«Είμαστε εκπρόθεσμοι ήδη, πρέπει να στηθεί σήμερα», επιμένει ο (κατά τα λοιπά συμπαθής) πελάτης μου. Κοπανάω το τηλέφωνο με φανερή διάθεση «πού να σε στήσω στα τριαντατέσσερα, μικρή μου ακρωτηριασμένη σαρανταποδαρούσα και να σου ξηγήσω τι θα πει εμπρόθεσμη υποβολή κατάστασης ανάλυσης τιμής πώλησης εισαγόμενου εμπορεύματος. Να σου κάνω μια εισαγωγή τέτοια που να θυμάσαι την διαδικασία του εκτελωνισμού για χρόνια. Και επειδή έχω τα κέφια μου θα σου τραβήξω και μια παλινδρομική επιστροφή τελών που θα έχεις να την μνημονεύεις μέχρι τα γεράματά σου».
Μέχρι τα γεράματά μου θα αναρωτιέμαι τι συμβαίνει με τα ρολόγια μας. Προφανώς αυτά των Ελλήνων επαγγελματιών είναι στάσιμα και το δικό μου κινούμενο (ή το αντίθετο). Το μόνο βέβαιο είναι ότι γυρνούν διαφορετικά. Ο χρόνος (τους) διαστέλλεται αντιστρόφως ανάλογα προς τον δικό μου. Το δικό τους εκπρόθεσμο είναι η δική μου υποχρέωση. Στην ερώτηση «ποιο είναι το επάγγελμά σου» θα έπρεπε να απαντώ «ξενύχτης εξ αλλότριας αμέλειας και μετατιθέμενης ευθύνης» και άντε να βγάλει άκρη ο συνομιλητής μου τι ακριβώς εννοώ. Άλλωστε βγάζω άκρη εγώ;
Οι Έλληνες επιχειρηματίες βρίσκονται μονίμως σε μια διάσταση του χωροχρόνου που αδυνατώ να κατανοήσω: Εκπρόθεσμο λέγεται. Στην διάσταση του εκπρόθεσμου όλα μοιάζουν με ζελέ. Ακκίζονται, σπαρταρούν και λικνίζονται. Μερικές φορές πέφτουν λαμπιρίζοντας. Η παραμικρή δόνηση τα απειλεί. Η παραμικρή αλλαγή τα σοκάρει. Η αλλαγή τα τρομάζει. Τρεμουλιάζουν στην θέα του νερού και καταβροχθίζουν την σκόνη που τα τυλίγει.
Το τηλέφωνο που (ξανα)χτυπάει εκνευριστικά με βγάζει από την ποιητική διάσταση που προσπαθώ να προσδώσω στον εφιάλτη μου και με κολλάει στον τοίχο με την ακρίβεια και τη δύναμη καλοζυγισμένου εφαρμοσμένου μεσοπρόθεσμου μέτρου. Σηκώνω το ακουστικό με πολεμική διάθεση. Η γλώσσα μου καίγεται ήδη καθώς σχηματίζει τα νέα μπινελίκια που έμαθα τον τελευταίο καιρό για να αντιμετωπίσω την κατάθλιψη που με τριγυρνάει. Ανοίγω το στόμα έτοιμη να περιγράψω (στον συμπαθή κατά τα λοιπά πελάτη μου) πού να βάλει το εκπρόθεσμο και όλα του τα συμπράγκαλα όταν το μικρό rss παράθυρο των ειδήσεων που τρέχουν μού δείχνει ένα κωλοδάχτυλο να (μετά συγχωρήσεως) και μου θυμίζει την κρίση, την οικονομική δυσπραγία και την (γαμώ την) ανέχειά μου μέσα(, γαμώ).
Η φωνή μου γίνεται χαδιάρικη και γλυκιά (λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα έχουμε πει) και απαντώ «πιο χαμηλά παρακαλώ» δείχνοντας την ίδια σεμνότητα και κοριτσίστικη ντροπαλοσύνη που δείχνει και ο πρωθυπουργός στους βιαστές μας –μπαρδόν δανειστές μας. «Θα κάνω τα πάντα για να τελειώσω μέχρι αύριο» συνεχίζω να λέω στον (κατά τα λοιπά συμπαθή πελάτη μου) που χτυπιέται στην άλλη άκρη της γραμμής για τα πρόστιμα που θα φάει αν δεν υποβάλει την ήδη εκπρόθεσμη κατάσταση στο Υπουργείο. Λέει, λέει, λέει... Βαρέθηκα.
Η επιμονή του γρατζουνάει τις φωνητικές μου χορδές και σιγά σιγά χάνεται ακόμα κι αυτή η αχλή της κρίσης. «Θα κάνω τα πάντα για να είμαι εμπρόθεσμη στο εκπρόθεσμό σας. Εσείς φροντίστε να κάνετε αποχή από τα σύκα. Μου πέφτουν βαριά στο στομάχι τον τελευταίο καιρό» έκλεισα το τηλέφωνο αφήνοντας τον (κατά τα λοιπά συμπαθή) πελάτη μου να αναρωτιέται αν με έχει χτυπήσει η απότομη ζέστη κατακούτελα.
«Καλόμαθε η γριά στα σύκα, κι όλη μέρα τα ζητά» μουρμούρισα και άρχισα να ψάχνω στον γούγλη χώρα που δεν παράγει σύκα.