.της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη.
Από
την πρώτη στιγμή της υπογραφής του εγκληματικού Μνημονίου, υπήρξαν
πολυάριθμες φωνές εντός και εκτός της Ελλάδας, που με όλους τους τρόπους
προειδοποιούσαν για το παντελώς και από κάθε πλευρά, ανέφικτο των
στόχων του, καθώς και για τις καταστρεπτικές και μη αντιστρέψιμες
συνέπειες που θα έχει για την ελληνική οικονομία.
Όμως,
όλοι αυτοί που υποστήριζαν, τελικώς τις αυτονόητες αυτές, και θα
πρόσθετα και αυταπόδεικτες απόψεις, σχετικά με το αδιέξοδο, στο οποίο
οδηγούσε το αρχικό Μνημόνιο - αλλά και το απερίγραπτο συνοδευτικό του
συνονθύλευμα- αντιμετωπίστηκαν συλλήβδην από την Κυβέρνηση ως λαϊκιστές,
ως εξυπηρετούντες ιδιοτελή συμφέροντα, ως ανεύθυνοι, ως άσχετοι με το
αντικείμενο, ή ακόμη και ως εχθροί του έθνους.
Και,
όμως, ήταν εμφανές, ακόμη και...
για όσους δεν διέθεταν γνώσεις
οικονομίας, ότι με τις προδιαγραφές αυτού του ανεκδιήγητου Μνημονίου
οδηγούμαστε, κατευθείαν, στον γκρεμό. Πώς, αλήθεια να ελπίζεται σωτηρία
μέσα από σχήμα, που συστηματικά αυξάνει με ταχύτατους ρυθμούς το χρέος
και που, με ακόμη ταχύτερους ρυθμούς, περιορίζει τη βάση αποπληρωμής
του, δηλαδή το ΑΕΠ; Αλλά, κι αν ακόμη υποτεθεί ότι διέφυγε στους
υπογράψαντες αυτή η ολοφάνερη, πάντως, πραγματικότητα, υπήρχε οπωσδήποτε
πίσω τους η ατέλειωτη σειρά των τραγικών αποτυχιών αυτού του μοντέλου,
που επιβάλλει το ΔΝΤ παντού από όπου περνά.
Η
Κυβέρνηση, λοιπόν, όφειλε να αναγνωρίσει, όσο γινόταν γρηγορότερα το -
ας το δεχθούμε έτσι - τραγικό λάθος της υπογραφής αυτής της λεόντειας
δανειακής συμφωνίας, και να αναζητήσει διεξόδους. Διέξοδοι φυσικά
υπήρχαν - και υπάρχουν ακόμη - δεδομένου ότι η ελληνική υπερχρέωση, ήταν
απλώς μία περίπτωση, μέσα στο σύνολο σχεδόν των υπερχρεωμένων
οικονομιών της ευρωζώνης.
Συνεπώς,
η Κυβέρνηση θα έπρεπε να αντιταχθεί με τη βοήθεια του πλήθους
επιχειρημάτων που διέθετε, εναντίον αυτής της σύμβασης που εξαθλιώνει
και πτωχεύει στο διηνεκές τους Έλληνες, αφού τους υφαρπάξει το σύνολο
του πλούτου τους. Ήταν, φυσικά, ξεκάθαρο, για όσους παρακολουθούν έστω
και ελάχιστα τις σχετικές εξελίξεις, ότι ο μεγάλος ένοχος για την
υπερχρέωση του ευρωπαϊκού Νότου - που άλλωστε ακολουθείται κατά πόδας
και από τον ευρωπαϊκό Βορρά - δεν ήταν η Ελλάδα και οι δήθεν ανεπρόκοποι
Έλληνες, αλλά το εντελώς ακατάλληλο νομισματικό σχήμα που υιοθέτησε η
ΕΕ-ευρωζώνη, και που ήταν πρωτίστως βλαπτικό για τις ασθενέστερες
οικονομίες της Ένωσης.
Ωστόσο,
με τη σύμπραξη μεγάλου τμήματος των ΜΜΕ, καταβλήθηκαν επί μεγάλο
χρονικό διάστημα, υπεράνθρωπες προσπάθειες πειθούς αναγνωστών και
ακροατών, ότι δήθεν «πηγαίνουμε καλά», ότι δήθεν «φαίνεται φως στο τέλος
του τούνελ», ότι δήθεν «οι θυσίες του ελληνικού λαού έχουν αντίκρισμα»
και άλλα εξίσου αβάσιμα και ηθελημένα παραπειστικά.
Ο
τραγέλαφος, ωστόσο, πρόβαλε, τελευταίως, με το πόρισμα – απολύτως ορθό
άλλωστε - του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, το οποίο καταλήγει στο
– αναπότρεπτο όντως εξαρχής - συμπέρασμα ότι το «χρέος είναι
ανεξέλεγκτο». Είθε και οι πατέρες του έθνους μας να βρουν επιτέλους το
θάρρος να το βροντοφωνάξουν. Οι ερευνητές του Γραφείου αυτού, αν και
ορίστηκαν από την Κυβέρνηση για να καταρτίζουν τριμηνιαίες εκθέσεις,
σχετικά με το χρέος, υποχρεώθηκαν ουσιαστικά σε παραίτηση, και
χαρακτηρίστηκαν από τον αρμόδιο Υπουργό ως «στερούμενοι των απαραίτητων
γνώσεων», ως μη συνεργάσιμοι επειδή «όφειλαν να πάρουν την έγκριση της
Κυβέρνησης για το περιεχόμενο του πορίσματος» και, ακόμη, ως άσχετοι
επειδή «το πόρισμά τους έρχεται σε αντίθεση με το ΔΝΤ και την ΕΕ», ενώ
-άκουσον, άκουσον- θα έπρεπε πειθήνια να συμφωνούν με τα έωλα
συμπεράσματά τους .
Αλλά,
πέρα από το θέατρο του παράλογου, που ζούμε σε καθημερινή βάση, η
δουλικότητα μας, απέναντι στην τρόικα, έχει εισέλθει σε χώρο υψηλότατου
πια κινδύνου για την επιβίωση της χώρας και των πεπρωμένων της. Και
τούτο επειδή, ενώ το αδιέξοδο του Μνημονίου κλ.π. είναι πια κραυγαλέο,
οι κυβερνητικοί αρμόδιοι εξακολουθούν να επιδίδονται σε μακροσκελείς
συμβουλές για τη δήθεν ανάγκη να «εκτελέσουμε κατά γράμμα τις
ανειλημμένες υποχρεώσεις μας», για το ότι δήθεν «το έλλειμμα
ανταγωνιστικότητας» θα αντιμετωπιστεί με το ξεπούλημα της Ελλάδας - που
εμφανίζεται με την επιγραφή «μεταρρυθμίσεις» -, και ότι δήθεν σε
«τέσσερις μήνες θα δούμε φως».
Εντελώς
οξύμωρη, εξάλλου, είναι η συναίνεση Κυβέρνησης και τρόικας, ότι δηλαδή
«φταίει η ύφεση που εμπόδισε τους στόχους του Μνημονίου να υλοποιηθούν»…
δεδομένου ότι η ύφεση προκαλείται, ακριβώς, από την προσπάθεια
επίτευξης των ούτως ή άλλως απραγματοποίητων στόχων του. Προσπάθεια,
όμως, που επιστρέφει την ελληνική οικονομία, πίσω, στη δεκαετία του ’60.
Το
αν η τρόικα αποχώρησε «φιλικά» ή «θυμωμένη», θα πρέπει να είναι το
τελευταίο που μας ενδιαφέρει. Γιατί, αυτό που πρέπει να μας καίει τώρα
είναι η όψη της Ελλάδας, που ακριβώς εξαιτίας των τροϊκανικών συμβουλών -
που κάκιστα ακολουθήθηκαν χωρίς αντίρρηση από την Κυβέρνηση - δίνει ήδη
την εντύπωση ρημαγμένης και λεηλατημένης χώρας. Και ουδείς δικαιούται
πια να αγνοεί ότι αυτά που έρχονται είναι ανείπωτα και πολύ φρικτότερα
από τα όσα βιώνουμε.
Η
ύφεση θα υπερβεί το 12-15%, η ανεργία που θα συνοδεύεται από ακόμη
μεγαλύτερη εγκληματικότητα, θα ξεπεράσει το 23-25%, τα λουκέτα θα μπουν
ένα στις τρεις επιχειρήσεις, η δημόσια διοίκηση που ήδη καταρρέει θα
διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη, η δημόσια παιδεία θα εξαρθρωθεί, και τα
εθνικά μας θέματα θα κακοφορμίσουν. Έλεος, λοιπόν. Πρέπει άμεσα να μπει
τέλος σ’ αυτό το κακόγουστο θέατρο του παράλογου. Διήρκεσε πολύ και
διήρκεσε ανεπίτρεπτα.
* Η κ. Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη είναι Πρ. Πρύτανης και Καθηγήτρια στο Παν/μιο Μακεδονίας και Πρόεδρος του Ιδρύματος Δελιβάνη