Τώρα μόνο ένα δημοψήφισμα μπορεί να τους σταματήσει |
Του Μάικλ Χάντσον Ο αγώνας για το μέλλον της Ευρώπης κρίνεται στην Αθήνα και σε άλλες ελληνικές πόλεις-πεδία αντίστασης σε οικονομικές απαιτήσεις που συνιστούν σύγχρονη εκδοχή άμεσης στρατιωτικής επίθεσης. Η απειλή της τραπεζικής επικυριαρχίας είναι σίγουρα δεν συνιστά είδος επιθετικής οικονομικής πολιτικής που να αφήνει περιθώρια για ηρωισμούς στο πεδίο της μάχης. Οι καταστροφικές οικονομικές πολιτικές μοιάζουν περισσότερο με άσκηση απέναντι στην «Κοινοτοπία του κακού» – εν προκειμένω: στις παραδοχές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Ε.Κ.Τ), της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Δ.Ν.Τ, που υποστηρίζεται από το θησαυροφυλάκιο των ΗΠΑ. Όπως είχε δείξει ο Βλαντιμίρ Πούτιν κάποια χρόνια πριν, οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που «τοποθετήθηκαν» στα χέρια του Μπόρις Γιέλτσιν από τα αγόρια του Χάρβαρντ στις αρχές της δεκαετίας του ΄90, έφεραν τη Ρωσία μπροστά στη μείωση του ποσοστού των γεννήσεων και του μέσου όρου ζωής, ενώ προκάλεσαν μετανάστευση – τη μεγαλύτερη απώλεια στα επίπεδα αύξησης του πληθυσμού που έχει καταγραφεί από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Η διαρροή κεφαλαίου είναι ακόμη μια συνέπεια της δημοσιονομικής λιτότητας. Η προτεινόμενη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα λύση στο πρόβλημα χρέους της Ελλάδας μοιάζει να αυτοακύρωνεται. Εξασφαλίζει απλά πίστωση χρόνου για την ΕΚΤ, ώστε να αναλάβει περισσότερο από το χρέος της ελληνικής κυβέρνησης, αφήνοντας το λογαριασμό για τους φορολογούμενους της Ευρώπης. Αυτό γίνεται για να αποφευχθεί η απόδοση τραπεζικών απωλειών στους φορολογούμενους, αφού η Άγγελα Μέρκελ επέμεινε ότι οι ιδιώτες ομολογιούχοι πρέπει να απορροφήσουν μέρος από το έλλειμμα που προέκυψε ως αποτέλεσμα των κακών τους επενδύσεων. Οι τραπεζίτες προσπαθούν να πάρουν ένα απρόσμενο πλεονέκτημα, χρησιμοποιώντας το όπλο του χρέους για να πετύχουν ό,τι πετύχαιναν παλιότερα οι πολεμικές επιχειρήσεις. Απαιτούν την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων αγαθών (με πίστωση και φοροελαφρύνσεις για ιδιωτικές επενδύσεις, ώστε να διευκολυνθεί η ροή μετρητών για την πληρωμή των τραπεζιτών). Αυτή η μεταφορά χώρου, των δημόσιων κοινωφελών επιχειρήσεων ως οικονομική λεία και συμβολή στις οικονομίες των πιστωτών, κάνει την δημοσιονομική λιτότητα να θυμίζει πόλεμο, ειδικά σε ό,τι αφορά τα αποτελέσματα της. Ο Σωκράτης είπε ότι η άγνοια είναι η ρίζα όλων των κακών, διότι κανείς δεν είναι από πρόθεση κακός. Αλλά το οικονομικό «φάρμακο» που οδηγεί τους δανειολήπτες στη φτώχεια και στο αναγκαστικό ξεπούλημα του δημόσιου τομέα έχει γίνει κοινωνικά αποδεκτή γνώση, που διδάσκεται σήμερα στις σχολές διοίκησης επιχειρήσεων. Θα περίμενε κανείς ότι έπειτα από πενήντα χρόνια προγραμμάτων λιτότητας και ξεπουλημάτων με ιδιωτικοποιήσεις για την αποπληρωμή χρεών, ο κόσμος θα είχε μάθει αρκετά για τις αιτίες και τις συνέπειες. Ο τραπεζικός κλάδος διαλέγει σκόπιμα να βρίσκεται σε άγνοια. Η «Αποδεκτή πρακτική» ενισχύεται από βραβεία Νόμπελ Οικονομικών, ώστε να υπάρχει ένας μανδύας εύλογης δυνατότητας άρνησης όταν οι αγορές «αναπάντεχα» γεμίσουν τρύπες και νέες επενδύσεις μπλοκαριστούν ως αποτέλεσμα των ελλειμματικών οικονομιών, ενώ ο πλούτος συσσωρεύεται στην κορυφή της οικονομικής πυραμίδας. Στο φίλο μου Ντέιβιντ Κέλευ αρέσει να επαναλαμβάνει το μοτο της Molly Ivin: « Είναι δύσκολο να πείσεις τους ανθρώπους ότι τους σκοτώνεις για το δικό τους καλό». Η προσπάθεια της Ε.Ε. να κάνει κάτι τέτοιο δεν πέτυχε στην Ισλανδία. Και όπως στην Ισλανδία, οι έλληνες διαδηλωτές πήραν τη δόση της νεοφιλελεύθερης «διδαχής», σύμφωνα με την οποία η λιτότητα, η ανεργία και η συρρίκνωση των αγορών ανοίγουν δρόμους προς την ευημερία και όχι προς τη βαθύτερη φτώχεια. Πρέπει, έτσι, να αναρωτηθούμε: τι είναι αυτό που κάνει τις κεντρικές τράπεζες να προάγουν στενόμυαλους διαχειριστές, που ακολουθούν τις διαταγές και τη λογική ενός συστήματος που επιβάλλει άσκοπο «πόνο» και σπατάλη – κι όλα αυτά για να πετύχει την ξεπερασμένη εμμονή του να μη χάσουν οι τράπεζες λεφτά; Κάποιος θα μπορούσε να συμπεράνει ότι οι νέοι κεντρικοί σχεδιαστές της Ε.Ε. (αυτό δεν είναι αυτό που ο Χάγιεκ αποκαλούσε «Δρόμο προς το Σέρφντομ»;) συμπεριφέρονται σαν ταξικοί αγωνιστές, απαιτώντας τα βάρη των απωλειών να μετακληθούν σε οικονομίες με τη μορφή του χρέους και επιτρέποντας στους πιστωτές να επωφεληθούν από τη δημόσια περιουσία. Λες και κάτι τέτοιο δεν θα κάνει τα πράγματα χειρότερα. Αυτή η σκληρή γραμμή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας υποστηρίζεται από τον Γκέιθνερ, Γραμματέα του Θησαυροφυλακίου των ΗΠΑ, ώστε τα αμερικανικά ιδρύματα να επωφεληθούν από τα παράπλευρα παιχνίδια που έχουν στηθεί. Πρόκειται για μια επανάληψη της επέμβασης του Γκέιθνερ στην διαχείριση του ιρλανδικού χρέους. Το αποτέλεσμα είναι ότι εισερχόμαστε σε μια εντελώς παράλογη περιοχή όταν η ΕΚΤ και το Θησαυροφυλάκιο επιμένουν στην «οικειοθελή επαναδιαπραγμάτευση», με το επιχείρημα ότι κάποια τράπεζα μπορεί να έχει πάρει όλων των ειδών τα ρίσκα προσφέροντας επενδυτικές διευκολύνσεις που θα μπορούσαν να την κάνουν να χάσει τόσα πολλά χρήματα, έτσι ώστε ακόμη ένας δανεισμός να είναι αναγκαίος. Λες και ο τζόγος είναι οικονομικά αναγκαίος και όχι απλά ένα γεγονός που συμβαίνει στο Λας Βέγκας. Γιατί όμως αυτό πρέπει να απασχολεί τους Έλληνες; Πρόκειται για ένα ενδο- ευρωπαϊκό τραπεζικό ρυθμιστικό ζήτημα. Για να ξεπεραστεί το πρόβλημα, η ΕΚΤ λέει στην Ελλάδα να ξεπουλήσει τα δικαιώματα ύδρευσης και αποχέτευσης, τα λιμάνια, τα νησιά και άλλες δημόσιες υποδομές. Όλα αυτά φτιάχνουν ένα σκηνικό οικονομικού θεάτρου του παραλόγου. Βεβαίως κάποια μεμονωμένα συμφέροντα πάντα επωφελούνται από τον παραλογισμό του συστήματος, όσο κοινότοπη διαπίστωση κι αν είναι αυτή. Οι οικονομικές αγορές ήδη έχουν επενδύσει στην προσδοκία ότι η Ελλάδα θα αθετήσει τις υποχρεώσεις της στο τέλος. Το ερώτημα είναι απλά πότε. Οι τράπεζες εκμεταλλεύονται το χρόνο για να κερδίσουν όσα περισσότερα μπορούν και να μεταφέρουν τις απώλειες στην ΕΚΤ, την Ε.Ε και το Δ.Ν.Τ. – «δημόσια» ιδρύματα, τα οποία έχουν μεγαλύτερη αναμοχλευτική ικανότητα σε σχέση με ιδιώτες πιστωτές. Έτσι οι τραπεζίτες γίνονται χορηγοί του παραλογισμού – και των κακών οικονομικών πρακτικών που καθιερώθηκαν τόσο ανεύθυνα από τους εισηγητές τους και ένθερμους υποστηρικτές της κοινοτοπίας του κακού. Στην πραγματικότητα δεν έχει σημασία αν τα ονόματα τους είναι Τρισέ, Γκέιθνερ ή Παπανδρέου. Οι μάζες των ελλήνων που διαδηλώνουν μπροστά στο Κοινοβούλιο στην πλατεία Συντάγματος συμβάλλουν ομόλογα στην «Αραβική άνοιξη». Αλλά τί είναι αυτό που πραγματικά μπορούν να κάνουν όσο η αστυνομία και ο στρατιωτικές δυνάμεις είναι με το μέρος της κυβέρνησης, που με τη σειρά της είναι με το μέρος των ξένων πιστωτών; Η πιο αποτελεσματική τακτική είναι το αίτημα για εθνικό δημοψήφισμα για την αποδοχή ή μη των όρων του ΔΝΤ για λιτότητα, φορολογικές αυξήσεις, περικοπές στις δημόσιες δάπανες και ξεπούλημα. Με αυτόν τον τρόπο, ο πρόεδρος της Ιρλανδίας εμπόδισε την σοσιαλδημοκρατική ηγεσία να στείλει την οικονομία στον όλεθρο. Η μόνη νόμιμη βάση για την απαίτηση πληρωμών από τις γαλλικές και γερμανικές τράπεζες είναι η δημόσια αποδοχή και η συναίνεση για μια τέτοια πολιτική. Αλλιώς, η επιβολή του χρέους μπορεί να εκληφθεί ως μια πράξη οικονομικού πολέμου. Οι εθνικές οικονομίες έχουν το δικαίωμα να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους απέναντι σε τέτοια επίθεση. Tο διεθνές νομικό πλαίσιο απαγορεύει στα έθνη να μεταχειρίζονται τους ομοεθνείς τους διαφορετικά από τους ξένους, έτσι ώστε όλα τα χρέη των ειδικών κατηγοριών να διαγραφούν για να δημιουργήσουν ένα «Ξεκαθάρισμα λογαριασμών». Η Γερμανική Νομισματική Μεταρρύθμιση του 1947, που επιβλήθηκε από τις δυνάμεις των συμμάχων, είναι το πιο επιτυχημένο ξεκαθάρισμα λογαριασμών στη σύγχρονη εποχή. Η απελευθέρωση της γερμανικής οικονομίας από το χρέος (συμπεριλαμβανομένων και των αποζημιώσεων στην Ελλάδα για τον όλεθρο του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου) έγινε η βάση για το οικονομικό θαύμα αυτού του έθνους. Δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται μια τέτοια πρόταση προς την Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια του τρίτου αιώνα π.χ., οι βασιλιάδες της Σπάρτης Άγης και Κλεομένης επιδίωξαν μια διαγραφή χρέους, όπως έκανε και ο Ναυής μετά από αυτούς. Ο Πλούταρχος διηγείται την ιστορία και εξηγεί την τραγική έκβαση αυτής της πολιτικής. Απόντες ιδιοκτήτες που είχαν δανειστεί για να αγοράσουν γη υποστήριξαν τη διαγραφή χρέους, κερδίζοντας ένα τεράστιο πλεονέκτημα. Κάπως έτσι θα ήταν η υπόθεση σε καιρούς περασμένους. Τώρα, όμως, το μεγαλύτερο μέρος είναι χρέος υποθήκης. Φανταστείτε τι θα μπορούσε να προκαλέσει μια διαγραφή χρέους στους Ντοναλντ Τραμπ της οικονομίας – έχοντας εξασφαλίσει ιδιοκτησία με πίστωση και ελάχιστο μέρος δικής τους επένδυσης, ξαφνικά να μη χρωστάνε τίποτα στις τράπεζες! Ο στόχος της οικονομικής και δημοσιονομικής μεταρρύθμισης πρέπει να είναι η απελευθέρωση της οικονομίας από τα περιττά και, από τεχνολογικής σκοπιάς, «αχρείαστα» επιπρόσθετα βάρη. Για να αποφύγουμε να δώσουμε «έτοιμη τροφή» σε απόντες κεφαλαιούχους, η διαγραφή χρέους θα πρέπει να συμβαδίσει με μια πολιτική «φορολογημένης ενοικίασης». Ο δημόσιος τομέας θα αποκομίσει, έτσι, την αξία ενοικίασης της γης στη πραγματική δημοσιονομική της βάση. Αυτός ήταν και ο βασικός στόχος που έθεταν οι οικονομολόγοι της ελεύθερης αγοράς τον 19ο αιώνα: φόρος γης – και φυσικά μονοπώλια – αντί για φορολόγηση εργασίας και παραγωγικών αγαθών. Ο σκοπός ήταν να παραμείνουν προς όφελος της κοινωνίας οι πόροι που δημιουργούσαν η φύση και οι δημόσιες υποδομές. Έναν αιώνα πριν, υπήρχε η άποψη ότι τα μονοπώλια που τώρα διεκδικούν ιδιώτες θα έπρεπε να ανήκουν αποκλειστικά στο δημόσιο τομέα. Αλλιώς, αν έμεναν στο δημόσιο τομέα, οι τιμές θα πρέπει να ρυθμίζονται, ώστε να παραμένουν στα ίδια επίπεδα με τα πραγματικά κόστη παραγωγής. Ενώ όπου ιδιώτες είχαν ήδη κατακτήσει τίτλους ιδιοκτησίας γης, ορυχείων ή μονοπωλίων, τα έσοδα που αποκόμιζαν από τα προνομία ιδιοκτησίας φορολογούνταν αυστηρά. Ανάλογα φορολογούνταν όλα τα οικονομικά οφέλη που προέκυπταν για τις τράπεζες από τη δημιουργία τόκων. Ο δρόμος για το χαμηλότερο κόστος είναι η μείωση της «κακής» φορολογίας που προσθέτει στην τιμή της παραγωγής φορολογία πωλήσεων και φορολογία υπεραξίας. Αντίθετα, οι φόροι ενοικίασης συγκεντρώνουν την «έτοιμη τροφή», και αφήνουν λιγότερους πόρους διαθέσιμους για ενέχυρα στις τράπεζες, που κεφαλοποιούν εξυπηρετώντας το χρέος με υψηλότερο δανεισμό. Η μεταφορά της βαριάς φορολόγησης της εργασίας πάνω στην ιδιοκτησία θα μείωνε την τιμή προμήθειας της εργασίας και επίσης θα μειώσει την τιμή της στέγασης, η οποία έχει ανέβει υπερβολικά εξαιτίας των τραπεζικών πιστώσεων. Η φορολόγηση γης ήταν μία από τις θεμελιώδεις μεταρρυθμιστικές προτάσεις τον 18ο και τον 19ο αιώνα από τον Άνταμ Σμιθ και τον Τζον Στιούαρτ Μιλ ως τους αμερικάνους μεταρρυθμιστές της προοδευτικής περιόδου. Ο σκοπός ήταν η απελευθέρωση των αγορών από τα κληρονομικά προνόμια της αριστοκρατίας, τα οποία είχαν τις καταβολές τους από την μεσαιωνική περίοδο των κατακτήσεων των Βίκινγκ. Αυτό θα απελευθέρωνε τις αγορές από το «φεουδαλισμό», ισοσκελίζοντας τιμές με κοινωνικά αναγκαία κόστη της παραγωγής. Κάθε κυβέρνηση έχει το δικαίωμα να επιβάλλει φόρους, με την προϋπόθεση όμως ότι αντιμετωπίζει ισότιμα την ιδιωτική ιδιοκτησία με τις ξένες επενδύσεις. Ενός είδους «επανεθνικοποίηση» της γης και των υποδομών, με πλήρη φορολόγηση της αξίας της ενοικιαζόμενης γης, θα έφερνε πίσω στις ελληνικές αρχές όσα οι πιστωτές επιχειρούν να αρπάξουν. Αυτή η θεμελιώδης πρόταση των μεταρρυθμιστών του 19ου αιώνα θα μπορούσε να είναι η απάντηση των ελλήνων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Μπορούν να υπενθυμίσουν στον υπόλοιπο κόσμο ότι αυτό ήταν τελικά το ιδανικό των ελεύθερων αγορών, έτσι όπως εκφράστηκε από τον Άνταμ Σμιθ και τον Τζον Στιούαρτ Μιλλ στην Αγγλία, που χαρακτήρισε τις δημόσιες δαπάνες στις ΗΠΑ, τις ρυθμιστικές και φορολογικές πολιτικές την περίοδο της μεγάλης οικονομικής ευημερίας. Πόσο παράξενο (και θλιβερό) είναι ότι το κυβερνών σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα στην Ελλάδα, ο αρχηγός του οποίου είναι επικεφαλής της Δεύτερης Διεθνούς, έχει απορρίψει τρεις αιώνες οικονομικής μεταρρύθμισης. Δεν είναι κομμουνισμός. Είναι σοσιαλισμός ρεφορμιστικού τύπου, που εδώ και δύο δεκαετίες πολιτικής οικονομίας διαμόρφωσαν. Αλλά είναι το είδος των ελεύθερων αγορών εναντίον των οποίων αγωνίζεται η ΕΚΤ – έχοντας την υποστήριξη και την προτροπή του γραμματέα του Θησαυροφυλακίου των ΗΠΑ Γκέιθνερ. Ο Ομπάμα δεν λέει τίποτα, μεταθέτοντας την ευθύνη για την διαμόρφωση εθνικής οικονομικής πολιτικής στους γραφειοκράτες της Γουόλ Στριτ. Αυτό είναι κακό; Ή απλά παθητικό και αδιάφορο; Κάνει καμιά διαφορά, όταν τελικά μόνο το αποτέλεσμα μετράει; Για να συνοψίσουμε. Οι σκοποί της ξένης οικονομικής επέμβασης είναι ίδιοι με αυτούς της στρατιωτικής επίθεσης: γη και δημόσιος τομέας. Αλλά τα έθνη έχουν το δικαίωμα να φορολογήσουν τις αποδόσεις από την ενοικίαση και, επιπλέον, μια επιστροφή στην κεφαλαιουχική επένδυση. Αντίθετα προς τις απαιτήσεις της Ε.Ε για «εσωτερική υποτίμηση» (περικοπές μισθών) ως τρόπο μείωσης της τιμής της εργασίας για να γίνει πιο ανταγωνιστική, η υποβάθμιση της ποιότητας ζωής δεν είναι ο δρόμος της λύσης. Αυτή μειώνει την παραγωγικότητα της εργασίας, οδηγώντας σε ακόμη πιο μεγάλη ύφεση. Η ανάγκη για λαϊκό δημοψηφίσμα Κάθε κυβέρνηση έχει το δικαίωμα και, φυσικά, την πολιτική υποχρέωση να προστατεύσει την ευημερία και τη μακροζωία, ώστε να κρατήσει τον κόσμο στην χώρα του, αντί να τον οδηγήσει στο εξωτερικό ή να τον φέρει σε μια θέση εξάρτησης από δανειστές. Στην καρδιά της οικονομικής δημοκρατίας εδράζεται η αρχή ότι κανένα κυρίαρχο έθνος δεν μπορεί να υποχρεώνεται να ξεπουλήσει το δημόσιο τομέα του ή τους φόρους του, και συνολικά την οικονομική του ευημερία και τη μελλοντική του ζωή στους ξένους ή στην εγχώρια τάξη των κεφαλαιοκρατών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Ισλανδία ψήφισε «Όχι» στο δημοψήφισμα για το χρέος. Τώρα η οικονομία της ανακάμπτει. Η Ιρλανδία ψήφισε «Ναι» και τώρα αντιμετωπίζει μια νέα «Μεγάλη Μετανάστευση», ανάλογη με εκείνη που προκάλεσαν η φτώχεια και η πείνα κατά τα μέσα του 19ου αιώνα. Αν η Ελλάδα δεν τραβήξει μία γραμμή, τότε αυτό θα είναι μια νίκη για την τακτική της οικονομικής και δημοσιονομικής επέμβασης με πρόφαση την αποπληρωμή του χρέους. Η οικονομία έχει γίνει ο διαδεδομένος τρόπος πολεμικής επίθεσης του 21ου αιώνα. Ο στόχος είναι η εξασφάλιση γης και δημόσιων υποδομών για τις ελίτ που είναι στην εξουσία. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, χρησιμοποιείται το «μέσο» της ανάγκης αποπληρωμής ενός χρέους και έτσι αποφεύγονται θυσίες ζωών από τις δυνάμεις επέμβασης - με την προϋπόθεση ότι οι χρεωμένες χώρες αποδέχονται αδιαμαρτύρητα την πτώχευση τους. Αν όμως δεν γίνει δημοψήφισμα, η εθνική οικονομία δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανή να πληρώσει το οφειλόμενο χρέος ακόμη και στους «κύριους» πιστωτές της, όπως το Δ.Ν.Τ και η Ε.ΚΤ. Αγαθά που ιδιωτικοποιούνται εξαιτίας της επιμονής μιας ξένης τράπεζας, θα μπορούσαν να επανεθνικοποιηθούν. Και όσο τα κράτη που δέχονται επίθεση διατηρούν το δικαίωμα να μηνύουν αυτούς που τους επιτίθενται, τόσο η Ελλάδα μπορεί να υποβάλει μήνυση για την αρνητική κατάσταση που δημιουργήθηκε στο εσωτερικό της εξαιτίας ης ανεργίας, της απώλειας εισροών, της διαρροής πληθυσμού και κεφαλαίου. Η ελληνική οικονομία δεν θα ανακάμψει με καμία από τις πρακτικές που εισηγείται η ΕΚΤ. Οι τράπεζες θα πάρουν τα λεφτά. Θα θελήσουν να τα δανείσουν εκ νέου στους αγοραστές γης, στα μονοπώλια και σε άλλες δημόσιες ιδιοκτησίες που ζητούν από την Ελλάδα να ιδιωτικοποιήσει. Οι αμοιβές χρήστη που αποκομίζουν (επιβαρύνοντας χωρίς αμφιβολία την διαδικασία, για να καλύψουν τα διάφορα συμφέροντα και να αμείψουν τους εαυτούς τους το ίδιο καλά με όσο τους αμείβει μια ιδιωτικοποιημένη ιδιοκτησία), θα αποπληρωθούν προς το συμφέρον τους. Αυτό δε μοιάζει με στρατιωτική οικονομική συνεισφορά; Η Μάργκαρετ Θάτσερ συνήθιζε να λέει «Δεν υπάρχει εναλλακτικός δρόμος». Όμως φυσικά και υπάρχει. Η Ελλάδα μπορεί απλά να αρνηθεί το ξεπούλημα των υπηρεσιών και την απόδοση τόσων οικονομικών προνομίων στους πιστωτές. Τι έχουν να πουν οι σύντροφοι του Παπανδρέου στην Σοσιαλιστική Διεθνή για όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα; Υποθέτω πως είναι ξεκάθαρο ότι η παλιά Σοσιαλιστική Διεθνής έχει πεθάνει, δεδομένου ότι ο Παπανδρέου είναι ο αρχηγός της σε τελική ανάλυση. Αυτό που περνιέται για σοσιαλισμός σήμερα είναι διαμετρικά αντίθετο με τις μεταρρυθμίσεις που προωθήθηκαν στο όνομα του σοσιαλισμού έναν αιώνα νωρίτερα, την περίοδο πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και τα εργατικά κόμματα σήμερα έχουν οδηγηθεί στο δρόμο των ιδιωτικοποιήσεων στην κεφαλαιοποίηση των οικονομιών τους, υπό όρους που αποκλείουν το ενδεχόμενο αναβάθμισης της ποιότητας ζωής. Το αποτέλεσμα αναμένεται να είναι μια διεθνής πολιτική αναδιάταξη. Η οικονομική λιτότητα δεν μπορεί, τελικά, να διασφαλίσει τις απαιτήσεις των δανειστών Το απόγευμα της Πέμπτης, ο δείκτης Dow, έχοντας πέσει 230 πόντους, παραλίγο να φτάσει στο σημείο να χάσει «μόνο» 60 πόντους, και μόνο με τις φήμες ότι η Ελλάδα συναίνεσε στο σχέδιο λιτότητας του ΔΝΤ. Αλλά τι είναι η Ελλάδα; Είναι η κυβέρνηση μόνη της; Σίγουρα δεν είναι ούτε μόνο το κοινοβούλιο ολόκληρο. Θα δώσει το κοινοβούλιο ψήφο στη λιτότητα ενάντια στο δημόσιο συμφέρον, με την αποδοχή της λιτότητας και των ιδιωτικοποιήσεων; Μόνο ένα δημοψήφισμα μπορεί να επιτρέψει στην Ελλάδα να αποπληρώσει τα νέα χρέη διά της λιτότητας. Μόνο ένα δημοψήφισμα μπορεί να εμποδίσει την επανεθνικοποίηση της δημόσιας περουσίας που έχει ιδιωτικοποιηθεί. Μια τέτοια μετάβαση δεν είναι νόμιμη σύμφωνα με τις κοινά αποδεκτές θεμελιώδεις αρχές της πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας. Και σε κάθε περίπτωση, μια φορολογημένη ενοικίαση μπορεί να πάρει πίσω για την ελληνική οικονομία όλα όσα οι πιστωτές επιχειρούν να αρπάξουν. Η ιστορία είναι γεμάτη με διδακτικά παραδείγματα. Οι τοπικές ολιγαρχίες προέτρεψαν την Ρώμη να επιτεθεί στη Σπάρτη, που τελικά ανέτρεψε τους βασιλιάδες και τον διάδοχο τους Ναβή (ο οποίος ήταν επίσης βασιλικής καταγωγής). Στη συνέχεια, η Ρώμη ηγήθηκε μιας ολιγαρχικής αυτοκρατορίας, χρησιμοποιώντας βία και δολοφονώντας τους δημοκράτες μεταρρυθμιστές, όπως τους αδερφούς Γκράτσι, βυθίζοντας την περιοχή σε έναν αιώνα εμφυλίου πολέμου. Τα συμφέροντα των πιστωτών κατέληξαν να βρίσκονται υπό πλήρη έλεγχο και οι επίμονες και ιδιοτελείς αναζητήσεις τους βύθισαν τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία σε μια μαύρη, οικονομικά και κοινωνικά, περίοδο. Ας ελπίσουμε ότι το αποτέλεσμα δεν θα είναι τόσο ολέθριο στη σημερινή εποχή. Θα υπάρξει αντιπαράθεση, αλλά κυρίως στην οικονομική και δημοσιονομική σφαίρα, και όχι στην στρατιωτική. Ο αγώνας μπορεί να κερδηθεί μόνο με την κατανόηση της «μαγείας του κοινού συμφέροντος» και της κοινωνικής αναγκαιότητας για την υπαγωγή των συμφερόντων των πιστωτών σε αυτά της «πραγματικής» οικονομίας στο σύνολο της. Αλλά για να γίνει αυτό δυνατό, η ίδια η οικονομική θεωρία πρέπει να ξεφύγει από τη σημερινή μετα – κλασική και νεοφιλελεύθερη κοινοτοπία της. Ο Μαικλ Χάντσον είναι πρώην οικονομολόγος της Γουόλ Στριτ και διακεκριμένος ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μιζούρι στο Κάνσας. Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων, συμπεριλαμβανομένων των «Υπερ – ιμπεριαλισμός: Η οικονομική στρατηγική της αμερικανικής αυτοκρατορίας» και «Εμπόριο, Ανάπτυξη και ξένο χρέος: Μια ιστορία θεωριών πόλωσης» Μετάφραση: Αλίκη Κοσυφολόγου Πηγή: Counterpunch Μάικλ Χάντσον REDNotebook |