Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

Ιωάννης Καποδίστριας, από την πένα του Ν. Καζαντζάκη.


Tsokos-dolofonia-Kapodistria

“Ο Καποδίστριας είναι μια πολυσύνθετη τραγική μορφή της νέας ιστορίας μας, που άναψε πολλά πάθη, ξεσήκωσε πολλούς φίλους κι οχτρούς κι ακόμα δεν μπόρεσε να κατασταλάξει σε μιαν αρμονικήν ενότητα. Ήταν μια ασκητική υψηλή φυσιογνωμία που κατέβηκε στην αναρχούμενη Ελλάδα για να βάλει τάξη. Ήξερε πως είναι δύσκολο να μερώσει τόσα και τέτοια θεριά, να χορτάσει τόσων χρόνων βουλιμίες και να μετουσιώσει την ασύδοτη ελευτερία σε πειθαρχούμενο Κράτος. Ήξερε καλά πως σαν τους άγιους μάρτυρες κατεβαίνει στο λάκκο των λεόντων· μα δε δίστασε, γιατί αγαπούσε την πατρίδα και πίστευε στη θαματουργική δύναμη του φωτισμένου νου.”
“Κατέβηκε στο λάκκο των λεόντων, στην Ελλάδα, κρατώντας, από την τσαρική παράδοση, από την ατομική του ιδιοσυγκρασία κι από ιστορικήν ανάγκη, στα χέρια του κνούτο. Οι Έλληνες του έστρωσαν δάφνες να πατήσει, τον κοίταζαν με μάτια εκστατικά κ’ έβλεπαν πίσω από τους ώμους του το γένος το ξανθό, έβλεπαν στρατούς και στόλους που συντάζουνταν να κινήσουν και να τους παν στην Πόλη. Και μόνο ο Καποδίστριας ανάμεσα σε τόση μέθη παρέμεινε νηφάλιος – γιατί ήξερε το φοβερό μυστικό: πίσω του δεν υπήρχε καμιά μυστηριώδης δύναμη, καμιά Αόρατη Αρχή η Ελλάδα μονάχα θα σώσει την Ελλάδα.”
“Σιγά-σιγά οι Έλληνες άρχισαν να μαντεύουν την πικρήν αλήθεια· τα φανταχτερά φτερά που είχαν στολίσει τον Κυβερνήτη άρχισαν να μαδούν. Σκόρπισε η μαγεία. Ξέσπασε η αναρχία. Μονάχα ένας προφήτης θα μπορούσε τότε να κυβερνήσει την Ελλάδα· ένας ένοπλος προφήτης που θα επέβαλλε το σεβασμό και το δέος. Ο Καποδίστριας ήταν άοπλος· φώναξε, φοβέρισε και τέλος, όταν τα ζόρισε πολύ, τα θεριά άνοιξαν το στόμα τους και τον κατάπιαν.”
Πέρασαν 115 χρόνια (τότε που γράφτηκε το κείμενο) κι ακόμα δεν μπορούμε να σταθούμε μπρος στην υψηλή αυτή μορφή με δικαιοσύνη. Οι αριστεροί τον κατηγορούν ως τύραννο, οι δεξιοί τον υμνούν ως μεγαλομάρτυρα. Ήταν και τα δυο. Μα απάνω απ’ όλα είχε την ανώτατη τούτη αρετή που τον εξαγιάζει: αγνότητα. Αγνότητα ασκητική, πύρινη. ”Τούτη την υψηλή αγέλαστη αρετή θέλησα να τονίσω στην τραγωδία μου, αναμερίζοντας όλες τις εφήμερες πολιτικές και κοινωνικές ιδεολογίες της εποχής μας. Είδα τον άνθρωπο που στέκεται ορθός, άοπλος μπροστά στο χάος και το κοιτάζει. Και δε γυρίζει πίσω. Το εναντίον, αντρειεύει, ζητάει το αδύνατο. Ποιο αδύνατο; Να βάλει τάξη στο χάος.”
“Κι όταν κατάλαβε πια πως όσο θα ζούσε, θα ’ταν μονάχα το σύνθημα του εμφύλιου σπαραγμού, τότε τράβηξε σεμνά, αποφασιστικά, χωρίς μεγάλα λόγια, με κάποια μάλιστα ανυπομονησία, προς το θάνατο. Όχι γιατί αγαπούσε το θάνατο, παρά γιατί αγαπούσε την Ελλάδα. [...] Μηνύματα ήρθαν απανωτά να τον αντικόψουν απ’ το μοιραίο δρόμο, μα αυτός, ήσυχος, ξέροντας καλά το για πού και το για τί, τράβηξε το αιματωμένο εκείνο πρωί τής 27 Σεπτεμβρίου 1831, κατά την εκκλησία τού Αγίου Σπυρίδωνα, στο Ανάπλι, και σήκωσε τα χέρια: “Είμαι έτοιμος!”
(Από το Πρόγραμμα της πρώτης παράστασης του Καποδίστρια από το Εθνικό Θέατρο,
στις 25 Μαρτίου 1946.)
00 (28)Καποδίστριας. Υπόθεση του έργου:Γνωρίζοντας ότι πρόκειται να δολοφονηθεί, ο Καποδίστριας πληροφορείται ότι οι Μανιάτες έχουν εξεγερθεί εναντίον του και ζητούν την αποφυλάκιση του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Λίγο αργότερα, τον επισκέπτεται ο Μακρυγιάννης, που είχε λάβει μια περίεργη προειδοποίηση ότι ο Κυβερνήτης κινδυνεύει κι έσπευσε να τον προστατεύσει. Τον συμβουλεύει να ελευθερώσει τον Πετρόμπεη, να συγχωρέσει την εξέγερση της Ύδρας και να προχωρήσει σε αναδασμό της γης. Ο Καποδίστριας είναι ανένδοτος στο θέμα της Ύδρας, αλλά φαίνεται να σκέπτεται τις άλλες δύο προτάσεις.
Μετά την αναχώρηση του Μακρυγιάννη, ο Κυβερνήτης εξομολογείται στον Παπαγιώργη, ένα Μανιάτη ιερέα, που τον αντιμετωπίζει εχθρικά και αρνείται να τον μεταλάβει αν δεν ελευθερωθεί ο Πετρόμπεης. Προς το τέλος της συνάντησης, έρχεται ο Κολοκοτρώνης και ειδοποιεί για τη συνωμοσία και την ανάμειξη του Παπαγιώργη. Παρακινεί τον Καποδίστρια να συλλάβει τους Μαυρομιχάληδες, που έχουν ορκιστεί να τον σκοτώσουν, όμως ο Κυβερνήτης διαφωνεί και ανακοινώνει ότι θα στείλει ρωσικά πλοία για να υποτάξει την Ύδρα.
Ο επόμενος επισκέπτης είναι ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης, ένας από τους επίδοξους δολοφόνους. Παραπονιέται ότι ο Κυβερνήτης έχει εγκαταλείψει το μεγάλο όραμα για την απελευθέρωση της Πόλης. Εκείνος του εξηγεί ότι προέχει η επίλυση των πρακτικών προβλημάτων, χωρίς όμως να τον πείθει.
Λίγο αργότερα, το πλήθος συγκεντρώνεται στην αυλή του Κυβερνείου, διαδηλώνει ενανίον του Καποδίστρια και ζητά Σύνταγμα. Ο Γκίκας διαφωνεί έντονα με τον Μακρυγιάννη και τον τραυματίζει. Εμφανίζεται ο Κυβερνήτης· βλέποντας τον Κωσταντή Μαυρομιχάλη, του λέει ότι θα ελευθερώσει τον Πετρόμπεη, αρκεί να το ζητήσει, εκείνος όμως αδιαφορεί. Οι λεκτικές συγκρούσεις συνεχίζονται, ενώ ο Μακρυγιάννης προσπαθεί να ηρεμήσει τα πνεύματα.
Ο Καποδίστριας αναγγέλλει τον αναδασμό της γης, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια του Κολοκοτρώνη, που τον εγκαταλείπει. Εκείνη τη στιγμή, φτάνουν τα νέα για την άφιξη των ρωσικών πλοίων στην Ύδρα. Το πλήθος αναταράζεται ξανά και ο Παπαγιώργης παρακινεί τους Μαυρομιχάληδες να σκοτώσουν τον Κυβερνήτη, ο οποίος έχει ήδη διατάξει την αποφυλάκιση του Πετρόμπεη· παρ’ όλα αυτά, τον τραυματίζουν θανά-σιμα, κι εκείνος ξεψυχά στην αγκαλιά του Μακρυγιάννη.
Πληροφορίες για τη συγγραφή: Γράφεται στην Αίγινα το 1944. Το θέμα απασχολούσε τον Καζαντζάκη από το 1939, την εποχή που σχεδίαζε τον Ακρίτα. Φαίνεται πως έναυσμα για τη συγγραφή, του έ-δωσε το έργο του Γ. Θεοτοκά Αντάρα στ’ Ανάπλι· μάλιστα, ζήτησε από τον Θεοτοκά· να του στείλει τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη. Ένα απόσπασμα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η Μάχη, 24.3.1946
Γι αυτό σκότωσαν τον Καποδίστρια και αυτή είναι η αρχή του τέλους των Ελλήνων μέχρι σήμερα.


 http://www.terrapapers.com/
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...