εκεί που σύγχρονα κτίρια ενίοτε αποτυγχάνουν παραδειγματικά;
Λέγοντας «πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τους σεισμούς», οι σεισμολόγοι υπενθύμιζαν το αυτονόητο για μια περιοχή η οποία βρίσκεται μεταξύ ευρασιατικής, αφρικανικής και αραβικής τεκτονικής πλάκας και υφίσταται ασταμάτητα τις υδραυλικές πιέσεις τους.
Πολύ περισσότερο από τους ανθρώπους, όμως, στην Ελλάδα με τους σεισμούς έχουν μάθει να ζουν τα μνημεία.
Στην πιο σεισμογενή ίσως χώρα της Ευρώπης, κάποια από αυτά επιδεικνύουν επί αιώνες αντοχή που θα ζήλευαν οι πιο προηγμένες αντισεισμικές κατασκευές.
Το ερώτημα παραμένει: πού ακριβώς οφείλεται η επίμονη σταθερότητα του Βράχου της Ακρόπολης σε 2.500 χρόνια σεισμικής Ιστορίας;
Θα πρέπει να δηλωθεί, φυσικά, εξαρχής ότι ούτε όλοι οι σεισμοί είναι συγκρίσιμοι μεταξύ τους ούτε διαθέτουν όλα τα αρχαία οικοδομήματα μαγική αντισεισμική συνταγή - το αντίθετο μάλιστα.
Υπήρξαν μνημεία που καταστράφηκαν ολοσχερώς ως αποτέλεσμα σεισμικής δράσης, επισημαίνει στο ΒΗmagazino ο Μανόλης Κορρές, καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, η παρουσία του οποίου έχει ταυτιστεί με τη μελέτη και τη σύγχρονη αναστήλωση των έργων της Ακρόπολης.
«Μεγάλοι ναοί, του μεγέθους του Παρθενώνα και μεγαλύτεροι ακόμη, ισοπεδώθηκαν. Ο Ναός της Ολυμπίας, αγέρωχος και στερεός σαν φρούριο, κατέρρευσε από έναν πολύ ισχυρό σεισμό στην Ηλεία πριν από περίπου 2.500 χρόνια, ο Ναός του Απόλλωνα στο Καλαπόδι Φθιώτιδας εξαφανίστηκε από παρόμοια αιτία».
Η αντοχή των υλικών
Το γιατί η Ακρόπολη δεν είχε τη δική τους τύχη οφείλεται σε τρεις βασικούς παράγοντες: στη χαμηλή σεισμικότητα της Αττικής, στη σύσταση του εδάφους του Ιερού Βράχου και στον τρόπο κατασκευής των μνημείων.
«Από παλιές και νεότερες έρευνες διαφόρων μελετητών, η Αττική προκύπτει ως περιοχή χαμηλής σεισμικότητας» παρατηρεί η Μαρία Ιωαννίδου, τέως διευθύντρια της Υπηρεσίας Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης, σε ανακοίνωσή της στο συνέδριο του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας στις 2 Δεκεμβρίου 2013.
Για του λόγου το αληθές, από το 426 π.Χ. ως σήμερα μετρά εννέα ισχυρούς σεισμούς που προκάλεσαν καταγεγραμμένες ζημιές στην Ακρόπολη, εκ των οποίων οι επτά εκδηλώθηκαν εκτός Αττικής, στην Αταλάντη, στον Ωρωπό και στην Κόρινθο.
Οπωσδήποτε η σύνδεση των αρχιτεκτονικών μελών χωρίς αρμούς, με σιδερένιους συνδέσμους και ξύλινους πόλους, η σπονδυλωτή δόμηση των κιόνων και η τοποθέτηση των μεγάλων ορθογώνιων λίθων σε συνδυασμό με τα θεμέλια σε ευνοϊκό έδαφος είναι παράγοντες που πραγματοποιούν ως έναν βαθμό την απόσβεση της σεισμικής ενέργειας.
Θεωρεί, ωστόσο, ότι είναι «εξαιρετικά δύσκολο» να αποφανθεί κανείς ως προς το αν τα ασβεστολιθικά και σχιστολιθικά πετρώματα του εδάφους ή ο τρόπος κατασκευής συνιστά τον αποφασιστικό παράγοντα για την αποδεδειγμένη ανθεκτικότητα των έργων της κλασικής Αθήνας.
Πάντως, «η κατασκευαστική μέθοδος των μνημείων, η κατάλληλη διαμόρφωση του συστήματος δόμησης, η επιλογή των υλικών, η υψηλή ποιότητα κατασκευής και οι λεπτομέρειές της υποδεικνύουν ότι οι δημιουργοί τους έλαβαν υπ' όψιν την πιθανότητα σεισμικών φορτίων».
Το βέβαιο είναι ότι για να υποστεί ζημιές ο Παρθενώνας απαιτείται ένα σεισμικό γεγονός μεγάλου μεγέθους. Πόσο ακριβώς;
Σε άρθρο του 1996, στον τόμο «Archaeoseismology» με τίτλο «Σεισμικές φθορές στα μνημεία της Ακρόπολης των Αθηνών», ο Μανόλης Κορρές σημείωνε ότι αν και «τα τελευταία 100 χρόνια διάφοροι σεισμοί έπληξαν την Αθήνα, μόνο εκείνος του 1981, μεγέθους 6,7 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, με επίκεντρο περίπου 70 χλμ. από την Αθήνα, προξένησε μια μετατόπιση μικρότερη του ενός εκατοστού στους γωνιαίους κίονες της ανατολικής πλευράς του μνημείου», ενώ ενδεικτικά ο ισχυρότερος μετασεισμός, της τάξης των 6,4 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, δεν επέφερε καμία απολύτως μετατόπιση.
Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι ο ναός βγήκε αλώβητος από την τότε σεισμική ακολουθία: στο άνω μέρος του υπήρξαν σοβαρές παραμορφώσεις, καθώς κίονες και δοκοί μετακινήθηκαν έως και 4 εκατοστά.
Ωστόσο, για να συμπληρωθεί η εικόνα, θα πρέπει να προστεθεί εδώ ότι ακόμη και ο ισχυρός σεισμός της Πάρνηθας το 1999, ο φονικότερος στην Ελλάδα κατά τα τελευταία 50 χρόνια, με 145 νεκρούς, επηρέασε σε αμελητέο βαθμό τον Παρθενώνα.
Οι πραγματικές καταστροφές
Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος για τον οποίο οι μελετητές δεν καταμετρούν παρόμοιες φθορές μεταξύ των σημαντικότερων καταστροφών που γνώρισε ιστορικά το μνημείο.
«Τρεις είναι οι βασικότερες καταστροφές του Παρθενώνα κατά σειρά μεγέθους» θα πει ο κ. Κορρές.
«Η πυρκαγιά κατά την ύστερη αρχαιότητα από το πέρασμα μιας βαρβαρικής ορδής, πιθανώς των Ερούλων, το 267 μ.Χ.
Το ξύλινο, χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς, τα δύο ξύλινα θυρόφυλλα, βάρους τριών τόνων το καθένα, και η στέγη κατέπεσαν φλεγόμενα και η κολοσσιαία θερμότητα που αναπτύχθηκε κατέστρεψε εσωτερικά τους κίονες και τους τοίχους.
Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη ζημιά που υπέστη ο Παρθενώνας.
Επεται η ανατίναξη του Μοροζίνι κατά τη διάρκεια του ενετοτουρκικού πολέμου, το 1687, και στη συνέχεια η αναστήλωσή του από το ελληνικό κράτος κατά τον 19ο αιώνα και ως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια και η τεχνολογία ήταν ολέθρια:
Τα σίδερα που χρησιμοποιήθηκαν προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές στα μνημεία - σκούριαζαν, φούσκωναν και έσπαζαν τα μάρμαρα σε διάφορες θέσεις.
Από μια άποψη, αυτή είναι η δεύτερη μεγαλύτερη καταστροφή, οπότε η ανατίναξη, ως αυτοτελές γεγονός, πέφτει στην τρίτη θέση.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν είναι ακριβώς έτσι, γιατί το 1753-1754 οι Τούρκοι τεμάχισαν τα πεσμένα λίθινα τμήματα (τα οποία δεν είχαν πάθει σοβαρές ζημιές λόγω του μεγέθους τους, περίπου 1.500 κιλά όσον αφορά τους ορθογώνιους λίθους) και έχτισαν με αυτά το νότιο τείχος της Ακροπόλεως.
Το πρόβλημα, δηλαδή, με την έκρηξη δεν είναι τόσο η ανατίναξη, το ότι ελάττωσε την ολότητα του μνημείου, όσο το ότι δημιούργησε τις συνθήκες για περαιτέρω καταστροφές».
Τι μέλλει γενέσθαι
Αν ένας μεγάλος κατά τεκμήριο σεισμός, όπως εκείνος του 1981, προκαλεί τελικά μικρές συγκριτικά ζημιές, και με δεδομένη την αντοχή κατά τη διάρκεια των ιστορικών χρόνων, κινδυνεύει η Ακρόπολη από οποιαδήποτε εκδήλωση του Εγκέλαδου;
Για τους επιστήμονες η απάντηση έχει νόημα όχι ως παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος μεταξύ «ναι» και «όχι», αλλά στο πλαίσιο του πεδίου των πιθανοτήτων.
«Κατακλυσμικοί σεισμοί συμβαίνουν. Σε διαστήματα, όμως, της τάξης των 2.000 ή 5.000 ετών ή και περισσότερο, ας πούμε.
Και στην Αττική δεν έχουν παρατηρηθεί σεισμοί τέτοιων μεγεθών. Επιπλέον, ένα μεγάλο γεγονός σαν του 1981 αποφορτίζει τη συσσώρευση της έντασης» σχολιάζει ο Μανόλης Κορρές.
«Σύμφωνα με μια μακροσεισμική επισκόπηση της Αθήνας που παρουσιάζεται από τον καθηγητή Τεχνικής Σεισμολογίας Νικόλα Αμβράζη - στο βιβλίο του "Earthquakes in the Mediterranean and Middle East" - τα ενεργά ρήγματα απέχουν πάνω από 10 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας και χαρακτηρίζονται από μικρό μήκος.
Ως εκ τούτου, ο σεισμικός κίνδυνος στο κέντρο της Αθήνας κρίνεται μάλλον χαμηλός» σημειώνει η Μαρία Ιωαννίδου. «Διάφοροι άλλοι συγγραφείς, ωστόσο, θεωρούν ότι θα πρέπει να αναμένονται σεισμικά γεγονότα από πιθανή μετατόπιση των ήδη χαρτογραφημένων ρηγμάτων της Αττικής».
Και η μόνη τεκμηριωμένη μέθοδος ελάττωσης του κινδύνου είναι η μελέτη.
Εξ ου και από το 2008 το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών «τρέχει», σε συνεργασία με την Υπηρεσία Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης, ένα πρόγραμμα έρευνας της συμπεριφοράς του εδάφους και των κτισμάτων με την εγκατάσταση δέκα επιταχυνσιογράφων που αντλούν στοιχεία από τις σεισμικές κινήσεις.
Μια δεύτερη ερευνητική συνεργασία συνέδεσε μεταξύ 2008 και 2013 την ΥΣΜΑ, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και το ιαπωνικό Πανεπιστήμιο Μίε με αντικείμενο την παρακολούθηση των δονήσεων και των συνακόλουθων αντιδράσεων των μνημείων.
Το αντισεισμικό μυστικό του Παρθενώνα προορίζεται να έρθει μελλοντικά στο φως.