Σπύρος Παπαγιάννης
Η
Δημοκρατία έχει εξ ορισμού της ένα ιδανικό. Να καταστήσει τον πολίτη
συμμέτοχο των κοινών, να τον προβληματίσει και να τον κινητοποιήσει
ψυχολογικά και πνευματικά για να συνεισφέρει στο κοινωνικό σύνολο. Ο πολίτης λοιπόν πρέπει να θέλει το γενικό καλό και να μην διακατέχεται από το εγωϊστικό αλάθητο, αλλά να έχει την υπομονή να ακούει τους άλλους και να συνεργάζεται με αυτούς για την οικοδόμηση μιας διαρκώς καλύτερης κοινωνίας. Η δημοκρατία δεν αποσκοπεί λοιπόν στην καταξίωση του ατόμου μέσω του πολυσυμμετοχικού συστήματός της, όσο στην αξιοποίηση τούτου για την προσφορά του στην κοινωνία. Η δημοκρατία λοιπόν δεν πρέπει να...
εξαντλείται στην ατομική σχέση πολίτη πολιτείας, εξουσίας και εξουσιαζόμενου, μοιράζοντας όσο δίκαια μπορεί τα ιμάτιά της στον καθένα χωριστά, μα να βοηθά την πνευματική επικοινωνία και αλληλεπίδραση των πολιτών της για να προκύψει ένα πνεύμα συλλογικής προσπάθειας και κοινωνικής αλληλεγγύης.
Αλλά και μόνο η έννοια της κοινωνικής αλληλεγγύης, η παντελώς ελλείπουσα στις μέρες μας, μας δείχνει πόσο αφίσταται η θεωρία από την πράξη, καθώς η επίπλαστη πολυκομματική κοινοβουλευτική δημοκρατία προωθεί τον κοινωνικό και οικονομικό ανταγωνισμό αντ’ αυτής. Αποτέλεσμα η αποδιοργάνωση της κοινωνίας δια του θεσμοποιημένου πλέον ανταγωνισμού των πολιτικών κομμάτων, όπου αφού διά της εσωτερικής κομματικής διαπάλης κατισχύσουν τα συμφέροντα και οι απόψεις μιας πολιτικής φατρίας, προσπαθεί αυτή δια της πολιτικής προπαγάνδας να τις περάσει στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Τα κόμματα έτσι μεταβάλλονται σε πολιτικές συμμορίες εξυπηρέτησης συμφερόντων, κατ’ αρχήν ταξικών θεωρητικά, μα στην συνέχεια προσωπικών, ιδιοτελών, των αρχηγών και των κομματικών μελών τους πρώτον, των ψηφοφόρων τους εν συνεχεία και του αόρατου πολιτικοοικονομικού παρασκηνίου και των ξένων δυνάμεων πολύ περισσότερο.
Τα κόμματα αποκτούν την αντίληψη πως άπαξ και κέρδισαν την στιγμιαία επιδοκιμασία της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος, δύνανται να ασελγούν δια μια τετραετία τουλάχιστον, όχι μόνο επί των νικημένων πολιτικών αντιπάλων τους και των ψηφοφόρων τους, μα και επί των ιδίων των οπαδών τους και των πολιτικών υποσχέσεων που έδωσαν σε αυτούς.
Η απουσία οποιασδήποτε δέσμευσης, ή ποινικής ρήτρας για αυτές τις πολιτικές υπαναχωρήσεις των πολιτικών ανδρών, οι οποίοι δεν λογοδοτούν παρά στα κόμματά τους, από τα οποία ελλείπουν όμως οι αντιστάσεις κριτικής, ιδίως όταν αυτά ασκούν εξουσία, έχει μεταβάλλει τον κοινοβουλευτισμό σε μία συγκεκαλυμμένη, πολιτική τυραννία, πολύ πιο ανήθικη και ανάλγητη από οποιαδήποτε άλλη μορφή τυραννίας, με εναλλασσόμενο όμως περιοδικά τύραννο. Κάτω όμως από το ισχυρό μαγνητικό πεδίο των εγκατεστημένων χρόνιων πολιτικοοικονομικών συμφερόντων του πολιτικού παρασκηνίου, όσο και αν αλλάζουν οι τύραννοι, η πολιτική της τυραννίας παραμένει λίγο πολύ η ιδία, δίνοντας με τις εναλλαγές των προσώπων των τυράννων της, την ψευδαίσθηση στον λαό πως συμμετέχει στην διακυβέρνηση του τόπου, ενώ από την άλλη αναδεικνύει ως ουσιαστικότερο όλων παράγοντα της πολιτικής ζωής την απρόσωπη, αόρατη πολιτικοοικονομική διαπλοκή των οικονομικά ισχυρών.
Ελλείπει παντελώς έτσι η υπευθυνότητα του ηγέτη, ο οποίος νιώθει πρακτικά ανίσχυρος να αντισταθεί στα κατεστημένα συμφέροντα και ενώ ψηφίζεται από τον λαό συνωμοτεί τελικά εναντίον του, καθώς αυτός αποτελεί τον πιο εύκολο, ελαστικό και πειθήνιο παράγοντα από όλου όσους έχει να λάβει υπ’ όψιν. Και έφθασε στις μέρες μας η στιγμή που θα παράδιδε όλο αυτό το αμαρτωλό πολιτικοοικονομικό κατεστημένο της δημοκρατίας την χώρα στους ξένους, με ελαφρά την συνείδηση, κάτω από τον δημοκρατικό διαμοιρασμό των ευθυνών του, καλυπτόμενο πίσω από την προ των οικονομικών εξελίξεων, κλαπείσα ψήφο του λαού.
Για τον λαό λοιπόν χωρίς τον λαό, παριστά πως πορεύεται σήμερον η κοινοβουλευτική δημοκρατία, που επέτυχε να περιθωριοποιήσει τους πολίτες της και να τους μαστιγώνει φορολογικά, ηθικά και πνευματικά, αποσκοπώντας στην προλεταριοποίησή τους και την κάμψη των τελευταίων πνευματικών και ηθικών αντιστάσεών τους.
Ιδανικούς σκλάβους λοιπόν αντί ελεύθερους πολίτες κατασκευάζει η εκδιδόμενη στους οικονομικά ισχυρούς και τις αγορές, δημοκρατία, που φιλοδοξεί κρυπτόμενη πίσω από το όνομά της, να φέρει τον πολιτικό χρόνο της κοινωνίας πίσω στον φεουδαρχικό μεσαίωνα.
Και βέβαια δεν είναι μόνο τα αντιδημοκρατικά στεγανά των πολιτικών κομμάτων που κατέστησαν δυνατή την μετατροπή τους σε πολιτικά παντοπωλεία και την εκ των άνω καθοδήγηση των λαϊκών μαζών. Είναι και η τηλεόραση που συνέβαλε τα μέγιστα στην αλλοίωση του δημοκρατικού πνεύματος, καθώς επιτρέπει στην εξουσία να διαμορφώνει κατάλληλα την κοινή γνώμη και μετά να την σφυγμομετρεί και να την επικαλείται δια να δικαιολογείται για τις προειλημμένες αποφάσεις της.
Η τηλεόραση καθήλωσε τον πολίτη, τον απομόνωσε στο σπίτι του και τον μετέτρεψε σε παθητικό αποδέκτη της εικόνος της από την μια, που μιλά στο υποσυνείδητο, μα και του κατευθυνόμενου λόγου της από την άλλη, που μέσω επιλεγμένων συζητητών αποκτά την επίφαση του δημοκρατικού διαλόγου. Έτσι δια της τηλεόρασης στιλβώνεται πνευματικά η εξουσία, απαξιώνεται και λοιδωρείται η όποια πολιτική αμφισβήτηση των κατεστημένων πολιτικών αντιλήψεων. Όποιος ελέγχει την τηλεόραση και τα μέσα ενημέρωσης γενικότερα, κατασκευάζει τους πολιτικούς ηγέτες και παρεμβαίνει πολιτικά τόσο στα εσωτερικά των πολιτικών κομμάτων, όσο και στους μεταξύ τους ανταγωνισμούς. Αν λοιπόν παλιότερα οι πολιτικοί ηγέτες βγαίναν απ’ τους στρατώνες, τώρα βγαίνουν από τις τηλεοπτικές οθόνες.
Η δημοκρατία λοιπόν κατάντησε τύπος, φαρισαϊσμός και υποκρισία, που δεν αποσκοπεί παρά στην κλοπή της λαϊκής ψήφου . Οι ιδέες ξέφτισαν και τα κόμματα μετετράπησαν σε πολιτικές συντεχνίες και κλειστά κλάμπ της κοινωνικής ελίτ.
Η ενωτική ιδέα του έθνους και του κοινού του πολιτισμού απαξιώθηκε στο όνομα του πολυπολιτισμού που εξυπηρετεί την χωρίς οποιαδήποτε εθνική αναστολή, πολιτική κομματική διαίρεση του λαού.
Δημοκρατία λοιπόν χωρίς έλεος, όχι μόνο για τον λαό, μα και για την ιδιαίτερη ιστορική και ψυχοπνευματική του ταυτότητα. Σ΄ αυτό το εθνικό και πολιτικό κατάντημα ο δωσιλογισμός κατάντησε μονόδρομος, όπως μονόδρομος ήταν ως τώρα η κομματική αλήθεια του εκάστοτε κυβερνώντος πολιτικού σχηματισμού.
Η κοινωνία κατακερματίσθηκε σύμφωνα με τις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού, που απαρνείται οποιαδήποτε μορφή συλλογικότητος και αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως άτομο, η ύπαρξη και η επιβίωση του οποίου δεν αφορά παρά αυτό το ίδιο και κανέναν άλλο.
Ο πνευματικός θάνατος της κοινωνίας συνεπάγεται όμως ταυτόχρονα και τον ουσιαστικό θάνατο της κοινωνικής πολιτικής δημοκρατίας, οι εκπρόσωποι της οποίας πλέον υπηρετούν τις προσωπικές τους φιλοδοξίες και μόνον, ελισσόμενοι σαν τους σκιέρ μεταξύ των συμβατικών πολιτικών οριοθετήσεων των ψηφοφόρων τους, που νιώθοντας όσο ποτέ πολιτικά ορφανοί και ανίσχυροι, ρίπτουν την ψήφο τους στην κάλπη με την ίδια υπευθυνότητα που ρίχνουν ένα φύλλο χαρτί στον κάλαθο των αχρήστων.
Εάν λοιπόν η οικονομία μας δεν έφθασε ακόμη στον επιθυμητό από τους διεθνείς επενδυτές πάτο, η πολιτική μας έχει φθάσει προ πολλού, δικαιούμενη να υπερηφανεύεται πως άπαξ και παρέδωσε επίσημα με την ψήφο του κοινοβουλίου την εθνική κυριαρχία της χώρας στους ξένους πιστωτές της, δεν έχει άλλο σκαλί να κατέβει. Αν λοιπόν ο πολίτης νιώθει πως συμμετέχοντας στο μέλλον με την ψήφο στην εκλογική παρωδία του πολιτικού προτεκτοράτου νομιμοποιεί την εθνική υποτέλεια, το ίδιο πολύ περισσότερο θα έπρεπε να θεωρούν πως πράττουν τα πολιτικά κόμματα, που δεν έχουν ουσιαστικό λόγο ύπαρξης, ούτε περιθώρια άσκησης πολιτικής, καθώς ο μόνος ρόλος που άφησαν για τον εαυτό τους, όσα τουλάχιστον συνυπέγραψαν την εθνική υποτίμηση, είναι αυτός του εκλεγμένου εκπροσώπου του κατεχόμενου λαού, που ως κατεχόμενος δεν έχει δικαίωμα δια να ομιλεί.
Κατάφερε έτσι η δημοκρατία μας, που τόσο εύκολα απαξίωνε την όποια αντιπολιτευτική κριτική, να απαξιώσει καθολικά το εθνικό σύνολο και παρ’ όλα αυτά να θέλει να μας πείσει πως ουδέν συνέβη στο επίπεδο της καθημερινής ζωής, που μπορεί να συνεχισθεί αδιατάρακτη, ουδόλως ενδιαφερόμενη για τις συνταρακτικές μεταβολές στο επίπεδο της πολιτικής και νομικής κορυφής της χώρας.
Ποια πράγματι η διαφορά στην υποτέλεια του πολίτη αν αποκτήσει και άλλον ξένο επικυρίαρχο επί των ήδη υφισταμένων εσωτερικών κυριάρχων του;
Ποιο το νόημα μιας τυπικής δημοκρατίας, πέρα από το να διατηρήσει τους τύπους της, επιτρέποντας στους πολίτες της να φαντασιώνονται δημοκρατικά; Το θέμα λοιπόν είναι να διατηρήσουμε την συλλογική δημοκρατική αυθυποβολή του λαού; Και τα κόμματα, όσα υποτίθεται αντιδρούν στην καθεστωτική μεταβολή, τι κάνουν για να την ανατρέψουν; Συνασπίζονται προς τούτο, ή διατηρούν την πολιτική τους νωχέλεια και τους ιδιαίτερους πολιτικούς οραματισμούς τους, σαν να είναι αυτοί ευκόλως πραγματοποιήσιμοι, παρά την επελθούσα θεμελιακή συνταγματική μεταβολή; Συντηρούν δηλαδή και αυτά έμμεσα το κλίμα του ουδέν συνέβη, ή τουλάχιστον του ουδεμία ανήκεστος βλάβη συνέβη; Βαράν τις καμπάνες ή αντίθετα διατηρούν και αυτά χαμηλούς τόνους ή τηρούν σιωπήν ιχθύος;
Η μεταδικτατορική δημοκρατία μας λοιπόν έφθασε στο τέλος της και είναι ουτοπία να ελπίζει κανείς πως μπορεί από μόνη της να εξέλθει από τις λάσπες, χωρίς θεμελιακή μεταβολή των συνταγματικών της κανόνων.
Η μεταβολή αυτή πρέπει να απαλείψει τα προαναφερθέντα αίτια της πολιτικής παρακμής, την σαπίλα των κομμάτων, να επιβάλει την διαφάνεια και την δημοκρατία στο εσωτερικό τους, να ελέγξει τα οικονομικά τους, να απαλλάξει τον συνδικαλισμό από την κηδεμονία τους και την τηλεόραση από τον ιστό της αράχνης των διαπλεκόμενων βαρόνων της. Πολλά και δύσκολα, αλλά όχι απραγματοποίητα κάτω από την επαναστατική πολιτική συνειδητοποίηση του πτωχευμένου λαού, που ανακαλύπτει ξανά την χρησιμότητα του έθνους και της πραγματικής δημοκρατίας.
Η κοινωνική ελίτ, η οποία έφαγε τα χρήματα του λαού με το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου και με ποικίλους τρόπους τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων, αφού διέλυσε την εθνική βιομηχανία και γεωργία με την συνεπικουρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού καταχρέωσε το κράτος, τους δήμους, ως και τα κόμματά της ακόμη και αφού κατασπατάλησε τα δάνεια που πήρε και διεφύλαξε τα υπερκέρδη της στις τράπεζες του εξωτερικού, έρχεται σήμερα να ομιλήσει περί πατρίδος και να υποδείξει τον μονόδρομο της εθνικής υποτέλειας ως μονόδρομο εθνική σωτηρίας. Η αντίδραση επομένως δεν μπορεί να προέλθει από αυτήν , ούτε από τα κόμματά της, αλλά από τον εργαζόμενο λαό, που πρέπει να απαιτήσει από όσους πολιτικούς ή φιλοδοξούντας να πολιτευθούν μιλούν εξ’ ονόματός του, να συνεγερθούν χωρίς κομματικές ταμπέλες σε ένα πανεθνικό μέτωπο αποκατάστασης της δημοκρατίας και της εθνικής ανεξαρτησίας, που θα αποκαταστήσει τον σεβασμό προς τον πολίτη, και θα προασπισθεί το δικαίωμά του για εργασία και κοινωνική αλληλεγγύη.
Τα κόμματα πρέπει από γιάφκες συνωμοτισμού να μετατραπούν σε πνεύμονες της δημοκρατίας και ο ελεύθερα σκεπτόμενος πολίτης να βρεί βήμα ομιλίας τόσο μέσα σ’ αυτά, όσο και έξω από αυτά. Το πρόσωπο πρέπει να μπορεί να ξεχωρίζει
από την μάζα των κομματικά και πνευματικά στοιχισμένων στρατιωτών της σκοπιμότητος και ο κομματικός σκοπός της άλωσης της εξουσίας να σταματήσει να αγιάζει τα μέσα του. Και για να συμβεί αυτό πρέπει να περισταλούν τόσο τα προνόμια και η νομική ασυδοσία των εξουσιαστών, όσο και να αντικατασταθούν όπου είναι δυνατόν οι εκλεγόμενοι από τους κληρωτούς, τόσο στο επίπεδο των στελεχών των κομμάτων, όσο και στο επίπεδο των εκπροσώπων των κομμάτων στην βουλή.
Μόνο αν μπουν μπροστά τα προγράμματα των κομμάτων και οι πολιτικές δεσμεύσεις τους από τα πολιτικά πρόσωπα και τις πελατειακές πολιτικές σχέσεις τους, θα μπορέσει να πλησιάσει η επίπλαστη κοινοβουλευτική δημοκρατία προς την άμεση, αυθεντική δημοκρατία του λαού και να σταματήσει η έμμεση δωροδοκία του τελευταίου και ο εκμαυλισμός του από κρατούντες, που οδηγεί και τους ίδιους στην διαφθορά, μετατρέποντάς τους σε αχυράνθρωπους του διεθνούς και ντόπιου κεφαλαίου. Και επιπλέον η δημοκρατία αυτή θα πρέπει στο εξής να διαθέτει μηχανισμούς προάσπισης του συντάγματός της και από τους ίδιους τους βουλευτές της και να έχει και την δυνατότητα της συνεχούς αναθεώρησής του και του εμπλουτισμού του με νέες διατάξεις από διαφορετικό της βουλής νομοθετικό σώμα, όπου θα εκπροσωπείται άμεσα ο λαός χωρίς κόμματα, ανάλογα με την ταξική και επαγγελματική του διαστρωμάτωση. Πολλά λοιπόν μπορούν όλοι να σκεφθούν, να προταθούν και να θεσπισθούν αν υπάρξει πραγματική δημοκρατία και πραγματικός σεβασμός όλων προς όλους στο επίπεδο μιας δημοκρατίας που θα λειτουργεί με τον ίδιο
τρόπο από την κοινωνική βάση ως την κορυφή.
Γιατί η δημοκρατία πρέπει σαν τον χριστιανισμό να οδηγεί όχι μόνο το άτομο στην πνευματική τελείωση και την κοινωνική ηθική, μα και η ίδια σαν πολιτικό σύστημα να προσπαθεί διαρκώς να βελτιώνεται και να ξεπερνά τις αγκυλώσεις της. Και ο μόνος που μπορεί να πράξει αυτό, είναι όπως στον Χριστιανισμό, η εκκλησία του δήμου και των πιστών, που αποφεύγουν με χίλια δυο προσχήματα, όπως ο διάβολος το λιβάνι οι σήμερον κρατούντες, και οι αρχιερείς τόσον της πολιτειακής εξουσίας, όσον και της κομματικής.
Είναι ανάγκη λοιπόν όσο ποτέ άλλοτε να πλύνει ξανά ο Πάπας της δημοκρατίας τα πόδια του Αγίου Φραγκίσκου και του πολίτη γενικότερα. Και αυτό οφείλει να γίνει εδώ και τώρα στην μητέρα της δημοκρατίας Ελληνική γή
http://filotimia.blogspot.com/2011/12/blog-post_2509.html