-Θα καταγγείλουμε τη δανειακή σύμβαση και το μνημόνιο;
-Θα φύγουμε από το ευρώ;
-Θα φύγουμε από τη ΕΕ;
-Πως θα κυκλοφορεί το χρήμα;
-Θα πηγαίνουμε στις δουλειές μας όπως χθες;
-Θα έχουμε νέες δουλειές;
-Πως θα ψωνίζουμε, τι θα ψωνίζουμε και τόσα άλλα απλά ερωτήματα που συνθέτουν την καθημερινότητα μας:
Έστω λοιπόν ότι καταγγέλλουμε το μνημόνιο (de jure ή de factο) και άρα τις υποχρεώσεις μας έναντι του προγράμματος αναχρηματοδότησης και χρηματοδότησης της χώρας από την ΕΕ και την τρόικα. Στην περίπτωση αυτή η αποχώρηση μας από το ευρώ είναι δεδομένη και τίθεται σε αμφισβήτηση το καθεστώς παραμονής μας στην ΕΕ. Η αποκοπή μας από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι πλήρης καθώς οι διαφορές μας θα μεταφερθούν σε διεθνή δικαστήρια ενώ παράλληλα δεν θα έχουμε δυνατότητα πρόσβασης σε θεσμικό εξωτερικό δανεισμό. Βέβαια παραμένει ενεργή η δυνατότητα μας να δανειστούμε από τρίτες χώρες με υψηλή ρευστότητα (π.χ. Ρωσία, Κίνα, Αραβικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες κλπ) μέσω διακρατικών συμφωνιών αμοιβαίων παραχωρήσεων.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν έχει κανένα λόγο να συνυπολογίζει τις ανάγκες της Ελλάδας στο σχεδιασμό και την υλοποίηση της νομισματικής της πολιτικής. Η Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδος ανακτά το εκδοτικό δικαίωμα κατά τα προ ένταξης πρότυπα. Το νέο νόμισμα που τυπώνει η Κεντρική Τράπεζα διοχετεύεται στις εμπορικές τράπεζες και όλες οι τιμές και οι μισθοί προσαρμόζονται σε αξίες με βάση την εκάστοτε ισοτιμία του νέου εθνικού νομίσματος με το ευρώ. Στο πλαίσιο αυτό η χρηματοδότηση των επενδυτικών και αναπτυξιακών σχεδίων γίνεται με την άνεση της εκτύπωσης νέου χρήματος. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο γίνεται και η χρηματοδότηση των κρατικών ελλειμμάτων, των ελλειμμάτων του ασφαλιστικού συστήματος κλπ. Βέβαια με το κόστος της ενίσχυσης του πληθωρισμού και της αντίστοιχης διολίσθησης ή συνεχούς υποτίμησης του εθνικού νομίσματος.
Στο μεσοδιάστημα και στο μέτρο που η υιοθέτηση της δραχμής δεν θα γίνει αιφνιδιαστικά αλλά με σχεδιασμό (που ίσως διαρκέσει και έως 6 μήνες), το ελληνικό τραπεζικό σύστημα καλείται να λειτουργήσει με το ευρώ υπό τον περιορισμό της μη στήριξης από την ΕΚΤ και το δεδομένο από καιρό γεγονός ότι το διεθνές τραπεζικό σύστημα δεν δανείζει τις ελληνικές. Με άλλα λόγια οι καταθέτες εξυπηρετούνται από τις ελληνικές τράπεζες στο μέτρο που αυτές έχουν ρευστότητα που αποκτούν είτε από την αποπληρωμή δανείων, είτε από τυχόν νέες καταθέσεις ιδιωτών (αυτό το τελευταίο το κατέγραψα ως αστείο). Τα ιστορικά προηγούμενα επί αυτών των περιπτώσεων (π.χ. Αργεντινή), οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι τράπεζες περιορίζουν τις εργασίες τους και επιστρέφουν ένα συγκεκριμένο ποσό ανά άτομο και ανά χρονικό διάστημα (μερών ή βδομάδων), ανεξαρτήτως του ύψους των καταθέσεων των καταθετών. Παράλληλα βέβαια απαγορεύονται οι μεταβιβάσεις κεφαλαίων σε λογαριασμούς του εξωτερικού.
Η σχέση μας με την ΕΕ και η δυνατότητα της χώρας να μετέχει της χρηματοδότησης των διαρθρωτικών προσαρμογών των περιφερειακών χωρών θα εξαρτηθεί από το είδος της διασύνδεσης μας με αυτήν όπως θα προσδιοριστεί από τη νέα κυβέρνηση.
Πως θα ψωνίζουμε
Η αγορά σε πρώτη άμεση φάση κάποιων ημερών θα μείνει σχεδόν ανεπηρέαστη. Σταδιακά ωστόσο θα αδυνατούν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους εισαγωγείς που χρηματοδοτούν τις εισαγωγές τους μέσω τραπεζών ή με την έκδοση εγγυητικών επιστολών (καθώς δεν θα γίνονται αποδεκτές από τις ξένες αντισυμβαλλόμενες τράπεζες). Τα αντίστοιχα εισαγόμενα προϊόντα θα εκλείψουν. Η άνοδος των τιμών θα γίνεται ολοένα πιο αντιληπτή και πρώτα στα εισαγόμενα. Σημαντικές θα είναι οι επιπτώσεις στις τιμές αλλά και τις ποσότητες του πετρελαίου καθώς δεν θα είναι εύκολη η αγορά της αναγκαίας πρώτης ύλης χωρίς την πολιτική διευθέτηση με τις χώρες που μας προμηθεύουν. Εν τέλει η άνοδος τιμών θα παρασύρει και τα εγχώρια προϊόντα. Η ταχύτητα ανόδου των τιμών θα οδηγήσει τους εμπόρους και προμηθευτές σε κερδοσκοπικές επιλογές απόκρυψης προϊόντων ώστε να πουληθούν αργότερα σε υψηλότερες τιμές. Βέβαια η αύξηση των τιμών δεν θα αντιστοιχηθεί με ανάλογη αύξηση των μισθών. Τυχόν υιοθέτηση πολιτικής αυτόματης προσαρμογής των μισθών στις τιμές από την επερχόμενη αριστερή κυβερνητική πλειοψηφία θα οδηγήσει σε επιτάχυνση των πληθωριστικών πιέσεων. Επιπλέον το νέο χρήμα που θα τυπώνεται για να καλύπτει τα ελλείμματα του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα θα πολλαπλασιάζει τις πληθωριστικές πιέσεις (καθώς δεν υπάρχουν πια επαρκείς μακροχρόνιες αποταμιεύσεις για να χρηματοδοτούν μέσω υποχρεωτικών δεσμεύσεων από την ΤτΕ το δημόσιο τομέα, όπως στις δεκαετίες του 1970 και 1980). Με άλλα λόγια ακρίβεια δίχως προηγούμενο (πέραν ίσων του χειμώνα του 1941).
Έλλειμμα, χρέος, φόροι και δημόσιος τομέας
Το χρέος της χώρας σε ευρώ παραμένει σταθερό αλλά θα προσαρμοστεί στο εθνικό νόμισμα ανάλογα με την εκάστοτε συναλλαγματική του ισοτιμία με το ευρώ. Άρα είναι δεδομένη η αύξηση του εθνικού βάρους που θα προκληθεί. Το έλλειμμα θα συνεχίσει στο μέτρο που δεν λαμβάνονται μέτρα αύξησης των εσόδων και μείωσης των δαπανών. Παράλληλα ωστόσο το έλλειμμα θα επιβαρύνεται τουλάχιστον από τις κρατικές δαπάνες που αφορούν την προμήθεια εισαγόμενων όπως πετρέλαιο, αμυντικοί εξοπλισμοί, ιατρικό-φαρμακευτικό υλικό κλπ. Η μη δυνατότητα χρηματοδότησης από διεθνή δανεισμό θα καταστήσει αδήριτη την ανάγκη επιπλέον φόρων όσο και περαιτέρω μείωσης των δαπανών λειτουργίας του δημόσιου τομέα. Καθυστερήσεις πληρωμών μισθών και συντάξεων είναι εκ των ουκ άνευ. Μειώσεις βεβαίως δεν προβλέπονται ιδιαίτερα όταν αφορούν τα ισχυρά προπύργια του συνδικαλιστικού κινήματος (δηλαδή, Τράπεζες, ΔΕΗ, Υπουργείο Οικονομικών και άλλες ενώσεις «εξαθλιωμένων» εργαζομένων). Μάλιστα, τυχόν πολιτική πρόθεση για μη περιορισμό του δημόσιου τομέα καταλήγει σε εκτίναξη των επιπλέον φορολογικών επιβαρύνσεων. Τα προβλήματα του ελλείμματος διογκώνονται, οι φόροι αντικειμενικά θα αυξηθούν και οι φορολογικές πολιτικές (όσο προοδευτικές και εάν είναι) παραμένουν στην ευχέρεια των φοροεισπρακτικών μηχανισμών. Με άλλα λόγια: σιγά το πρόβλημα!
Δουλειές
Η δυνατότητα χρηματοδότησης νέων επενδύσεων και άρα δημιουργίας θέσεων εργασίας από το τραπεζικό σύστημα θα είναι ευχερής μεν (καθώς το χρήμα θα διοχετεύεται στην αγορά με ευκολία από την ΤτΕ που θα έχει ανακτήσει το σχετικό εκτυπωτικό δικαίωμα) ωστόσο πολύ ακριβή. Η αύξηση του πληθωρισμού όσο και οι ζημιές των εμπορικών τραπεζών θα παρασύρουν τα επιτόκια χορηγήσεων σε υψηλότατα επίπεδα που πάντως θα υπερβαίνουν κατά πολύ ακόμα και το σημερινό επίπεδο του 15% κατά μέσο όρο. Άρα οι εγχώριοι επενδυτές στη σχέση τους με τις τράπεζες θα βρεθούν -στην καλύτερη των περιπτώσεων- στις πληθωριστικές συνθήκες του 1970 ακόμα και εάν το τραπεζικό σύστημα κρατικοποιηθεί και βρεθεί υπό δημόσιο έλεγχο. Από την άλλη, η δυνατότητα χρηματοδότησης από ίδια κεφάλαια θα περιοριστεί σε όσους έχουν δικά τους λεφτά. Σαφέστατα στην περίπτωση αυτή βρίσκονται σε καλύτερη θέση όσοι εδράζονται ή έχουν φυγαδεύσει τον πλούτο τους στο εξωτερικό και επιλέγουν να επενδύσουν στη χώρα κάνοντας χρήση των άφθονων κεφαλαίων τους αλλά και των χαμηλών επιτοκίων χρηματοδότησης από ξένες τράπεζες. Σίγουρα πάντως οι επιχειρήσεις που έχουν μεγάλο ποσοστό δανεισμού θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα. Ακόμα και στην περίπτωση που το κρατικοποιημένο τραπεζικό σύστημα προβεί σε διαγραφές δανείων και διευθετήσεις θα παραμείνει το πρόβλημα από το μεγάλο πληθωρισμό που θα αλλοιώνει καθημερινά τις συνθήκες ζήτησης και τις αγορές των καταναλωτών. Με άλλα λόγια η ανεργία θα αυξηθεί σε ανείπωτα επίπεδα (από 30% και μέχρι όπου φθάσει), οι ευκαιρίες για εγχώριες επενδύσεις θα εξανεμισθούν ενώ οι ξένες επενδύσεις θα αναδεικνύονται για μια ακόμα φορά ως οι μόνες εναλλακτικές ανάπτυξης.
Η αξία των περιουσιακών στοιχείων και του πλούτου
Σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού (και άρα επιτοκίων) και συνεχών διολισθήσεων της συναλλαγματικής ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος η αξία των σπιτιών, των οικοπέδων και άλλων περιουσιακών στοιχείων σε πραγματικούς όρους θα μειώνεται για τους Έλληνες και θα γίνει ιδιαίτερα ελκυστική για τους ξένους. Και μάλιστα πολύ περισσότερο από ό,τι μπορούν να γίνουν υπό τις τρέχουσες συνθήκες εξαιτίας των επιταχυντικών συνεπειών του υψηλού πληθωρισμού και των επιδεινούμενων συνθηκών ανέχειας του πληθυσμού.
Προσοχή στις τράπεζες
Η ισορροπία το νέου συστήματος εξαρτάται πλέον από τον έλεγχο των πληθωριστικών πιέσεων που προέρχονται από την ανάγκη για αύξηση της προσφοράς και της εκτύπωσης χρήματος με την έκδοση ομολόγων και τη διάθεση τους σε υψηλά επιτόκια. Ιδιαίτερα με δεδομένα:
• τον πολύ υψηλό πληθωρισμό και τη νομισματική και οικονομική αστάθεια που μειώνει την ελκυστικότητα των ελληνικών τίτλων
• τον περιορισμό των εισοδημάτων και του πλούτου των Ελλήνων πολιτών που δεν θα διαθέτουν αποταμιεύσεις προς επένδυση σε ελληνικά ομόλογα ακόμα και αν είχαν εμπιστοσύνη σε αυτά
• την πλήρη άρνηση των ξένων επενδυτών να επενδύσουν εκ νέου σε ελληνικά ομόλογα καθώς έχουν ήδη στα χέρια τους κουρεμένα και εν τέλει χρεοκοπημένα ομόλογα του ίδιου αφερέγγυου εκδότη.
Ένα κρατικοποιημένο τραπεζικό σύστημα αποκομμένο από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα τείνει να ρέπει στην πληθωριστική χρηματοδότηση ιδιωτικών και δημοσίων επιχειρήσεων και του κράτους γενικά. Το προηγούμενο αυτής της πολιτικής στη χώρα κατέληξε στη δημιουργία γενιών προβληματικών επιχειρήσεων ομού με τον εγκλωβισμό των τραπεζών σε μη αποπληρούμενα δάνεια που δυσχέραναν την υγιή ανάπτυξη των εργασιών τους, μεταθέτοντας το βάρος της χρηματοδότησης στο ευρύ κοινό με υψηλότερα επιτόκια. Σημειωτέον ότι οι πιέσεις για αύξηση των επιτοκίων για τη χρηματοδότηση των σωρευμένων τραπεζικών ζημιών επιτείνουν τις πληθωριστικές πιέσεις και αυξάνουν τις χρεοκοπίες επιχειρήσεων ακόμα και σε καθεστώς συνεχούς εκτύπωσης χρήματος.
Εκκρεμότητα: οι διαρθρωτικές αλλαγές στο δημόσιο τομέα και η ώρα που θα κληθούμε να επιστρέψουμε τα χρέη μας
Σε όλο αυτό το διάστημα κατάρρευσης της οικονομίας σε ένα καθεστώς υψηλού υπερπληθωρισμού, ανεργίας και φτώχειας παραμένουν σε εκκρεμότητα οι προσπάθειες για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, την εξάλειψη της διαφθοράς και την αντιπαραγωγική ή πελατειακή δομή του δημόσιου τομέα με τις αυθαιρεσίες συνδικαλιστών, των κομμάτων και των εν γένει υμετέρων... Γιατί όχι άλλωστε. Η δραχμή είναι επιλογή αυτών ακριβώς των συμφερόντων της διαφθοράς και της στασιμότητας που θέλουν να αναπαράγουν την πελατειακή κυριαρχία τους στο σύστημα, ακόμα και εάν αυτό καταρρέει. Επιλογή αυτών όσο και των κερδοσκόπων που έχουν φυγαδεύσει τα λεφτά τους στο εξωτερικό περιμένοντας τη δραχμή για να αγοράσουν τις περιουσίες των πτωχών (πλέον) και μη επιτήδειων ελλήνων στη «ξεφτίλα». Σε εκκρεμότητα επίσης παραμένει και το ύψος και ο χρόνος επιβάρυνσης της εθνικής οικονομίας, άρα των φορολογούμενων πολιτών, από τη διευθέτηση των υποχρεώσεων μας προς τους δανειστές... Εκτός και εάν η «επανάσταση» γενικευθεί σε όλη την Ευρώπη... ή εάν «αντεπαναστατικές» δυνάμεις της λογικής περιορίσουν εγκαίρως την «ελληνική επανάσταση της ανοησίας».
Του Γιάννη Τσαμουργκέλη
* Ο κ. Γιάννης Τσαμουργκέλης είναι Διδάκτωρ της Οξφόρδης και Επίκουρος Καθηγητής της Διεθνούς Οικονομικής στο Παν/μιο του Αιγαίου. Έχει διατελέσει διευθύνον διοικητικό στέλεχος Τραπεζών και Χρηματιστηριακών Εταιρειών.
Πηγή:www.capital.gr