χωροφύλακα.
Ο κόσμος εγκαταλείπει την παγκοσμιοποίηση
Μία άποψη που εκφράζεται τελευταίως στο εξωτερικό είναι πως η ιστορία θα καταγράψει τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας ως την αρχή μίας νέας εποχής, με βασικό χαρακτηριστικό την οπισθοχώρηση από την παγκοσμιοποίηση. Τις προάλλες άκουσα υψηλόβαθμο Γερμανό αξιωματούχο να θίγει αυτό το θέμα στο Stockholm China Forum. Ήταν μία ενδιαφέρουσα άποψη, αλλά χάνει την ευρύτερη εικόνα. Οι κυρώσεις είναι σύμπτωμα και όχι η αιτία. Η οπισθοχώρηση ξεκίνησε πολύ πριν εξαπολύσει ο Βλαντιμίρ Πούτιν τον πόλεμό του στην Ουκρανία.
Τα επιχειρήματα υπέρ της διακοπής των οικονομικών σχέσεων με τη Μόσχα είναι αυταπόδεικτα για όποιον πιστεύει ότι η διεθνής ασφάλεια απαιτεί από τα έθνη να μην εισβάλουν στα γειτονικά τους κράτη. Η Δύση από την άλλη πλευρά, δικαίως επικρίνεται για την καθυστερημένη της αντίδραση. Με κάθε του βήμα, ο Ρώσος πρόεδρος εκμεταλλεύθηκε σκληρά την αμερικανική διστακτικότητα και τη διάσταση απόψεων στην Ευρώπη.
Θα συνεχίσει να το κάνει μέχρις ότου ανακτήσει το ΝΑΤΟ την ασφάλεια στον πυρήνα της Ευρώπης. Ο αλυτρωτισμός του κ. Πούτιν απαιτεί σκληρή διπλωματία που ενισχύεται από σθεναρή εξουσία. Θα σταματήσει μόνο εάν δει ότι η επιθετικότητά του θα οδηγήσει σε μη αποδεκτά αντίποινα. Για να τα καταφέρει όμως, το ΝΑΤΟ χρειάζεται να βάλει το πόδι του στα ανατολικά της Γηραιάς Ηπείρου. Η λυδία λίθος για τη Δύση δεν είναι πλέον το Βερολίνο, αλλά η Βαλτική.
Ορισμένοι ωστόσο, βλέπουν τις κυρώσεις με διαφορετικό πρίσμα. Τιμωρώντας τη Ρωσία, ΗΠΑ και ΕΕ ουσιαστικά υπονομεύουν το ανοιχτό διεθνές σύστημα. Βάσει αυτής της θεωρίας, τα οικονομικά πρέπει να μένουν σε απόσταση από τις περιπέτειες που προκαλούν οι πολιτικοί καβγάδες. Γιατί να συμφωνήσουν οι νέες δυνάμεις σε ένα διεθνές πεδίο δράσης, εάν ΗΠΑ και Ευρώπη πρόκειται να το διαλύσουν επιδιώκοντας τα στενά τους συμφέροντα;
Οι επικριτές αυτοί, δικαίως υποστηρίζουν ότι μία ενοποιημένη παγκόσμια οικονομία χρειάζεται μία αρχιτεκτονική πολιτικής συνεργασίας. Οι κυρώσεις για την Ουκρανία όμως, δίνουν τη μεγαλύτερη εικόνα της οπισθοχώρησης στην παγκοσμιοποίηση, που ξεκίνησε από την χρηματοοικονομική κρίση του 2008. Μαρτυρούν τη βαθιά ανατροπή στη συμπεριφορά των ΗΠΑ. Η σταθερή υπαναχώρηση της Ουάσιγκτον από τη διεθνή της εμπλοκή ξεπερνά πλέον τη θέση που είχε παρουσιάσει αρχικά ο Μπαράκ Ομπάμα όταν είχε δηλώσει ότι οι ΗΠΑ πρέπει να σταματήσουν να κάνουν «χαζά πράγματα».
Ο αρχιτέκτονας της παγκοσμιοποίησης δεν θέλει να είναι πια ο εγγυητής της. Οι ΗΠΑ δεν βλέπουν ζωτικό εθνικό συμφέρον στην υποστήριξη μίας τάξης κατά την οποία αναδιανέμουν εξουσία στους αντιπάλους. Από την άλλη πλευρά, όσο κι αν διαμαρτύρονται, Κίνα, Ινδία και οι άλλοι, δεν είναι πρόθυμοι να ανακύψουν ως φύλακες της παγκοσμιοποίησης. Χωρίς ένα βασικό υπερασπιστή όμως, η παγκοσμιοποίηση αναπόφευκτα θα περιέλθει σε δεινή κατάσταση.
Πριν από λίγο καιρό, θεωρούσαμε ότι τα χρηματοοικονομικά και το διαδίκτυο θα αποτελούσαν τα πιο ισχυρά εργαλεία και ορατά σύμβολα για έναν κόσμο που θα αλληλοσυνδέεται. Η ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων και η ψηφιακή επικοινωνία δεν έτρεφαν κανένα σεβασμό για τα εθνικά σύνορα. Οι χρηματοοικονομικές καινοτομίες (και η καταφανής στρεψοδικία) ανακύκλωσαν τεράστια πλεονάσματα των αναδυόμενων χωρών σε άπορους αγοραστές κατοικιών στην Κεντρική Αμερική και επικίνδυνους κερδοσκόπους στην Costa Del Sol. Οι άρχοντες του τραπεζικού σύμπαντος γύρισαν τη ρουλέτα τους στο όνομα μίας αρχής που αποκαλούσαν «συναίνεση της Ουάσιγκτον».
Και μετά ήρθε η κρίση. Ο χρηματοοικονομικός κλάδος επανακρατικοποιήθηκε. Οι τράπεζες υποχώρησαν ενόψει νέων ρυθμιστικών ελέγχων. Η ευρωπαϊκή χρηματοοικονομική ολοκλήρωση μπήκε σε αντίστροφή πορεία. Οι διεθνείς κεφαλαιακές ροές βρίσκονται μόλις στο ήμισυ των υψηλών που είχαν αγγίξει προ της κρίσης.
Ως προς το όραμα ενός ψηφιακού κόσμου, βάσει του οποίου όλοι, παντού θα έπρεπε να έχουν την ίδια πληροφόρηση, έπεσε θύμα των απολυταρχικών καθεστώτων και των ανησυχιών για τα προσωπικά δεδομένα. Κίνα, Ρωσία, Τουρκία και άλλοι έθεσαν εμπόδια στην ψηφιακή εποχή για να καταπνίξουν τους διαφωνούντες. Οι Ευρωπαίοι θέλουν να προστατευτούν από της αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες και το μονοπωλιακό καπιταλισμό των ψηφιακών γιγάντων. Το διαδίκτυο σταδιακά βαλκανοποιείται.
Το ανοιχτό σύστημα εμπορίου κατακερματίζεται. Η κατάρρευση του γύρου συνομιλιών στη Ντόχα φέρνει στο φως το θάνατο των παγκόσμιων συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου. Οι προηγμένες οικονομίες αναζητούν αντιθέτως περιφερειακές συμμαχίες και συμφωνίες – όπως είναι η Συνεργασία των Χωρών του Ειρηνικού και η Διατλαντική Εμπορική και Επενδυτική Συμφωνία. Απογοητευμένες από τη μη εξισορρόπηση ισχύος στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, οι BRICS στήνουν τους δικούς τους οικονομικούς θεσμούς.
Η εγχώρια πολιτική ενισχύει αυτές τις τάσεις. Οι ηγέτες της Δύσης γίνονται επιφυλακτικοί στην παγκοσμιοποίηση, ενώ οι ψηφοφόροι τους γίνονται όλο και πιο εχθρικοί. Η παγκοσμιοποίηση «πουλήθηκε» σε ΗΠΑ και Ευρώπη ως μία άσκηση πεφωτισμένης ιδιοτέλειας – όλοι θα ωφελούνταν σε έναν κόσμο που θα καταργούσε τα εθνικά σύνορα. Η κατάσταση ωστόσο, είναι πλέον πολύ διαφορετική για την πιεσμένη μεσαία τάξη, καθώς το ανώτερο 1% μάζεψε όλα τα κέρδη της οικονομικής ολοκλήρωσης.
Η ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμού Εμπορίου είναι το μεγαλύτερο γεωπολιτικό γεγονός του αιώνα, αλλά οι νέες δυνάμεις δείχνουν ελάχιστο ενθουσιασμό για την παγκοσμιοποίηση. Η παλαιά τάξη εξακολουθεί να θεωρείται εργαλείο της αμερικανικής ηγεμονίας. Η Ινδία ήταν εκείνη που ανέτρεψε την τελευταία απόπειρα για ενίσχυση του ΠΟΕ.
Η παγκοσμιοποίηση χρειάζεται κάποιον να την εφαρμόσει – έναν ηγεμόνα ή μια ομάδα δυνάμεων ή μία παγκόσμια συμφωνία διακυβέρνησης που θα μπορεί να εξασφαλίσει ότι οι κανόνες εφαρμόζονται δίκαια. Χωρίς μία πολιτική αρχιτεκτονική που να δίνει χαρακτήρα αμοιβαίας προσπάθειας στα εθνικά συμφέροντα, το οικονομικό πλαίσιο είναι καταδικασμένο να κατακερματιστεί. Ο στενός εθνικισμός παραγκωνίζει τις διεθνείς δεσμεύσεις.
Οι κυρώσεις είναι μέρος αυτής της κατάστασης, όπως – και σε μεγαλύτερο βαθμό – η περιφρόνηση που δείχνει η Ρωσία για τη διεθνή τάξη. Δυστυχώς, διαπιστώσαμε το 1914 ότι η οικονομική αλληλεξάρτηση είναι ένα αδύναμο προπύργιο ενάντια στην αντιπαλότητα των μεγάλων δυνάμεων.
euro2day.gr