Του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου *
Δεν κυβερνούμε, δεν αποφασίζουμε, δεν συμμετέχουμε καν στην διαδικασία διαχείρισης του πλούτου που παράγουμε, ούτε στην διαμόρφωση της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας στην χώρα μας. Βιώνουμε την απόλυτη εθνική ομηρία και κοινωνική εξαθλίωση. Η Ελλάδα κατάντησε σκουπίδι. Το τσαλακωμένο τενεκεδάκι στον ευρωμονόδρομο, που ο ένας θέλει να κλωτσήσει αριστερά και ο άλλος δεξιά για να συνεχιστεί η διεθνής νομιμοποιητική διαδικασία του αντιπληθωρισμού, ως μοντέλου Νέας Ηγεμονίας στην Ευρώπη. Ή το σκουπίδι που η Γερμανική κυβέρνηση και η βιομηχανική ελίτ της Ευρώπης σπρώχνει με το πόδι κάτω από το χαλάκι.
Ποιος όμως κατάντησε την Ελλάδα
σκουπίδι; Μα όλοι αυτοί που την οδήγησαν στην πτώχευση εντός του ευρώ
και που σήμερα τα δίνουν όλα και τα κάνουν όλα εις βάρος της κοινωνίας
και της αγοράς για να πάρουν την «δόση». Τα τελευταία τρία - τέσσερα
χρόνια γίναμε μάρτυρες μιας διαδικασίας κατά την οποία ένα προβληματικό
καθεστώς ηγεμονίας με την μορφή κράτους της ΕΕ, διολίσθησε από το
αμφιλεγόμενο κοινωνικο- οικονομικό στάτους του στο στάτους «σκουπίδι».
Δεν μετατράπηκαν απλώς οι μετοχές του ελληνικού κράτους σε σκουπίδια,
αλλά έγινε το ίδιο το κράτος και η ελληνική πολιτεία που το ορίζει,
σκουπίδι. Για τα σκουπίδια και το κοινοβουλευτικό μας πολίτευμα. Για τα
σκουπίδια και οι θεσμοί που ορίζουν το Κράτος Δίκαιου. Και ο λαός; Το
πείραμα φτωχοποίησης, εσωτερικής υποτίμησης και υπερεθνικού ελέγχου
έδειξε ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ως προς την Ελλάδα υπήρξε
«ορθή»: μετέτρεψε ταχύτατα τον λαό σε αγανακτισμένο ή παράλυτο
λαουτζίκο. Βόλευε και η γενικότερη κοινωνική διάρθρωση στην Ελλάδα.
Εξυπηρετούσε και ο τρέχων καταναλωτικός πολιτισμός και το παραγωγικό της
μοντέλο. Ο ελεεινός ξεπεσμός της αρχοντοχωριάτισσας, διαπλεκόμενης
αστικής τάξης της χώρας και ο κοινωνικός μύθος που κυριαρχούσε στα
μεσαία στρώματα. Εξυπηρετούσε και η σχέση εθνικιστικής
ιστορίας-αντικειμενικής ιστορικής διαδρομής, του νεοελληνικού κράτους.
Όλα και όλοι οι παράγοντες πολιτικής ισχύος λες και συνέπρατταν (συνέπραξαν) για την μετατροπή της χώρας μας σε σκουπίδι στον κόσμο των διεθνών πολιτικών. Ένα πολύτιμο σκουπίδι! Από πιόνι – όπως εξηγούσα – σε σκουπίδι μεγάλης, ωστόσο, γεωοστρατηγικής αξίας. Μόνον που αυτή η αξία είναι απολύτως σχετική και συγκυριακή. Δεν ήταν λίγες οι φορές στην ιστορία όπου η μετατροπή μιας χώρας σε σκουπίδι υπήρξε μηχανισμός μεγέθυνσης της αξίας της στον κόσμο του διεθνούς ανταγωνισμού. Η μετατροπή ενός κράτους σε σκουπίδι δεν ισοδυναμεί με χαμηλή αξία ως προς αυτό καθ΄ εαυτό το κράτος στον κόσμο των διεθνών σχέσεων, αλλά εκφράζει αποκλειστικά την εξευτελιστική αξία όσων ορίζουν την πολιτεία του, την οικονομία του και την κοινωνία του. Τα κράτη σκουπίδια, σαν την σημερινή Ελλάδα, είναι άχρηστα και ενοχλητικά ως προς την εσωτερική τους δομή και όχι ως γεωπολιτικές οντότητες ενταγμένες σε διαφορετικά γεωστρατηγικά συμφέροντα. Όσο περισσότερο σε σκουπίδι μετατραπεί κοινωνικά, πολιτειακά και με όρους αγοράς η Ελλάδα, τόσο θα αυξάνεται η γεωστρατηγική της αξία, στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού και τόσο περισσότερο θα κλονίζονται οι όροι ασφαλείας με τους οποίους μάθαμε να ζούμε και να υπολογίζουμε εμείς οι Έλληνες, μετά τον τελευταίο Παγκόσμιο Πόλεμο και την διαίρεση της Ευρώπης σε ουσιαστικά δύο στρατόπεδα.
Αυτά οφείλω να τα διατυπώσω καθαρά, βοηθώντας ίσως κάποιους να καταλάβουν την μετριοπαθή στάση που κράτησα όλη αυτήν την περίοδο, με προτάσεις που κατέτειναν στην αύξηση της ισχύος της χώρας κυρίως σε διπλωματικό, διαπραγματευτικό επίπεδο, έτσι ώστε να μην μετατραπεί η χώρα σε σκουπίδι. Υπήρχαν τεράστιες δυνατότητες, τις οποίες όμως δεν μπορούσε να αξιοποιήσει η εγκλωβισμένη στην τυφλά υποτακτική, φοβική, εθελόδουλη, διαπλεκόμενη, μεταπρατική ή κρατικοδίαιτη εργολαβική κουλτούρα και πρακτική της, αστική τάξη της Ελλάδας και ο δικομματισμός που την εξέφραζε και διακονούσε πολιτικά. Δυστυχώς, όμως, η προσέγγιση αυτή ήταν απολύτως ξένη και ως προς την κοσμοαντίληψη και κουλτούρα ενός σημαντικού μέρους του εργατικού κινήματος και των πολιτικών του φορέων. Μάλλον ως προς αυτό δεν ευθύνεται η ιδεολογία, ούτε καν ο δογματισμός, αλλά η στρεβλή αντίληψη του πολιτικού φαινομένου στο σύνολό του και η ανικανότητα μελέτης της ιστορίας «ηγεμονιών-κινημάτων» στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού. Μια μερίδα κομμουνιστών για παράδειγμα, ενώ παπαγαλίζει τσιτάτα του Λένιν, δεν δίνει καμιά προσοχή στη μελέτη των διπλωματικών του κινήσεων και της σχετικής στρατηγικής που εκπόνησε αρχικά σε συνεργασία με τον Τρότσκι. Επίσης με καθυστέρηση και δραματικές αμφιταλαντεύσεις ένα μέρος της αριστεράς φαίνεται να κατάλαβε ότι το παιχνίδι με την κρίση για την Ελλάδα σε αυτό το στάδιο, κρινόταν σε διαπραγματευτικό/διπλωματικό επίπεδο στο πλαίσιο ασφαλώς μιας συγκεκριμένης στρατηγικής, που στόχο θα είχε τον απεγκλωβισμό των ελληνικών πολιτικών από το συγκεκριμένο περιεχόμενο των «μνημονίων», που λειτουργούσαν σαν πολεμικά τελεσίγραφα με κεντρικό στοιχείο εκβίασης την «δόση»: πολλαπλής εκβίασης, τόσο των κυβερνήσεων, των επιχειρηματιών και της ευρύτερης διαπλοκής, όσο και του λαού.
Ευτυχώς πλέον, ένα μεγάλο τμήμα της προοδευτικής κοινωνίας, αλλά και κάμποσοι συντηρητικοί έξω από το φάσμα του δικομματισμού, καταλαβαίνουν τουλάχιστον το πολιτικό περιεχόμενο της «γλώσσας» που χρησιμοποιώ εγώ και ολοένα και περισσότεροι συμπολίτες μας σήμερα. Αρχίζουν πολλοί να καταλαβαίνουν πως η πολιτική ισχύς μιας κοινωνίας πηγάζει από την σχέση εργασίας-κεφαλαίου που εννοεί και υπηρετεί με την μορφή του πολιτικού αγώνα το κίνημα ανέργων- εργαζομένων, ενώ η πολιτική ισχύς του κράτους από την ικανότητα της ηγεσίας του να πολιτικοποιεί υπέρ του λαού, τις οικονομικές συνθήκες. Όσο μάλιστα αρνητικότερες είναι αυτές, τόσο μεγαλύτερη πολιτικοποίηση θα πρέπει να υπάρξει από την μεριά της ηγεσίας στον πλαίσιο του διεθνούς ηγεμονικού ανταγωνισμού. Αυτό απλά ονομάζεται διπλωματική/διαπραγματευτική δεινότητα, και τούτο είναι που αποκρυσταλλώνει στρατηγική για την εξυπηρέτηση ενός διπλού στόχου: να μην μεταβληθείς σε σκουπίδι ως κρατική/κυβερνητική και κοινοβουλευτική δομή και να μην απολέσεις τον έλεγχο της κοινωνικής δομής στο πλαίσιο ασφαλώς εξυπηρέτησης του κράτους ευημερίας και του δυναμικού εναρμονισμού κεφαλαίου-τεχνολογίας-εργασίας εντός της αγορά σου, η οποία βρίσκεται σε βαθειά ύφεση.
Αυτή η ικανότητα μοιάζει να απουσιάζει απολύτως από τους μοιραίους Συγκυβερνήτες στην Ελλάδα. Μάλιστα, ο πρωθυπουργός, όπως και ο Γ. Παπανδρέου, εμφανίζεται να κάνει ό, τι μπορεί ώστε ταχύτατα να αποστερήσει την πολιτική της χώρας από οποιοδήποτε ίχνος διεθνούς ισχύος. Ο κ. Σαμαράς, μάλιστα, δεν λειτουργεί καν ως πρωθυπουργός, αλλά ως νομιμοποιητικός παράγοντας σχέσεων και αποφάσεων που μετατρέπουν συνολικά χώρα και κοινωνία σε σκουπίδι στους διεθνείς ανέμους. Δηλώνει ότι η καλύτερη στρατηγική «διαπραγμάτευσης» είναι ή απόλυτη συμμόρφωση στις πρόνοιες ενός προγράμματος που αμφισβητείται από όλους ανεξαιρέτως τους εμπλεκόμενους στην εκπόνησή του και δείχνει να νοιάζεται μόνον για την υποσχόμενη δόση. Νοιάζεται δηλαδή αποκλειστικά να μην σκάσει στα χέρια του η βόμβα της γενικής στάσης πληρωμών και τίποτε άλλο. Ας σκάσει στον επόμενο, λίγο αργότερα! Και αυτό ονομάζεται υπευθυνότητα και εθνική πολιτική! Μάλλον σε αθλιότητα, στην πραγματικότητα φέρνει και ας πάψουμε να εθελοτυφλούμε, αναπαράγοντας την πλέον ελεεινή εθελοδουλία, την οποία βαπτίζουμε πρόστυχα σύνεση. Όχι, στην Ελλάδα σήμερα δεν κυβερνούν συντηρητικοί, προφασίζονται ότι κυβερνούν τα πολιτικά σκουπίδια! Μόνον αυτά θα είχαν την «ικανότητα» να υιοθετήσουν και να υπερασπισθούν την αφήγηση του «σκουπιδιάρη», αναπαριστώντας έναν ολόκληρο λαό ως επαίτη και μεταβάλλοντας την χώρα, μόνην αυτή μεταξύ των χρεοκοπημένων της ΕΕ, σε σκουπίδι.
Κοιτάξτε, τα πράγματα είναι απλά, αλλά ταυτόχρονα πολύ πολιτικά. Η χώρα δεν θα μεταβαλλόταν σε σκουπίδι, αν το παραδοσιακό κράτος πατρωνίας, για να συντηρήσει την διαπλεκόμενη δομή των πολιτικών και επιχειρηματικών σχέσεων και για να προσφέρει παρηγοριά στην εκλογική του πελατεία, δεν αντιλαμβάνονταν την χώρα σαν υπό χρεοκοπία επιχείρηση. Από την στιγμή που θα την δεις έτσι, υπονομεύεις, όχι μόνον το κράτος, αλλά ταυτόχρονα κοινωνία και εσωτερική αγορά. Ό, τι λειτουργεί για μια εταιρεία, δεν λειτουργεί για μια χώρα, έχουν δείξει οι επιφανέστεροι οικονομολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες και τούτο έχω προσεγγίσει εγώ ως πολιτική δομή, επιμένοντας ότι η στρατηγική «σοκ και δέος» της τρόικας καταστρέφει πρωτίστως την έννοια της εργασίας και την έννοια του κεφαλαίου ως συστατικά της κυριαρχικής αφήγησης του κράτους. Η αφήγηση της «δόσης» απλώς έρχεται ύπουλα και υποσυνείδητα να νομιμοποιήσει ως αναπόδραστος καταναγκασμός, τούτη την καταστροφή. Πλέον οι ίδιοι οι Έλληνες, ασχέτως αν είναι εργαζόμενοι ή επιχειρηματίες θα νοιώθουν και θα συμπεριφέρονται ως σκουπίδια. Και αυτό είναι η χειρότερη πολιτισμική εκτροπή ενός λαού που θα οδηγήσει σίγουρα σε πολιτικά τέρατα.
Η βιομηχανική ελίτ της Ευρώπης ακολούθησε μια «έξυπνη» πολιτική, αν την προσεγγίσεις σε βραχυχρόνιο διάστημα: Για να ενισχύσουν επενδύσεις και, άρα, την απασχόληση διατήρησαν σταθερό ή και μείωσαν εμμέσως το κόστος της εργασίας, επιδόθηκαν σε τεχνολογικές καινοτομίες με την ευρεία εισαγωγή της ρομποτικής και των αυτοματισμών, μεταφέροντας παράλληλα βήμα-βήμα το βάρος της φορολογίας από τις επιχειρήσεις στον καταναλωτή. Έτσι πέτυχαν σε μεγάλο βαθμό να καταστήσουν ελκυστικό το επιχειρηματικό περιβάλλον, εισάγοντας ταυτόχρονα πολιτικές στην αγορά εργασίας που αποσκοπούσαν στην μείωση της διαπραγματευτικής ικανότητας των εργαζομένων, πράγμα που αύξανε την πολιτική ισχύ του κεφαλαίου. Μόνον που στην μεταμοντέρνα Ευρώπη το κεφάλαιο δεν ανήκει στις βιομηχανικές επιχειρήσεις που το χρησιμοποιούν, αλλά σε ένα ολοκληρωμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα που ασκεί ηγεμονική πολιτική στις επιχειρήσεις. Η οικονομική φούσκα που διαρκώς παράγεται εξαιτίας της λειτουργίας αυτού του ολοκληρωμένου χρηματοπιστωτικού μηχανισμού, ο οποίος βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην θεσμική οντότητα της ευρωζώνης, καλύπτεται μέσω ενός οικονομικοψυχολογικού μοντέλου που απαιτεί διαρκώς διευρυνόμενη λιτότητα ως μορφή σταθεροποίησης των δημοσιονομικών, σε διαρκώς χαμηλότερο επίπεδο, με περιορισμό ασφαλώς των κοινωνικών δικαιωμάτων, ώστε να τονώνεται η ψυχολογία των επενδυτών.
Αυτό σχηματικά είναι το μοντέλο του Ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού, το οποίο ορίζει μια Νέα Ηγεμονία των Γερμανών, στο πλαίσιο του αντιπληθωρισμού. Αυτό είναι που προκαλεί σήμερα χρηματοπιστωτική και άρα παραγωγική κρίση στην περιφέρεια και ετούτο είναι που σε χώρες σκουπίδια, όπως η Ελλάδα, επιφέρει σοβαρή κρίση δημοκρατίας και εθνικού συμφέροντος, ενώ απειλεί πολιτεία και κοινωνία με διάλυση. Αυτό με τη σειρά του τροφοδοτεί με καύσιμη ύλη τον ρατσιστικό εθνικισμό, ενώ οδηγεί σε γεωπολιτική αποσταθεροποίηση. Για να αντιμετωπισθούν αυτά προβάλλει ως «ανάγκη» από την τοπική ελίτ, η εγκαθίδρυση ενός ακόμη αυταρχικότερου καθεστώτος και έτσι από την σκουπιδοποίηση της χώρας εισερχόμαστε στη φάση της σταθεροποίησής της ως υποτελούς πολιτείας υπό Υπερεθνικό έλεγχο μέσω μιας τυπικής αν και μεταμοντέρνας χούντας.
Η δική μου προσέγγιση είχε ως στόχο την αποτροπή αυτής ακριβώς της διαδρομής. Αναγνωρίζοντας το νόημα της στρατηγικής της κεντροευρωπαϊκής ελίτ και την πίεση που αυτή δεχόταν από το χρηματοπιστωτικό λόμπυ, επιχείρησα να υποστηρίξω πολικές που θα συνέθεταν μια εναλλακτική στρατηγική διαπραγμάτευσης του εθνικού συμφέροντος. Και τούτο, έχοντας στο μυαλό την διαρθρωτική ανεπάρκεια στη ζήτηση στην Ευρωζώνη, που αποτελεί την βασική πηγή ανισοτήτων. Μόνον εάν διαθέταμε ελληνική κυβέρνηση που θα καταλάβαινε αυτό το πρόβλημα και θα όριζε τις μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο αναδιανομής από πάνω προς τα κάτω, με χτύπημα των μονοπωλίων και μέτρα που θα αντέστρεφαν την μείωση του μεριδίου των εργαζομένων στην συνολικά παραγόμενη πίττα, διαμορφώνοντας παράλληλα παραγωγική διαλεκτική που θα ενίσχυε την εξαγωγική βιομηχανία στην χώρα, θα είχαμε κάποιες ελπίδες μέσω της διαπραγμάτευσης, να παραμείνουμε σε τροχιά ευρωπαϊκή. Τώρα, φίλοι, δεν έχουμε!
Θέλω να είμαι απόλυτα ειλικρινής: τα ελεεινά διλήμματα με τα οποία πολιτεύτηκε ο Γιώργος Παπανδρέου και τα οποία κατέληξαν στην απόλυτη χυδαιότητα του κ. Σαμαρά με το περίφημο «πάση θυσία στο ευρώ», είναι εκείνα που εξανέμισαν κάθε πιθανότητα να παραμείνει η χώρα ως παράγοντας ισχύος στα ευρωπαϊκά πράγματα. Αυτή η αχαρακτήριστη τακτική και η νοοτροπία που της δίνει πολιτικά χαρακτηριστικά αποτέλεσαν τα βασικά στοιχεία μιας πολιτικής αφήγησης σκουπιδιών. Από μόνο του το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα διολίσθησε στο φάσμα των σκουπιδιών, μετατρέποντας και την χώρα σε σκουπίδι. Ας μην παραπονιούνται, λοιπόν, όσοι διαπιστώνουν ότι οι διεθνείς παράγοντες που καθορίζουν την εξέλιξη της ελληνικής οικονομικής κρίσης, μας συμπεριφέρονται σαν να είμαστε σκουπίδια, στον βαθμό που οι ίδιοι από την αρχή της κρίσης υποστήριξαν αυτήν την διαλεκτική του σκουπιδότοπου. Το χειρότερο ίσως είναι ότι πολλοί από την αντίπερα όχθη που αγωνίστηκαν για την λαϊκή κυριαρχία και την εθνική αξιοπρέπεια, ανέπτυξαν μία αφήγηση θυματοποίησης και ψευδοεπανάστασης, συκοφαντώντας το προοδευτικό διαπραγματευτικό διακύβευμα. Δυστυχώς οι τελευταίοι πίστεψαν και ίσως ακόμη πιστεύουν, στην ισχύ των σκουπιδιών. Πράγματι, από τα σκουπίδια μπορεί να προκύψει τεράστια πολιτική δυναμική, μόνον που αυτήν εκμεταλλεύονται πάντα όσοι είναι έξω από την χωματερή και ελέγχουν το καθεστώς διαχείρισης των σκουπιδιών!
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
http://activistika.blogspot.gr/2012/11/blog-post_3397.html
Δεν κυβερνούμε, δεν αποφασίζουμε, δεν συμμετέχουμε καν στην διαδικασία διαχείρισης του πλούτου που παράγουμε, ούτε στην διαμόρφωση της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας στην χώρα μας. Βιώνουμε την απόλυτη εθνική ομηρία και κοινωνική εξαθλίωση. Η Ελλάδα κατάντησε σκουπίδι. Το τσαλακωμένο τενεκεδάκι στον ευρωμονόδρομο, που ο ένας θέλει να κλωτσήσει αριστερά και ο άλλος δεξιά για να συνεχιστεί η διεθνής νομιμοποιητική διαδικασία του αντιπληθωρισμού, ως μοντέλου Νέας Ηγεμονίας στην Ευρώπη. Ή το σκουπίδι που η Γερμανική κυβέρνηση και η βιομηχανική ελίτ της Ευρώπης σπρώχνει με το πόδι κάτω από το χαλάκι.
Όλα και όλοι οι παράγοντες πολιτικής ισχύος λες και συνέπρατταν (συνέπραξαν) για την μετατροπή της χώρας μας σε σκουπίδι στον κόσμο των διεθνών πολιτικών. Ένα πολύτιμο σκουπίδι! Από πιόνι – όπως εξηγούσα – σε σκουπίδι μεγάλης, ωστόσο, γεωοστρατηγικής αξίας. Μόνον που αυτή η αξία είναι απολύτως σχετική και συγκυριακή. Δεν ήταν λίγες οι φορές στην ιστορία όπου η μετατροπή μιας χώρας σε σκουπίδι υπήρξε μηχανισμός μεγέθυνσης της αξίας της στον κόσμο του διεθνούς ανταγωνισμού. Η μετατροπή ενός κράτους σε σκουπίδι δεν ισοδυναμεί με χαμηλή αξία ως προς αυτό καθ΄ εαυτό το κράτος στον κόσμο των διεθνών σχέσεων, αλλά εκφράζει αποκλειστικά την εξευτελιστική αξία όσων ορίζουν την πολιτεία του, την οικονομία του και την κοινωνία του. Τα κράτη σκουπίδια, σαν την σημερινή Ελλάδα, είναι άχρηστα και ενοχλητικά ως προς την εσωτερική τους δομή και όχι ως γεωπολιτικές οντότητες ενταγμένες σε διαφορετικά γεωστρατηγικά συμφέροντα. Όσο περισσότερο σε σκουπίδι μετατραπεί κοινωνικά, πολιτειακά και με όρους αγοράς η Ελλάδα, τόσο θα αυξάνεται η γεωστρατηγική της αξία, στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού και τόσο περισσότερο θα κλονίζονται οι όροι ασφαλείας με τους οποίους μάθαμε να ζούμε και να υπολογίζουμε εμείς οι Έλληνες, μετά τον τελευταίο Παγκόσμιο Πόλεμο και την διαίρεση της Ευρώπης σε ουσιαστικά δύο στρατόπεδα.
Αυτά οφείλω να τα διατυπώσω καθαρά, βοηθώντας ίσως κάποιους να καταλάβουν την μετριοπαθή στάση που κράτησα όλη αυτήν την περίοδο, με προτάσεις που κατέτειναν στην αύξηση της ισχύος της χώρας κυρίως σε διπλωματικό, διαπραγματευτικό επίπεδο, έτσι ώστε να μην μετατραπεί η χώρα σε σκουπίδι. Υπήρχαν τεράστιες δυνατότητες, τις οποίες όμως δεν μπορούσε να αξιοποιήσει η εγκλωβισμένη στην τυφλά υποτακτική, φοβική, εθελόδουλη, διαπλεκόμενη, μεταπρατική ή κρατικοδίαιτη εργολαβική κουλτούρα και πρακτική της, αστική τάξη της Ελλάδας και ο δικομματισμός που την εξέφραζε και διακονούσε πολιτικά. Δυστυχώς, όμως, η προσέγγιση αυτή ήταν απολύτως ξένη και ως προς την κοσμοαντίληψη και κουλτούρα ενός σημαντικού μέρους του εργατικού κινήματος και των πολιτικών του φορέων. Μάλλον ως προς αυτό δεν ευθύνεται η ιδεολογία, ούτε καν ο δογματισμός, αλλά η στρεβλή αντίληψη του πολιτικού φαινομένου στο σύνολό του και η ανικανότητα μελέτης της ιστορίας «ηγεμονιών-κινημάτων» στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού. Μια μερίδα κομμουνιστών για παράδειγμα, ενώ παπαγαλίζει τσιτάτα του Λένιν, δεν δίνει καμιά προσοχή στη μελέτη των διπλωματικών του κινήσεων και της σχετικής στρατηγικής που εκπόνησε αρχικά σε συνεργασία με τον Τρότσκι. Επίσης με καθυστέρηση και δραματικές αμφιταλαντεύσεις ένα μέρος της αριστεράς φαίνεται να κατάλαβε ότι το παιχνίδι με την κρίση για την Ελλάδα σε αυτό το στάδιο, κρινόταν σε διαπραγματευτικό/διπλωματικό επίπεδο στο πλαίσιο ασφαλώς μιας συγκεκριμένης στρατηγικής, που στόχο θα είχε τον απεγκλωβισμό των ελληνικών πολιτικών από το συγκεκριμένο περιεχόμενο των «μνημονίων», που λειτουργούσαν σαν πολεμικά τελεσίγραφα με κεντρικό στοιχείο εκβίασης την «δόση»: πολλαπλής εκβίασης, τόσο των κυβερνήσεων, των επιχειρηματιών και της ευρύτερης διαπλοκής, όσο και του λαού.
Ευτυχώς πλέον, ένα μεγάλο τμήμα της προοδευτικής κοινωνίας, αλλά και κάμποσοι συντηρητικοί έξω από το φάσμα του δικομματισμού, καταλαβαίνουν τουλάχιστον το πολιτικό περιεχόμενο της «γλώσσας» που χρησιμοποιώ εγώ και ολοένα και περισσότεροι συμπολίτες μας σήμερα. Αρχίζουν πολλοί να καταλαβαίνουν πως η πολιτική ισχύς μιας κοινωνίας πηγάζει από την σχέση εργασίας-κεφαλαίου που εννοεί και υπηρετεί με την μορφή του πολιτικού αγώνα το κίνημα ανέργων- εργαζομένων, ενώ η πολιτική ισχύς του κράτους από την ικανότητα της ηγεσίας του να πολιτικοποιεί υπέρ του λαού, τις οικονομικές συνθήκες. Όσο μάλιστα αρνητικότερες είναι αυτές, τόσο μεγαλύτερη πολιτικοποίηση θα πρέπει να υπάρξει από την μεριά της ηγεσίας στον πλαίσιο του διεθνούς ηγεμονικού ανταγωνισμού. Αυτό απλά ονομάζεται διπλωματική/διαπραγματευτική δεινότητα, και τούτο είναι που αποκρυσταλλώνει στρατηγική για την εξυπηρέτηση ενός διπλού στόχου: να μην μεταβληθείς σε σκουπίδι ως κρατική/κυβερνητική και κοινοβουλευτική δομή και να μην απολέσεις τον έλεγχο της κοινωνικής δομής στο πλαίσιο ασφαλώς εξυπηρέτησης του κράτους ευημερίας και του δυναμικού εναρμονισμού κεφαλαίου-τεχνολογίας-εργασίας εντός της αγορά σου, η οποία βρίσκεται σε βαθειά ύφεση.
Αυτή η ικανότητα μοιάζει να απουσιάζει απολύτως από τους μοιραίους Συγκυβερνήτες στην Ελλάδα. Μάλιστα, ο πρωθυπουργός, όπως και ο Γ. Παπανδρέου, εμφανίζεται να κάνει ό, τι μπορεί ώστε ταχύτατα να αποστερήσει την πολιτική της χώρας από οποιοδήποτε ίχνος διεθνούς ισχύος. Ο κ. Σαμαράς, μάλιστα, δεν λειτουργεί καν ως πρωθυπουργός, αλλά ως νομιμοποιητικός παράγοντας σχέσεων και αποφάσεων που μετατρέπουν συνολικά χώρα και κοινωνία σε σκουπίδι στους διεθνείς ανέμους. Δηλώνει ότι η καλύτερη στρατηγική «διαπραγμάτευσης» είναι ή απόλυτη συμμόρφωση στις πρόνοιες ενός προγράμματος που αμφισβητείται από όλους ανεξαιρέτως τους εμπλεκόμενους στην εκπόνησή του και δείχνει να νοιάζεται μόνον για την υποσχόμενη δόση. Νοιάζεται δηλαδή αποκλειστικά να μην σκάσει στα χέρια του η βόμβα της γενικής στάσης πληρωμών και τίποτε άλλο. Ας σκάσει στον επόμενο, λίγο αργότερα! Και αυτό ονομάζεται υπευθυνότητα και εθνική πολιτική! Μάλλον σε αθλιότητα, στην πραγματικότητα φέρνει και ας πάψουμε να εθελοτυφλούμε, αναπαράγοντας την πλέον ελεεινή εθελοδουλία, την οποία βαπτίζουμε πρόστυχα σύνεση. Όχι, στην Ελλάδα σήμερα δεν κυβερνούν συντηρητικοί, προφασίζονται ότι κυβερνούν τα πολιτικά σκουπίδια! Μόνον αυτά θα είχαν την «ικανότητα» να υιοθετήσουν και να υπερασπισθούν την αφήγηση του «σκουπιδιάρη», αναπαριστώντας έναν ολόκληρο λαό ως επαίτη και μεταβάλλοντας την χώρα, μόνην αυτή μεταξύ των χρεοκοπημένων της ΕΕ, σε σκουπίδι.
Κοιτάξτε, τα πράγματα είναι απλά, αλλά ταυτόχρονα πολύ πολιτικά. Η χώρα δεν θα μεταβαλλόταν σε σκουπίδι, αν το παραδοσιακό κράτος πατρωνίας, για να συντηρήσει την διαπλεκόμενη δομή των πολιτικών και επιχειρηματικών σχέσεων και για να προσφέρει παρηγοριά στην εκλογική του πελατεία, δεν αντιλαμβάνονταν την χώρα σαν υπό χρεοκοπία επιχείρηση. Από την στιγμή που θα την δεις έτσι, υπονομεύεις, όχι μόνον το κράτος, αλλά ταυτόχρονα κοινωνία και εσωτερική αγορά. Ό, τι λειτουργεί για μια εταιρεία, δεν λειτουργεί για μια χώρα, έχουν δείξει οι επιφανέστεροι οικονομολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες και τούτο έχω προσεγγίσει εγώ ως πολιτική δομή, επιμένοντας ότι η στρατηγική «σοκ και δέος» της τρόικας καταστρέφει πρωτίστως την έννοια της εργασίας και την έννοια του κεφαλαίου ως συστατικά της κυριαρχικής αφήγησης του κράτους. Η αφήγηση της «δόσης» απλώς έρχεται ύπουλα και υποσυνείδητα να νομιμοποιήσει ως αναπόδραστος καταναγκασμός, τούτη την καταστροφή. Πλέον οι ίδιοι οι Έλληνες, ασχέτως αν είναι εργαζόμενοι ή επιχειρηματίες θα νοιώθουν και θα συμπεριφέρονται ως σκουπίδια. Και αυτό είναι η χειρότερη πολιτισμική εκτροπή ενός λαού που θα οδηγήσει σίγουρα σε πολιτικά τέρατα.
Η βιομηχανική ελίτ της Ευρώπης ακολούθησε μια «έξυπνη» πολιτική, αν την προσεγγίσεις σε βραχυχρόνιο διάστημα: Για να ενισχύσουν επενδύσεις και, άρα, την απασχόληση διατήρησαν σταθερό ή και μείωσαν εμμέσως το κόστος της εργασίας, επιδόθηκαν σε τεχνολογικές καινοτομίες με την ευρεία εισαγωγή της ρομποτικής και των αυτοματισμών, μεταφέροντας παράλληλα βήμα-βήμα το βάρος της φορολογίας από τις επιχειρήσεις στον καταναλωτή. Έτσι πέτυχαν σε μεγάλο βαθμό να καταστήσουν ελκυστικό το επιχειρηματικό περιβάλλον, εισάγοντας ταυτόχρονα πολιτικές στην αγορά εργασίας που αποσκοπούσαν στην μείωση της διαπραγματευτικής ικανότητας των εργαζομένων, πράγμα που αύξανε την πολιτική ισχύ του κεφαλαίου. Μόνον που στην μεταμοντέρνα Ευρώπη το κεφάλαιο δεν ανήκει στις βιομηχανικές επιχειρήσεις που το χρησιμοποιούν, αλλά σε ένα ολοκληρωμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα που ασκεί ηγεμονική πολιτική στις επιχειρήσεις. Η οικονομική φούσκα που διαρκώς παράγεται εξαιτίας της λειτουργίας αυτού του ολοκληρωμένου χρηματοπιστωτικού μηχανισμού, ο οποίος βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην θεσμική οντότητα της ευρωζώνης, καλύπτεται μέσω ενός οικονομικοψυχολογικού μοντέλου που απαιτεί διαρκώς διευρυνόμενη λιτότητα ως μορφή σταθεροποίησης των δημοσιονομικών, σε διαρκώς χαμηλότερο επίπεδο, με περιορισμό ασφαλώς των κοινωνικών δικαιωμάτων, ώστε να τονώνεται η ψυχολογία των επενδυτών.
Αυτό σχηματικά είναι το μοντέλο του Ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού, το οποίο ορίζει μια Νέα Ηγεμονία των Γερμανών, στο πλαίσιο του αντιπληθωρισμού. Αυτό είναι που προκαλεί σήμερα χρηματοπιστωτική και άρα παραγωγική κρίση στην περιφέρεια και ετούτο είναι που σε χώρες σκουπίδια, όπως η Ελλάδα, επιφέρει σοβαρή κρίση δημοκρατίας και εθνικού συμφέροντος, ενώ απειλεί πολιτεία και κοινωνία με διάλυση. Αυτό με τη σειρά του τροφοδοτεί με καύσιμη ύλη τον ρατσιστικό εθνικισμό, ενώ οδηγεί σε γεωπολιτική αποσταθεροποίηση. Για να αντιμετωπισθούν αυτά προβάλλει ως «ανάγκη» από την τοπική ελίτ, η εγκαθίδρυση ενός ακόμη αυταρχικότερου καθεστώτος και έτσι από την σκουπιδοποίηση της χώρας εισερχόμαστε στη φάση της σταθεροποίησής της ως υποτελούς πολιτείας υπό Υπερεθνικό έλεγχο μέσω μιας τυπικής αν και μεταμοντέρνας χούντας.
Η δική μου προσέγγιση είχε ως στόχο την αποτροπή αυτής ακριβώς της διαδρομής. Αναγνωρίζοντας το νόημα της στρατηγικής της κεντροευρωπαϊκής ελίτ και την πίεση που αυτή δεχόταν από το χρηματοπιστωτικό λόμπυ, επιχείρησα να υποστηρίξω πολικές που θα συνέθεταν μια εναλλακτική στρατηγική διαπραγμάτευσης του εθνικού συμφέροντος. Και τούτο, έχοντας στο μυαλό την διαρθρωτική ανεπάρκεια στη ζήτηση στην Ευρωζώνη, που αποτελεί την βασική πηγή ανισοτήτων. Μόνον εάν διαθέταμε ελληνική κυβέρνηση που θα καταλάβαινε αυτό το πρόβλημα και θα όριζε τις μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο αναδιανομής από πάνω προς τα κάτω, με χτύπημα των μονοπωλίων και μέτρα που θα αντέστρεφαν την μείωση του μεριδίου των εργαζομένων στην συνολικά παραγόμενη πίττα, διαμορφώνοντας παράλληλα παραγωγική διαλεκτική που θα ενίσχυε την εξαγωγική βιομηχανία στην χώρα, θα είχαμε κάποιες ελπίδες μέσω της διαπραγμάτευσης, να παραμείνουμε σε τροχιά ευρωπαϊκή. Τώρα, φίλοι, δεν έχουμε!
Θέλω να είμαι απόλυτα ειλικρινής: τα ελεεινά διλήμματα με τα οποία πολιτεύτηκε ο Γιώργος Παπανδρέου και τα οποία κατέληξαν στην απόλυτη χυδαιότητα του κ. Σαμαρά με το περίφημο «πάση θυσία στο ευρώ», είναι εκείνα που εξανέμισαν κάθε πιθανότητα να παραμείνει η χώρα ως παράγοντας ισχύος στα ευρωπαϊκά πράγματα. Αυτή η αχαρακτήριστη τακτική και η νοοτροπία που της δίνει πολιτικά χαρακτηριστικά αποτέλεσαν τα βασικά στοιχεία μιας πολιτικής αφήγησης σκουπιδιών. Από μόνο του το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα διολίσθησε στο φάσμα των σκουπιδιών, μετατρέποντας και την χώρα σε σκουπίδι. Ας μην παραπονιούνται, λοιπόν, όσοι διαπιστώνουν ότι οι διεθνείς παράγοντες που καθορίζουν την εξέλιξη της ελληνικής οικονομικής κρίσης, μας συμπεριφέρονται σαν να είμαστε σκουπίδια, στον βαθμό που οι ίδιοι από την αρχή της κρίσης υποστήριξαν αυτήν την διαλεκτική του σκουπιδότοπου. Το χειρότερο ίσως είναι ότι πολλοί από την αντίπερα όχθη που αγωνίστηκαν για την λαϊκή κυριαρχία και την εθνική αξιοπρέπεια, ανέπτυξαν μία αφήγηση θυματοποίησης και ψευδοεπανάστασης, συκοφαντώντας το προοδευτικό διαπραγματευτικό διακύβευμα. Δυστυχώς οι τελευταίοι πίστεψαν και ίσως ακόμη πιστεύουν, στην ισχύ των σκουπιδιών. Πράγματι, από τα σκουπίδια μπορεί να προκύψει τεράστια πολιτική δυναμική, μόνον που αυτήν εκμεταλλεύονται πάντα όσοι είναι έξω από την χωματερή και ελέγχουν το καθεστώς διαχείρισης των σκουπιδιών!
http://activistika.blogspot.gr/2012/11/blog-post_3397.html