Δυστυχία φέρνει στους ανθρώπους η διευρυνόμενη εισοδηματική ανισότητα σύμφωνα με ...έρευνα που κρίνει αναγκαία τη μείωση αυτού του χάσματος.
Οι ερευνητές των πανεπιστημίων Βιρτζίνια και Ιλινόις, με επικεφαλής τον ψυχολόγο Σιγκεχίρο Οϊσι, που δημοσιεύουν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό της Αμερικανικής Ένωσης Ψυχολογικής Επιστήμης Psychological Science, συμπεριέλαβαν στην έρευνά τους στοιχεία για περίπου 48.000 άτομα, που κάλυπταν μεγάλο χρονικό διάστημα 37 ετών.
Οι ψυχολόγοι εξέτασαν -με βάση απαντήσεις σε ερωτηματολόγια- τις σχέσεις ανάμεσα στο αίσθημα ατομικής ευτυχίας, το επίπεδο ατομικού εισοδήματος, το βαθμό άνισης κατανομής του εισοδήματος διαχρονικά και την αντίληψη για το πόσο δίκαιη οι συμμετέχοντες θεωρούσαν τη δική τους εισοδηματική κατάσταση και των άλλων.
Η έρευνα ήρθε να επιβεβαιώσει τα πορίσματα άλλων μελετών εδώ και τουλάχιστον τέσσερις δεκαετίες: όσο περισσότερη ισότητα εισοδημάτων υπάρχει (ή πιστεύεται ότι υπάρχει), τόσο οι άνθρωποι γίνονται πιο ευτυχισμένοι. Αντίθετα, η ανισότητα, ιδίως όταν μεγαλώνει με το πέρασμα του χρόνου, μειώνει την ικανοποίηση των ανθρώπων στη ζωή τους.
Αυτό ισχύει ιδίως για όσους βρίσκονται στο κατώτερο και στο μεσαίο τμήμα της εισοδηματικής κλίμακας και οι οποίοι αποτελούν την πλειοψηφία των ανθρώπων σε μια χώρα.
Η νέα μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δυσφορία και η δυστυχία δεν πηγάζουν μόνο, ούτε καν πρωτίστως, από τα πιο άδεια πορτοφόλια κατά τη διάρκεια των περιόδων κρίσης και μεγαλύτερης ανισότητας, αλλά περισσότερο από τα υποκειμενικά αισθήματα αδικίας και έλλειψης εμπιστοσύνης που τρέφουν οι μη προνομιούχοι σε σχέση με όσους παραμένουν προνομιούχοι, χωρίς -όπως πιστεύουν- οι τελευταίοι να αξίζουν την «καλή τύχη» τους.
Αυτό το αίσθημα οδηγεί σε μια γενικότερη μείωση του αισθήματος ικανοποίησης από τη ζωή.
Από την άλλη, όσοι βρίσκονται στην κορυφή της εισοδηματικής κλίμακας (στο ανώτερο 20% των εισοδημάτων), όπως διαπίστωσε η έρευνα, δεν φαίνεται να αισθάνονται ανάλογο αίσθημα αδικίας, έλλειψης ικανοποίησης και δυστυχίας εξαιτίας της εισοδηματικής ανισότητας, ούτε αυτή η κατάσταση επηρεάζει τα αισθήματά τους περί δικαιοσύνης και εμπιστοσύνης προς τους άλλους.
Προηγούμενες έρευνες έχουν διερευνήσει το ζήτημα της σχέσης ευτυχίας-ανισότητας σε επίπεδο χωρών και τα συμπεράσματα δεν είναι σαφή. Μερικές μελέτες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα κράτη με την μεγαλύτερη εισοδηματική ισότητα μεταξύ των πολιτών τους διαθέτουν και τους πιο ευτυχισμένους πολίτες, αλλά άλλες δεν έχουν βρει κάποια ανάλογη συσχέτιση.
Η νέα μελέτη εξετάζει το ζήτημα διαχρονικά μέσα στο ίδιο κράτος (Η.Π.Α. και, για πρώτη φορά, οι ψυχολόγοι διαπιστώνουν με βεβαιότητα ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στην «ψαλίδα» των εισοδημάτων και στην ποιότητα της καθημερινής ζωής των ανθρώπων σε ψυχικό επίπεδο (πέρα από το κοινωνικό και το οικονομικό).
«Αν νοιαζόμαστε για την ευτυχία των περισσότερων ανθρώπων, πρέπει να κάνουμε κάτι για την εισοδηματική ανισότητα», δήλωσε ο υπεύθυνος της έρευνας Δρ Οϊσι και ανέφερε πως ένα προτεινόμενο μέτρο είναι η υιοθέτηση πιο προοδευτικής φορολογίας (ώστε να επιβαρύνει αναλογικά ακόμη περισσότερο τα ανώτερα εισοδήματα).
Οι ερευνητές των πανεπιστημίων Βιρτζίνια και Ιλινόις, με επικεφαλής τον ψυχολόγο Σιγκεχίρο Οϊσι, που δημοσιεύουν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό της Αμερικανικής Ένωσης Ψυχολογικής Επιστήμης Psychological Science, συμπεριέλαβαν στην έρευνά τους στοιχεία για περίπου 48.000 άτομα, που κάλυπταν μεγάλο χρονικό διάστημα 37 ετών.
Οι ψυχολόγοι εξέτασαν -με βάση απαντήσεις σε ερωτηματολόγια- τις σχέσεις ανάμεσα στο αίσθημα ατομικής ευτυχίας, το επίπεδο ατομικού εισοδήματος, το βαθμό άνισης κατανομής του εισοδήματος διαχρονικά και την αντίληψη για το πόσο δίκαιη οι συμμετέχοντες θεωρούσαν τη δική τους εισοδηματική κατάσταση και των άλλων.
Η έρευνα ήρθε να επιβεβαιώσει τα πορίσματα άλλων μελετών εδώ και τουλάχιστον τέσσερις δεκαετίες: όσο περισσότερη ισότητα εισοδημάτων υπάρχει (ή πιστεύεται ότι υπάρχει), τόσο οι άνθρωποι γίνονται πιο ευτυχισμένοι. Αντίθετα, η ανισότητα, ιδίως όταν μεγαλώνει με το πέρασμα του χρόνου, μειώνει την ικανοποίηση των ανθρώπων στη ζωή τους.
Αυτό ισχύει ιδίως για όσους βρίσκονται στο κατώτερο και στο μεσαίο τμήμα της εισοδηματικής κλίμακας και οι οποίοι αποτελούν την πλειοψηφία των ανθρώπων σε μια χώρα.
Η νέα μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δυσφορία και η δυστυχία δεν πηγάζουν μόνο, ούτε καν πρωτίστως, από τα πιο άδεια πορτοφόλια κατά τη διάρκεια των περιόδων κρίσης και μεγαλύτερης ανισότητας, αλλά περισσότερο από τα υποκειμενικά αισθήματα αδικίας και έλλειψης εμπιστοσύνης που τρέφουν οι μη προνομιούχοι σε σχέση με όσους παραμένουν προνομιούχοι, χωρίς -όπως πιστεύουν- οι τελευταίοι να αξίζουν την «καλή τύχη» τους.
Αυτό το αίσθημα οδηγεί σε μια γενικότερη μείωση του αισθήματος ικανοποίησης από τη ζωή.
Από την άλλη, όσοι βρίσκονται στην κορυφή της εισοδηματικής κλίμακας (στο ανώτερο 20% των εισοδημάτων), όπως διαπίστωσε η έρευνα, δεν φαίνεται να αισθάνονται ανάλογο αίσθημα αδικίας, έλλειψης ικανοποίησης και δυστυχίας εξαιτίας της εισοδηματικής ανισότητας, ούτε αυτή η κατάσταση επηρεάζει τα αισθήματά τους περί δικαιοσύνης και εμπιστοσύνης προς τους άλλους.
Προηγούμενες έρευνες έχουν διερευνήσει το ζήτημα της σχέσης ευτυχίας-ανισότητας σε επίπεδο χωρών και τα συμπεράσματα δεν είναι σαφή. Μερικές μελέτες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα κράτη με την μεγαλύτερη εισοδηματική ισότητα μεταξύ των πολιτών τους διαθέτουν και τους πιο ευτυχισμένους πολίτες, αλλά άλλες δεν έχουν βρει κάποια ανάλογη συσχέτιση.
Η νέα μελέτη εξετάζει το ζήτημα διαχρονικά μέσα στο ίδιο κράτος (Η.Π.Α. και, για πρώτη φορά, οι ψυχολόγοι διαπιστώνουν με βεβαιότητα ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στην «ψαλίδα» των εισοδημάτων και στην ποιότητα της καθημερινής ζωής των ανθρώπων σε ψυχικό επίπεδο (πέρα από το κοινωνικό και το οικονομικό).
«Αν νοιαζόμαστε για την ευτυχία των περισσότερων ανθρώπων, πρέπει να κάνουμε κάτι για την εισοδηματική ανισότητα», δήλωσε ο υπεύθυνος της έρευνας Δρ Οϊσι και ανέφερε πως ένα προτεινόμενο μέτρο είναι η υιοθέτηση πιο προοδευτικής φορολογίας (ώστε να επιβαρύνει αναλογικά ακόμη περισσότερο τα ανώτερα εισοδήματα).
LINK