγησε κάθε κατηγορούμενο στην αξιόποινη παράλειψη καταβολής του βεβαιωμένου ποσού και την πλήρωση της σχετικής αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Με άλλα λόγια δεν εξετάζεται ποτέ η υποκειμενική υπόσταση του συγκεκριμένου αδικήματος.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα επιχειρηματιών που λόγω οικονομικών αντιξοοτήτων έχουν βιαίως απομακρυνθεί από την επαγγελματική τους έδρα, και οι οποίοι οφείλουν μισθώματα όχι πια στον εκμισθωτή αλλά στο δημόσιο λόγω εκχώρησης των μισθωμάτων σε αυτό από τον εκμισθωτή, προκειμένου να μην φορολογηθούν αυτά τα εισοδήματα. Είναι προφανές ότι η όποια αντικειμενική αδυναμία καταβολής των μισθωμάτων στον εκμισθωτή δεν έχει αρθεί μόνο και μόνο επειδή τα μισθώματα εκχωρήθηκαν στο δημόσιο! Κι όμως η δικαστηριακή πρακτική επιμένει να μην λαμβάνει υπόψη την πραγματική κατάσταση του οφειλέτη του δημοσίου εγκαθιδρύοντας ένα απαράδεκτο για ένα κράτος δικαίου αμάχητο τεκμήριο ενοχής.
Αντί αυτού προτείνουμε να μεταρρυθμιστεί το σχετικό νομοθέτημα προς την κατεύθυνση της υποχρεωτικής εξέτασης της δυνατότητας καταβολής εκ μέρους του φορολογουμένου, μέσω της πλήρους καταγραφής της περιουσιακής του κατάστασης στην Ελλάδα και το Εξωτερικό και την υποβολή σχετικής έκθεσης μαζί με την υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης από τον αρμόδιο προϊστάμενο Δ.Ο.Υ.. Αν όντως υπάρχει δυνατότητα πληρωμής (που θα προκύπτει από το περιεχόμενο της έκθεσης αυτής) τότε όχι μόνο θα είναι εύκολο να αποδειχθεί ο δόλος αλλά θα διευκολύνεται και η είσπραξη της σχετικής οφειλής, αφού θα είναι εκ των προτέρων γνωστή η περιουσία από την οποία μπορεί να ικανοποιηθεί το δημόσιο. Αν όμως η παράλειψη είναι ανυπαίτια και οφείλεται σε λόγους που συναρτώνται με την παρούσα οικονομική κρίση, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να ταλαιπωρούνται ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων άνθρωποι που δεν έχουν υπαιτιότητα για την μη καταβολή των βεβαιωθέντων οφειλών, επιβαρύνοντας τόσο την απονομή της δικαιοσύνης όσο και το σωφρονιστικό σύστημα.
Για τους λόγους αυτούς ζητούμε να μεταρρυθμιστεί άμεσα το άρθρο 25 του νόμου 1882/1990 ώστε αφενός να καταστεί σαφής (η έτσι και αλλιώς υφιστάμενη αλλά αδικαιολόγητα αγνοημένη) η υποχρέωση των εισαγγελικών λειτουργών και ποινικών δικαστών να ελέγχουν και να αιτιολογούν την υπαιτιότητα του κατηγορουμένου βάσει πραγματικών περιστατικών όπως π.χ. η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων που θα μπορούσαν να καλύψουν τις βεβαιωμένες απαιτήσεις, αφετέρου δε οι προϊστάμενοι των Δ.Ο.Υ. να υποχρεούνται να αποστέλλουν στην εισαγγελία κατάσταση με όλη την περιουσιακή κατάσταση του κατηγορούμενου μαζί με την αίτηση της ποινικής δίωξης, ώστε να είναι εφικτός στην συνέχεια ο έλεγχος της υπαιτιότητας αναφορικά με την μη καταβολή των βεβαιωμένων ποσών.
Τέλος, θεωρούμε ότι θα διευκόλυνε την διάκριση μεταξύ αυτών που δεν καταβάλλουν τα βεβαιωμένα χρέη λόγω πραγματικής ανυπαίτιας αδυναμίας και αυτών που δολίως το αποφεύγουν, η καθιέρωση της πρακτικής της προαιρετικής εκχώρησης όλων των ευρεθησόμενων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη του δημοσίου στο εξωτερικό με δημόσιο έγγραφο πριν την υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ.. Ως αντάλλαγμα αυτής της εκχώρησης εκ μέρους του οφειλέτη θα μπορούσε να είναι η παύση της ποινικής δίωξης, αφού το έννομο αγαθό για το οποίο θεσπίστηκε το εν λόγω αδίκημα, δηλαδή η προστασία των ταμειακών συμφερόντων του δημοσίου, θα είναι πλέον εξασφαλισμένο στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Με αυτό τον τρόπο όσοι «κρύβουν» περιουσία στο εξωτερικό, οποιασδήποτε μορφής, θα αναγκαστούν να μην υπογράψουν ένα τέτοιο έγγραφο, αυτοστοχοποιούμενοι, ενώ όσοι αδικαιολόγητα διώκονται δεν θα έχουν κανένα ενδοιασμό να αναλάβουν μια τέτοια υποχρέωση.
Πηγή: arouraios.gr